ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 634
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 12045)
12 Μαΐου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
Εφεσείοντες- αιτητές,
v.
ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτ ου-καθ΄ ου η αίτηση.
― ― ― ― ―
Π. Κλεοβούλου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κονναρής, για τον Εφεσίβλητο.
― ― ― ― ―
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:
Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η έφεση/αίτηση των εφεσειόντων εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού με την οποία παραχωρήθηκε υποχρεωτική δίοδος διαμέσου των κτημάτων των εφεσειόντων προς όφελος του κτήματος του εφεσίβλητου. Προσβαλλόταν επίσης και ο καθορισμός του ποσού της καταβλητέας αποζημίωσης.Παρότι η έφεση/αίτηση ετιτλοφορείτο, «επί τοις αφορώσι τον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο Κεφ. 224 και Τροποποιητικοί Νόμοι αρ. 3/60 έως 31(1)/1998 άρθρα 11Α και 80» εντούτοις το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι υπήρξε παράβαση των Κανονισμών λόγω παράλειψης των εφεσειόντων να καθορίσουν στο σώμα της έφεσης/αίτησης το νομικό της υπόβαθρο. Η συγκεκριμένη παράλειψη κρίθηκε ότι συνιστούσε σφάλμα μη θεραπεύσιμο με βάση τις πρόνοιες της Διαταγής 64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, διαπίστωση που οδήγησε στην απόρριψη της έφεσης/αίτησης. Κρίθηκε συναφώς ότι η έφεση/αίτηση «ήταν εξ αρχής άκυρη και ανυπόστατη για το λόγο ότι ελλείπει οποιοδήποτε νομικό υπόβαθρο που να τη στηρίζει όπως θα έπρεπε».
Οι περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμοί του 1956 («οι Κανονισμοί»), καθιερώνουν τον τύπο 2 του Παραρτήματος ως τον τύπο της αίτησης για την άσκηση έφεσης εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου για περιπτώσεις ως η παρούσα. Ο εν λόγω τύπος είναι προσαρμοσμένος στον τύπο της αίτησης διά κλήσεως (application by summons) όπου η παράθεση των άρθρων του νόμου και των Κανονισμών που τη θεμελιώνουν, γίνεται στο σώμα της αίτησης.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αίτηση είναι προσαρμοσμένη στον τύπο 2 του Παραρτήματος των Κανονισμών με εξαίρεση την παράθεση των άρθρων του νόμου στα οποία στηρίζεται η έφεση και τα οποία εκτίθενται στον τίτλο της αίτησης αντί στο σώμα της. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός 17* των Κανονισμών προβλέπει ότι θέματα διαδικασίας και πρακτικής για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στους Κανονισμούς θα διέπονται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς κατά την έκταση που οι εν λόγω Κανονισμοί μπορούν να τύχουν εφαρμογής.
Η έφεση/αίτηση καταχωρήθηκε μετά την τροποποίηση της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Με την εν λόγω τροποποίηση, καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου και κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς εξισώνεται με αντικανονικότητα ή παρατυπία που μπορεί να θεραπευτεί. Ακυρο ή ανυπόστατο δικονομικό μέτρο δεν εκπίπτει ούτε και διαγράφεται αυτοδικαίως εκτός αν οι θεσμοί ειδικά διαλαμβάνουν τέτοια πρόβλεψη. Βλ. Σκάρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1(Β) 1333 και Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Νίκου Α. Ττουνιά, ΠΕ 11340, 23.1.2004.
Η αναφορά των άρθρων του νόμου που αποτελούσαν τη νομική βάση της έφεσης στον τίτλο της αίτησης αντί στο σώμα της σαφώς αποτελεί απλή παρατυπία η οποία μπορούσε να θεραπευθεί με τον τρόπο και τη διαδικασία που προβλέπεται από τη Διαταγή 64 η οποία εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής ενόψει της ανυπαρξίας άλλης ρητής πρόβλεψης των Κανονισμών σχετικά με το θέμα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17 (ανωτέρω).
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Εκδίδεται διάταγμα επανεκδίκασης της έφεσης/αίτησης ενώπιον άλλου δικαστή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.
I>ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΣΦ.