ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 1 ΑΑΔ 154

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 190/04

 

25 Iανουαρίου, 2005

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

- και -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ Δ.33 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΚΕΦ. 6 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

- και -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 29/10/04 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 7915/03

- και -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΝΑΣ ΜΗΛΙΟΥ

Αιτήτρια

----------------------------------- -------

Ε. Πουργουρίδης , για την αιτήτρια

Π. Αγγελίδης για τον καθού η αίτηση

----------------------------------< /P>

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε μετά που η αιτήτρια εξασφάλισε άδεια για το σκοπό αυτό από το δικαστήριο. Ζητά την έκδοση διατάγματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σ. Σταυρινίδη Α.Ε.Δ.) ημερ. 29/10/04 η οποία εκδόθηκε μέσα στα πλαίσια της αγωγής Ε.Δ. Λεμεσού αρ. 7915/03, με την οποία απόφαση επαναφέρθηκε σε ισχύ προσωρινό διάταγμα που είχε ακυρωθεί από άλλο δικαστή του εν λόγω δικαστηρίου (Κ. Παμπαλλή Π.Ε.Δ.).

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα αίτηση, πολύ περιληπτικά, έχουν ως ακολούθως:

Στις 5/12/03 ο καθού η παρούσα αίτηση Ανδρέας Χρίστου καταχώρησε την προαναφερθείσα αγωγή εναντίον 3 προσώπων δηλαδή της αιτήτριας στην παρούσα υπόθεση Ζήνας Μήλιου και δύο άλλων. Παράλληλα με την καταχώρηση της αγωγής καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση στη βάση της οποίας στις 11/12/03 είχε εκδοθεί προσωρινό διάταγμα από τον Κ. Παμπαλλή Π.Ε.Δ. με το οποίο η εναγόμενη 1 (αιτήτρια στην παρούσα) εμποδίζετο από του να αποξενώσει το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΗΥΥ 358 τύπου Μερσεντές Βενz Ε.200. Αφού το διάταγμα έγινε επιστρεπτέο υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της αιτήτριας και ζητήθηκε χρόνος για ένσταση. Μετά την καταχώρηση της ένστασης ο ενάγων στην εν λόγω αγωγή, ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει απαντητική ένορκη δήλωση, οπότε το δικαστήριο όρισε την αίτηση για οδηγίες στις 16/1/04 για το σκοπό αυτό και με την προοπτική να οριστεί στις 29/1/04 για ακρόαση. Στις 16/1/04 δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους του ενάγοντα και το δικαστήριο (Κ. Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.) απέρριψε την αίτηση και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα. Στις 22/1/04 ο ενάγων καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε την επαναφορά του προσωρινού διατάγματος, στην οποία αίτηση η εναγόμενη 1 (αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση) καταχώρησε ένσταση στις 5/2/04. Η εν λόγω αίτηση για επαναφορά του προσωρινού διατάγματος ακούστηκε στις 24/6/04 από άλλο τώρα δικαστή (Σ. Σταυρινίδη, Α.Ε.Δ.) ο οποίος με απόφαση του που εκδόθηκε στις 29/10/04, βασιζόμενος στην Δ.33 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ακύρωσε «την απόφαση του δικαστηρίου στις 16/1/04 που απέρριψε την αίτηση και το προσωρινό διάταγμα» και εξέδωσε «διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση και επαναφέρεται η αίτηση ημερ. 5/12/03 και επι τη βάση αυτής το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα ημερ. 11/12/03 υπό τον όρο ότι ο Αιτητής θα πληρώσει τα έξοδα της παρούσης διαδικασίας στην καθής η αίτηση».

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας αίτησης με την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο (Σ. Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.) ενήργησε καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.

Κατά την ενώπιον μου διαδικασία ο κ. Πουργουρίδης για την αιτήτρια επικεντρώθηκε σ' αυτόν τον ισχυρισμό ότι δηλαδή η Δ.33 στην οποία στήριξε την απόφαση του ο πρωτόδικος δικαστής δεν του παρείχε δικαιοδοσία για επαναφορά αίτησης, αφού αυτή καλύπτει μόνο την επαναφορά αγωγής και ότι με τον τρόπο που ενήργησε ισοδυναμούσε με την ανάληψη ρόλου εφετείου. Αντίθετα με τη θέση αυτή ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε (α) ότι υπήρξε εξουσία στο πρωτόδικο δικαστήριο για επαναφορά της αίτησης (β) ότι η αιτήτρια θα έπρεπε να αμφισβητήσει την πρωτόδικη απόφαση με έφεση και όχι με αίτηση για certiorari και (γ) ότι η αιτήτρια δεν ήλθε στο δικαστήριο με καθαρά χέρια. Αναφορικά με τον τελευταίο ισχυρισμό διευκρίνισε ότι δεν αποκάλυψε η πλευρά της αιτήτριας στο δικαστήριο τούτο ότι δεν είχε καταχωρήσει Σημείωμα Εμφάνισης στην κυρίως αγωγή. Αναφέρω εδώ, ότι το θέμα αυτό της παράλειψης καταχώρησης Σημειώματος Εμφάνισης στην αγωγή, δεν επηρεάζει το θέμα που εξετάζουμε αφού η αιτήτρια (εναγόμενη 1 στην αγωγή) είχε εμφανιστεί πρώτα στη διαδικασία του αρχικού προσωρινού διατάγματος και στη συνέχεια στη διαδικασία της αίτησης για επαναφορά του προσωρινού διατάγματος που οδήγησε και στην προσβαλλόμενη με την παρούσα αίτηση απόφαση. Αυτό που έχει σημασία είναι αν το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια.

Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις με προσοχή υπο το φως των όσων αναφέρονται στην αίτηση και ένσταση και των όσων ανέπτυξαν ενώπιον μου οι ευπαίδευτοι συνήγοροι. Καταλήγω, χωρίς δυσκολία, óτι η Δ.33 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών δεν ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Αυτή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που μια αγωγή, μετά τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων, ορίζεται για ακρόαση και κατά την ημέρα της ακρόασης παραλείπει ο ένας από τους διαδίκους να εμφανιστεί οπότε εκδίδεται απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση. Απόρριψη δηλαδή της αγωγής αν ο διάδικος που δεν εμφανίζεται είναι ο ενάγων ή έκδοση απόφασης (νοουμένου ότι αποδεικνύεται η απαίτηση) εναντίον του εναγομένου, αν είναι ο τελευταίος που δεν έχει εμφανιστεί. Εδώ δεν επρόκειτο περί αγωγής αλλά περί αίτησης για προσωρινό διάταγμα, το οποίο ισχύει για τον περιορισμένο χρόνο που καθορίζει το δικαστήριο που το εξέδωσε, οπότε τερματίζεται από μόνο του εκτός αν το δικαστήριο, μετά που ακούει τους διαδίκους, διατάξει τη συνέχιση του. Το βάρος απόδειξης για τη συνέχιση του διατάγματος συνεχίζει να είναι στον αιτητή-ενάγοντα (βλ. μεταξύ άλλων In re HadjiSoteriou (1986) 1 C.L.R. 429, In re Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 704 και Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453).

Εδώ το δικαστήριο στις 16/1/04 (ορθά ή εσφαλμένα) δεν διάταξε τη συνέχιση του προσωρινού διατάγματος. Αντίθετα τερμάτισε τούτο και απέρριψε την μονομερή αίτηση με βάση την οποία είχε εκδοθεί. Η Δ.33 στην οποία μεταξύ άλλων στηρίχθηκε η αίτηση για επαναφορά του προσωρινού διατάγματος και με βάση την οποία ενήργησε το δικαστήριο, δεν έδιδε εξουσία στο εν λόγω δικαστήριο να αναθεωρήσει την ορθότητα της απόφασης του άλλου επαρχιακού δικαστή (βλέπε Papademitriou V. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101, 102). Ο ενάγων-αιτητής είχε άλλα δικαιώματα, όπως για παράδειγμα την καταχώρηση νέας αίτησης για προσωρινό διάταγμα το οποίο όμως, αν εκδιδόταν θα ίσχυε από την ημερομηνία έκδοσης του και όχι αναδρομικά. Κρίνω ότι με τον τρόπο που ενήργησε το πρωτόδικο δικαστήριο (και αυτό φαίνεται και από την όλη διατύπωση της απόφασης του) αποτελούσε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.

Στην υπόθεση Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718 σελ. 1732 λέχθηκαν, από τον Καλλή Δ, τα ακόλουθα:

«Η νομολογία μας σε πλήρη ταύτιση με την αντίστοιχη αγγλική νομολογία έχει πάγια υιοθετήσει τη θέση ότι το ένταλμα Certiorari παρέχει τη δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο με προοπτική την επέμβαση είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του πρακτικού προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας (Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Halsbury´s, Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, παραγ. 268, σελ. 142, Supreme Court Practice, 1988, σελ. 794).

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση In re Φεσσας, σελ. 711-712 ο Στυλιανίδης Δ, όπως ήταν τότε) ανάφερε τα εξής:

«Η δικαιοδοσία έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων ασκείται αποκλειστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3 και 9 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 12988 (Αρ. 33/64, 35/75, 72/77, 59/81, 3/87 και 158/88).

Το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί έλεγχο και εποπτεία πάνω στα κατώτερα Δικαστήρια με τα προνομιακά διατάγματα.

Ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με το ένταλμα certiorari γίνεται, μεταξύ άλλων, για να περιορίζονται τα κατώτερα Δικαστήρια μέσα στη δικαιοδοσία τους και να τηρούν το νόμο. Το ένταλμα είναι διορθωτικού χαρακτήρα. (Βλ. μεταξύ άλλων, The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) CL:R 129, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 467).

«Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα» σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του, ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με δικονομικούς κανόνες ενώπιον του για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης . (βλ. Thompson v. Shiel 3 Ir. Eq. R. 135, Λαυρέντης Α. Δημητρίου, Αιτήσεις Αρ. 39/88 και 40/88 (1990) 1 Α.Α.Δ. 256).

Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται και, αν υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πρόδηλη πλάνη νόμου, τότε η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Εσφαλμένη ερμηνεία νόμου, ή εσφαλμένη εφαρμογή του στα γεγονότα μιας υπόθεσης, αποτελεί πλάνη νόμου. Το ίδιο, όταν δεν ακολουθείται η δικονομία που προνοείται από το νόμο . (βλ. In re Rousias Co. (1981) 1 C.L.R. 703).»

Στην υπόθεση In Re Hadjisoteriou, πιο πάνω, εκδόθηκε διάταγμα της φύσης certiorari με το οποίο ακυρώθηκε απόφαση επαρχιακού δικαστηρίου με την οποία είχε ακυρώσει προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί σε μονομερή αίτηση για το λόγο ότι η αίτηση για παραμερισμό έγινε μονομερώς και όχι με κλήση (by summons) όπως ρητά διαλάμβανε η Δ.48 Καν. 8(4). Υπήρχε, όπως έκρινε το δικαστήριο, προφανές νομικό λάθος που προέκυπτε από τα πρακτικά της δίκης (an error of law on the face of the proceedings) το οποίο καθιστούσε το εν λόγω διάταγμα άκυρο.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η υπέρβαση εξουσίας είναι μια από τις περιπτώσεις που εκδίδονται τα προνομιακά διατάγματα (prohibition, certiorari, και mandamus). Επομένως η παρούσα ήταν κατάλληλη περίπτωση για καταχώρηση τέτοιας αίτησης και όχι έφεσης. (βλ. R. v. Willesden Justices (1947) All E.R. 838). Εδώ διαπιστώνεται τόσο υπέρβαση εξουσίας όσο και νομικό λάθος προφανές στην όψη των πρακτικών. Έτσι η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει, χωρίς οιανδήποτε διαταγή για έξοδα. Άλλωστε δεν ζητούνται με την αίτηση.

Ως αποτέλεσμα εκδίδεται διάταγμα της φύσης certiorari με το οποίο η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 29/10/04 στην αγωγή 7513/03 που επανάφερε την αίτηση ημερ. 5/12/03 και το δυνάμει αυτής εκδοθέν προσωρινό διάταγμα, ακυρώνεται.

Καμιά διαταγή για έξοδα .

Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο