ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
MITSUI & CO. ν. ROCKWELL MARINE (1989) 1 CLR 112
Cyrpus Trading Corporation Ltd ν. Zim Israel Navigation Co. Ltd και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1168
Zeeland Navigation Company Limited ν. Banque Worms (2000) 1 ΑΑΔ 707
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 1 ΑΑΔ 1014
20 Μαΐoυ, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΤFB (CYPRUS) LTD,
2. REGENT PACIFIC GROUP LTD,
3. JAMIE GIBSON,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ,
2. STAMBOULI (BULGARIA) LTD,
3. CAMI DEVELOPMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγουσών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11509)
Πολιτική Δικονομία ― Αναστολή διαδικασίας ― Με βάση το ότι η Κύπρος δεν είναι το πλέον κατάλληλο βήμα (forum conveniens) ― Αρχές που διέπουν το θέμα ― Το βάρος αποδείξεως βρίσκεται στον εναγόμενο να πείσει πως υπάρχει άλλο διαθέσιμο βήμα ― Αποτυχία του να το πράξει επάγεται κανονικά την άρνηση της αναστολής εκτός αν ο ενάγων, επί του οποίου πλέον μεταφέρεται το βάρος αποδείξεως, θεμελιώσει πως εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η δικαιοσύνη απαιτεί διαφορετικά.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε την αίτηση των εναγομένων για αναστολή της διαδικασίας ενόψει της θέσης τους πως το πλέον κατάλληλο βήμα (forum conveniens) για την εκδίκαση της διαφοράς τους με τις ενάγουσες είναι τα Βουλγαρικά Δικαστήρια. Το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι τόσο τα Κυπριακά όσο και τα Βουλγαρικά Δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα στο θέμα. Τα πρώτα, αφού η εναγόμενη 1 είναι Κυπριακή εταιρεία και στη βάση των στοιχείων, υπήρχε πλήρης ταύτιση των συμφερόντων της προς εκείνα της εναγόμενης 2, και ο εναγόμενος 3 εμφανίζεται ως "μέρος της ίδιας διαφοράς". Τα δεύτερα αφού η εκτέλεση της σύμβασης εμπιστευτικότητας μεταξύ των εναγουσών 1 και 2 και της εναγόμενης 1 επρόκειτο να γίνει στη Βουλγαρία όπου εμφανίζεται να είχε συντελεστεί και η διάρρηξή της αλλά και η τελείωση των κατ' ισχυρισμό δόλου και συνωμοσίας.
Οι εναγόμενοι επιδιώκουν την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης υποστηρίζοντας κυρίως πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να προσδώσει τη δέουσα βαρύτητα σε όσα, κατά τη δική τους θέση, έδειχναν καθαρά τη Βουλγαρία ως το πιο κατάλληλο βήμα. Οι μάρτυρες δεν βρίσκονταν στην Κύπρο, οι διάδικοι δεν είχαν ουσιαστική σχέση με την Κύπρο και όλα τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Βουλγαρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε όλα τα δεδομένα και δεν έχει θεμελιωθεί λόγος που να επιτρέπει την παρέμβαση του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.
2. Η συμφωνία εμπιστευτικότητας, που διεδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο πλαίσιο της αντιδικίας, περιλαμβάνει ρητό όρο πως θα διέπεται από το δίκαιο της Κύπρου και πως οι σχετικές διαφορές θα επιλύονται από διαιτητές στην Κύπρο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
The Eleftheria [1969] 1 All E.R. 641,
MacShannon v. Rockware Glass [1978] A.C. 795,
Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd [1986] 3 All E.R. 843,
Banco Atlantico A.A. v. The British Bank of the Middle East [1990] 2 Lloyd's Rep. 504,
Mitsui & Co Ltd a.o. v. Rockwell Marine Ltd a.o. (1989) 1 Α.Α.Δ. 112,
Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168,
Zeeland Navigation Company Ltd v. Banque Worms (2000) 1 A.A.Δ. 707,
Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., Πολ. Έφ. 9512, ημερ. 10.9.02.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/10/02 (Αρ. Αγωγής 3874/98) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους για αναστολή της διαδικασίας ενόψει της θέσης τους ότι το πλέον κατάλληλο βήμα (forum conveniens) ήταν τα Βουλγαρικά Δικαστήρια σε αγωγή με την οποία οι ενάγουσες, ελληνική και βουλγαρική εταιρεία, ζητούσαν αποζημιώσεις για ζημιές λόγω δόλου, απάτης και παράβασης από την εναγόμενη 2 - κυπριακή εταιρεία της μεταξύ των τριών εταιρειών σύμβασης εμπιστευτικότητας.
Στ. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χαβιαράς για τις Εφεσίβλητες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εναγομένων για αναστολή της διαδικασίας ενόψει της θέσης τους πως το πλέον κατάλληλο βήμα (forum conveniens) για την εκδίκαση της διαφοράς είναι τα Bουλγαρικά Δικαστήρια.
Στο πλαίσιο των λόγων έφεσης, όπως αυτοί διευκρινίστηκαν κατά την ακρόαση, το θέμα συζητήθηκε υπό τα πιο κάτω δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση:
1. Οι ενάγουσες-εφεσίβλητες 1 και 2 είναι Eλληνική και Bουλγαρική εταιρεία αντιστoίχως. Η ενάγουσα-εφεσίβλητη 3 είναι Κυπριακή εταιρεία. Η εναγόμενη-εφεσείουσα 1 είναι Κυπριακή υπεράκτια εταιρεία και η εναγόμενη-εφεσείουσα 2 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στα Ceyman Islands. O εναγόμενος - εφεσείων 3, κάτοικος Ηοng Kong, είναι υπάλληλος εταιρείας θυγατρικής της εφεσείουσας 2, η οποία διεξάγει τις εργασίες της από γραφείο στο Λονδίνο.
2. Οι ενάγουσες 1 και 2 και η εναγόμενη 2 συνήψαν σύμβαση, εμπιστευτικότητας όπως χαρακτηρίστηκε, κατ΄εφαρμογήν της οποίας οι ενάγουσες παρέδωσαν στην εναγόμενη 2 μνημόνιο που περιείχε πληροφορίες, στοιχεία και μελέτες όπως και δεύτερο βιβλίο εμπιστευτικών πληροφοριών. Αυτό, προς κοινή συμμετοχή σε δημοπρασία στη Βουλγαρία για την αγορά ποσοστού 75% της κρατικής Βουλγαρικής εταιρείας ΤΖUM PLC την οποία το Βουλγαρικό Κράτος αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει. Οπότε, κατά τα κατ' ισχυρισμόν συμφωνηθέντα, οποιαδήποτε από τις τρεις εταιρείες (τις δυο ενάγουσες ή την εναγόμενη 2) θα συμμετείχε στη δημοπρασία, θα το έπραττε από κοινού με τις άλλες ή αν το έπραττε μόνη, θα εθεωρείτο ότι το έπραττε και για λογαριασμό των άλλων.
3. Κατά τις ενάγουσες, η εναγόμενη 2 τις πληροφόρησε πως δεν ενδιαφερόταν πλέον οπότε και συμμετέσχαν μόνες στη δημοπρασία μέσω της ενάγουσας 3. Για να διαπιστωθεί όμως πως, εν τέλει, και η εναγόμενη 2 συμμετέσχε μόνη, χρησιμοποιώντας την εναγόμενη 1. Όπως υποστηρίζουν, εκμεταλλευόμενη τις πληροφορίες που τις εμπιστεύθηκαν, κατά παράβαση της σύμβασής τους αλλά και κατά συνωμοσία και δόλο.
4. Η εναγόμενη 1, στην προσφορά της οποίας ρητά αναφερόταν πως ενεργούσε για την εναγόμενη 2, κέρδισε τη δημοπρασία και οι ενάγουσες υπέβαλαν παράπονο. Το Υπουργείο Εμπορίου και Τουρισμού της Βουλγαρίας το απέρριψε και αφού απέσυρε την έφεσή της στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας, υπεγράφη τελικά συμφωνία μεταξύ του Βουλγαρικού Υπουργείου και της εναγόμενης 1 προς υλοποίηση της πώλησης, πληρώθηκε η αξία και εκδόθηκαν προσωρινά πιστοποιητικά μετοχών προς την εναγόμενη 1.
5. Με την αγωγή τους οι ενάγουσες διεδικούν (α) αποζημιώσεις για απώλειες και ζημιές που υπέστησαν ως αποτέλεσμα δόλου ή απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή παράβασης συμφωνίας και/ή παράβασης όρων ρητού και/ή εξυπακουόμενου και/ή εξ αποτελέσματος εμπιστεύματος. Επίσης (β) δήλωση πως δικαιούνται σε μερίδιο 2/3 επί του 75% των μετοχών που αγοράστηκαν, "δυνάμει ρητού και/ή εξυπακουόμενου και/ή εξ αποτελέσματος εμπιστεύματος" και (γ) διάταγμα προς την εναγόμενη 1 για μεταβίβαση και εγγραφή αυτών των 2/3 στο όνομά τους, στην τιμή κατακύρωσης.
6. Τόσο τα Κυπριακά όσο και τα Βουλγαρικά Δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα στο θέμα. Τα πρώτα, αφού η εναγόμενη 1 είναι Κυπριακή εταιρεία με το εγγεγραμμένο γραφείο της στη Λευκωσία και, στη βάση των στοιχείων, υπήρχε πλήρης ταύτιση των συμφερόντων της προς εκείνα της εναγόμενης 2. Ενώ ο εναγόμενος 3 εμφανίζεται ως "μέρος της ίδιας διαφοράς". Τα δεύτερα, αφού "η εκτέλεση της συμφωνίας επρόκειτο να γίνει στη Βουλγαρία" όπου εμφανίζεται να είχε συντελεστεί και η διάρρηξή της αλλά και η τελείωση των κατ΄ισχυρισμό δόλου και συνωμοσίας.
Τα επιχειρήματα των δυο πλευρών είχαν ως κοινό υπόβαθρο τις σταθερές αρχές ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Κάποια αντίρρηση των εφεσειουσών αναφορικά με το μέρος της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο δεν απέδειξαν ποιό ήταν το δίκαιο της Βουλγαρίας, αποβαίνει χωρίς σημασία. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο θέμα κατά την αναζήτηση ως προς το κατά πόσο και τα Βουλγαρικά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία για να δεχθεί στο τέλος την άποψη των εφεσειόντων πως πράγματι είχαν δικαιοδοσία, στη βάση του Κυπριακού δικαίου, ως του διέποντος το θέμα, ελλείψει μαρτυρίας για το Βουλγαρικό δίκαιο. Το ίδιο ακαδημαϊκής σημασίας θα ήταν και η εξέταση της ενστάσιμης, κατά τους εφεσείοντες, αναφοράς του πρωτόδικου δικαστηρίου σε μη απόδειξη της ύπαρξης "εχεγγύων για καλή απονομή δικαιοσύνης στο Βουλγαρικό Δίκαιο".
Η πρωτόδικη κρίση διαμορφώθηκε με αναφορά κατ΄εξοχήν σε όσα αναδεικνύονταν ως παράγοντες συνδετικοί προς την κάθε μια από τις δυο δικαιοδοσίες. Ορθά, στο πλαίσιο της νομολογίας, όπως την παραθέτει το πρωτόδικο δικαστήριο και όπως την επικαλέστηκαν και οι δυο πλευρές ενώπιόν μας. (Βλ. The Eleftheria [1969] 1 All ER 641, MacShannon v. Rockware Glass [1978] A.C. 795, Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd [1986] 3 All ER 843, Banco Atlantico S.A. v. The British Bank of the Middle East [1990] 2 Lloyd's Rep. 504, Mitsui & Co Ltd and Others v. Rockwell Marine Ltd and Another (1989) 1 A.A.Δ. 112, Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 1168, Ζeeland Navigation Company Ltd v. Banque Worms (2000) 1 Α.Α.Δ. 707, Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., Πολ. Έφ. 9512, ημερομηνίας 10.9.02.)
Στο πλαίσιο αίτησης για αναστολή διαδικασίας, εναπόκειται κατ΄αρχάς στον εναγόμενο να πείσει πως υπάρχει άλλο διαθέσιμο βήμα, καθαρά ή ευδιακρίτως πιο κατάλληλο, ως το φυσικό ή ως το έχον την πλέον πραγματική και ουσιαστική σύνδεση με την αγωγή. Αποτυχία του σ΄αυτό το στάδιο, επάγεται κανονικά την άρνηση της αναστολής. Από την άλλη, αν καταδειχθεί η ύπαρξη τέτοιου πιο κατάλληλου βήματος, κανονικά διατάσσεται η αναστολή εκτός αν ο ενάγων, επί του οποίου πλέον μεταφέρεται το βάρος απόδειξης, θεμελιώσει πως εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η δικαιοσύνη απαιτεί διαφορετικά. Μεταξύ των οποίων και το κατά πόσο ο ενάγων θα επιτύχει απονομή δικαιοσύνης στην αλλοδαπή δικαιοδοσία.
Είναι η κεντρική εισήγηση των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να προσδώσει τη δέουσα βαρύτητα σε όσα, κατά τη δική τους θέση, καθαρά έδειχναν τη Βουλγαρία ως το πιο κατάλληλο βήμα. Κανένας από τους μάρτυρες δεν βρισκόταν στην Κύπρο, οι ίδιοι οι διάδικοι δεν είχαν ουσιαστική σχέση με την Κύπρο και όλα τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Βουλγαρία. Ιδιαιτέρως η δημοπρασία και η αγορά των μετοχών, στις οποίες αφορούν και οι δυο από τις τρεις θεραπείες στο κλητήριο ένταλμα. Τις οποίες, όπως προτείνουν, δεν έχει καν δικαιοδοσία να δώσει το Κυπριακό Δικαστήριο. Επιπλέον, οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι κατέφυγαν στα Κυπριακά Δικαστήρια μόνο αφού απέτυχε η προσπάθειά τους για θεραπεία στα Βουλγαρικά Δικαστήρια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλα τα δεδομένα και δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως θεμελιώθηκε λόγος που να επιτρέπει παρέμβασή μας στον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Η εναγόμενη 1 είναι Κυπριακή εταιρεία και η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη διασύνδεση με την εναγόμενη 2 αλλά, ενόψει της φύσης της διαφοράς και την ένταξη του εναγόμενου 3 στον ίδιο κύκλο, παρέμεινε σταθερό υπόστρωμα. Η ίδια η σύμβαση εμπιστευτικότητας δεν αναφερόταν καν ως συναφθείσα στη Βουλγαρία και δεν ήταν η θέση των εφεσειουσών πως η διαδικασία στην Κύπρο θα ήταν πιο δαπανηρή ή πως θα χρειαζόταν να ταξιδέψουν μάρτυρες από τη Βουλγαρία στην Κύπρο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώθηκε, κατά τον ίδιο τρόπο που θα μετέβαιναν ενδεχομένως από τα Ceyman Islands, την Αγγλία ή την Ελλάδα στη Βουλγαρία, θα έρχονταν και στην Κύπρο. Ενώ η αντίληψη για αναζήτηση θεραπείας στην Κύπρο μόνο όταν απέτυχε αντίστοιχη στη Βουλγαρία είναι λανθασμένη. Ορθά εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο πως η διαδικασία στη Βουλγαρία αφορούσε στη διοικητική απόφαση για την κατακύρωση της προσφοράς, θέμα βεβαίως για το οποίο δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως είχαν δικαιοδοσία τα Κυπριακά Δικαστήρια, ώστε να δικαιολογείται να τίθεται ζήτημα επιλογής. Δεν στρεφόταν κατά των εναγομένων και, βεβαίως, δεν αφορούσαν στην εδώ επίδικη διαφορά. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα των θεραπειών, ενώ η εισήγηση των εφεσειουσών δεν καλύπτει την (α), ως προς την (β) και (γ) περιορίζεται στη θέση πως αυτές δεν είναι δυνατό καν να δοθούν από Κυπριακά Δικαστήρια. Χωρίς τεκμηρίωση, και έχουμε επί του προκειμένου την επισήμανση από το πρωτόδικο δικαστήριο πως για τη θεραπεία (β) επιδιώκεται μόνο δήλωση ως προς τα διεκδικούμενα δικαιώματα. Αλλά και τη χωρίς αντίλογο υπόδειξη από την πλευρά των εφεσίβλητων πως η θεραπεία (γ) αφορά σε διάταγμα προς την εναγόμενη 1, δηλαδή την Κυπριακή εταιρεία, με επακόλουθο εδώ και όχι αλλού να βρίσκονται οι δυνατότητες καταναγκασμού.
Αφήσαμε τελευταίο το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου. Παράγοντα, βεβαίως, σχετικού, όπως εξηγείται στη νομολογία την οποία και οι δυο πλευρές επικαλέστηκαν. Επ' αυτού, όπως και πρωτοδίκως, δεν αναφέρθηκαν οι εφεσείουσες. Αποτέλεσε όμως σημαντικό μέρος του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης. Η συμφωνία εμπιστευτικότητας, το ρόλο της οποίας στο πλαίσιο της αντιδικίας τον έχουμε δει, περιλαμβάνει ρητό όρο πως θα διέπεται από το δίκαιο της Κύπρου και πως οι σχετικές διαφορές θα επιλύονται από διαιτητές στην Κύπρο.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.