ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 443
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11647)
21 Μαρτίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στες]
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΟΦΤΕΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι.
_________
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου μαζί με την Ιουλ. Μαλλέκκου(κα), για τους Εφεσιβλήτους.
_________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος των εφεσίβλητων μέχρι τις 26.4.2000 που υπέβαλε την παραίτησή του, αξίωσε αποζημιώσεις για άδεια που δεν του παραχωρήθηκε και για υπερωριακή εργασία την οποία είχε εκτελέσει κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε και τις δύο αξιώσεις.
Με την έφεση που άσκησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν εφάρμοσε τον κανόνα του Εργατικού Δικαίου και του Κοινοδικαίου, ότι η επιπλέον εργασία πληρώνεται, ανεξαρτήτως αν αυτή προσφέρεται στα πλαίσια δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή στα πλαίσια εργοδότησης βάσει του ιδιωτικού δικαίου. Υποστηρίζει ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπ΄ όψιν τη συλλογική σύμβαση που ίσχυε τότε για το υπόλοιπο προσωπικό και η οποία, σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, δεν ετύγχανε εφαρμογής στις περιπτώσεις βοηθών διευθυντών και διευθυντών. Προβάλλει ακόμα το επιχείρημα ότι η καθυστέρηση στην υποβολή σχετικής αξίωσης για την καταβολή υπερωριών δεν είναι λόγος για άρνηση παραχώρησης των ποσών που άλλως δικαιούται, ενώ επισημαίνεται ότι δεν υπήρξε συμβατική πρόνοια, νόμος ή εθιμικό δίκαιο ότι οι διευθυντές δεν εδικαιούντο σε υπερωρίες.
Δεν υπάρχει, από ό,τι γνωρίζουμε, οιοσδήποτε γενικός κανόνας δικαίου ότι η επιπλέον εργασία πληρώνεται οπωσδήποτε. Η υπόθεση Παπαγιώργης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 563, στην οποία έγινε αναφορά, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, αφού, όπως αναφέρεται και στην απόφαση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342, το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα καταβολής απολαβών και επιδομάτων, είναι αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα του οποίου η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο, είναι δε δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου.
Η Παπαγιώργης αναφέρεται σε δικαίωμα υπαλλήλου του δημόσιου τομέα, το οποίο πηγάζει από το νόμο και είναι ήδη αναγνωρισμένο. Στην παρούσα περίπτωση έχουμε εργοδότηση ιδιωτικού δικαίου, ενώ το κατ΄ ισχυρισμόν δικαίωμα κάθε άλλο παρά αναγνωρισμένο είναι. Χωρίς αμφιβολία η πιο πάνω αρχή δεν μπορεί να ισχύσει.
Το θέμα διέπει η μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου υφιστάμενη σύμβαση εργοδότησης, στην οποία και θα πρέπει να ανατρέξουμε για να δούμε κατά πόσο ο υπάληλος, στη δεδομένη περίπτωση ο εφεσείων, έχει ένα τέτοιο δικαίωμα. ΄Ετσι, το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε συμβατική πρόνοια ή νόμος ή εθιμικό δίκαιο ότι οι διευθυντές δεν εδικαιούντο σε υπερωρίες, θα πρέπει ουσιαστικά να αντιστραφεί και να ρωτήσει κάποιος αν υπάρχει πρόνοια στη συμφωνία εργοδότησης του εφεσείοντα που δικαιολογεί την καταβολή υπερωριών.
Λανθασμένα υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψιν τη συλλογική σύμβαση για να καταλήξει στο συμπέρασμά του. Απλώς επισημάνθηκε ότι οι εργοδοτούμενοι στην εταιρεία μέχρι την κλίμακα Α10 ανήκουν στις συντεχνίες και οι εργασιακές τους σχέσεις διέπονται από συλλογικές συμβάσεις. Οι κάτοχοι διευθυντικών θέσεων, όπως είναι ο εφεσείων, δεν ανήκουν σε συντεχνίες. Οι συλλογικές συμβάσεις αναφέρουν ότι προσωπικό βαθμίδων Α11 και Α12 δεν πληρώνεται υπερωρίες. Κατ΄ επέκταση, καταλήγει το Δικαστήριο, ούτε προσωπικό των ανωτέρων βαθμίδων, όπως η Α13, θέση που κατείχε ο εφεσείων, δικαιούται στην καταβολή υπερωριών.
Εκείνο που προφανώς εννοεί το Δικαστήριο δεν είναι ότι εφαρμόζεται η συλλογική σύμβαση και στην περίπτωση του εφεσείοντα, αλλά, ότι ούτε καν στη συλλογική σύμβαση δεν προνοείται καταβολή υπερωριών σε διευθυντική θέση. Επαναλαμβάνουμε ότι η ουσία της διαφοράς βρίσκεται στο περιεχόμενο της σύμβασης εργοδότησης του εφεσειόντα. Και δεν έχει προσαχθεί μαρτυρία ότι αυτή προνοούσε την καταβολή υπερωριών.
Ούτε το παράπονο του εφεσείοντα για το δήθεν συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι λόγω καθυστέρησης της υποβολής σχετικού αιτήματος, δικαιολογείται η άρνηση παραχώρησης δικαιώματος υπερωριών ευσταθεί. ΄Ο,τι αναφέρει το Δικαστήριο λέχθηκε στην προσπάθειά του να εξηγήσει και υποστηρίξει ότι ακόμα και ο ίδιος ο εφεσείων γνώριζε ότι στην πραγματικότητα δεν εδικαιούτο, με βάση τη σύμβαση εργοδότησής του, το σχετικό επίδομα, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι παρέλειψε να υποβάλει σχετικό αίτημα πριν την παραίτησή του.
Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ασχολήθηκε με το περιεχόμενο της αγωγής υπ΄ αρ. 4036/99, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην οποία και βασίστηκε, κι΄ αυτό χωρίς να παρουσιαστεί ο φάκελος της υπόθεσης. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι από τη στιγμή που θέμα κωλύματος (estoppel) δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση απαίτησης, το Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να βασίσει την απόφασή του στον ισχυρισμό αυτό.
Κατά την αποχώρησή του από την εταιρεία των εφεσιβλήτων ο εφεσείων την 1.7.2000 υπέγραψε έγγραφο απαλλαγής της εταιρείας από οποιανδήποτε περαιτέρω αξίωση, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματά του για την αγωγή υπ΄ αρ. 4036/99, καθώς και την αξίωσή του για παραχώρηση ολόκληρης της ετήσιας άδειας απουσίας του για την περίοδο μεταξύ του 1992-1999. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φαίνεται να ασχολήθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με το περιεχόμενο της αγωγής αυτής. Εξέτασε απλώς το επιχείρημα των εφεσιβλήτων ότι αφού δεν επιφύλαξε τα δικαιώματά του κατά την υπογραφή απόδειξης απαλλαγής, που αναφέρεται πιο πάνω, η υπογραφή της απόδειξης αποτελεί κώλυμα (estoppel), το οποίο τον εμποδίζει να προβάλει την αξίωση σήμερα.
Εξάλλου, παρά τη διαπίστωσή του ότι η μη συμπερίληψη του κανόνα του κωλύματος στη σχετική δικογραφία, δεν αποστερεί το διάδικο του δικαιώματος να εγείρει το θέμα κατά το ακροαματικό στάδιο της διαδικασίας, νοουμένου ότι τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τη μαρτυρία, δικαιολογούν την παροχή θεραπείας (Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1522), το Δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε ότι ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, ο εφεσείων δεν εδικαιούτο σε καταβολή υπερωριών για μια σειρά λόγων που αναφέρονται. Συνεπώς, ακόμα και αν το Δικαστήριο λανθασμένα είχε αντιμετωπίσει το θέμα του κωλύματος, ο εφεσείων δεν έχει επηρεαστεί, αφού η απόφαση καταλήγει ότι δεν δικαιούται σε πληρωμή υπερωριών για αριθμό λόγων που εκτίθενται, η ορθότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε κατά την έφεση.
Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Πριν, όμως, καταλήξουμε, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι παρ΄ όλον ότι στον πρώτο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται στην πληρωμή τόσο των υπερωριών, όσο και της μη παραχωρηθείσας άδειας, στο περίγραμμα αγόρευσης που κατατέθηκε, καμιά αναφορά δεν γίνεται στην άδεια. Φαίνεται ότι ο εφεσείων στις 13.6.2002 εγκατέλειψε τη αξίωσή του για άδεια, πλην αυτής του 1999, για την οποία όμως καμιά αναφορά δεν γίνεται στο περίγραμμα αγόρευσης. Θεωρούμε ότι κάτω από τις περιστάσεις ο λόγος αυτός έχει εγκαταλειφθεί, άνκαι αυτό δεν μας αποτρέπει από το να καταλήξουμε ότι ούτε στην περίπτωση αυτή βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα. Ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι η σύμβαση εργοδότησής του προνοεί την παροχή συσσωρευμένης άδειας. Ούτε καν ότι μπορούσε να επωφεληθεί από τις πρόνοιες του περί Ετήσιων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/1967, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος στο άρθρο 7(2) προβλέπει ότι με συμφωνία εργοδότη και εργοδοτουμένου, οι άδειες μπορεί να συσσωρεύονται μέχρι δύο έτη. Η ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας και πάλι δεν αποδείχτηκε.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΜΔ