ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1111

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ. 76/2005)

 

13 Σεπτεμβρίου, 2005

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (Ν.97/70) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ Ν.97/90

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΩΤΙΚΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (Ν.95/70)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ YEVGEN SHYLENKO, ΑΠΟ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 9.8.2005 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 4/2005

________________________

 

Α. Σαβεριάδης, μαζί με Μ. Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Μ. Στυλιανού, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Αιτητής παρών.

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 9/8/2005, αίτημα των Ουκρανικών Αρχών για έκδοση του Yevgen Shylenko (αιτητή) στην Ουκρανία, με σκοπό να δικαστεί εκεί για ισχυριζόμενα αδικήματα που διέπραξε, κρίθηκε αιτιολογημένο.  Διατάχθηκε η έκδοσή του και, μέχρις ότου αυτή υλοποιηθεί, η κράτησή του.  Το Δικαστήριο, ως είχε καθήκον, πληροφόρησε τον αιτητή για το δικαίωμά του να υποβάλει αίτηση για habeas corpus, την οποία και υπέβαλε.  Πρόκειται για την παρούσα.

 

Οι λόγοι, για τους οποίους ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα του διατάγματος, όπως ορθά περιορίστηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν μου, είναι δύο:-

 

1.  Το ένταλμα σύλληψης - μέρος του Τεκμηρίου 9 - το οποίο κατατέθηκε, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 12.2(α) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων, «Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμο του 1970, (Ν. 95/70).  Συγκεκριμένα, δεν είναι επίσημο αντίγραφο. και

 

2. Η παρέλευση πέντε χρόνων από την ημερομηνία που, κατ' ισχυρισμό, διαπράχθηκαν τα αδικήματα - (1999 - 2000) - μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης - (1/6/2004) - καθιστά την έκδοσή του σήμερα στην Ουκρανία μέτρο άδικο και καταπιεστικό σε βάρος του.

 

Προτού εξετάσω τα ζητήματα που ηγέρθησαν, θεωρώ χρήσιμο, για την εξέταση στη συνέχεια των περιστάσεων σε σχέση με τη χρονική διάσταση που απασχόλησε, να παραθέσω σε συντομία το ιστορικό της υπόθεσης, όπως τέθηκε από τις Ουκρανικές Αρχές:- 

 

Ο αιτητής, ρωσικής καταγωγής, μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1999, συνωμότησε με τον επίσης ρωσικής καταγωγής Orlov Oleh Georgiyovych να προβούν σε παράνομη εξαγωγή στρατιωτικού υλικού από την Ουκρανία.  Προς το σκοπό αυτό, υπέβαλαν σε κρατική εταιρεία της Ουκρανίας πλαστά έγγραφα με ψευδή στοιχεία, για αγορά σταθμού ραντάρ στην Ουκρανία από συγκεκριμένη εταιρεία και με σκοπό την πώλησή του στη Ρουμανία.  Στη βάση των πλαστών αυτών εγγράφων, εξασφάλισαν άδεια εξαγωγής στη Ρουμανία.  Στη συνέχεια, το στρατιωτικό αυτό υλικό, τον Ιανουάριο του 2000, εξάχθηκε ως εξαρτήματα στην Αφρική, αφού προηγουμένως ο αιτητής μαζί με τον Orlov προμήθευσαν το Τελωνείο της Ουκρανίας με πλαστά έγγραφα.  Το Μάρτιο του 2000, με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με την υποβολή πλαστών εγγράφων με ψευδή στοιχεία, μαζί με τον Orlov εξασφάλισαν άδεια εξαγωγής 20 πυραύλων από την Ουκρανία στη Ρωσία, με σκοπό το λαθρεμπόριό τους. Στις 8/4/2000, ο αιτητής μαζί με τον Orlov, και πάλι με πλαστά έγγραφα, πέτυχαν εξαγωγή 6 πυραύλων από την Ουκρανία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από λεπτομερή αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την περίπτωση του αιτητή - (Ν. 95/70 και περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, (Ν. 97/70)) - και σχετική νομολογία - (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361. Περέλλα (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1009. Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261) - κατέληξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοσή του.  Αμφισβήτηση ότι τα έγγραφα διαβιβάστηκαν μέσω της ορθής οδού, ότι υποβλήθηκαν από την αρμόδια αρχή και ότι ο αιτητής ήταν το ζητούμενο πρόσωπο δεν υπήρξε.

 

΄Ηταν η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή, πρωτόδικα και ενώπιόν μου, ότι το ένταλμα σύλληψης, το οποίο φέρει σφραγίδα της Δημοκρατίας της Ουκρανίας και υπογραφή δικαστή, δεν αποτελεί πρωτότυπο ούτε επίσημο αντίγραφο, ώστε να πληρούται η προϋπόθεση του ΄Αρθρου 12.2(α) της Σύμβασης, η οποία προβλέπει:-

 

«2. Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή :

 

  (α)   το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο και συμφωνώ, έκρινε ότι:-

 

«Το γεγονός ότι στο ένταλμα σύλληψης αναγράφεται η λέξη 'αντίγραφο' με το χέρι δεν αλλοιώνει τη φύση του εγγράφου.  Εφόσον δε στο έγγραφο αυτό υπάρχουν οι προαναφερόμενες σφραγίδες και η υπογραφή του φυσικού δικαστή, ικανοποιούμαι ότι για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου το έγγραφο αυτό αποτελεί επίσημο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης.»

 

 

 

Πρόσθετα με τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η υπογραφή του φυσικού δικαστή και η σφραγίδα της Δημοκρατίας της Ουκρανίας καθιστούν το ένταλμα πέρα από πιστό αντίγραφο. 

 

΄Ερχομαι τώρα στο δεύτερο λόγο αμφισβήτησης της ορθότητας της διαταγής έκδοσης του αιτητή.  ΄Ηταν η θέση του κ. Σαβεριάδη ότι η παρέλευση πέντε χρόνων και οι περιστάσεις, όπως διαμορφώθηκαν για τον αιτητή - δημιούργησε δεσμό από το 2000, τον οποίο προτίθεται να επισημοποιήσει με γάμο, από το 2004 διαμένει στην Κύπρο με την Ουκρανή ΄Ολγα Ελευθερίου - δικαιολογούν εφαρμογή του ΄Αρθρου 10(3) του Ν. 97/70.  Το γεγονός, εισηγήθηκε, ότι ο αιτητής δεν ευθύνεται για τη μεγάλη καθυστέρηση στην αναζήτησή του από το χρόνο που, κατ' ισχυρισμό, διαπράχθηκαν τα αδικήματα, δικαιολογεί απόρριψη του αιτήματος.  Οι Ουκρανικές Αρχές δεν έχουν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, δικαιολογήσει τη μεγάλη καθυστέρηση που υπάρχει μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης.  Για μεγάλο διάστημα μετά την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων, ο αιτητής βρισκόταν στην Ουκρανία και δεν αναζητήθηκε.

 

Ο κ. Τιμοθέου, για τους καθ' ων η αίτηση, σε σχέση με το ζήτημα της καθυστέρησης, αναφέρθηκε στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης, το είδος των αδικημάτων και τη χρονική διάρκεια της εγκληματικής δραστηριότητας.  Καθώς προκύπτει από τα γεγονότα, ανέφερε, με την ολοκλήρωση των ερευνών, οι Ουκρανικές Αρχές αναζήτησαν τον αιτητή.  ΄Οταν δεν ανευρίσκετο, κινήθηκαν αμέσως, διαβιβάζοντας μήνυμα στην Interpol, το οποίο λήφθηκε και στη Λευκωσία.  Στις 15/6/2005, με νέο μήνυμα, έδωσαν λεπτομέρειες ως προς τον πιθανό τόπο διαμονής του, οπότε και συνελήφθη.

 

Το ΄Αρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/70 προβλέπει:-

 

«10. - (3)  Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι -

 

..............................................................................................................

 

(β)  λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ' ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ' ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού.

 

..............................................................................................................

 

η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.»

 

 

 

Στην υπόθεση Hakam Qasem Hussein Badar, Αίτηση Αρ. 121/04, 4/10/04, την οποία επικαλέστηκε ο κ. Σαβεριάδης, αναφέρονται τα εξής, με τα οποία και συμφωνώ:-

 

«Η εμβέλεια του άρθρου 10(3)(β) λοιπόν δεν μπορεί να περιορισθεί ώστε α αποκλείει οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να είναι σχετικός στη δεδομένη περίπτωση ως προς τις συνέπειες της καθυστέρησης αφού οι όροι 'άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον', που είναι το ζητούμενο, είναι ευρείς.

 

..............................................................................................................

 

Πρωταρχικής σημασίας λοιπόν είναι το ερώτημα ποίος ευθύνεται για την καθυστέρηση.  Αν ευθύνεται ο Αιτητής, δεν μπορεί κατά κανόνα να την επικαλείται.  Αυτή ήταν η περίπτωση στην In Re Νικολαΐδη στην οποία εκρίθη ότι, καθ' όσον η καθυστέρηση, αν και μεγάλη, οφείλετο αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του Αιτητή, αυτή δεν μπορούσε να επενεργήσει προς όφελος του.  Ομοίως και στην In Re Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 814, όπου εκρίθη ότι, όχι μόνο η περίοδος για την οποία εγίνετο λόγος δεν ήταν μακρά ώστε να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β), αλλά και ότι αυτή οφείλετο και στην προσπάθεια του ίδιου του Αιτητή να αποφύγει την έκδοση.  Αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται στον Αιτητή θα πρέπει να εξετασθούν η έκταση και οι συνέπειες της για τον Αιτητή, περιλαμβανομένων των εν τω μεταξύ διαμορφωθεισών καταστάσεων του και των εύλογων προσδοκιών του, θα ήταν δε ασφαλώς επιβαρυντικό για τη χώρα η οποία αιτείται την έκδοση αν η καθυστέρηση οφείλετο στην ίδια.  Ο χρόνος αυτός καθ' αυτός βεβαίως δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο.  ΄Οπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., στην υπόθεση In Re Καρπένκο (1997) 1(Β) ΑΑΔ 989, σελίδες 995-996:

 

'Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ' εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου.  Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, 'θα απετέλει, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.'. Κατά την κρίση μου δεν συντρέχουν εδώ περιστάσεις με τέτοια επενέργεια.'

 

Στην υπόθεση εκείνη τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 1993 και το ένταλμα σύλληψης του Αιτητή εξεδόθη ένα χρόνο μετά.  Εκρίθη ότι δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση στη διερεύνηση και τροχιοδρόμηση της σύλληψης και έκδοσης του Αιτητή, που ήταν το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο είχε υποβληθεί εισήγηση για εφαρμογή του άρθρου 10(3)(β) (η εισήγηση δεν επεκτείνετο στο χρόνο που ακολούθησε μέχρι την εν λόγω απόφαση), που να δικαιολογούσε εφαρμογή του άρθρου 10(3))β).»

 

 

 

Εξετάζοντας τα γεγονότα της παρούσης, κρίνω ότι, έστω και αν η χρονική περίοδος από την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη του τελευταίου αδικήματος μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης είναι τέσσερα χρόνια και δύο μήνες, το σύνολο των περιστάσεων δεν εντάσσουν την περίπτωση του αιτητή σε ό,τι θα καθιστούσε την έκδοσή του άδικο και καταπιεστικό μέτρο.  Η πάροδος των τεσσάρων χρόνων, από μόνη της, δεν αρκεί.  Προκύπτει από τα γεγονότα ότι οι Ουκρανικές Αρχές, με την ολοκλήρωση της διερεύνησης των, κατ' ισχυρισμό, αδικημάτων, η οποία, ως εκ της φύσεώς τους, απαιτεί χρόνο, προχώρησαν αμέσως στην αναζήτηση του αιτητή και, στη συνέχεια, στην έκδοση εντάλματος σύλληψης, ειδοποιώντας, ανάλογα, την Interpol.  Το γεγονός ότι ο αιτητής συμβιώνει με Ουκρανή, η οποία ήταν προηγουμένως σύζυγος Κυπρίου, δεν είναι περιστάσεις που μπορούν να επιδράσουν, σε βαθμό ώστε να μη διαταχθεί η έκδοσή του. 

 

Ως αποτέλεσμα, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο