ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 1

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ. 89/2004)

11 Ιανουαρίου, 2005

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΠΙΤΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ EΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 21/4/2004 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 58/01 ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BASE METAL TRADING LTD ΑΠΟ ΤΟ GUERNSEY

_________

Αίτηση ημερ. 4.10.2004 για διαγραφή παραγράφων από συμπληρωματική ένορκη δήλωση

Λ. Παπαφιλίππου, Στ. Παύλου, Στ. Μαυροκέφαλος, για τον Αιτητή.

Αδ. Αδαμίδης, Κ. Αδαμίδης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Ευτυχίας Μόργκαν, δικηγορικής υπαλλήλου στο γραφείο των δικηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση, προβάλλεται ισχυρισμός ότι ο αιτητής, ως δικηγόρος και συνεταίρος στο δικηγορικό γραφείο Α. Νεοκλέους και Σια, πρώην δικηγόρων της εταιρείας ΝΚΑΖ και στη συνέχεια ως δικηγόρος και συνεταίρος στο δικηγορικό γραφείο Πατρίκιος Παύλου και Σια, χειρίστηκε συγκεκριμένες διαδικασίες για λογαριασμό της εταιρείας, γνώριζε τους αξιωματούχους της και συνεπώς μπορούσε να δεκτεί επίδοση για λογαριασμό της. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού επισυνάπτεται αριθμός τεκμηρίων μεταξύ των οποίων τηλεομοιότυπο του γραφείου του κ. Αδάμου Αδαμίδη και Σια προς το δικηγορικό γραφείο Α. Νεοκλέους και Σια, ημερ. 14.9.2004, με το οποίο ζητούνται πληροφορίες σχετικά με το βαθμό επικοινωνίας που είχε ο αιτητής με την ΝΚΑΖ (Τεκμήριο 31), καθώς και την απάντηση του γραφείου Νεοκλέους, ημερ. 14.9.2004 (Τεκμήριο 32).

Ο αιτητής αντέδρασε καταχωρώντας την παρούσα αίτηση για διαγραφή, τόσο των παραγράφων 8 και 9 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με τις οποίες προβάλλονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί, όσο και των Τεκμηρίων 31 και 32, ως περιεχόντων μη επιτρεπτή μαρτυρία ή ότι είναι σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άσχετα.

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν κατ΄ αρχάς ότι η αίτηση για διαγραφή είναι παράτυπη, γιατί έχει γίνει κατά παράβαση των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανονισμών.

΄Εχει αποφασιστεί πως, αφού δεν έχουν εκδοθεί στην Κύπρο κανονισμοί που να διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι αγγλικοί κανόνες (Γιάγκου (Αρ.1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265. Βλέπε ακόμα Δώρος Γωργιάδης, Π.Ε. 11239, ημερ. 27.9.2002).

Παρ΄ όλον ότι δεσμεύομαι από τη νομολογία, θα πρέπει να πω, με όλο το σεβασμό, ότι δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω άποψη. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να εκδώσει διαδικαστικούς κανονισμούς που να διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας η οποία του παρέχεται από το ΄Αρθρο 155.4 του Συντάγματος. Την υποχρέωση αυτή δεν έχει εκπληρώσει. Αντ΄ αυτού εφαρμόζει τους κανόνες που ίσχυαν στην Αγγλία κατά το χρόνο εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η λογική πίσω από αυτή την αντιμετώπιση βρίσκεται, όπως διαπιστώνεται στην In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302, 311, στο γεγονός ότι τα προνομιακά διατάγματα είναι θεραπείες ιδιάζουσες στο Αγγλικό Δίκαιο. Αυτός ο λόγος, με όλο το σεβασμό, δεν παρέχει, κατά τη γνώμη μου, νομικό έρεισμα για εφαρμογή δικονομικών κανόνων άλλου κράτους, χωρίς καμιά νομοθετική προς τούτο εξουσιοδότηση και μάλιστα κανόνων που ίσχυαν σε δεδομένη μόνο χρονική περίοδο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε ότι στους αγγλικούς κανόνες δεν υπάρχει πρόνοια για την απόρριψη μέρους της ένστασης.

Είναι αλήθεια ότι στη Δ.59 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (The Annual Practice 1956, σελ.1299 και επ.) που ίσχυε κατά την έναρξη ισχύος του Συντάγματός μας, η οποία εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων και σε αιτήσεις για διατάγματα Mandamus, Prohibition ή Certiorari, δεν αναφέρεται διαδικασία για αίτηση διαγραφής ισχυρισμών. Για την ακρίβεια στη Δ.59, θ.7, αναφέρεται απλώς ότι οποιοδήποτε πρόσωπο που επιθυμεί να ακουστεί ενιστάμενο στην αίτηση και το οποίο παρουσιάζεται στο δικαστήριο, θα ακούγεται έστω κι΄ αν δεν του έχει επιδοθεί η αίτηση και θα ευθύνεται για τα έξοδα, κατά τη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, αν το διάταγμα θα έπρεπε να είχε εκδοθεί.

Εκείνο που θα πρέπει να εξετάζεται είναι κατά πόσο η μη συμμόρφωση με συγκεκριμένες πρόνοιες των αγγλικών κανόνων περί δικαστικού ελέγχου μέσω αίτησης για Certiorari, μπορεί να παραβλεφθεί. Η απάντηση εξαρτάται από τη φύση και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που παραβιάζονται. ΄Οπου η τήρηση του κανόνα είναι θεμελιώδης προς την άσκηση της δικαιοδοσίας του, το Δικαστήριο δεν πρέπει εύκολα να επιδεικνύει ελαστικότητα (βλέπε In re Aeroporos & Others, ανωτέρω).

Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι η αίτηση για διαγραφή συγκεκριμένων ισχυρισμών, είναι ένα δικονομικό διάβημα ενδιάμεσου χαρακτήρα κάθε άλλο παρά θεμελιώδες στην άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Συνεπώς, ακόμα κι΄ αν συμφωνούσα πως λόγω της μη αναφοράς στους εφαρμοστέους αγγλικούς κανόνες η αίτηση έπασχε και πάλι θα ήμουν έτοιμος να δεχτώ να την εξετάσω. Θεωρώ ότι για τέτοια θέματα, τα οποία δεν ρυθμίζονται από τους αγγλικούς κανόνες, θα πρέπει, ούτως ή άλλως, το Δικαστήριο να έχει εγγενή εξουσία ρύθμισής τους. Αισθάνομαι ότι το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να μην το εξετάσω μόνο και μόνο γιατί οι σκιώδεις κανόνες που ίσχυαν στην Αγγλία το 1960 δεν προνοούν κάτι τέτοιο. Η ένσταση απορρίπτεται.

Ο αιτητής υποστηρίζει από τη μια ότι τα Τεκμήρια 31 και 32 ετοιμάστηκαν μετά την παραχώρηση άδειας του Δικαστηρίου για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ενώ, από την άλλη, δεν αποτελούν σωστή διαδικασία προσαγωγής μαρτυρίας, αφού δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν την ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση. Επιπλέον, η διαδικασία που ακολουθήθηκε με τα Τεκμήρια 31 και 32 στερεί ή αποκλείει τους δικηγόρους του αιτητή από το δικαίωμα να αντεξετάσουν τους συντάκτες τους επί των ισχυρισμών που περιέχονται σ΄ αυτά.

Υποστηρίζουν ακόμα ότι οι ισχυρισμοί που εκτίθενται στα Τεκμήρια 31 και 32, όπως βέβαια και στις παραγράφους 8 και 9 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Ευτυχίας Μόργκαν, είναι σκανδαλώδεις και άσχετοι με τα επίδικα θέματα και την παρούσα διαδικασία, η οποία έχει ως βάση τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν είχε και δεν έχει εξουσιοδότηση να αποδεκτεί επίδοση διατάγματος που εκδόθηκε στην υπόθεση υπ΄ αρ. 58/01 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Τέλος, προβάλλεται και ισχυρισμός για παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου, το οποίο απαγορεύει την αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν πελάτη.

Και οι δύο επιστολές, που φέρουν ημερομηνία 14.9.2004, είναι μεταγενέστερες της καταχώρησης της αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Είναι μεταγενέστερες ακόμα και της ημερομηνίας κατά την οποία το Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Θα εξετάσω κατ΄ αρχάς το επιχείρημα ότι στις παραγρ. 8 και 9 της ένορκης δήλωσης και στα Τεκμήρια 31 και 32 περιέχεται μη επιτρεπτή μαρτυρία η οποία είναι και σκανδαλώδης και ενοχλητική.

Πολύς λόγος έγινε και από τις δύο πλευρές για τα άρθρα 25 και 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, τα οποία προστέθηκαν με το Ν.32(Ι)/2004. Το άρθρο 25 προνοεί.

«25. Οποιοσδήποτε μάρτυρας σε οποιαδήποτε διαδικασία δύναται να υιοθετήσει το περιεχόμενο γραπτής κατάθεσης ή γραπτής δήλωσής του. Σε τέτοια περίπτωση, η εν λόγω γραπτή κατάθεση ή γραπτή δήλωση κατατίθεται στο Δικαστήριο και θεωρείται ότι αποτελεί την κυρίως εξέταση του μάρτυρα, ή μέρος αυτής.»

Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο το θέμα που χαρακτηρίζεται ως σκανδαλώδες θα συνιστούσε επιτρεπτή μαρτυρία, που θα αποδείκνυε την αλήθεια οποιουδήποτε ισχυρισμού που προβάλλεται στην ένσταση. Τα Τεκμήρια 31 και 32 σκοπό έχουν, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι ουδέποτε είχε ή έχει οποιαδήποτε απ΄ ευθείας επικοινωνία με την ΝΚΑΖ. Αφ΄ ετέρου, είναι σημαντικά γιατί έχουν σχέση με τους λόγους για τους οποίους το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εκδόσει ένταλμα Certiorari. ΄Ενας από τους λόγους που εγείρουν οι καθ΄ ων η αίτηση είναι η αρχή της καλής πίστης την οποία θα πρέπει να αποδείξει ο αιτητής.

Είναι βασική αρχή του δικαίου ότι κάθε μονομερής αίτηση θα πρέπει να βασίζεται στη μεγαλύτερη δυνατή καλή πίστη και παράλειψη παρουσίασης ουσιωδών γεγονότων οδηγεί στην ακύρωση της διαταγής που εκδόθηκε (Στυλιανού ν. Στυλιανού, (1992) 1 Α.Α.Δ. 583). Διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για παροχή θεραπείας (βλέπε Cobelfret Ro-Ro Serv. κ.α. ν. Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 Α.Α.Δ. 733).

Με όλο το σεβασμό δεν βλέπω πως η αρχή της καλής πίστης υπεισέρχεται στην παρούσα ενδιάμεση αίτηση. Κατ΄ αρχάς, η παρούσα διαδικασία δεν στηρίζεται σε μονομερή αίτηση, αλλά σε αίτηση διά κλήσεως στην οποία παρουσιάζεται η άλλη πλευρά. Από την άλλη, ο λόγος που σκοπείται η διαγραφή των Τεκμηρίων 31 και 32, είναι ότι συνιστούν μη επιτρεπτή μαρτυρία.

Οι καθ΄ ων η αίτηση απορρίπτουν βέβαια το επιχείρημα του αιτητή ότι τα Τεκμήρια 31 και 32 αποτελούν μη αποδεκτή μαρτυρία, ισχυριζόμενοι ότι αναφέρονται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν την καταχώρηση της αίτησης, ενώ θα μπορούσαν να αναφέρονται στην ένορκη δήλωση χωρίς την επισύναψη οποιουδήποτε τεκμηρίου. ΄Ο,τι αναφέρει η ενόρκως δηλούσα συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, η οποία είναι αποδεκτή με βάση τη Διάταξη 39, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται γιατί η παρούσα διαδικασία είναι ενδιάμεση.

Δεν έχω αντιληφθεί τη λογική του επιχειρήματος. Από τη μια οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι δεν ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, αλλά, οι αγγλικοί δικονομικοί κανόνες, ενώ, από την άλλη, τους επικαλούνται.

Το θέμα όμως ανάγεται αλλού. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Αποδείξεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2004, Ν.32(Ι)/2004, οποιοσδήποτε μάρτυρας μπορεί να υιοθετήσει το περιεχόμενο γραπτής κατάθεσης ή γραπτής δήλωσής του. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε τη γραπτή κατάθεση οποιουδήποτε μάρτυρα. Απλώς, γίνεται προσπάθεια προσαγωγής ουσιαστικά μαρτυρίας από πρόσωπο που είναι τρίτο στη διαδικασία. Ούτε είναι η περίπτωση του άρθρου 26 το οποίο αναφέρεται στις περιπτώσεις μαρτυρίας διά ζώσης (viva voce). Κατά τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να αντεξετάσουν τον ενόρκως δηλούντα προς αμφισβήτηση και έλεγχο των λεγομένων του. Η μαρτυρία που εισάγεται κυρίως με το Τεκμήριο 32 είναι εκτός της γνώσης της ενόρκως δηλούσας Ευτυχίας Μόργκαν και η ακρίβεια των ισχυρισμών δεν μπορεί να ελεγχθεί με την αντεξέτασή της. Περαιτέρω, νομίζω ότι η περίπτωση δεν καλύπτεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που επιτρέπουν την περίληψη εξ ακοής μαρτυρίας σε ενόρκους δηλώσεις.

Η αίτηση γίνεται δεκτή και τόσον οι παράγραφοι 8 και 9 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Ευτυχίας Μόργκαν, όσο και τα Τεκμήρια 31 και 32, διαγράφονται. Τα έξοδα της αίτησης θα βαρύνουν τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο