ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2004) 1 ΑΑΔ 1562

24 Σεπτεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1.  ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

     ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 62/1997

     ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ,

2.  ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΙΓΝΑΤΙΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΝΙΚΟΛΑ ΛΕΜΟΝΑΡΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11629-11635)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.19, θ.4 ― Επιβάλλουν αναφορά μόνο των ουσιωδών γεγονότων και όχι της μαρτυρίας και/ή των νομικών συνεπειών τους ― Η απλή διατύπωση της θεραπείας δεν επιτρέπει αφ' εαυτής την εξέτασή της ― Το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει οποιανδήποτε θεραπεία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα στα δικόγραφα, έστω και αν η συγκεκριμένη θεραπεία δεν έχει επιζητηθεί.

Αγωγή ― Βάση αγωγής ― Έγγραφο που περιείχε δήλωση η οποία συνιστούσε αναγνώριση χρέους ― Στην απουσία άλλων σχετικών γεγονότων στα δικόγραφα, δεν συνιστούσε βάση αγωγής.

Η αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων αφορούσε «ποσό £1.000 πλέον τόκους προς 9% από 5.5.93 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή χρεωστικού ομολόγου ημερομηνίας 5.5.93 πληρωτέου την 15.7.93 ........».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν όλα τα στοιχεία και προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για να θεωρηθεί έγκυρο ένα γραμμάτιο συνήθους τύπου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου ως η απαίτηση με βάση τη διαζευκτική απαίτηση «αναγνώρισης χρέους».

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εναλλακτική βάση αγωγής, αυτή της «αναγνώρισης χρέους», δεν αναγνωρίζεται ούτε συνιστά αυτοτελή βάση. Έγγραφο που περιέχει δήλωση η οποία συνιστά αναγνώριση χρέους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά τη δίκη για την απόδειξη κάποιας αιτίας αγωγής.  Το ίδιο όμως το έγγραφο δεν συνιστά βάση αγωγής.

2.  Στην παρούσα υπόθεση, η άλλη αιτία αγωγής, αυτή της αναγνώρισης χρέους, αναφέρεται μόνο ονομαστικά στην έκθεση απαιτήσεως, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε γεγονότα.  Για τον λόγο αυτό δεν επιτρέπεται η εξέτασή της πολύ δε περισσότερο η επιτυχία της και η έκδοση δικαστικής απόφασης επ' αυτής.

3.  Λανθασμένα κατά συνέπεια το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείται έκδοση απόφασης στη βάση εγγράφου αναγνώρισης χρέους.  Τέτοια γεγονότα δεν αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως ούτε και φυσικά μπορούσαν να αποδειχθούν με παραδεκτή μαρτυρία.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα εναντίον του εφεσιβλήτου, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παύλου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483,

Χριστοδούλου ν. Μιχαηλίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2058,

D & G Products Ltd v. Αναστασίου, Πολιτική Έφεση 10744, ημερ. 13.9.2002,

Loucaides v. C.D. Hay & Sons (1971) 1 C.L.R. 134,

Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319,

Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,

Kennedy Hotels ν. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400.

Εφέσεις.

Συνεκδικασθείσες εφέσεις από τους εναγόμενους-διαχειριστές της περιουσίας αποβιώσαντος κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 6/2/03 (Αρ. Αγωγής  452/95) με την οποία αποδέκτηκε τη μαρτυρία του ενάγοντα και έκρινε ότι εδικαιολογείτο συμπέρασμα με βάση τα τεκμήρια περί αναγνώρισης χρέους εκ μέρους του αποβιώσαντος και κατά συνέπεια των εναγομένων προς αυτόν και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση του ενάγοντα σε όλες τις αγωγές.

Α. Χαραλάμπους για Κ. Τσιρίδη, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι επτά πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων. Και στις επτά εφέσεις εφεσείοντες και εφεσίβλητος είναι τα ίδια πρόσωπα, πανομοιότυποι δε λόγοι έφεσης έχουν εγερθεί από τους εφεσείοντες. Και στην πρωτόδικη διαδικασία οι αγωγές είχαν συνεκδικαστεί γιατί η βάση όλων των αγωγών ήταν η ίδια.

Σε κάθε μια από τις επτά αγωγές η αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα αφορούσε «ποσό £1.000 πλέον τόκους προς 9% από 5.5.93 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και/ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή χρεωστικού ομολόγου ημερομηνίας 5.5.93 πληρωτέου την 15.7.93 .....».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του κατέληξε στο εύρημα ότι δεν αποδείχθησαν όλα τα στοιχεία και προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για να θεωρηθεί έγκυρο ένα γραμμάτιο συνήθους τύπου.  πρωτόδικο Δικαστήριο στο καταληκτικό συμπέρασμα του αναφέρει:-

 «Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μου από πλευράς του ενάγοντα και αφού έχω ανατρέξει σ' αυτήν έχω παρατηρήσει ότι δεν δόθηκε μαρτυρία για την δικαιοπρακτική ικανότητα του Μ.Ε. 2 σε αντίθεση με τον Μ.Ε.3 που υπέγραψε στα τεκμήρια 1 έως 7 και ως εκ τούτου κρίνω ότι τα εν λόγω έγγραφα, παρά το ότι έχουν τα υπόλοιπα στοιχεία και τηρούν τις υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Κεφ. 149, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως γραμμάτια συνήθους τύπου.  Στην παράγραφο 2 της τροποποιημένης υπεράσπισης οι εναγόμενοι αρνούνται μεταξύ άλλων και την παράγραφο 2 της έκθεσης απαίτησης του ενάγοντα η οποία κάνει αναφορά για γραμμάτια συνήθους τύπου και καλούν τον ενάγοντα σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του.  Ως εκ τούτου ο ενάγοντας είχε το βάρος της απόδειξης να αποδείξει με κάθε αυστηρότητα όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Κεφ. 149 ούτως ώστε να δικαιούται να επικαλείται τα ευεργετήματα που του παρέχει ο νόμος για το γραμμάτιο συνήθους τύπου. [Βλέπε υπόθεση Βαρνάβας Παύλου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 483.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως με βάση διαζευκτική απαίτηση «αναγνώρισης χρέους» όπως αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης (η διαζευκτική απαίτηση αναφέρεται στην αρχή της απόφασης μας πιο πάνω) εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου ως η απαίτηση σε όλες τις αγωγές. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής:-

«Παρά το πιο πάνω συμπέρασμα μου κρίνω ότι, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του ενάγοντα ο οποίος έκανε αναφορά για παράδοση των τεκμηρίων 1-7 από τον αποβιώσαντα Απόστολο Ιγνατίου για αξία μετρητών και περαιτέρω με βάση το λεκτικό των τεκμηρίων 1 έως 7 δικαιολογείται συμπέρασμα πως με τα τεκμήρια υπάρχει αναγνώριση χρέους από πλευράς του αποβιώσαντος προς τον ενάγοντα, τέτοια αιτία αγωγής υπάρχει στην έκθεση απαίτησης του ενάγοντα έστω διαζευκτικά στην παράγραφο 2. Επί του θέματος αυτού κρίνω ορθό να κάνω αναφορά στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Π. Μιχαηλίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2058, όπου, αναφέρθηκε ότι όταν υπάρχει διαζευκτικά βάση αγωγής και τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν θεραπεία αυτή μπορεί να δοθεί από το Δικαστήριο έστω και αν δεν ζητείται στο αιτητικό της αγωγής. Στην παρούσα υπόθεση η βάση αγωγής για αναγνώριση χρέους καλύπτεται τόσο στο σώμα της έκθεσης απαίτησης αλλά ζητείται και μέσα από το αιτητικό Α.»                                                                                                                                 

Με τον πρώτο και κύριο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λανθασμένο.  Ο σχετικός λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αποφάσισε ότι ο Ενάγοντας εδικαιούτο απόφασης εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 δυνάμει της εναλλακτικής βάσης αγωγής δηλ. της έγγραφου αναγνωρίσεως χρέους, ως εξέλαβε το επίδικο «γραμμάτιο».»

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης ευσταθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε αναγνώριση χρέους εκ μέρους των εφεσειόντων.

Κατ' αρχή και σύμφωνα με τη νομολογία όσον αφορά εναλλακτική βάση αγωγής, αυτή της «αναγνώρισης χρέους», ούτε αναγνωρίζεται ούτε συνιστά αυτοτελή βάση. Έγγραφο που περιέχει δήλωση η οποία συνιστά αναγνώριση χρέους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά τη δίκη για την απόδειξη κάποιας αιτίας αγωγής ως π.χ. για παράβαση συμφωνίας δανείου. Το ίδιο όμως το έγγραφο δεν συνιστά βάση αγωγής. (Βλέπε: D & G Products Ltd. ν. Χαράλαμπου Αναστασίου, Πολιτική Έφεση 10744, ημερ. 13.9.2002). Μόνο ονομαστικά αναφέρεται η άλλη αιτία αγωγής αυτή της αναγνώρισης χρέους, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε γεγονότα.  Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου στο περίγραμμα του εισηγείται ότι στην Έκθεση Απαίτησης υπήρχε ισχυρισμός για ύπαρξη χρέους που δεν εξοφλήθηκε. Αυτό δεν είναι ορθό.  Δεν υπάρχει ισχυρισμός για κανένα γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αιτία της αγωγής ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από τα έγγραφα που αναφέρθηκαν ως ενσωματώνοντα αυτή την απαίτηση με την περιγραφή τους ως γραμμάτια συνήθους τύπου ή χρεωστικά ομόλογα ή έγγραφα αναγνώρισης χρέους.

Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι τα δικόγραφα συνιστούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Παρέκκλιση από την αρχή αυτή εκτρέπει τη δίκη έξω από τα δικονομικά πλαίσια που παρέχουν εγγύηση για δίκαιη δίκη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης (Βλέπε: Loucaides v. C.D. Hay & Sons (1971) 1 C.L.R. 134, Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319 και Ελένη Βραχίμη ν. Πάρη Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836).

Είναι επίσης νομολογημένο ότι η απλή διατύπωση και μόνο της θεραπείας που επιζητείται, απογυμνωμένη από οποιαδήποτε γεγονότα που να την υποστηρίζουν δεν επιτρέπει την εξέταση της, πολύ δε περισσότερο την επιτυχία της και την έκδοση δικαστικής απόφασης επ' αυτής. (Βλέπε: Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (ανωτέρω)). Στην υπόθεση Kennedy Hotels v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400 στη σελίδα 407 αναφέρονται τα εξής:- 

«Στη Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, κρίθηκε ότι οι κυπριακοί δικονομικοί θεσμοί προσαρμοσμένοι στους παλιούς δικονομικούς θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δεν καθιστούν απαραίτητο, επιθυμητό όσο και αν είναι, τον επακριβή προσδιορισμό της θεραπείας η οποία επιδιώκεται, ούτε αποκλείουν την παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη η οποία επιζητείται.  Εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της έκθεσης απαιτήσεως για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί ν' αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί (βλ. επίσης Re Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, και Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437). H θέση αυτή επαναβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319. Όπως επισημαίνεται στην τελευταία απόφαση, η υποχρέωση για αποκάλυψη περιορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.19, θ.4 στα ουσιώδη γεγονότα, και δεν επεκτείνεται στη μαρτυρία η οποία τα υποστηρίζει ή τις νομικές συνέπειες που συνεπάγεται η ύπαρξη τους. Το Εφετείο επαναβεβαίωσε ότι μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη.»

Λανθασμένα κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείται έκδοση απόφασης στη βάση εγγράφου αναγνώρισης χρέους. Τέτοια γεγονότα δεν αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης ούτε και φυσικά μπορούσαν να αποδειχθούν με παραδεκτή μαρτυρία.

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν απαντά στον πιο πάνω πρώτο λόγο έφεσης.  Αντί απάντησης προβάλλει ισχυρισμούς για λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την κατάληξη του ότι δεν αποδείχθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που προνοεί το άρθρο 78 του Κεφ. 149 περί γραμματίου συνήθους τύπου, προσθέτοντας παράλληλα τον γενικό ισχυρισμό ότι τα έγγραφα ήταν χρεωστικά ομόλογα.

Θεωρούμε ότι για να δικαιούται να προβάλει τους πιο πάνω ισχυρισμούς ο εφεσίβλητος έπρεπε να ασκήσει ο ίδιος έφεση ή τουλάχιστον να καταχωρήσει αντέφεση, πράγμα που δεν έπραξε. Το Εφετείο δεν έχει εξουσία να εξετάσει τέτοια θέματα λόγω της τελεσιδικίας της απόφασης, που εν τω μεταξύ προέκυψε.

Με την κατάληξη μας στον πρώτο λόγο έφεσης, ο οποίος επιτυγχάνει, θεωρούμε ότι δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση εναντίον του εφεσίβλητου.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα εναντίον του εφεσιβλήτου, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο