ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 644
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 14/2003)
13 Μαΐου, 2005
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
SAMPRATRANS SHIPPING LIMITED, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Εναγόντων,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
Διευθυντή Τμήματος εμπορικησ
ναυτιλιασ του υπουργειου συγκοινωνιών και εργων στην εξασκηση των
καθηκοντων νηολογουσασ αρχησ.
2. investicni a postovni banka, A.S., ΑΠΟ ΤΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ,
3. CESKOSLOVENSKA OBCHODNI BANKA, A.S.,
ΑΠΟ ΤΗ δΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ,
4. CESKA KONSOLIDACNI AGENTURA, AΠΟ ΤΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ.
Εναγομένων.
_________
Ε. Μοντάνιος με Γ. Παπαπέτρου, για τους Ενάγοντες.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εναγόμενους 1.
Δ. Κυνηγοπούλου για Δ. Δημητριάδη, για τους Εναγόμενους 3.
Κ. Σταματίου για Α. Νεοκλέους, για τους Εναγόμενους 4.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(επί προδικαστικού θέματος)
Η Ενάγουσα εταιρεία, ιδιοκτήτρια δύο πλοίων εγγεγραμμένων στο Κυπριακό Νηολόγιο, παραχώρησε προς την Εναγόμενη 2 τράπεζα υποθήκη επί εκάστου πλοίου για εξασφάλιση τραπεζικών διευκολύνσεων. Οι εν λόγω υποθήκες κατεχωρήθησαν στο Νηολόγιο. Στις 13.2.2003 έγιναν καταχωρίσεις στο Νηολόγιο για μεταβίβαση του ενυπόθηκου συμφέροντος της Εναγόμενης 2 στην Εναγόμενη 3 τράπεζα και στις 11.3.2003 έγιναν καταχωρίσεις μεταβίβασης του ενυπόθηκου συμφέροντος της Εναγόμενης 3 στην Εναγόμενη 4. Οι καταχωρίσεις μεταβίβασης έγιναν με βάση το άρθρο 38 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις) Πλοίων του 1963. Με την αγωγή της η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι καταχωρίσεις μεταβίβασης από την Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 ήσαν παράνομες και άκυρες καθ΄όσον δεν υπήρχε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 38, ακόλουθα δε και οι καταχωρίσεις μεταβίβασης από την εναγόμενη 3 στην Εναγόμενη 4 ήσαν παράνομες και άκυρες καθ΄όσον η Εναγόμενη 3 δεν ήταν νομίμως η εγγεγραμμένη ενυπόθηκος δανειστής. Επιδιώκει δε δήλωση προς τούτο και διάταγμα διαγραφής των καταχωρίσεων.
Η Εναγόμενη 1, που είναι η Δημοκρατία, ήγειρε προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι το επίδικο θέμα εμπίπτει όχι στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείου αλλά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ’ρθρου 146 του Συντάγματος. Ακούσθηκε λοιπόν, στη βάση αίτησης της, το προδικαστικό αυτό θέμα, με βασική θέση της Δημοκρατίας ότι, καθ΄όσον οι πρώτες καταχωρίσεις μεταβιβάσεων έγιναν όχι δυνάμει συμφωνίας κάτω από το άρθρο 37 αλλά δυνάμει εκ του νόμου αιτίας κάτω από το άρθρο 38, αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση δημόσιου και όχι ιδιωτικού σκοπού με κυρίαρχο το ενδιαφέρον της διοίκησης σε αυτές, ώστε να εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Την ίδια προδικαστική ένσταση ήγειρε και η Εναγόμενη 4, στην αγόρευση της οποίας η έμφαση τίθεται και στη διάκριση την οποία κάνει η Δημοκρατία και στο ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, προβαίνοντας στις πρώτες καταχωρίσεις μεταβιβάσεων, άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο σε σχέση με τη διαχείριση του Νηολογίου και έτσι έδρασε στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και δεν ενεργούσε προς ρύθμιση δικαιωμάτων στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η Εναγόμενη 3 υιοθέτησε τις θέσεις των Εναγομένων 1 και 4.
Η Ενάγουσα έχει βεβαίως άλλη άποψη. Παραπέμποντας σε έκταση στη νομολογία, εισηγείται ότι το επίδικο θέμα είναι στη φύση του θέμα ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου, ότι ως προς τούτο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του άρθρου 37 και του άρθρου 38 και ότι ο Διευθυντής, εφαρμόζοντας το άρθρο 38, δεν ασκεί διακριτική ευχέρεια στα πλαίσια διοικητικής πολιτικής αλλά απλώς διαπιστώνει αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.
Οι Εναγόμενοι με ανέφεραν μόνο σε δύο αποφάσεις που σαφώς διαφοροποιούνται από την προκειμένη. Τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1990) 3 ΑΑΔ 1027, η οποία αφορά όχι τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αλλά άλλη πτυχή της εκτελεστότητας. Και τη Shoham (Cyprus) Ltd ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου(2000) 1 ΑΑΔ 404, που αφορούσε δικαιώματα χρεωθέντα από την Αρχή Λιμένων και τα οποία ασφαλώς ενέπιπταν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Όπως παρατήρησε το Δικαστήριο (σ. 414):
"..... η πράξη επιβολής των επίδικων δικαιωμάτων σχετίζεται με την προώθηση ή εκπλήρωση των σκοπών που έχουν εναποτεθεί στην Αρχή Λιμένων Κύπρου. Οι σκοποί αυτοί είναι δημόσιοι γιατί το κοινό έχει συμφέρο στην ευόδωση τους. Η διαχείριση των λιμένων σύμφωνα με τις πρόνοιες του οικείου Νόμου και των δυνάμει τούτου κανονισμών αποτελεί ένα τομέα ζωτικής σημασίας, μεταξύ άλλων, για τα οικονομικά πράγματα του τόπου. Είναι, επομένως, βέβαιο ότι το κοινό διατηρεί ειδικό ενδιαφέρο για τη σωστή εφαρμογή των συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων. Αυτό το ενδιαφέρον αποτελεί έγκυρο λόγο για την ταξινόμηση της επίδικης πράξης της Αρχής Λιμένων Κύπρου στο πεδίο του δημόσιου δικαίου."
Από την άλλη, είναι συντριπτική η νομολογία που υποστηρίζει τη θέση της Ενάγουσας. Το κυρίαρχο στοιχείο που αναδύεται από αυτή είναι ότι, όταν πρόκειται για θέμα που αφορά άμεσα και κατά κύριο λόγο τα ενδιαφερόμενα μέρη, και μόνο γενικά και έμμεσα το δημόσιο, το θέμα εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Στη Hadjikyriakou v. Hadjiapostolou, 3 RSCC 89, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από νωρίς υπέδειξε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο η άσκηση της κρατικής εξουσίας έχει ως κύριο σκοπό τη ρύθμιση ιδιωτικών δικαιωμάτων, παρά το ότι μπορεί να υπάρχουν επεκτάσεις δημοσίου ενδιαφέροντος. Όπως μάλιστα το έθεσε και στη Valana v. The Republic, 3 R.S.CC 91 (σ. 93):
"Civil law rights in immovable property are, as a rule, matters in the domain of private law,"
και μάλιστα παρά το ότι το θέμα επηρέαζε και το δημόσιο δρόμο. (ίδε επίσης Asproftas v. The Repuplic (1973) 3 CLR 366. Ίδε περαιτέρω Charalambides v. The Republic, 4 RSCC 24, Christodoulou v. The Republic (1970) 3 CLR 38, Silentsia Farms Ltd v. The Republic (1981) 3 CLR 450, The Republic v. MDM Estate Developments Ltd (1982) 3 CLR 642, Ieropoulos v. The District Land Office of Limassol (1987) 3 CLR 830, Westpark Ltd v. The Republic (1987) 3 CLR 1473).
’ξια ιδιαιτέρας μνείας είναι η υπόθεση Antoniou v. The Republic (1984) 3 CLR 623, στην οποία ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε) συνόψισε το πράγμα ως εξής (σ. 626):
"The definition and adjustment of property rights of citizens is par excellence a matter of private law. It concerns the rights of citizens as defined by the general law. The intervention of the administration in their adjustment is rarely necessary and then only principally for the purpose of ascertaining the facts; otherwise no power vests in the administration to determine such rights. The definition of such rights is in no way dependent on the exercise of discretionary powers by the administration. Once the facts are established, the duty of the Department of Lands and Surveys is to give effect to the law.
The ascertainment of the rights of citizens to immovable property is primarily of interest to the parties immediately affected thereby. The public has but a remote interest in the matter."
Αναφερθείς στη νομολογία, ο Πικής, Δ., είπε (σ. 627):
"The Supreme Court was alive to the conceptual difficulties inherent in drawing the dividing line between acts of administration in the domain of public law on the one hand and in the domain of private law on the other. In one sense the public is interested in every decision of the administration. Underlying the above decisions is the appreciation by the Court that the degree of interest on the part of the public in actions of the administration varies in proportion to the extent to which such decisions are likely to affect the public or sections of it. The Supreme Constitutional Court adopted a practical test to chart the line of demarcation between decisions in the domain of public and private law. It revolves round the primary object of the act or decision. If the decision is primarily aimed to promote a public purpose it falls in the domain of public law; otherwise in that of private law. Naturally the public has a livelier interest in public purposes.
A public purpose is one in which the public at large or a noticeable section of it has an interest in the sense that its proper promotion has repercussions extending beyond those immediately affecting the parties directly affected thereby. If the decision intended to promote a public purpose entails adjustment of private rights, it is nonetheless justiciable under Article 146.1 because of the need to ensure proper scrutiny of its legality. Inevitably the public has but limited interest in the precise definition of immovable property rights of its members. It can confidently be predicated that decisions in this area are primarily of interest to them. The interest of the public in such matters is remote. The parties affected thereby can be expected to protect their rights by recourse to the civil Courts and in that manner correct abuses, if any, of due process of the law."
Η αρχή όμως δεν περιορίζεται σε θέματα ακίνητης περιουσίας αλλά επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των ιδιωτικών δικαιωμάτων.
Στην υπόθεση Machlouzarides v. The Republic (1985) 3 CLR 2342, η οποία αφορούσε την ακύρωση από το Κτηματολόγιο της κατάθεσης συμφωνίας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης για το λόγο ότι δεν συνιστούσε συμφωνία για πώληση γης, εκρίθη από την Ολομέλεια ότι το θέμα ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, παραθέτοντας με επιδοκιμασία μέρος των πιο πάνω αποσπασμάτων της απόφασης στην Antoniou v. The Republic.
Η υπόθεση Hellenic Bank Limited v. The Republic (1985) 3 CLR 481 αφορούσε απόφαση του Εφόρου Εταιρειών να μην εγγράψει υποθήκη. Και αυτή εκρίθη ότι ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Επανερχόμενος στην αρχή της Antoniou, ανωτέρω, ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), επεξεργάσθη περαιτέρω το πράγμα. Είπε (σελίδες 487-488):
"The interest of the public in administrative action is understandably greater where a large element of discretion resides with the Administration and decisions in the particular area reflect administrative policy. ...... The public no doubt has a keen interest in the availability of proper machinery for scrutinising the exercise of such discretionary powers with a view to seeing they are exercised for the promotion of the purposes for which they are given. ..............................
On the other hand, decisions of the Administration, as pointed out in Antoniou, supra, depending on the ascertainment of the disputed facts with a view to applying well-defined principles of civil law to the true circumstances of the case, involve no element of administrative policy and have, as a rule, no repercussions other than solving the immediate dispute in the interest of the peaceful enjoyment of property rights. The foremost purpose of the decision of the Registrar in this case, is the determination of the rights of competing creditors to the assets of a private company and as such aims to regulate principally property rights."
Ο Πικής, Δ., υπέδειξε περαιτέρω (σελίδες 488-489) ότι:
"... the crucial question is not whether the legislation under which the decision is taken serves a public purpose, but whether the particular decision does so. ... The particular decision of the Registrar to accept or refuse registration of a charge or mortgage is of no particular interest to either the public or any section of it. It is only of interest to the parties immediately affected thereby: The company, the mortgagee and its creditors. The decision to refuse registration is not taken by any reference to administrative policy or discretion, but in accordance with set principles of private law."
Η αρχή εφαρμόσθηκε από την Ολομέλεια και στην υπόθεση Photiades v. The Republic (1983) 3 CLR 2084, που αφορούσε την άρνηση του Εφόρου Εταιρειών να εγγράψει ανανέωση συνεταιρισμού, πράξη που εκρίθη να εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), συζητώντας το υπόβαθρο της σχέσης του συνεταιρισμού ως εμπίπτουσας στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, υπέδειξε τη διαφοροποίηση του θέματος από την περίπτωση εμπορικών σημάτων, η εγγραφή των οποίων, όπως παρατήρησε, δεν πηγάζει από σχέση ιδιωτικού δικαίου αλλά συναρτάται προς τη δημόσια πολιτική της διοίκησης ως προς το πώς πρέπει να διεξάγεται το εμπόριο γενικά. Είπε (σελίδες 2091-2092):
"The anonymous public is directly affected by decisions of the Registrar of Trade Marks and has a corresponding interest in the sustenance of the purity of the register. The interest, on the other hand, of third parties in the existence of a partnership, is limited to those who trade or contemplate trading with the partnership. The classification of the registration of a partnership can appropriately be compared to the registration of mortgages under the Company Law. In Hellenic Bank v. Republic (1966) 3 CLR 481 it was decided that the refusal of the Registrar of Companies to register a mortgage under Part III of the Companies Law, Cap. 113, was non justiciable because the register and its keeping were matters primarily affecting private law rights and as such cognizable by a competent civil court. Relevant also is the decision in York International Securities Ltd v. Republic (1987) 3 CLR 834 where it was decided that a decision of the Registrar of Companies under s. 159 of the Companies Law, Cap. 113, involving the appointment of inspectors to investigate the affairs of a company is not justiciable under article 146.1 because it is wholly incidental to the protection of private law rights and the extent of the penal provisions of the law associated with the management of the affairs of the company."
Ο Πικής, Δ., υπέδειξε όμως και κάτι άλλο. Ότι στην πραγματικότητα το θέμα δεν αφορούσε καν ουσιαστικά ιδιωτικά δικαιώματα αλλά την απλή καταχώριση μιας υφιστάμενης κατάστασης δικαιωμάτων. Είπε (σ. 2090):
"Neither the keeping of the register nor its availability for inspection can possibly alter the character of the act of registration. The act of registration is par excellence a ministerial act entailing the certification of an existing fact.",
επεξηγώντας περαιτέρω (σελίδες 2090-2091) ότι:
"The registration of a partnership leaves unaffected the rights and obligations of the parties. It produces no noticeable legal consequences. The decision of the Registrar to register a partnership is not amenable to judicial review under article 146.1 of the Constitution. Not only a decision under s. 56(1) of the Partnership Law, Cap. 116, lacks executory character but, furthermore, it is one wholly incidental to a decision affecting private law rights."
Διαφωτιστική είναι και η απόφαση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 729, η οποία έκρινε ότι η άρνηση του Εφόρου Εταιρειών να εγγράψει εκχωρήσεις δικαιωμάτων δυνάμει αγοραπωλητηρίων εγγράφων ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Παρατηρώντας ότι το δικαίωμα του κοινού να επιθεωρεί το σχετικό μητρώο δεν μπορούσε να καθιστά το θέμα δημοσίου δικαίου, ο Στυλιανίδης, Δ. (ως ήτο τότε), τόνισε (σ. 736):
"Βασικός πρωταρχικός σκοπός της εγγραφής επιβαρύνσεων και της εγγραφής υποθηκών, με βάση το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου, είναι η ρύθμιση και διασφάλιση των συμφερόντων των μερών έναντι άλλων δανειστών. Το ενδιαφέρον του κοινού είναι δευτερεύουσας φύσης και απομακρυσμένο."
Το θέμα απασχόλησε και στην υπόθεση Midland Bank Project Finance Ltd v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2099, στην οποία απεφασίσθη ότι η διαγραφή από το μητρώο εγγραφής συμφωνίας εκχωρήσεως δικαιωμάτων δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου, η διαγραφή από το μητρώο εγγραφής διορισμού παραλήπτη της περιουσίας εταιρείας δυνάμει της συμφωνίας εκχωρήσεως και η άρνηση εγγραφής στο μητρώο διορισμού παραλήπτη δυνάμει προνοιών υποθήκης, ενέπιπταν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ο Στυλιανίδης, Δ. (ως ήτο τότε), παρατήρησε (σ. 2109) ότι:
"Η ρύθμιση αστικών περιουσιακών δικαιωμάτων είναι θέμα ιδιωτικού δικαίου και δεν αποτελεί πράξη ή απόφαση με το νόημα του ’ρθρου 146.1."
Η απόφαση αντηχεί περαιτέρω τα λεχθέντα από τον Πική, Δ., στη Photiades v. The Republic, με αναφορά στο ότι οι επίδικες εγγραφές δεν διαμόρφωναν καν ουσιαστικά δικαιώματα (σ. 2110):
"Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του Εφόρου δε δημιουργούν νομικά αποτελέσματα, ούτε προσθέτουν οτιδήποτε στην υφιστάμενη νομική κατάσταση των αιτητών. Η εγγραφή στο Μητρώο δε δημιουργεί από μόνη της δικαιώματα στους αιτητές, ούτε προσθέτει τυπική εγκυρότητα στις δικαιοπραξίες τους που αναφέρονται στις προσφυγές. Τα δικαιώματά τους ρυθμίζονται από άλλη νομοθεσία και οποιαδήποτε εγγραφή δεν αλλοιώνει, ούτε προσθέτει στα δικαιώματά τους."
Τέλος, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1990) 3 ΑΑΔ 1997, στην οποία εκρίθη ότι η άρνηση του Εφόρου Εταιρειών να εγγράψει επιβάρυνση επί των περιουσιακών στοιχείων εταιρείας ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η εν λόγω ενέργεια, όπως το έθεσε ο Μαλαχτός, Δ. (σ. 2001),
"Ενδιαφέρει μόνο τα μέρη τα οποία επηρεάζονται από αυτή. Πρωταρχικός σκοπός της ήταν η διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών και για το λόγο αυτό σκοπεί στη ρύθμιση κυρίως περιουσιακών δικαιωμάτων."
Η νομολογία λοιπόν δεν παρέχει καθόλου έρεισμα στην εισήγηση των Εναγομένων ότι οι εν λόγω καταχωρίσεις ενέπιπταν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Αφορούσαν καθαρά αστικά περιουσιακά δικαιώματα που ενδιέφεραν άμεσα και κατά κύριο λόγο μόνο τους εμπλεκόμενους, με το δημόσιο ενδιαφέρον να εμφανίζεται μόνο υπό τη γενική μορφή της νομοθετικής ρύθμισης και ορθής εφαρμογής των νόμων που επεσήμανε ο Πικής, Δ., στην Antoniou v. The Republic ως έμμεσο και απομακρυσμένο. Όχι μόνο τούτο όμως. Εδώ δεν επρόκειτο για εφαρμογή δημόσιας πολιτικής που να διαμόρφωνε δικαιώματα ώστε το πράγμα να είχε δημόσιο ενδιαφέρον. Ούτε υπήρχε διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, που είναι χαρακτηριστικό της άσκησης διοικητικής εξουσίας διαμορφώνουσας δικαιώματα, παρά μόνο υποχρέωση εφαρμογής του νόμου. Είναι σαφές από το ίδιο το άρθρο 38(2) ότι, εφ΄όσον προσκομίζεται η δήλωση μεταβίβασης και τα προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, η Νηολογούσα Αρχή "καταχωρεί" τη μεταβίβαση. Τα πιο πάνω ουδόλως διαφοροποιούντο από το ότι η καταχώριση έγινε στα πλαίσια του άρθρου 38 που αφορά μεταβιβάσεις απορρέουσες εκ του νόμου (by operation of law), δηλαδή άλλες από συμβατικές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 37. Η διάκριση είναι άσχετη προς τους παράγοντες που διέπουν το θέμα, αφού και στις δύο περιπτώσεις η ουσία είναι ότι πρόκειται για περιουσιακά δικαιώματα στον καθορισμό των οποίων δεν υπεισέρχεται κρίση της διοίκησης στα πλαίσια είτε του άρθρου 38 είτε του άρθρου 37. Η δε δυνατότητα επιθεώρησης του Νηολογίου από το κοινό, όπως παρατήρησε και ο Στυλιανίδης, Δ., στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν Δημοκρατίας, ανωτέρω, ουδόλως βεβαίως καθιστά το θέμα δημοσίου δικαίου.
Υπάρχει μάλιστα και μια άλλη πτυχή του πράγματος. Τα δικαιώματα των μερών δεν εξαρτώντο καν από τις καταχωρίσεις αλλά από τις ουσιαστικές συναλλαγές και νομικές πρόνοιες που τα ρύθμιζαν. Σύμφωνα και με όσα υπέδειξε ο Πικής, Δ., στη Photiades v. The Republic, ανωτέρω, εκείνο που απασχολεί δεν είναι η ίδια η μεταβίβαση, η οποία προϋποτίθεται ως επελθούσα, αλλά η καταχώριση της ως "par excellence a ministerial act entailing the certification of an existing fact". Η καταχώρηση, λοιπόν, όχι μόνο δεν συνιστά πράξη δημοσίου δικαίου, αλλά και ως πράξη ιδιωτικού δικαίου δεν αφορά ουσιαστικά περιουσιακά δικαιώματα παρά μόνο είναι παρεμπίπτουσα ως προς αυτά.
Καταλήγω λοιπόν ότι η προδικαστική ένσταση στερείται ερείσματος και απορρίπτεται. Οι Εναγόμενες 1 και 4 θα καταβάλουν τα έξοδα της Ενάγουσας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π