ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1886
9 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΡΗΣΣΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
«Ο ΛΟΓΟΣ» ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11812)
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Απαίτηση εναγομένου εναντίον συνεναγομένου, η οποία είχε απορριφθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο όταν απερρίφθη η αγωγή του ενάγοντος εναντίον των συνεναγομένων ― Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί εκ νέου της απαίτησης μετά την ανατροπή κατ' έφεση της πρωτόδικης απόφασης και την έκδοση απόφασης υπέρ του ενάγοντος και εναντίον των συνεναγομένων προσωπικώς και αλληλεγγύως για το ποσό της αγωγής.
Η αγωγή του ενάγοντος εναντίον των εναγομένων 1 και 2 για ποσό £1312,99, δυνάμει μη τιμηθείσας τραπεζικής επιταγής, εκδότες της οποίας, ήταν οι εναγόμενοι 1 και οπισθογράφος ο εναγόμενος 2, απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι ο ενάγων απέτυχε «να αποδείξει ότι δεν πληρώθηκε την επίδικη επιταγή επειδή αυτή έγινε stop payment». Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης και τις απαιτήσεις εναντίον συνεναγομένου που αμφότεροι οι εναγόμενοι καταχώρησαν δυνάμει της Δ.10, θ.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.
Ο ενάγων εφεσίβαλε επιτυχώς την απόφαση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και εκδόθηκε απόφαση εναντίον αμφοτέρων των εναγομένων προσωπικώς και αλληλεγγύως για το ποσό των ΛΚ1312,99, με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη ο εναγόμενος 2 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητησε την έκδοση απόφασης υπέρ του και εναντίον των εναγομένων 1 όπως ήταν και το αρχικό του αίτημα. Οι εναγόμενοι 1 καταχώρησαν ένσταση. Η αίτηση του εναγόμενου 2 απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα έφεση. Ο εναγόμενος 2 πρόβαλε τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ είχε δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 - εφεσιβλήτων, εν τούτοις, ενασκώντας εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία και/ή παρερμηνεύοντας και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένα το νόμο, απέρριψε την αίτηση επειδή θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του εκκρεμοδικία ως προς την απαίτηση του εναντίον των εφεσιβλήτων και/ή επειδή η επίδικη διαφορά είχε ήδη εκδικαστεί και αποφασιστεί. Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται επίσης το άλλο μέρος του σκεπτικού ότι δηλαδή, ο πρωτόδικος δικαστής δεν ήταν ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης και συνεπώς δεν μπορούσε να ενεργήσει επί της αίτησης χωρίς διαταγή/οδηγίες του Εφετείου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Το μέρος της απόφασης που αφορούσε στην απόρριψη των απαιτήσεων των εναγομένων δεν ήταν επίδικο κατά τη διαδικασία της έφεσης. Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση, κατά την έκταση που αφορά αυτή τη πτυχή του θέματος διατηρήθηκε ανέπαφη. Και εφόσον δεν υπάρχει απόφαση του Εφετείου καθοριστική των απαιτήσεων των εναγομένων εναντίον αλλήλων ούτε διαταγή επανεκδίκασης, έπεται πως η πρωτόδικη απόφαση κατέστη οριστικά τελεσίδικη.
2. Στην απουσία διαταγής για επανεκδίκαση, ο δικαστής που επιλήφθηκε πρωτοδίκως της αίτησης, εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί των απαιτήσεων των εναγομένων εναντίον αλλήλων. Ο εν λόγω δικαστής πράγματι δεν ήταν ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης και αναμφίβολα δεν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιωαννίδης ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 558,
Νικήτα ν. Medcon Construction Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643,
Κυπριανού κ.ά. ν. Θεοδώρου κ.ά. (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1006.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 4/9/03 (Αρ. Αγωγής 14583/97) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση απόφασης, υπέρ του και εναντίον των εναγομένων 1 επειδή το μέρος της απόφασης στην πιο πάνω αγωγή το οποίο εφεσιβλήθηκε επιτυχώς αφορούσε μόνο στην απαίτηση του ενάγοντα κατά αμφοτέρων των εναγομένων και το θέμα των απαιτήσεων του εναγομένου 2 κατά των εναγομένων 1 παρέμεινε ως είχε στην πρωτόδικη απόφαση και δεν υπήρχε εκκρεμοδικία επ' αυτού.
Χρ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργίου για Ε. Χρυσοστομίδου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο ενάγων στην αγωγή αρ. 14853/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αξίωσε από τους εναγόμενους 1 και 2 ποσό £1312,99 δυνάμει μη τιμηθείσας τραπεζικής επιταγής, εκδότες της οποίας, ήταν οι εναγόμενοι 1 και οπισθογράφος ο εναγόμενος 2. Αμφότεροι οι εναγόμενοι καταχώρησαν απαιτήσεις εναντίον συνεναγόμενου δυνάμει της Δ.10, κ. 12 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας. Αντάλλαξαν δικόγραφα αξιώνοντας ο ένας εναντίον του άλλου απόφαση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεώνονταν να πληρώσουν στον ενάγοντα.
Το δικαστήριο κατόπιν ακρόασης, απέρριψε την αγωγή. Κρίθηκε ότι ο ενάγων απέτυχε «να αποδείξει ότι δεν πληρώθηκε την επίδικη επιταγή επειδή αυτή έγινε stop payment». Αναφορικά με τις απαιτήσεις των εναγομένων εναντίον αλλήλων το δικαστήριο αποφάσισε ως πιο κάτω,
«Η απαίτηση των εναγομένων 1 εναντίον του εναγόμενου 2 αποτυγχάνει χωρίς έξοδα. Η απαίτηση του εναγόμενου 2 εναντίον των εναγομένων 1 ωσαύτως απορρίπτεται ως συνακόλουθο της απόρριψης της απαίτησης του ενάγοντα χωρίς έξοδα.»
Ο ενάγων εφεσίβαλε επιτυχώς την απόφαση. Το αποτέλεσμα, όπως διατυπώνεται στο τέλος της απόφασης του Εφετείου έχει ως πιο κάτω,
«Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων προσωπικώς και αλληλεγγύως για το ποσό των ΛΚ1312,99 σεντ.»
Μετά από την πιο πάνω εξέλιξη ο εναγόμενος 2 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση απόφασης υπέρ του και εναντίον των εναγομένων 1 όπως ήταν και το αρχικό του αίτημα. Οι εναγόμενοι 1 καταχώρησαν ένσταση και μετά από ακρόαση, η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα. Ο ευπαίδευτος δικαστής που άκουσε την υπόθεση αφού αναφέρθηκε στη νομολογία* και στους δικονομικούς κανόνες που διέπουν το θέμα, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
«1. Το μέρος της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που εφεσιβλήθηκε και ανετράπη είναι αυτό που καθορίζει τα δικαιώματα και απαίτηση μεταξύ του Ενάγοντα αφενός και των Εναγομένων αφετέρου. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεκτάθηκε στις απαιτήσεις των Εναγομένων εναντίον αλλήλων. Εξάλλου κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ήταν επίδικο κατά την ενώπιον του ακροαματική διαδικασία. Επομένως το μέρος της Απόφασης του αδελφού Δικαστή κ. Μαλαχτού που αφορούσε στο θέμα των απαιτήσεων των Εναγομένων εναντίον αλλήλων παρέμεινε ανέπαφο και δεν βρίσκω να υπάρχει οιαδήποτε εκκρεμοδικία στο θέμα αυτό.
2. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που δεν ισχύουν τα πιο πάνω, εκείνο που επιζητείται με την υπό εκδίκαση Αίτηση είναι, το παρόν Δικαστήριο να αποφανθεί και να εκδώσει Απόφαση υπέρ του ενός και σε βάρος του άλλου Εναγομένου χωρίς προηγουμένως να έχει ακούσει μαρτυρία κάτι που καταστρατηγεί βασικές αρχές της Δικονομίας και του Δικαίου της Απόδειξης.»
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής του πρωτόδικου δικαστή ότι σε κάποιες περιπτώσεις όπου στο φάκελο της δικογραφίας υπάρχουν επαρκή στοιχεία, το δικαστήριο μπορεί να τα λάβει υπόψη και να εκδώσει απόφαση. Κάτω από αυτό το πρίσμα, εξέτασε τα υπάρχοντα στοιχεία τα οποία ωστόσο, κρίθηκαν ανεπαρκή για να εκδοθεί απόφαση ως η αίτηση.
Επισημαίνεται επίσης στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης ήταν ο κ. Μαλαχτός ο οποίος άκουσε την υπόθεση με όλες τις αμφισβητούμενες απαιτήσεις και αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, αποφάσισε για τα επίδικα θέματα. Ενόψει τούτου, το δικαστήριο διατύπωσε την άποψη πως δεν ήταν δυνατό να επιληφθεί των ίδιων θεμάτων και να εκδώσει απόφαση χωρίς να υπάρχει προς τούτο διαταγή ή οδηγία του Εφετείου.
Ο εναγόμενος 2 αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης που αφορούσε στην προμνησθείσα αίτηση και με την έφεση που καταχώρησε επιδιώκει την ανατροπή της. Προβλήθηκαν τρεις λόγοι έφεσης με κοινή συνισταμένη τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ είχε δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων εντούτοις, ενασκώντας εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία και/ή παρερμηνεύοντας και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένα το νόμο, απέρριψε την αίτηση επειδή θεώρησε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του εκκρεμοδικία ως προς την απαίτηση του εναντίον των εφεσιβλήτων και/ή επειδή η επίδικη διαφορά είχε ήδη εκδικαστεί και αποφασιστεί. Με την έφεση προσβάλλεται επίσης το άλλο μέρος του σκεπτικού ότι δηλαδή, ο πρωτόδικος δικαστής δεν ήταν ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης και συνεπώς δεν μπορούσε να ενεργήσει επί της αίτησης χωρίς διαταγή/οδηγίες του Εφετείου.
Η εκκαλούμενη απόφαση είναι από κάθε άποψη ορθή. Οι απαιτήσεις των εναγομένων εναντίον αλλήλων είχαν απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ως συνακόλουθο της απόρριψης της αγωγής. Το μέρος της απόφασης που αφορούσε στην απόρριψη των απαιτήσεων των εναγομένων δεν ήταν επίδικο κατά τη διαδικασία της έφεσης. Στην απόφαση του Εφετείου αναφέρονται συναφώς τα εξής: «Η πιο πάνω απαίτηση και ανταπαίτηση μεταξύ των Εφεσιβλήτων δεν αποτελεί μέρος της παρούσας έφεσης.». Είναι ως εκ τούτου πρόδηλο ότι η πρωτόδικη απόφαση, κατά την έκταση που αφορά αυτή τη πτυχή του θέματος, διατηρήθηκε ανέπαφη. Και εφόσον δεν υπάρχει απόφαση του Εφετείου καθοριστική των απαιτήσεων των εναγομένων εναντίον αλλήλων ούτε διαταγή επανεκδίκασης, έπεται πως η πρωτόδικη απόφαση κατέστη οριστικά τελεσίδικη.
Ο δικαστής που επιλήφθηκε πρωτοδίκως της αίτησης, εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί των απαιτήσεων των εναγομένων εναντίον αλλήλων χωρίς να υπάρχει προς τούτο διαταγή επανεκδίκασης. Ο εν λόγω δικαστής πράγματι δεν ήταν ο φυσικός δικαστής της υπόθεσης και αναμφίβολα δεν μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.