ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 768
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11616)
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
HΛΙΑΣ Μ. ΤΣΙΑΚΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
ν.
ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
----------
Κ. Χ" Ιωάννου, για τον εφεσείοντα
Στ. Πολυβίου (κα) για την εφεσίβλητη.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη τράπεζα, κατόπιν αίτησης του εφεσείοντα-αιτητή, του είχε ανοίξει τρεχούμενο λογαριασμό και δύο λογαριασμούς δανείου τακτής προθεσμίας, σε διαφορετικές ημερομηνίες. Προς εξασφάλιση των πιο πάνω ενεγράφησαν υποθήκες επί τριών κτημάτων του εφεσείοντα. Στις 5.5.97 η τράπεζα απέστειλε τρεις επιστολές στον εφεσείοντα-εναγόμενο, με τις οποίες ζητούσε την εξόφληση του καθενός από τους τρεις πιο πάνω λογαριασμούς.
Στις 5.2.1998 η εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρησε τρεις αγωγές εναντίον του εφεσείοντα για κάθε ένα από τους τρεις λογαριασμούς. Η Αγωγή 1194/98 αφορούσε το πρώτο δάνειο (£70.000) και η 1196/98 το δεύτερο δάνειο (£90.000). Η επίδικη απόφαση εξεδόθη στην Αγωγή 1195/98, που αφορά τον τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί στην Αγωγή 1194/98 και έτσι λήφθηκε απόφαση εναντίον του ερήμην, διατάσσοντάς τον να πληρώσει το αξιούμενο ποσό και επίσης διατάσσοντας την πώληση των τριών ενυπόθηκων κτημάτων.
Η Αγωγή 1196/98 εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση υπέρ της τράπεζας για ποσό £79.621,58 πλέον τόκο 9% από 22.12.1997 επί ποσού £71.386,37 μέχρι εξόφλησης καθώς και διάταγμα πώλησης των κτημάτων. Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε και η απόφαση στην έφεση εκδόθηκε στις 14.7.2003, μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Η απαίτηση της τράπεζας εναντίον του εφεσείοντα αρχικά ήταν για ποσό £88.526,26 πλέον τόκο προς 9% από 22.12.1997, πάνω σε ποσό £79.991,70. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης, ο μάρτυρας της τράπεζας Μιχάλης Χατζηκαλλής κατέθεσε ως τεκμήριο 52 κατάσταση λογαριασμού του εναγόμενου, από την οποία αφαίρεσε προμήθειες, έξοδα μελέτης και τόκους πάνω σε αυτά τα ποσά και επεσήμανε αριθμό χρεώσεων που ήταν ποσά που πιστώθηκαν στα δύο δάνεια του εναγομένου. Τελικά, με βάση το τεκμήριο αυτό, η αξίωση της τράπεζας περιορίστηκε σε £62.528,87, που ήταν το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού στις 5.5.97, πλέον τόκο προς 9%.
Ο εφεσείων πρωτοδίκως υπέβαλε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία έκδοσης διατάγματος πώλησης των κτημάτων του εναγομένου, γιατί αυτά βρίσκονταν στην Επαρχία Λάρνακας. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι υπήρχε δεδικασμένο αναφορικά με τις διαφορές των διαδίκων και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου με την καταχώρηση τριών διαφορετικών αγωγών. Επίσης, τέλος, αμφισβήτησε ότι η εφεσίβλητη τράπεζα απέδειξε την απαίτηση της και υπέβαλε ότι η απαίτηση εν πάση περιπτώσει έπρεπε να απορριφθεί, γιατί ήταν παράνομη.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις πιο πάνω θέσεις, κρίνοντας ότι ούτε δεδικασμένο κάλυπτε την περίπτωση, αλλά ούτε και υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να διατάξει πώληση των κτημάτων με βάση την επιφύλαξη του άρθρου 21(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Η εισήγηση ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω παρανομίας, επίσης απορρίφθηκε, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παράνομες υπερχρεώσεις που έγιναν και που τελικά αφαιρέθηκαν, δεν οδηγούσαν σε ύπαρξη παρανομίας που επηρέαζε ολόκληρη τη σύμβαση, αλλά μόνο αυτά τα μέρη της συναλλαγής, και μπορούσαν αυτά να διαχωριστούν, χωρίς να επηρεαστεί το υπόλοιπό της μέρος.
Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης και την απαίτηση αυτή καθ΄εαυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμούς του εφεσείοντα για ορισμένα ποσά που, κατά την εισήγηση του, έπρεπε να αφαιρεθούν από το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού του, αφού ο ισχυρισμός αυτός δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα. Περαιτέρω, το Δικαστήριο παρατήρησε πως γενικά τα γεγονότα αποτελούσαν κοινό έδαφος και βασίζονταν κυρίως σε τεκμήρια που καταχωρήθηκαν εκ συμφώνου και επεσήμανε ότι, πέραν από τα εκ συμφώνου γεγονότα και τεκμήρια, οι μόνοι μάρτυρες που κατέθεσαν ήταν δύο μάρτυρες της εφεσίβλητης, με βασικό τον πρώτο, στον οποίον ήδη αναφερθήκαμε, ενώ ο εφεσείων δεν προσέφερε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγομένου για ποσό £62.528,87 με τόκο 9% ετησίως επί του πιο πάνω ποσού από 5.5.1997 μέχρι εξόφλησης.
Επισημαίνουμε ότι οι ίδιοι νομικοί ισχυρισμοί εγέρθηκαν από τον εφεσείοντα και στην Αγωγή 1196/98 και απορρίφθηκαν, τόσο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και στην έφεση που ακολούθησε (Τσιακλίδη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Π.Ε. 11326, ημερ. 14.7.2003).
Με την παρούσα του έφεση ο εφεσείων προσβάλλει και πάλι ως λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το δεδικασμένο, την κατάχρηση διαδικασίας και τη δικαιοδοσία για έκδοση διατάγματος πώλησης των ενυπόθηκων κτημάτων. Αμφισβητεί περαιτέρω και την κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με την παρανομία και το συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τους ισχυρισμούς για αφαίρεση ποσών από την απαίτηση λόγω του ότι δεν ήταν δικογραφημένοι. Ισχυρίζεται, τέλος, ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τον τόκο από 5.5.1997, αφού οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες στην αγωγή τους απαιτούσαν τόκους από 27.12.1997 και όχι από 5.5.1997.
Η θέση του εφεσείοντα όσον αφορά το δεδικασμένο ήταν ότι, εφόσο οι τρεις λογαριασμοί ήταν μέρος της ίδιας διαδικασίας, θα έπρεπε σε μία αγωγή να εγερθούν όλα τα θέματα που αφορούσαν την περίπτωση και να κριθούν από το Δικαστήριο και εμποδιζόταν η εφεσίβλητη από του να εγείρει νέα αγωγή για ορισμένα απ΄αυτά τα θέματα, αφού παρέλειψε, ενώ θα μπορούσε να τα εγείρει στην πρώτη αγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε σε βάθος την αρχή του δεδικασμένου, με αναφορά σε σωρεία αυθεντιών επί του θέματος. (Henderson v. Henderson (1843-60) All E.R. Rep. 378, Thoday v. Thoday (1964) 1 All E.R. 341, Carl-Zeiss - Stifftung v. Rayner of Keeler Ltd (No.2) (1966) 2 All E.R. 536, Arnold v. National Westminster Bank (1990) 1 All E.R. 529, The Mekhanik Evgrator (No.2) (1988) 1 Lloyd´s Rep. 330, Σοφία Κλεόπα ν. Χριστόφορου Αντωνίου, Πολιτική Έφεση 10976, ημερ. 14.1.2002, K.S.R. Commercio S.A. κ.α. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 309). Επίσης ασχολήθηκε και με το θέμα κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ( Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Beogradska DD (1996) 1 Α.Α.Δ. 911) που όπως ορθά παρατήρησε, συναρτόταν άμεσα με το θέμα δεδικασμένου, κρίνοντας ότι πλείστα όσα λέχθηκαν για την υπεράσπιση του δεδικασμένου ίσχυαν και σε σχέση με τον ισχυρισμό της υπεράσπισης για κατάχρηση της διαδικασίας. Οι θέσεις αυτές του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η κατάληξη του επί του προκειμένου ήταν οι ίδιες με εκείνες που εκφράστηκαν στην Αγωγή 1196/98, μεταξύ των ίδιων διαδίκων και που επικυρώθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄έφεση.
Οι θέσεις αυτές μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους. Το θέμα του δεδικασμένου, όπως εγέρθηκε στην παρούσα υπόθεση, συνοψίζεται ορθά στο πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στην Τράπεζα Κύπρου ν. Ηλία Μιχαήλ Τσιακλίδη, Αγωγή 1196/98, ημερ. 31.1.2002, στο οποίο αναφέρεται και ο πρωτόδικος Δικαστής στην παρούσα υπόθεση, στη σελίδα 16 της απόφασης:
«Με βάση τις πιο πάνω αποφάσεις η αρχή του δεδικασμένου καλύπτει όχι μόνο θέματα που συμπεριλήφθηκαν και αποφασίσθηκαν στην προηγούμενη αγωγή αλλά επίσης και θέματα που μπορούσαν κατάλληλα να συμπεριληφθούν, αν βέβαια αυτά αποτελούσαν μέρος της διαφοράς (part of the contest) και/ή ήσαν σημεία τα οποία κανονικά ανήκαν στο επίδικο θέμα (points which properly belonged to the subject of litigation) και τα οποία μπορούσαν οι διάδικοι με εύλογη φροντίδα να εντοπίσουν και συμπεριλάβουν στην πρώτη αγωγή τους. Είναι δηλαδή φανερό ότι η εν λόγω αρχή δεν απαιτεί να θέσουν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου σε μια μόνο αγωγή όλες τις διαφορές τους γενικά, αλλά μόνο εκείνες που είναι μέρος του επίδικου θέματος. Επομένως ουσιώδη σημασία για το θέμα που εξετάζουμε είναι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στο σύγγραμμα PHIPSON ON EVIDENCE, 12η έκδοση, σελ. 543 §1343 κάτω από τον τίτλο «Whole case» μεταξύ άλλων διαβάζουμε: "But plaintiffs are not bound, nor estopped if they fail to join dinstict causes of action though arising in respect of the same transaction."»
Η παρούσα περίπτωση αφορούσε τρεις διαφορετικούς λογαριασμούς, που συνιστούσαν ξεχωριστές αιτίες αγωγής και έτσι ήταν ελεύθερη η εφεσίβλητη να εγείρει τρεις διαφορετικές αγωγές για κάθε λογαριασμό. Κατά συνέπεια, τούτο απαντά και το θέμα κατάχρησης της διαδικασίας. Όπως παρατήρησε και το Εφετείο στη Π.Ε. 11326 (δέστε πιο πάνω), οι αγωγές αφορούσαν τρία διαφορετικά δάνεια και η καταχώρηση υπό τις περιστάσεις τριών αγωγών δεν συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Το Εφετείο επίσης ορθά επεσήμανε πως ο ίδιος ο εφεσείων θα μπορούσε να ζητήσει τη συνένωση των αγωγών, κάτι που δεν έπραξε.
Έχοντας υπόψη όσα αναφέραμε πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης που αφορούν το δεδικασμένο και την κατάχρηση διαδικασίας θα πρέπει να απορριφθούν.
Επίσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη δικαιοδοσία για διάταγμα πώλησης των κτημάτων, μας βρίσκει και πάλι απόλυτα σύμφωνους. Αυτή κρίθηκε ως ορθή και από το Εφετείο στην Π.Ε. 11326 κατά της απόφασης στην Αγωγή 1196/98.
Το άρθρο 21(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, προνοεί τα ακόλουθα:
«(1) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
(2) Οσάκις η αγωγή αφορά εις διανομήν ή πώλησιν οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας ή οιονδήποτε άλλο θέμα αφορών εις ακίνητον ιδιοκτησίαν, αύτη θα εισάγηται εν των Επαρχιακώ Δικαστηρίω της επαρχίας εντός της οποίας κείται η τοιαύτη ιδιοκτησία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου ειδικού Νόμου, απαίτηση για απόδοση καθυστερημένων μισθωμάτων που προκύπτει από σύμβαση μισθώσεως ακινήτου ή απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεως ένεκα αθέτησης πωλητηρίου ή ενοικιαστηρίου εγγράφου ή άλλης σύμβασης που αφορά την ακίνητη ιδιοκτησία δύναται να εισαχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος Νόμου.
(3) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Η φράση «ένεκα αθέτησης . . . . άλλης σύμβασης που αφορά την ακίνητη ιδιοκτησία» καλύπτει πλήρως και την παρούσα περίπτωση και έτσι δίδεται δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 21. Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παρανομία της σύμβασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προς υποστήριξη της κατάληξης του αναφέρθηκε στις υποθέσεις Stavrou v. Ttoouli and another (1973) JSC 1019 και στην Frangos v. "Prasino Livadhi" (1975) JSC 48 καθώς και στην Αναφορικά με την Louis George Fashions Ltd κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 272. Στην τελευταία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον Νικολάου, Δ., στη σελίδα 276:
«. . . Στην προκειμένη περίπτωση εάν, κατά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληγε ότι υπήρξε ανατοκισμός, θα μπορούσε να τον παραμερίσει χωρίς να επηρεαστεί το υπόλοιπο της απαίτησης. Δηλαδή, η πρόνοια για ανατοκισμό δεν εμόλυνε τη σύμβαση στην ολότητα της: βλ. Turkish Bank of Nicosia Ltd v. Mustafa H. Cukurova and others (1977) 1 C.L.R. 233. Στο ίδιο κατατείνει και η απόφαση στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και άλλοι ν. Coudounaris Food Products Ltd και άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.»
Υιοθετώντας τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, αφού τα παράνομα μέρη της συναλλαγής διαχωρίστηκαν και αφαιρέθηκαν από την αξίωση, αφήνοντας έτσι ανεπηρέαστη από παρανομία και αμόλυντη την αρχική σύμβαση.
Περαιτέρω, κρίνουμε, ότι η θέση του Δικαστηρίου πως οι σχετικοί με τα ποσά τα οποία ζητούσε ο εφεσείων να αφαιρεθούν ισχυρισμοί δεν ήταν δικογραφημένοι, ήταν σωστή. Η θέση του εφεσείοντα ότι καλυπτόταν το θέμα από τους γενικούς ισχυρισμούς της Έκθεσης Υπεράσπισης, δεν είναι ορθή. Καμμία ειδική αναφορά στο θέμα δεν έγινε στα δικόγραφα, αλλά ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε προφορική ή άλλη μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα-εναγόμενου, που να υποστηρίζει τη θέση αυτή. Έτσι, δε χωρεί επέμβασή μας στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη τράπεζα απέδειξε την υπόθεσή της αναφορικά με το οφειλόμενο από τον εφεσείοντα ποσό, όπως προέκυπτε από το Τεκμήριο 52.
Όσον αφορά, τέλος, το λόγο έφεσης σχετικά με τους τόκους που επιδικάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης ότι η εφεσίβλητη ζητούσε τόκους μόνο από 27.12.1997, ενώ το Δικαστήριο επεδίκασε τόκους από 5.5.1997. Εν όψει του γεγονότος τούτου η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.
Όλοι οι λόγοι έφεσης, (1-7), πλην του λόγου 8 απορρίπτονται. Η έφεση επιτυγχάνει μόνο επί του λόγου 8 και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ώστε ο τόκος να αρχίζει από 27.12.1997.
Εν όψει του γεγονότος ότι στην ουσία η έφεση έχει απορριφθεί αναφορικά με τους βασικούς της λόγους, τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.