ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 835
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11849)
21 Ιουνίου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΖΗΝΩΝ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 2,
- ν. -
1. ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
2. ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ Α. ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
---------------------------
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μεν. Κυπριανού, για τους Εφεσίβλητους.
---------------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
δίδεται από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 23 Φεβρουαρίου 1994 οι εφεσίβλητοι κίνησαν, με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αγωγή εναντίον του εφεσείοντος και της εταιρείας Cofimor Investment and Finance Ltd. Έκθεση απαίτησης, η οποία κατατέθηκε στις 30 Μαΐου 1994, περιλάμβανε τους εξής βασικούς ισχυρισμούς: (α) ότι οι ενάγοντες ήταν πελάτες των εναγομένων και διατηρούσαν με αυτούς τον υπ΄ αρ. 879343 λογαριασμό• (β) ότι δυνάμει γραπτής και/ή προφορικής και/ή σιωπηρής και/ή εξυπακουόμενης συμφωνίας και/ή καταπιστεύματος, ημερ. 1 Φεβρουαρίου 1987, οι εναγόμενοι ανέλαβαν να επενδύσουν, εκ μέρους των εναγόντων, Η.Π.Α.$80.000• (γ) ότι οι εναγόμενοι παρέβησαν τους συμφωνηθέντες όρους και το νόμο και δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους• (δ) ότι επιπρόσθετα ή διαζευκτικά «η συμφωνία επετεύχθη και/ή εκτελέσθηκε και/ή υφίστατο εν τω μέσω και/ή διά δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων από πλευράς Εναγομένων»• και (ε) ότι ως αποτέλεσμα οι ενάγοντες υπέστησαν απώλεια και ζημία που συνίστατο στο αρχικό τους κεφάλαιο και σε μη πραγματοποιηθέν κέρδος, συνολικού ύψους και τα δύο, Η.Π.Α.$ 580.000.
Η εταιρεία κατέθεσε την υπεράσπιση της στις 17 Ιουνίου 1996 και ο εφεσίβλητος τη δική του στις 21 Ιουνίου 1996. Η εταιρεία προέβαλε (α) ότι ο λογαριασμός 879343 ανοίχθηκε από τους εφεσίβλητους με Ελβετική τράπεζα, ήτοι, την Union Bank of Switzerland• (β) ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν στον εφεσείοντα πληρεξούσιο αναφορικά με το λογαριασμό• (γ) ότι αργότερα, περί τις 17 Ιουλίου 1989, οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν πληρεξούσιο περιορισμένης εξουσιοδότησης προς την εταιρεία σε σχέση με νέο λογαριασμό, τον υπ΄ αρ. 1790ΙSΙS (01.2817900), τον οποίο άνοιξαν με την τράπεζα Piguet & C.I.E• (δ) ότι το πληρεξούσιο «ακυρώθηκε ή αποσύρθηκε» στις 18 Μαΐου 1990• (ε) ότι η εταιρεία έδινε στους εφεσίβλητους εξηγήσεις για τις ενέργειες της όπως και για την εκάστοτε απόδοση του λογαριασμού και την κατάσταση της αγοράς• και (στ) ότι η απόδοση του λογαριασμού κατά την περίοδο 1987 «εξαρτήθηκε και από την παρατηρηθείσα τότε κατάρρευση της αγοράς». Ο εφεσείων με τη δική του υπεράσπιση προέβαλε ότι (α) δεν έχει ευθύνη γιατί ενεργούσε ως υπάλληλος της εταιρείας και όχι προσωπικά• (β) ότι η συμφωνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εταιρείας ήταν γραπτή και οι όροι της ρητοί• και (γ) ότι εν πάση περιπτώσει τόσο αυτός υπό την υπαλληλική του ιδιότητα όσο και η εταιρεία «έπραξαν άπαντα τα υπ΄ αυτούς αναμενόμενα και/ή συμφωνηθέντα και/ή άπασαι αι ενέργειαι των ελάμβαναν δεόντως υπόψη τας οδηγίας και/ή επιθυμίας των εναγόντων».
Οι υπερασπίσεις τροποποιήθηκαν στις 2 Ιουλίου 2001 και 11 Σεπτεμβρίου 2001, αντιστοίχως, με την προσθήκη της ακόλουθης πανομοιότυπης προδικαστικής ένστασης και στις δύο:
«... το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείται δικαιοδοσίας και/ή είναι αναρμόδιο όπως εκδικάσει την παρούσα αγωγή καθ΄ ότι σύμφωνα με την συμφωνία και/ή τα άλλα έγγραφα που επικαλούνται οι Ενάγοντες εις τα Δικόγραφα των όλες οι διαφορές των διαδίκων οι οποίες απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία συμφωνήθηκε ρητά ότι θα εκδικάζονται με βάση τον Ελβετικό Νόμο και αποκλειστική δικαιοδοσία θα έχουν τα Δικαστήρια της Ελβετίας.»
Ακολούθως τόσο ο εφεσείων όσο και η εταιρεία ζήτησαν με αντίστοιχες αιτήσεις, ημερ. 1 Φεβρουαρίου 2002 και 10 Απριλίου 2002, όπως το ζήτημα της δικαιοδοσίας εξεταστεί προδικαστικά. Αλλά στις 4 Δεκεμβρίου 2002 απέσυραν τις αιτήσεις.
Έπειτα, στις 15 Ιανουαρίου 2003, ο εφεσείων κατέθεσε αίτηση για αναστολή της αγωγής. Η αίτηση απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 3 Οκτωβρίου 2003. Ένορκος δήλωση που συνόδευε την αίτηση παρέπεμπε στην προδικαστική ένσταση και εξηγούσε ότι τα σχετικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβανόταν η ρήτρα για αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Ελβετίας, δόθηκαν στον εφεσείοντα κατόπιν διαδικασίας για αποκάλυψη εγγράφων. Εξ άλλου, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, η πλειοψηφία των μαρτύρων και του αποδεικτικού υλικού δεν βρίσκονταν στην Κύπρο και επομένως η Κύπρος δεν ήταν ο ενδεδειγμένος χώρος για εκδίκαση της αγωγής. Τα έγγραφα στα οποία γινόταν αναφορά, όλα ημερ. 25 Φεβρουαρίου 1987, ήταν: (α) σύμβαση των εφεσιβλήτων με την Union Bank of Switzerland• (β) πληρεξούσιο περιορισμένης εξουσιοδότησης από εφεσιβλήτους προς την εταιρεία• και (γ) γενική ενεχυρίαση και εκχώρηση από τους εφεσιβλήτους προς την εν λόγω τράπεζα. Αυτά περιείχαν, κατά σειρά, τις εξής πρόνοιες σε ό,τι αφορά τη δικαιοδοσία:
«(α) All legal aspects of the relationship between client and Bank shall be governed exclusively by Swiss law Place of performance of all obligations of both parties, as well as the exclusive jurisdiction of lawsuits and any other kinds of legal proceedings shall be, excepting only that the Bank may sue the client in any competent court at the domicile of the client or any other court having jurisdiction.
(β) The parties agree that the inception, validity, and termination of this power of attorney, and all transactions effectuated on the basis of this power of attorney, shall be governed exclusively by Swiss law. Its place of performance and execution shall be at the domicile of the Bank. In the event of any litigation arising between the contracting parties or their lawful sucessors jurisdiction shall be exercised by the regural courts of Switzerland which according to Swiss law are competent for the handling of such cases.
(γ) All legal aspects of the relationship between the undersigned and the Bank shall be governed by Swiss law.
Οι εφεσίβλητοι αντιτάχθηκαν στην αίτηση για αναστολή. Προέβαλαν τις εξής αντιρρήσεις, στηριγμένες σε σχετική ένορκο δήλωση:
«1. Το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία επί των επιδίκων θεμάτων καθ΄ ότι οι εναγόμενοι και/ή οι μάρτυρες στην αγωγή βρίσκονται όλοι στην Κύπρο.
2. Μετά την πάροδο τόσων χρονών είναι πολύ πιθανόν να έχει επέλθει παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος του ενάγοντα να προσφύγει στα Ελβετικά Δικαστήρια.
3. Το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έγερσης της παρούσης αγωγής και της αίτησης για την οποία γίνεται η παρούσα ένσταση είναι πολύ μεγάλο και συνεπώς η εν λόγω αίτησις είναι καταχρηστική.»
Δεν τέθηκε υπό εξέταση το κατά πόσο η ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας, η οποία αφορούσε στις σχέσεις των εφεσιβλήτων με την Ελβετική τράπεζα, είχε το ίδιο σημασία και σε ό,τι αφορά τη σχέση η οποία περιγράφεται στην έκθεση απαίτησης μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντος. Στην ακρόαση της αίτησης οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν ότι ίσχυε για την περίπτωση ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Εισηγήθηκαν ωστόσο ότι η αγωγή συνδεόταν περισσότερο με την Κύπρο παρά με την Ελβετία και ότι ως εκ τούτου παρεχόταν στο Δικαστήριο διακριτική εξουσία να επιτρέψει τη συνέχιση της αγωγής στην Κύπρο ως forum conveniens.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε λοιπόν την περίπτωση με το δηλωθέν ως δεδομένο ότι εν προκειμένω υπήρχε, σε σχέση με την απαίτηση στην αγωγή, ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Απέρριψε τις πρώτες δύο αντιρρήσεις των εφεσιβλήτων αλλά θεώρησε βάσιμη την τρίτη. Ως προς την πρώτη κατέληξε ότι, επειδή τα σχετικά έγγραφα υπεγράφησαν στην Ελβετία και αφορούσαν λογαριασμό των εφεσιβλήτων στην Ελβετία και επειδή η εταιρεία «ως αντιπρόσωπος είχε δικαίωμα να χειρίζεται το λογαριασμό αυτό διά τις ισχυριζόμενες δοσοληψίες και/ή επενδύσεις» το αποδεικτικό υλικό και η πλειοψηφία των μαρτύρων ήταν εκτός Κύπρου και επομένως η εκδίκαση της αγωγής στην Κύπρο θα προκαλούσε μεγαλύτερη ταλαιπωρία και περισσότερα έξοδα. Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε αυτή την κατάληξη. Ως προς τη δεύτερη αντίρρηση το Δικαστήριο κατέληξε, προδήλως ορθά, ότι επειδή ο αλλοδαπός νόμος είναι θέμα πραγματικό, το οποίο στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε με μαρτυρία, ίσχυε το τεκμήριο ταυτοσημίας του αλλοδαπού νόμου με τον Κυπριακό και ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να επικαλούνται παραγραφή δικαιωμάτων στην Ελβετία. Τέλος, ως προς την τρίτη αντίρρηση, κατέληξε ότι υπήρξε, από πλευράς του εφεσείοντος, «παρατεταμένη καθυστέρηση εις την καταχώρηση της υπό εξέταση αιτήσεως» όπως και συμπεριφορά του που έδειχνε πως «αφ΄ ενός η επιθυμία του αιτητή δι΄ εκδίκαση της διαφοράς εις Ελβετία δεν είναι γνήσια και αφετέρου να μη δικαιούται εις την αιτούμενη θεραπεία (Βλ. Stamateko (άνω) και θα ήτο άδικο δια τους καθ΄ ων η αίτηση». Γι΄ αυτό, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναστολή. Ας σημειωθεί ότι στην G. & C. Stamatekos S.A. v. Wilhem Harms and Jonny Gahrs K.G. & Another (1991) 1 Α.Α.Δ. 941 (Χατζητσαγγάρη, Δ.) το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα για αναστολή ένεκα ρήτρας περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας κυρίως επειδή έκρινε ότι:
«Η όλη συμπεριφορά όμως των εναγομένων 1 και η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της αγωγής, τα μέτρα που λήφθηκαν εκ μέρους τους και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης για δώδεκα χρόνια, κατά τη γνώμη μου δεν τους δίδει το δικαίωμα να δικαιούνται της θεραπείας την οποία ζητούν με την αίτησή τους.»
Με την έφεση προβάλλεται (α) ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε τον κανόνα ότι τηρείται η ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας γιατί «αυτή αντικατοπτρίζει την πρόθεση των διαδίκων ως συμβαλλομένων μερών» και ότι η μη τήρηση της επιτρέπεται μόνο ως εξαίρεση• (β) ότι η προσβαλλόμενη πρωτόδικη κατάληξη βρίσκεται σε αντίθεση με τις δύο προηγηθείσες οι οποίες αφορούσαν άμεσα στο forum conveniens και επέβαλλαν «την υιοθέτηση» της ρήτρας• (γ) ότι ως προς το θέμα της καθυστέρησης το Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένες νομικές αρχές αφού η νομολογία στην οποία βασίστηκε αφορά στο forum conveniens και όχι στην ύπαρξη ρήτρας περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας• και (δ) ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας περιήλθε σε γνώση του εφεσείοντος ως αποτέλεσμα των αιτήσεων για αποκάλυψη εγγράφων και επομένως λανθασμένα προσήγγισε το θέμα της καθυστέρησης και των προγενέστερων διαδικασιών.
Παρατηρούμε ότι, καθώς προκύπτει από την αναφορά του Δικαστηρίου στη σχετική νομολογία, το Δικαστήριο είχε υπόψη τις αρχές με βάση τις οποίες αντικρίζεται η ρήτρα περί αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Τίποτε δεν διακρίναμε που να δείχνει εσφαλμένη εφαρμογή τους. Και τίποτε που να συνδέει την κρίση του Δικαστηρίου επί του θέματος της καθυστέρησης με τις προηγούμενες του καταλήξεις. Το θέμα της καθυστέρησης είναι αυτοτελές και εξετάζεται ανεξάρτητα από τους παράγοντες - βλ. κυρίως τις υποθέσεις Jandranska v. Photos Photiades and Co. (1965) 1 C.L.R. 58, The Eleftheria (1969) 2 All E.R. 641, Phassouri Plantations v. Adriadica di Navigazioni (1983) 1(Β) C.L.R. 949, The "El Amria" (1981) 2 Lloyd΄s Rep. 119 - που καθοδηγούν το Δικαστήριο επί της ουσίας, προκειμένου να εγκρίνει ή όχι την αναστολή.
Ως προς το ζήτημα της καθυστέρησης, σημειώνουμε ότι ο εφεσείων προέβη στα εξής διαβήματα αναφορικά με τα έγγραφα που θεωρούσε ότι χρειαζόταν για να μπορέσει να τοποθετηθεί. Υπέβαλε πρώτα την αίτηση, ημερ. 28 Ιουνίου 1994, με την οποία ζήτησε όπως οι εφεσίβλητοι διαταχθούν να παρουσιάσουν για επιθεώρηση «τη γραπτή συμφωνία ημερ. 1.2.87 η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Εκθέσεως Απαιτήσεως». Η αίτηση αποσύρθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1995 αφού, καθώς δηλώθηκε, το έγγραφο για το οποίο γινόταν λόγος του είχε ήδη δοθεί. Με δεύτερη αίτηση, ημερ. 29 Ιουλίου 1994, ο εφεσείων ζήτησε διάφορες λεπτομέρειες μεταξύ των οποίων και το πότε είχε ανοιχθεί ο λογαριασμός 879343. Στις 7 Νοεμβρίου 1994 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα για την παροχή των ζητούμενων λεπτομερειών εντός περιόδου τριών εβδομάδων. Τέλος, ύστερα από δύο χρόνια, ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση, αυτήν με τη μεγαλύτερη σημασία για την παρούσα περίπτωση, με την οποία ζητούσε την αποκάλυψη όλων των σχετικών εγγράφων, προσδιορίζοντας τα με αναφορά στον αντίστοιχο τομέα στον οποίο ανήκαν. Στις 11 Δεκεμβρίου 1997 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα για αποκάλυψη εγγράφων μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1998. Η προθεσμία παρατάθηκε επανειλημμένα και η αποκάλυψη των εγγράφων έγινε τελικά στις 27 Απριλίου 1998.
Είναι προφανές ότι υπήρξε μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Πρώτο, σε σχέση με την υποβολή του αιτήματος το 1996 για την αποκάλυψη εγγράφων και, δεύτερο, σε σχέση με την υποβολή της αίτησης για αναστολή κατά τις αρχές του 2003, όταν ο εφεσείων είχε ήδη πάρει τα έγγραφα από τις 27 Απριλίου 1998. Αιτήσεις για αναστολή σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να γίνονται το συντομότερο δυνατό. Δεν θα ήταν λογικό και δίκαιο να επιτρεπόταν η ματαίωση αγωγής με την αναστολή της όταν αυτή αφέθηκε να προχωρήσει και μάλιστα μέχρι το στάδιο ορισμού της για ακρόαση, όπως ήταν εδώ η περίπτωση. Έχουμε λοιπόν τη γνώμη πως ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για αναστολή ένεκα της καθυστέρησης, ιδωμένης στο σύνολο της πορείας της υπόθεσης και του χρόνου εκδήλωσης των διαβημάτων του εφεσείοντος σ΄ αυτή.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ