ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1716
20 Οκτωβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11604)
Πτώχευση ― Διάταγμα παραλαβής ― Κατά πόσο η αναφορά των εξασφαλίσεων του χρέους σε αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής όπως απαιτείται από το Άρθρο 5(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση του σχετικού διατάγματος ― Κατά πόσο είναι δυνατή η τροποποίηση της αίτησης για να περιληφθούν οι εξασφαλίσεις ― Εφαρμοστέες αρχές της Αγγλικής Νομολογίας, ερμηνευτικής του Άρθρου 4(2) της Αγγλικής Bankruptcy Act 1914, και ανάλυση αυθεντιών.
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής σε σχέση με την περιουσία του εφεσείοντος. Προσβάλλεται κυρίως το μέρος της πρωτόδικης απόφασης το οποίο σχετίζεται με την παράλειψη των εφεσιβλήτων να δηλώσουν στην αίτησή τους τις εξασφαλίσεις που απαιτούνται από το Άρθρο 5(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
1) Ότι δεν είχε ουδεμία πρακτική σημασία στην έγκριση ή όχι της αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής η μη αναφορά των εξασφαλίσεων στην αίτηση, αφού το οφειλόμενο ποσό του εφεσειοντος προς τους εφεσίβλητους, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξασφαλίσεις, ξεπερνά κατά πολύ το ελάχιστο όριο που θέτει το Άρθρο 5(1) του Κεφ. 5 (£500.-).
2) Η εν λόγω παράλειψη των εφεσιβλήτων δεν ήταν εσκεμμένη αλλά οφείλεται σε λάθος που πηγάζει από απροσεξία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι μπορεί να εκδώσει διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος ακόμη και χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση της αίτησης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η λέξη «οφείλει» στο Άρθρο 5(2) «είναι επιτακτική και καθορίζει την υποχρέωση του εξασφαλισμένου πιστωτή να αναφέρει στην αίτηση του τις οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις που έχει ασχέτως ποσού», σε αντίθεση προς το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι «οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις θα πρέπει να έχουν σχέση με το ποσό των ΛΚ500.- που είναι το όριο χρέους για έκδοση διατάγματος παραλαβής ως αναφέρει το Άρθρο 5(1) του Κεφ. 5 το οποίο αναφέρεται στους εξασφαλισμένους πιστωτές».
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθησαν οι εξασφαλίσεις του εφεσείοντος κατά το χρόνο καταχώρησης της αίτησης για το διάταγμα παραλαβής, ότι οι εφεσίβλητοι έκαμαν πλήρη αναφορά σ' αυτές κατά τη διαδικασία της αίτησης και ότι δόθηκε μαρτυρία ως προς την εκτίμησή τους κατά τη δικάσιμο. Υπέβαλε επίσης ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία «να επιτρέψει την τροποποίηση της αίτησης ή ακόμα και του διατάγματος παραλαβής, σε περίπτωση που εκ παραδρομής και τελείως τυχαία ο αιτητής δεν αναφέρει την εξασφάλιση του τόσο στην αίτηση όσο και κατά την επαλήθευση (proving)».
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού προσέτρεξε στην Αγγλική Νομολογία ερμηνευτική του Άρθρου 4(2) της Αγγλικής Bankruptcy Act 1914, του οποίου το Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5 αποτελεί πιστή αντιγραφή, αποφάνθηκε ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 5(2) του Κεφ. 5 συνάδει πλήρως με την Αγγλική Νομολογία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι:
1. Ο εφεσείων ήγειρε το θέμα της παρατυπίας στην τελική του αγόρευση.
2. Οι εφεσίβλητοι έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς ένσταση από τον εφεσείοντα, μαρτυρία σε σχέση τόσο με το θέμα της αξίας της εξασφάλισης όσο και σε σχέση με τους λόγους της παράλειψης τους να δηλώσουν την εξασφάλιση στην αίτηση τους - ζητήματα επί των οποίων αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας.
3. Η εν λόγω παράλειψη δεν έχει προκαλέσει αδικία στον εφεσείοντα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε συνάρτηση με τη θέση της Αγγλικής Νομολογίας έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της αίτησης και ορθά εξέδωσε το διάταγμα παραλαβής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι έπρεπε να διαταχθεί η τροποποίηση της αίτησης για να υπάρχει συμμόρφωση με ρητή διάταξη του Νόμου η οποία είναι ορθό να τηρείται, και έδωσε οδηγίες όπως καταχωρηθεί τροποποιημένη αίτηση η οποία θα περιλαμβάνει και τις εξασφαλίσεις που δηλώθηκαν πρωτοδίκως ότι υπάρχουν.
Ο λόγος έφεσης αναφορικά με την αποδοχή του μέρους της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων που σχετίζεται με τους λόγους της επίδικης παράλειψης απορρίφθηκε, επειδή δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε με το ½ των εξόδων της έφεσης υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Moor v. Anglo-Italian Bank [1879] 10 Ch. 681,
A Debtor [1922] 2 K.B. 109,
Small Westminster Bank v. Trustee [1934] 1 Ch. 541,
Α Debtor (No. 39 of 1974) [1977] 3 All E.R. 489,
Κολαρίδου ν. Κολαρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1408.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα-εξ' αποφάσεως οφειλέτη-κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 6/2/03 (Αρ. Αγωγής 104/01) με την οποία απέρριψε την ένστασή του και εξέδωσε το αιτηθέν από τους εφεσίβλητους διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του προς εξασφάλιση του εξ αποφάσεως χρέους του για ποσό Λ.Κ. 26.696,21 πλέον τόκους απορρίπτοντας σχετική εισήγησή του ότι η παράλειψη αναφοράς στη γραπτή αίτηση των πιστωτών των εξασφαλίσεων επί της περιουσίας του και συγκεκριμένα της υποθήκευσης σ' αυτούς τριών αυτοκινήτων του αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος παραλαβής δυνάμει του Άρθρου 5(2) του Κεφ. 5.
Στ. Ρήγας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κωνσταντίνου για Α. Πασχαλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Στ. Σκουφάρης, για τον Επίσημο Παραλήπτη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Την 2.3.2001 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για διάταγμα παραλαβής σε σχέση με την περιουσία του εφεσείοντος. Ισχυρίσθηκαν ότι ο εφεσείων τους οφείλει το ποσό των Λ.Κ.26.696,21 σεντ πλέον τόκους προς 9% από τις 30.3.2000 δυνάμει τελεσίδικης αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αγωγή με αρ. 6815/2000. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι δεν έχουν οποιαδήποτε εξασφάλιση επί της περιουσίας του εφεσίβλητου για την πληρωμή του πιο πάνω ποσού.
Ο εφεσείων ήγειρε ένσταση. Ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για τους πιο κάτω λόγους:
(1) Οι εφεσίβλητοι είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές «καθότι είναι 'υποθηκευμένα' σ΄ αυτούς τρία αυτοκίνητα της οικογένειας του δηλαδή τα υπ' αρ. εγγραφής QS257 Honda, PU700 Audi και VC90 Mercedes sport SL 350.
(2) Ότι ο ίδιος - ο εφεσείων - στερείται οποιασδήποτε περιουσίας και ότι η παρούσα αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.
(3) Ότι εργάζεται και είναι σε θέση να πληρώνει μηνιαίες δόσεις έναντι του εξ αποφάσεως χρέους του αλλά αδυνατεί να καταβάλει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό αμέσως.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε μαρτυρία από τους εφεσίβλητους σε σχέση - κυρίως - με το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους, τις εξασφαλίσεις και την αξία τους και τους λόγους της παράλειψης να αναφερθούν στην αίτηση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και εξέδωσε διάταγμα παραλαβής. Η παρούσα έφεση στρέφεται κυρίως κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης το οποίο σχετίζεται με την παράλειψη των εφεσιβλήτων να δηλώσουν στην αίτηση τους τις πιο πάνω εξασφαλίσεις, όπως απαιτείται από το αρ. 5(2)* του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Σε σχέση με το θέμα της εν λόγω παράλειψης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε τα εξής ερωτήματα:
«Η ύπαρξη των συγκεκριμένων εξασφαλίσεων των αυτοκινήτων καθοδηγεί το Δικαστήριο στην απόρριψη της συγκεκριμένης αίτησης; Με την μη αναφορά στην αίτηση των εξασφαλίσεων, είχαν οι αιτητές οποιοδήποτε όφελος στην παρούσα διαδικασία; Ακριβέστερα η αξία των εξασφαλίσεων μειώνει το χρέος του καθ' ου σε λιγότερο από £500.- (άρθρο 5(1)(α) του Κεφ. 5);»
Αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής:
(1) Ότι το ποσό που οφείλει ο εφεσείων στους εφεσίβλητους, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξασφαλίσεις ξεπερνά κατά πολύ το ελάχιστο όριο που θέτει το άρθρο 5(1) του Κεφ. 5 (£500.-). Συνεπώς ουδεμία πρακτική σημασία είχε, για την έγκριση ή όχι της παρούσας αίτησης, η μη αναφορά των δεσμεύσεων των αυτοκινήτων στην αίτηση.
(2) Η εν λόγω παράλειψη των εφεσιβλήτων οφείλεται σε λάθος που πηγάζει από απροσεξία και δεν πρόκειται για εσκεμμένη απόκρυψη.
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο «χρειάζεται στο παρόν στάδιο, στα πλαίσια της παρούσας αίτησης διάταγμα τροποποίησης της αίτησης». Κατέληξε ότι μπορεί να εκδώσει διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος ακόμη και χωρίς την προηγούμενη τροποποίηση της αίτησης. Παραθέτουμε το σκεπτικό του:
«(α) Για τους σκοπούς της παρούσης διαδικασίας το ζητούμενο είναι κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Σε σχέση με τούτο, το λεκτικό του άρθρου 5(1) και του άρθρου 6(2) του Κεφ. 5 είναι ιδιαίτερα καθοδηγητικό και πιστεύω απαντά το ερώτημα.
Κατά αρχήν το άρθρο 5(1) εμπεριέχει τις προϋποθέσεις (όρους) που πρέπει να πληρούνται κατά την καταχώρηση της αίτησης. Οι προϋποθέσεις αυτές εμπεριέχονται στις υποπαραγράφους (α), (β), (γ), (δ) του άρθρου 5(1):
'5(1) Ο πιστωτής δε θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση εκτός αν
(α) ....................................................................................................
(β) .....................................................................................................
(γ) .....................................................................................................
(δ) ....................................................................................................'
Στο πιο πάνω άρθρο 5(1) δεν περιλαμβάνεται προϋπόθεση ότι θα πρέπει στην αίτηση να αναφερθεί σε οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις για να δικαιούται κάποιος να υποβάλει αίτηση.
Επίσης το άρθρο 6(2) προνοεί μάλλον επιτακτικά ότι όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί 'με τέτοια απόδειξη, θα εκδίδει διάταγμα παραλαβής σύμφωνα με την αίτηση'. Ποια είναι η 'τέτοια απόδειξη'; Στο άρθρο 6(2) ξεκάθαρα βρίσκουμε την απάντηση:
'Κατά την ακρόαση της αίτησης το Δικαστήριο θα απαιτεί απόδειξη (α) του χρέους που οφείλεται προς τον αιτούντα πιστωτή, (β) της επίδοσης της αίτησης, και (γ) της πράξης πτώχευσης ....'
Συνεπώς στο άρθρο 6(2) δεν προνοείται ότι το Δικαστήριο, θα πρέπει να ικανοποιείται ότι εμπεριέχονται στη σχετική αίτηση για διάταγμα παραλαβής, τυχόν εξασφαλίσεις.
Και οι δύο πιο πάνω σκέψεις, υπό το φως μάλιστα της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε στην αίτηση οποιαδήποτε κακόπιστη απόκρυψη, με καθοδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι αναγκαία η οποιαδήποτε τροποποίηση της αίτησης με σκοπό τη συμπερίληψη των εξασφαλίσεων για να μπορεί να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής, γιατί η αναφορά στην αίτηση των εξασφαλίσεων δεν είναι προϋπόθεση ούτε για το δικαίωμα καταχώρισης της αίτησης δυνάμει του Άρθρου 5(2) ούτε και αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος παραλαβής.»
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την ερμηνεία του όρου «οφείλει» που συναντούμε στο πιο πάνω αρ. 5(2) του Κεφ. 5. Διατύπωσε την άποψη πως ο «αιτητής πιστωτής πρέπει (οφείλει) να αναφέρει στην αίτηση την εκτίμηση της ασφάλειας του γιατί, αν, λαμβανομένου υπόψη του ποσού της ασφάλειας του το χρέος προς αυτόν είναι λιγότερο των Λ.Κ.500 (άρθρο 5(1)), τότε δεν θα μπορεί να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής». Γι' αυτό - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - «και αναφέρεται στο άρθρο 5(2) ότι εάν ο πιστωτής δώσει εκτίμηση της ασφάλειας του τότε 'μπορεί να γίνει δεκτός ως αιτητής πιστωτής στην έκταση του υπόλοιπου του προς αυτόν οφειλόμενου χρέους που προκύπτει από την αφαίρεση της εκτιμημένης αξίας κατά τον ίδιο τρόπο ωσάν να ήταν μη ασφαλισμένος πιστωτής'.»
Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τις συνέπειες της πιο πάνω παράλειψης των εφεσιβλήτων. Έκρινε ότι ο όρος οφείλει δεν σημαίνει «ότι το Δικαστήριο θα πρέπει αυτόματα να απορρίψει την αίτηση με την παράλειψη τέτοιας αναφοράς στην γραπτή αίτηση από τον πιστωτή».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα αφού έλαβε υπόψη τα πιο κάτω στοιχεία:
«(α) Η αναγκαιότητα αναφοράς των εξασφαλίσεων στην αίτηση διατάγματος παραλαβής δεν είναι προϋπόθεση για έγκριση της αίτησης.
(β) Στην συγκεκριμένη περίπτωση, στα πλαίσια της σημερινής διαδικασίας ουδεμία πρακτική σημασία θα είχε η αναφορά για την έκδοση ή μη του διατάγματος παραλαβής γιατί ακόμα και με την αναφορά των συγκεκριμένων εξασφαλίσεων στην αίτηση και πάλι το οφειλόμενο χρέος προς τους πιστωτές δεν θα ήταν μικρότερο των Λ.Κ.500.
(γ) Το Δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει οποιαδήποτε κακοπιστία στην παράλειψη τέτοιας αναφοράς.
(δ) Εν πάση περιπτώσει κατά την ακρόαση της αίτησης οι αιτητές παραδέκτηκαν την ύπαρξη τέτοιων εξασφαλίσεων και έγινε σχετική αναφορά.
(ε) Γενικά ουδέν όφελος είχαν οι αιτητές στην παρούσα διαδικασία με το να μην αναφέρουν τις εξασφαλίσεις. Θα ήταν διαφορετικό και με συνέπειες που προβλέπει ο Νόμος αν οι αιτητές παρέλειπαν να αναφέρουν τις εξασφαλίσεις κατά την διαδικασία επαλήθευσης (2ον παράρτημα του Κεφ. 5, παράγ. 1-6)»
Η έφεση.
Ο κ. Ρήγας, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το αρ. 5(2) του Κεφ. 5. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συνέχισε ο κ. Ρήγας - «εισάγει λανθασμένα συμπεράσματα ή/και σκέψεις δηλαδή ότι οι οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις θα πρέπει να έχουν σχέση με το ποσό των Λ.Κ.500.- που είναι το όριο χρέους για έκδοση διατάγματος παραλαβής ως αναφέρει το αρ. 5(1) του Κεφ. 5 το οποίο αναφέρεται στους εξασφαλισμένους πιστωτές». Τέτοια προϋπόθεση - συμπλήρωσε - δεν αναφέρεται ούτε ρητά ούτε εξυπακουόμενα στο αρ. 5(2) του Κεφ. 5. Η λέξη «οφείλει» - κατέληξε ο κ. Ρήγας - στο αρ. 5(2) «είναι επιτακτική και καθορίζει την υποχρέωση του εξασφαλισμένου πιστωτή να αναφέρει στην αίτηση του τις οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις που έχει ασχέτως ποσού».
Από την άλλη η κα. Κωνσταντίνου, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υπέβαλε ότι «εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκαν οι εν λόγω εξασφαλίσεις κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης». Είναι σημαντικό - συνέχισε - πως οι αιτητές «δεν απέκρυψαν τις εξασφαλίσεις τους, αλλά αντίθετα, κατά τη διαδικασία της αίτησης έγινε πλήρης αναφορά εις αυτές και δόθηκε μαρτυρία ως προς την εκτίμηση αυτών κατά την δικάσιμο». Η κα. Κωνσταντίνου επεσήμανε πως η «έκδοση του διατάγματος παραλαβής έγινε υπό το φως των εκτιμήσεων των εν λόγω εξασφαλίσεων και εφόσον το δικαστήριο συνεκτίμησε το γεγονός πως και με τις εξασφαλίσεις που είχαν οι αιτητές υπήρχε οφειλόμενο ποσό μετά την αφαίρεση της υπολογισθείσας αξίας των εξασφαλίσεων, πέραν των Λ.Κ.500, το ελάχιστο ποσό που προνοεί ο Νόμος για την καταχώριση της αίτησης πτώχευσης και άρα η έκδοση διατάγματος παραλαβής είναι εφικτή».
Με αναφορά στην υπόθεση Small In re. Westminster Bank v. Trustee [1934] 1 Ch. 54 η κα. Κωνσταντίνου υπέβαλε ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να «επιτρέψει την τροποποίηση της αίτησης ή ακόμα και του διατάγματος παραλαβής, σε περίπτωση που εκ παραδρομής και τελείως τυχαία ο αιτητής δεν αναφέρει την εξασφάλιση του τόσο στην αίτηση όσο και κατά την επαλήθευση (proving)».
Το πιο πάνω αρ. 5(2) του Κεφ. 5 αποτελεί πιστή αντιγραφή του αρ. 4(2) της Αγγλικής Bankruptcy Act 1914. Επομένως μπορούμε να προστρέξουμε στην Αγγλική Νομολογία, ερμηνευτική του αρ. 4(2), για καθοδήγηση.
Στην Moor v. Anglo-Italian Bank [1879] 10 Ch. 681, 689 o Jessel M.R. έθεσε το θέμα ως εξής:
"I am not aware of any rule in bankruptcy that forfeits the petitioning creditors' debt. The rule in bankruptcy requires the judicial authority in bankruptcy - the Registrar or Judge, as the case may be - before he adjudicates a man a bankrupt, to see there is a proper unsecured debt in the manner I have explained. But if the adjudication is made without this being looked into, the only result is, the adjudication is bad, and you may set it aside in due time."
Σε μετάφραση:
«Δεν είμαι ενήμερος οποιουδήποτε κανόνα πτώχευσης δυνάμει του οποίου ο αιτητής πιστωτής χάνει τα δικαιώματα του επί του χρέους του. Ο κανόνας πτώχευσης απαιτεί από την Δικαστική Αρχή της Πτώχευσης - τον Πρωτοκολλητή ή τον Δικαστή, ως θα ήτο η περίπτωση - προτού αποφασίσει να κηρύξει κάποιον ως πτωχεύσαντα να προσέξει κατά πόσο υπάρχει ένα ορθό μη εξασφαλισμένο χρέος με τον τρόπο που έχω εξηγήσει. Πλην όμως αν η κήρυξη γίνεται χωρίς να εξεταστεί αυτό, το μόνο αποτέλεσμα είναι ότι η κήρυξη είναι εσφαλμένη και μπορεί να την παραμερίσεις στον πρέποντα χρόνο.»
Η πιο πάνω απόφαση έχει επεξηγηθεί στην In re A Debtor [1922] 2 K.B. 109 στην οποία ο αιτητής λόγω αβλεψίας παρέλειψε να δηλώσει στην αίτηση του μια εξασφάλιση που είχε. Ο Πρωτοκολλητής αρνήθηκε να παραμερίσει το διάταγμα παραλαβής και να δώσει οδηγίες όπως η αίτηση στην οποία εκδόθηκε το διάταγμα παραλαβής επανακουσθεί. Ενώπιον του Εφετείου οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι εφόσον το διάταγμα παραλαβής εκδόθηκε χωρίς να είχε δηλωθεί η εξασφάλιση το διάταγμα παραλαβής ήταν εσφαλμένο. Βάση της σχετικής εισήγησης ήταν το πιο πάνω απόσπασμα από την Moor (πιο πάνω). Στην απόφαση του Εφετείου το πιο πάνω απόσπασμα έχει επεξηγηθεί ως εξής:
"The question is, suppose there were an omission of something of no value, something not affecting the matter in any way, does that make the receiving order altogether bad? I think that in a case like that Sir George Jessel would himself have said 'No, my dictum was never intended to go as far as that'. The Registrar has decided, and I think correctly, that this security is of no value, and I think that if the question had been raised before the receiving order was made he could have made the necessary amendment. The only question is whether he can make that amendment after the receiving order has been made. My view is that even without this amendment it is doubtful whether the order could be set aside, but I think that the case of Lovell & Christmas v. Beauchamp [1894] A.C. 607 in the House of Lords shows that an amendment can be made after the receiving order has been made. That case decides the only point to be decided in this matter, and I think the appeal should be dismissed with costs."
Σε μετάφραση:
«Το ζήτημα είναι, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε παράλειψη να αναφερθεί κάτι που δεν είχε αξία, κάτι που δεν επηρεάζει το θέμα με οποιοδήποτε τρόπο, κατά πόσο αυτό καθιστά το διάταγμα παραλαβής καθ' ολοκληρίαν εσφαλμένο. Νομίζω ότι σε μια τέτοια περίπτωση ο Sir George Jessel ο ίδιος θα έλεγε: 'Όχι με αυτό που είπα δεν είχα πρόθεση να πάει το θέμα μέχρις σε εκείνο το σημείο'. Ο Πρωτοκολλητής έχει αποφασίσει, και νομίζω σωστά, ότι η εξασφάλιση ήταν χωρίς αξία και νομίζω, αν το ζήτημα εγειρόταν πριν την έκδοση του διατάγματος παραλαβής, μπορούσε να κάμει την αναγκαία τροποποίηση. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί να κάμει εκείνη την τροποποίηση μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Είναι η άποψη μου ότι έστω και χωρίς αυτή την τροποποίηση είναι αμφίβολο κατά πόσο το διάταγμα μπορούσε να παραμεριστεί, πλην όμως νομίζω ότι η υπόθεση Lovell & Christmas v. Beauchamp [1894] Α.C. 607 της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων υποδεικνύει ότι μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να γίνει μετά την έκδοση του διατάγματος παραλαβής. Εκείνη η υπόθεση αποφάσισε το μόνο σημείο που πρέπει να αποφασιστεί σ' αυτή την υπόθεση και νομίζω ότι η έφεση πρέπει ν' απορριφθεί με έξοδα.»
Η απόφαση στην In re a Debtor (πιο πάνω) έχει επεξηγηθεί στην In re Small Westminster Bank v. Trustee [1934] 1 Ch. 541 στην οποία κρίθηκε ότι όπου οι αιτητές λόγω αβλεψίας παρέλειψαν, τόσο στην αίτηση όσο και στην επαλήθευση, να εκτιμήσουν μια εξασφάλιση σημαντικής αξίας αλλά πολύ μικρότερη από το ύψος του χρέους, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δώσει άδεια για τροποποίηση της αίτησης και της επαλήθευσης με το να εκτιμήσει την εξασφάλιση*.
Είναι αξιοσημείωτα τα όσα λέχθηκαν στη σελ. 548:
"In my judgment, when Lord Sterndale in this case referred to an omission of something of no value, he did not mean something which would fetch nothing in pounds, shillings and pence, but he meant, as he explained in the next phrase, something which was not important when one was considering whether the petition was one which could have been presented in the first instance had the proper disclosure been made. I can well appreciate that if there was any sort of doubt as to the amount of the security being less than the amount of the petitioning creditor's debt, then the Court might hesitate long before allowing an amendment, but in the preset case there is no possible doubt whatever that the petitioning creditors, even if they had done what they should have done and stated the security and valued it at its proper value, would have been still entitled to the order which was made."
Σε μετάφραση:
«Κατά την κρίση μου όταν ο Lord Sterndale αναφέρθηκε σε παράλειψη ν' αναφερθεί κάτι που δεν έχει αξία, δεν εννοούσε στοιχείο το οποίο δεν θα απέφερνε τίποτε σε στερλίνες, σελίνια και πέννες, αλλά, όπως εξηγεί στην επόμενη φράση, εννοούσε κάτι το οποίο δεν ήταν σημαντικό όταν κάποιος εξέταζε κατά πόσο η αίτηση ήταν αίτηση που μπορούσε να κατατεθεί σε πρώτο στάδιο αν γινόταν η ορθή αποκάλυψη. Μπορώ καλώς να αντιληφθώ ότι αν υπήρχε οποιοδήποτε είδος αμφιβολίας σε σχέση με το ποσό της εξασφάλισης ότι ήταν μικρότερη από το ποσό του χρέους του αιτητή πιστωτή, τότε το δικαστήριο δυνατό να δίσταζε προτού επιτρέψει την τροποποίηση, πλην όμως στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει πιθανή αμφιβολία ότι οι αιτητές πιστωτές έστω και αν έκαμναν αυτά που έπρεπε να είχαν κάμει και δήλωναν την εξασφάλιση και την εκτιμούσαν στην ορθή της αξία και πάλι θα εδικαιούντο στο διάταγμα το οποίο εκδόθηκε. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, κατά την κρίση μου, έχω δικαιοδοσία να δεχθώ αυτή την αίτηση και νομίζω ότι αυτή είναι η πρέπουσα περίπτωση στην οποία θα το πράξω.»
Τέλος, σύμφωνα με την Αγγλική Νομολογία, είναι επιτρεπτή η τροποποίηση ανεξάρτητα από το ύψος της εξασφάλισης. Αυτό έχει βεβαιωθεί στην Re a Debtor (No. 39 of 1974) [1977] 3 All E.R. 489, 495 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
"In our judgment, no injustice is done by allowing amendment irrespective of the value of the security in a case such as the present, where in petition and in proof the creditor has wholly ignored his security, and he then seeks an amendment that surrenders it. Further, when Jessel M.R. said in Moor v. Anglo-Italian Bank [1989] 10 Ch. 681 that an adjudication is bad and may be set aside in due time, if made without seeing that there is a proper unsecured debt, he did not mean to exclude the possibility of amendment, or indeed of maintaining the adjudication even without amendment, where no injustice has been done: see Re a Debtor [1922] 2 Κ.Β. 109. The insistence of the judge below on the value of the security was accordingly in our view mistaken."
Σε μετάφραση:
«Κατά την κρίση μας δεν προκαλείται αδικία με το να επιτραπεί τροποποίηση ανεξάρτητα από την αξία της εξασφάλισης σε υπόθεση όπως η παρούσα όπου στην αίτηση και στην επαλήθευση ο πιστωτής είχε πλήρως αγνοήσει την εξασφάλιση του και επιδιώκει τροποποίηση με την οποία θα την παραδώσει. Περαιτέρω όταν ο Jessel M.R. είπε στην Moor v. Anglo-Italian Bank [1989] 10 Ch. 681 ότι μια κήρυξη σε πτώχευση είναι εσφαλμένη και μπορεί να παραμεριστεί στον πρέποντα χρόνο αν γίνει χωρίς να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει ένα ορθό μη εξασφαλισμένο χρέος δεν εννοούσε να αποκλειστεί η δυνατότητα τροποποίησης ή πράγματι η διατήρηση της κήρυξης ακόμη και χωρίς τροποποίηση, όπου δεν είχε δημιουργηθεί αδικία: βλ. Re a Debtor [1922] 2 Κ.Β. 109. Η επιμονή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξίας της εξασφάλισης ήταν κατά την άποψη μας εσφαλμένη.»
Αυτά που προκύπτουν από την Αγγλική Νομολογία είναι κυρίως τα εξής:
(1) Παρά την επιτακτική διατύπωση του αρ. 4(2) - η οποία είναι παρόμοια με εκείνη του δικού μας αρ. 5(2) - η παράλειψη να δηλωθεί η εξασφάλιση δεν αποβαίνει μοιραία για την αίτηση.
(2) Είναι δυνατή η τροποποίηση της αίτησης για να περιληφθεί η εξασφάλιση ακόμα και στο στάδιο της επαλήθευσης.
(3) Είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος παραλαβής ακόμα και χωρίς τροποποίηση της αίτησης.
(4) Είναι δυνατή η τροποποίηση ανεξάρτητα από την αξία ή το ύψος της εξασφάλισης.
(5) Αυτό που έχει σημασία είναι το ποσό του χρέους μετά την αφαίρεση της εξασφάλισης.
(6) Αυτό που εξετάζεται είναι κατά πόσο προκαλείται αδικία συνεπεία της παράλειψης να δηλωθούν οι εξασφαλίσεις.
Στην παρούσα υπόθεση για την επίδικη προσέγγιση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την πιο πάνω Αγγλική Νομολογία. Σε σχέση με την Αγγλική Νομολογία έχει λεχθεί ότι «δεν είναι μεν δεσμευτική, είναι όμως βοηθητική ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή μεταγενέστερου νομοθετήματος μας πανομοιότυπου με το αγγλικό» (Κολαρίδου ν. Κολαρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1408, 1411 - απόφαση Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε).
Έχουμε την άποψη πως η ερμηνεία που δόθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο αρ. 5(2) του Κεφ. 5 συνάδει πλήρως με την Αγγλική Νομολογία ερμηνευτική πανομοιότυπου νομοθετήματος.
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη:
(1) Ότι ο εφεσείων δεν είχε εγείρει στην ένσταση του θέμα παρατυπίας της αίτησης λόγω της εν λόγω παράλειψης. Το είχε εγείρει στην τελική του αγόρευση. Στην ένσταση του ανέφερε απλώς ότι οι αιτητές είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές.
(2) Το θέμα της εξασφάλισης είχε καταστεί επίδικο εν όψει του περιεχομένου της ένστασης. Ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι έθεσαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς ένσταση από τον εφεσείοντα, μαρτυρία σε σχέση τόσο με το θέμα της αξίας της εξασφάλισης όσο και σε σχέση με τους λόγους της παράλειψης τους να δηλώσουν την εξασφάλιση στην αίτηση τους - ζητήματα επί των οποίων αποφάνθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ύστερα από αξιολόγηση της μαρτυρίας.
(3) Η εν λόγω παράλειψη δεν έχει προκαλέσει οποιαδήποτε αδικία στον εφεσείοντα εφόσον είχε την ευκαιρία να αντικρούσει την μαρτυρία σε σχέση με το ύψος της εξασφάλισης.
Αφού ελάβαμε υπόψη όλα τα ανωτέρω σε συνάρτηση με τη θέση της Αγγλικής Νομολογίας κρίνουμε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της αίτησης και ορθά εξέδωσε το διάταγμα παραλαβής. Ωστόσο σε σχέση με το θέμα της τροποποίησης της αίτησης θεωρούμε ότι έπρεπε να είχε διαταχθεί η τροποποίηση της. Αυτό γιατί είχε σημειωθεί μη συμμόρφωση με ρητή διάταξη του Νόμου η οποία είναι ορθό να τηρείται. Η μη τήρηση της θα οδηγούσε σε εξουδετέρωση των προνοιών της. Ως εκ τούτου δίδουμε οδηγίες όπως καταχωρηθεί τροποποιημένη αίτηση η οποία θα περιλαμβάνει και τις εξασφαλίσεις που δηλώθηκαν πρωτοδίκως ότι υπάρχουν. Η παρούσα απόφαση να συνταχθεί μετά την καταχώριση της τροποποιημένης αίτησης.
Έχει προωθηθεί και λόγος έφεσης αναφορικά με την αποδοχή του μέρους της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων που σχετίζεται με τους λόγους της επίδικης παράλειψης. Θεωρούμε ότι η αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της, ζήτημα το οποίο ανήκει κατ' εξοχή στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και στο οποίο το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει. Αυτή η περίπτωση δεν δικαιολογεί επέμβαση μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζουμε υπέρ των εφεσιβλήτων το ½ των εξόδων της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με το 1/2 των εξόδων της έφεσης υπέρ των εφεσιβλήτων.