ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 567
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση αρ. 21/2005).
22 Απριλίου, 2005.
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ 33/64, 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 ΚΑΙ 158/88
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ THERMOFAST LIMITED, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΓΙΑ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 14.1.2003 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 20.11.2003 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 8716/2000 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
___________________________
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Δ. Καρή (κα.) με Ν. Αβρααμίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________________
DIR>Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά από άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αίτηση ημερ. 20.11.2002 στην Αγωγή 8716/2000.
Με την αίτηση υποβάλλεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας λανθασμένα έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την προαναφερόμενη αγωγή και ότι λανθασμένα έκρινε ότι είχε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί της αιτήσεως ημερ. 20.11.2002.
Οι αιτητές υποβάλλουν ότι, εφόσον η αξίωση του ενάγοντος-καθ΄ ου η αίτηση, όπως φαινόταν στο κλητήριο ένταλμα που αρχικά καταχωρήθηκε, δεν υπερέβαινε το ποσό των συνολικών απολαβών του ενάγοντος για περίοδο 2 ετών, αποκλειστικήν αρμοδιότητα για την εκδίκαση της απαίτησης του είχε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) και ως εκ τούτου όταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιλήφθηκε της αιτήσεως ημερ. 20.11.2002, για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής, το έπραξε χωρίς να έχει καθ΄ ύλην αρμοδιότητα.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία είναι προφανές ότι κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο, στην Αγωγή 8716/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταχωρήθηκε στις 8.9.2000 και ότι με το παρακλητικό της εκθέσεως απαιτήσεως διεκδικείτο ποσό £3.000.- ως αποζημιώσεις για αδικαιολόγητο και/ή άδικο τερματισμό της απασχόλησης του ενάγοντος, σύμφωνα με την ισχυριζόμενη σύμβαση εργοδότησης που ίσχυε μεταξύ των διαδίκων, οιαδήποτε άλλη θεραπεία, τόκος και έξοδα. Στη συνέχεια ο ενάγοντας καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης του στις 20.11.2002 και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο επιλήφθηκε της αιτήσεως, εξέδωσε στις 14.1.2003 διάταγμα τροποποιήσεως της εκθέσεως απαιτήσεως σύμφωνα με το οποίο το συνολικό ποσό που διεκδικείται από τον ενάγοντα αυξάνεται από £3.000.- σε £44.218.- Στην τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως φαίνεται επίσης ότι ο ισχυριζόμενος μηνιαίος μισθός του ενάγοντα ανερχόταν στις £500.- καθαρά από 1.9.1999 και αυξανόταν σταδιακά στις £700.- καθαρά από 1.1.2005. Το προαναφερόμενο διάταγμα τροποποιήσεως της εκθέσεως απαιτήσεως εκδόθηκε συναινετικά.
Στην υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση. Οι λόγοι ενστάσεως είναι οι ακόλουθοι:
Το Δ.Ε.Δ. καθιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του Περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν 8/67, όπως τροποποιήθηκε). ΄Εχει αποκλειστικήν αρμοδιότητα να εκδικάζει και να αποφασίζει εργατικές διαφορές δηλαδή διαφορές που δημιουργούνται από την εφαρμογή του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν 24/67 όπως τροποποιήθηκε από το Ν 6/73). Η πρόσβαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνον στις περιπτώσεις που η απαίτηση του εργοδοτουμένου υπερβαίνει τις αποζημιώσεις που μπορεί να διεκδικήσει (ο εργοδοτούμενος) δυνάμει των διατάξεων του προαναφερομένου νόμου, δηλαδή το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει καθ΄ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί εργατικής διαφοράς όπου οι διεκδικήσεις του εργοδοτουμένου υπερβαίνουν τις απολαβές δύο ετών. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 30 του προαναφερόμενου Νόμου (Ν 24/67 όπως τροποποιήθηκε από το Ν 6/73), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και τον Πρώτο Πίνακα του προαναφερομένου νόμου όπως αυτά έχουν τροποποιηθεί από το άρθρο 9(β) του Ν 92/79.
Δεδομένου ότι με την αγωγή του ενάγοντα, πριν την τροποποίηση, διεκδικείτο ποσό χαμηλότερο των μισθών του για δύο χρόνια, όπως είναι προφανές από την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης του ενάγοντα, στην οποία αναγράφονται οι μηνιαίοι μισθοί του κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρίνω ότι πριν την τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως, αποκλειστικήν καθ΄ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί της αγωγής του ενάγοντος είχε το Δ.Ε.Δ. και επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο (Λευκωσίας) δεν είχε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί της αγωγής. Επομένως κρίνω ότι όταν το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε της αιτήσεως του ενάγοντος ημερ. 20.11.2002 και όταν εξέδωσε απόφαση στις 14.1.2003 με την οποία διέτασσε την τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενεργούσε χωρίς να έχει καθ΄ ύλην αρμοδιότητα. Αυτό είναι, κατά την κρίση μου, προφανές εφόσον Δ.Ε.Δ. και Επαρχιακό Δικαστήριο δεν μπορούν να έχουν ταυτόχρονα παράλληλη δικαιοδοσία.
Κατά την εκτίμηση μου, το γεγονός ότι στη συνέχεια έγινε τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως και το γεγονός ότι με βάση την τροποποιημένη έκθεση απαιτήσεως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει πλέον δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή (εφόσον η αξίωση του ενάγοντα υπερβαίνει το ποσό των μισθών του για περίοδο δύο ετών), δεν είναι δυνατόν να δώσει αναδρομικά εγκυρότητα στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 14.1.2003, εφόσον κατά το χρόνο που το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε της αιτήσεως ημερ. 20.11.2002 και εξέδωσε το διάταγμα τροποποιήσεως δεν είχε δικαιοδοσία να το πράξει. Δεν θεωρώ ότι επειδή όταν ένα δικόγραφο τροποποιείται, θεωρείται ότι η τροποποίηση ισχύει από την καταχώριση του δικογράφου, είναι δυνατόν στην προκείμενη περίπτωση να δοθεί δικαιοδοσία, εκ των υστέρων, στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθ΄ ην στιγμήν όταν το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε της προαναφερόμενης αιτήσεως και εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα τροποποιήσεως, δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία.
Κατά την κρίση μου ούτε η καθυστέρηση των αιτητών να υποβάλουν την αίτηση αυτή, ούτε η συναίνεση τους για την έκδοση του προσβαλλόμενου προαναφερόμενου διατάγματος τροποποιήσεως, ούτε οτιδήποτε άλλο έπραξαν οι αιτητές επηρεάζουν αρνητικά την αίτηση αυτή ή δημιουργούν οποιοδήποτε κώλυμα για τους αιτητές. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως, μπορεί να εγερθεί και με πρωτοβουλία του ιδίου του Δικαστηρίου και θεωρώ πως η ακύρωση ενός διατάγματος δικαστηρίου που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία είναι ζήτημα υποχρεώσεως που επιβάλλει η δικαιοσύνη και επομένως το ζήτημα αυτό δεν επαφίεται ούτε στη συναίνεση των διαδίκων ούτε στην καθυστέρηση ή τη συμπεριφορά οποιουδήποτε διάδικου. Για τον ίδιο λόγο θεωρώ ότι και η καταχώριση σημειώματος εμφανίσεως, άνευ όρων, εκ μέρους των αιτητών αλλά και η λήψη νέων διαβημάτων στη διαδικασία, απ΄ αυτούς δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της αίτησης εφόσον δεν μπορεί να προσδώσει αναδρομικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καθ΄ ύλην αρμοδιότητα, που δεν είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Kapsou v. Airliban (1988) 1 C.L.R. 152 στην οποία αποφασίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί αγωγής για τερματισμό απασχολήσεως, όπου οι αποζημιώσεις που απαιτούνταν δεν υπερέβαιναν την αμοιβή δύο ετών της ενάγουσας και στην υπόθεση Michaelidou v. Gregoriou (1988) 1 C.L.R. 88 στην οποία αποφασίστηκε ότι οι διάδικοι δεν μπορούν, με τη συναίνεση τους, να προσδώσουν δικαιοδοσία σε δικαστήριο που δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία.
Είναι θεμελιωμένο πως ο σκοπός των διαταγμάτων Certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας δικαστικής απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητας της. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν νόμιμη εφόσον εκδόθηκε χωρίς το δικαστήριο που την εξέδωσε να έχει δικαιοδοσία να το πράξει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ελλείψεως ή υπερβάσεως δικαιοδοσίας πρόσωπο θιγόμενο από τη δικαστική απόφαση μπορεί δικαιωματικά να αποταθεί για την αναθεώρηση της και το ζήτημα ουσιαστικά δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία και ως εκ τούτου οι διάφοροι παράγοντες που συνήθως λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, δεν έχουν σημασία στην περίπτωση έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας (Δέστε: Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, Kyriakides v. Hilimintri (1963) C.L.R. 171 και Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236).
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει επίσης στην απόφαση Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκολουροποιείον Λτδ, Π.Ε. 11016/13.9.2002 στην οποία γίνεται εκτενής ανάλυση του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Δ.Ε.Δ. και του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σχετική επίσης είναι η απόφαση στην Υπόθεση Ex-Parte ΑΠΕΑΝ (1991) 1 Α.Α.Δ. (29.11.91) στην οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για έκδοση διατάγματος Prohibition επειδή έκρινε ότι η απαίτηση του ενάγοντα, μετά την τροποποίηση της απαίτησης του, ξεπερνούσε τα ημερομίσθια των δύο ετών. Θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την προαναφερόμενη, επειδή στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η απόφαση για έκδοση διατάγματος τροποποιήσεως της εκθέσεως απαιτήσεως ενώ στην προαναφερόμενη υπόθεση ζητείτο έκδοση διατάγματος απαγορεύσεως της συνεχίσεως της εκδικάσεως της υποθέσεως από το Επαρχιακό Δικαστήριο μετά που είχε γίνει τροποποίηση της απαίτησης με βάση την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε πλέον δικαιοδοσία.
Το τελευταίο ζήτημα που θα πρέπει να με απασχολήσει είναι το κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος Certiorari, στο παρόν στάδιο, δεδομένου ότι οι αιτητές θα είχαν το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο κατάλληλο στάδιο, δηλαδή μετά την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41. Στην προκείμενη περίπτωση, στην οποία έχω διαπιστώσει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία όταν επιλήφθηκε της προαναφερόμενης αιτήσεως και εξέδωσε το προαναφερόμενο διάταγμα τροποποιήσεως, θεωρώ πως είναι καθήκον του παρόντος δικαστηρίου να ακυρώσει το προαναφερόμενο διάταγμα με το ζητούμενο προνομιακό ένταλμα Certiorari. Δεν μπορώ να δω οποιαδήποτε σκοπιμότητα στο να μην εκδοθεί το προνομιακό ένταλμα στο παρόν στάδιο και να αφεθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να προχωρήσει στην εκδίκαση της προαναφερόμενης αγωγής χωρίς δικαιοδοσία και μετά την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εφεσιβληθεί η απόφαση του. Αυτό θα συνιστούσε σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου, κατά την εκτίμηση μου, και ως εκ τούτου θεωρώ ότι συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που είναι απαραίτητες για να εκδοθεί το ζητούμενο προνομιακό ένταλμα. Θεωρώ ότι οι αιτητές ορθά ενήργησαν χρησιμοποιώντας την παρούσα διαδικασία η οποία ήταν ορθή διαδικασία και δεν συνιστά οποιαδήποτε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω εγκρίνω την αίτηση και εκδίδω προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 14.1.2003 στην Αίτηση ημερ. 20.11.2002 στην Αγωγή 8716/2000. Επίσης επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.