ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 818
21 Απριλίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. LAWFORD LIMITED,
2. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΠΗ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΚΩΣΤΑ Χ"ΓΑΒΡΙΗΛ,
2. ΜΑΡΙΟΥ Χ"ΓΑΒΡΙΗΛ,
3. ΜΙΧΑΗΛ Χ"ΓΑΒΡΙΗΛ,
4. C.N.H. CAPITAL MARKETS LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11430)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Συντηρητικό διάταγμα ― Προϋποθέσεις εκδόσεώς του ― Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος, 1960 (Ν. 14/60), Άρθρο 32.
Ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε ως πρωτοφειλέτης γραμμάτιο για ποσό £5.500.000 που αντιπροσώπευε χρεωστικό λογαριασμό του προς την εναγόμενη 1 εταιρεία, η οποία μετά από εντολές του πωλούσε και αγόραζε μετοχές για λογαριασμό του αλλά και φίλων του. Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 υπέγραψαν το γραμμάτιο ως εγγυητές. Μαζί με το γραμμάτιο, ύστερα από αξίωση του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης 1, υπογράφτηκε από τους εφεσίβλητους και αριθμός άλλων εγγράφων, με σκοπό την ενεχυρίαση μετοχών εγγεγραμμένων επ' ονόματι των εφεσιβλήτων. Ύστερα από μεσολάβηση του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης 1, συμφωνήθηκε η μεταβίβαση στην εφεσείουσα 1 μετοχών που διατηρούσε ο εφεσίβλητος 1 στο κεφάλαιο της εφεσίβλητης 4 με αντιπαροχή την εξόφληση του γραμματίου. Η εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία που ελέγχεται από τον εφεσείοντα 2.
Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν την ακύρωση του γραμματίου, των εγγράφων ενεχυρίασης των μετοχών της εφεσίβλητης 4, την ακύρωση της συμφωνίας για πώληση των μετοχών που υπογράφτηκε μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και της εφεσείουσας, καθώς και την μεταβίβαση των μετοχών. Ταυτόχρονα οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν συντηρητικό διάταγμα, που έγινε απόλυτο, με το οποίο να απαγορεύεται στους εφεσείοντες να συγκαλέσουν οποιαδήποτε έκτακτη γενική συνέλευση με σκοπό την παύση ή απομάκρυνση των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 από το αξίωμα των διευθυντών της εφεσίβλητης 4. Ακόμα το διάταγμα απαγορεύει, μέχρι αποπεράτωσης της αγωγής, στην εφεσείουσα 1 από του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα ψήφου σε σχέση με τις επίδικες μετοχές που κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσίβλητης 4.
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν με την παρούσα έφεση την ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος. Υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται σε θεραπεία.
Αποφασίστηκε ότι:
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ικανοποίηση των δύο πρώτων προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 βασίστηκε σε μια σειρά διαπιστώσεων για ύπαρξη δόλου. Όμως ο ισχυρισμός περί δόλου δεν στοιχειοθετείται καθ' οιονδήποτε τρόπο, όπως δεν στοιχειοθετείται και ο ισχυρισμός για συνωμοσία μεταξύ της εναγομένης 1 και των εφεσειόντων. Για την έκδοση του συντηρητικού διατάγματος θα έπρεπε να παρουσιαστούν κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση δόλου. Έπεται ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 είναι εσφαλμένη.
Η έφεση επιτράπηκε. Το συντηρητικό διάταγμα ακυρώθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία 1 η οποία ελέγχεται από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 3/7/02 (Αρ. Αγωγής 3019/02) με την οποία κατέστη απόλυτο το συντηρητικό διάταγμα το οποίο εξασφάλισαν οι ενάγοντες με το οποίο απαγορεύετο στους εναγόμενους από του να συγκαλέσουν οποιαδήποτε έκτακτη γενική συνέλευση με σκοπό την παύση ή απομάκρυνση των εναγόντων 1, 2 και 3 από το αξίωμα των διευθυντών της εναγόμενης εταιρείας 4 καθώς και στην εναγόμενη εταιρεία 1 από του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα ψήφου σε σχέση με τις μετοχές τις οποίες κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης εταιρείας 4.
Μ. Ηλιάδης, για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοδούλου, για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος 1 μαζί με τον αδελφό του εφεσίβλητο 2, μέσω της εταιρείας τους εφεσίβλητης 4, δραστηριοποιούνται, μεταξύ άλλων, στην αγοραπωλησία κινητών αξιών, τόσο εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, όσο και μη. Κατά το Μάϊο του 2001 ο εφεσίβλητος 1 άρχισε συνεργασία με την εναγόμενη 1 εταιρεία αποκαλούμενη Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών «Λευκόνοικο» Λτδ (στο εξής «το Λευκόνοικο»), η οποία ύστερα από εντολές του, πωλούσε και αγόραζε μετοχές για λογαριασμό του, αλλά και φίλων του, με οδηγίες να πιστώνονται οι αντίστοιχοι λογαριασμοί.
Η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε μέχρις ότου ο Ανδρέας Χ"Ξενοφώντος, διευθύνων σύμβουλος του Λευκόνοικου, εναγόμενος 4, πληροφόρησε τον εφεσίβλητο 1 ότι υπήρχε χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του, ύψους σχεδόν £5.500.000. Υπέγραψε, ύστερα από εισήγηση των εναγομένων, γραμμάτιο ως πρωτοφειλέτης, το οποίο οι αδελφοί του, εφεσίβλητοι 2 και 3, υπέγραψαν ως εγγυητές. Σύμφωνα με την ένορκο δήλωσή του, υπέγραψε το γραμμάτιο πιστεύοντας ότι έτσι είχαν τα πράγματα, λόγω εμπιστοσύνης. Το γραμμάτιο φέρει ημερομηνία 1.8.2001, παρ' όλον ότι ο εφεσίβλητος 2 μεταξύ της 28.7.2001 και 5.8.2001 βρισκόταν στο εξωτερικό. Γι΄ αυτό προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπογράφτηκε στην πραγματικότητα σε άλλη ημερομηνία.
Μαζί με το γραμμάτιο, ύστερα από αξίωση του Χ" Ξενοφώντος, υπογράφτηκε από τους εφεσιβλήτους και αριθμός άλλων εγγράφων, με σκοπό την ενεχυρίαση μετοχών εγγεγραμμένων επ΄ ονόματι των εφεσιβλήτων.
Στις 7.11.2001, ύστερα από μεσολάβηση του Χ"Ξενοφώντος, συμφωνήθηκε η μεταβίβαση στην εφεσείουσα 1 μετοχών που διατηρούσε ο εφεσίβλητος 1 στο κεφάλαιο της εφεσίβλητης 4. Η εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία που ελέγχεται από τον εφεσείοντα 2. Η συμφωνία προνοούσε δικαίωμα επαναγοράς. Αντιπαροχή της αγοράς των μετοχών ήταν η εξόφληση του γραμματίου.
Έτσι και έγινε. Όμως αργότερα οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή με την οποία αξιώνουν ακύρωση του γραμματίου που υπογράφτηκε μεταξύ τους για ποσό ύψους £5.481.205,20, καθώς και των εγγράφων ενεχυρίασης των μετοχών της εφεσίβλητης 4. Αξιώνεται επίσης η ακύρωση της συμφωνίας για πώληση των μετοχών ημερ. 7.11.2001 που υπογράφτηκε μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και της εφεσείουσας, καθώς και η μεταβίβαση των μετοχών.
Συνάμα οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν συντηρητικό διάταγμα που στη συνέχεια, ύστερα από ακρόαση, έγινε απόλυτο, με το οποίο απαγορεύεται στους εφεσείοντες από του να συγκαλέσουν οποιαδήποτε έκτακτη γενική συνέλευση με σκοπό την παύση ή απομάκρυνση των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 από το αξίωμα των διευθυντών της εφεσίβλητης 4. Ακόμα το διάταγμα απαγορεύει, μέχρι πέρατος της αγωγής, στην εφεσείουσα 1 από του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα ψήφου σε σχέση με τις επίδικες μετοχές που κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσίβλητης 4.
Η ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος αμφισβητήθηκε με την παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δικαιούνται σε θεραπεία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βάσισε το συμπέρασμά του ότι ικανοποιούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, σε μια σειρά διαπιστώσεων για την ύπαρξη δόλου. Επί παραδείγματι επεσήμανε τον όλο τρόπο υπογραφής του γραμματίου, το γεγονός ότι δεν φέρει υπογραφές μαρτύρων και ότι ενώ φέρει ημερ. 1.8.2001, η μαρτυρία έδειξε ότι στην πραγματικότητα υπογράφηκε στις 28.8.2001.
Επίσης σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 1 που αναφέρονται σε δόλιες ενέργειες του Χ"Ξενοφώντος, δεν έχουν αντικρουστεί από τον ίδιο που ήταν και ο μόνος αρμόδιος να το πράξει. Ακόμα, ότι παρά την υπογραφή του γραμματίου ο εφεσίβλητος 1 επιφύλαξε το δικαίωμα να επανέλθει ως προς το ακριβές ποσό, μετά την ολοκλήρωση της επαλήθευσης των οφειλόμενων ποσών από το λογιστήριό του. Τέλος, επισημαίνεται ότι ενώ στην όψη διαφόρων αποδείξεων παρουσιάζεται η είσπραξη των ποσών που αναφέρονται, από τη μαρτυρία της Άντρης Φιερού, οικονομικής διευθύντριας του Λευκόνοικου, φαίνεται ότι η κατ' ισχυρισμόν είσπραξη έγινε με έμμεσο τρόπο, δηλαδή με την αγοραπωλησία μετοχών.
Εξετάσαμε τη διαδικασία με μεγάλη προσοχή. Συμφωνούμε με τους εφεσείοντες. Θα πρέπει να πούμε ότι εκτός από ένα αόριστο ισχυρισμό ύπαρξης δόλου, ισχυρισμό τον οποίο στην ένορκή του δήλωση ο εφεσίβλητος 1 δεν στοιχειοθετεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο, τίποτε δεν δείχνει ότι το γραμμάτιο που αποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία της διαφοράς ήταν προϊόν δόλου ή ψευδών παραστάσεων. Ακόμα κι' αν το ποσό που οφειλόταν από τους εφεσιβλήτους προς το Λευκόνοικο ήταν, όπως υποστηρίκτηκε, λιγότερο των £5.000.000 και πάλι δεν στοιχειοθετείται, από αυτό και μόνο το γεγονός, βάσιμος ισχυρισμός για την ύπαρξη δόλου.
Ούτε και ο ισχυρισμός για συνωμοσία μεταξύ του Λευκόνοικου και των εφεσειόντων τεκμηριώνεται καθ' οιονδήποτε τρόπο. Στο κάτω κάτω έχουμε μια συμφωνία για την αγορά μετοχών και τίποτε δεν φανερώνει την ύπαρξη είτε συνωμοσίας μεταξύ των αγοραστών των μετοχών και των ιθυνόντων του Λευκόνοικου, είτε της συμπαιγνίας που ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος 1. Ακόμα κι' αν δεκτεί κάποιος, για σκοπούς επιχειρηματολογίας, ότι η εταιρεία Λευκόνοικο δολίως πέτυχε την υπογραφή του γραμματίου από τον εφεσίβλητο 1, τίποτε δεν υποστηρίζει ότι η εφεσείουσα 1 ή ο εφεσείων 2, είχαν οποιανδήποτε ανάμειξη στο δόλο. Απλώς, και αυτά όλα μέσα στα πλαίσια της μαρτυρίας, όπως τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, η εφεσείουσα συμφώνησε να αγοράσει τις μετοχές των εφεσιβλήτων στη συγκεκριμένη εταιρεία, με αντάλλαγμα την εξόφληση του γραμματίου.
Ο δόλος, σύμφωνα με πάγια νομολογία, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και να αναφέρεται στα δικόγραφα με λεπτομέρεια. Βέβαια, η παρούσα υπόθεση είναι στα αρχικά στάδια και συνεπώς αφού δεν έχει καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για σχετική παράλειψη. Όμως για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος θα έπρεπε να παρουσιαστούν κάποια στοιχεία που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση δόλου.
Όσον αφορά τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο για να διαπιστώσει ότι υπήρχαν αρκετοί λόγοι που να ικανοποιούν τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, αρκεί να πούμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τι το πρωτόδικο δικαστήριο θέλει να πει όταν αναφέρεται στον «όλο τρόπο υπογραφής του γραμματίου». Δεν αμφισβητήθηκε ότι το γραμμάτιο υπογράφτηκε σε άλλη ημερομηνία από αυτήν που φέρει. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι λόγω της διαφοράς στην ημερομηνία το γραμμάτιο πάσχει νομικά, η διαφορά αυτή δεν δικαιολογεί συμπέρασμα εμφιλοχώρησης δόλου, που είναι και η αιτία αγωγής.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 1 στην ένορκη δήλωσή του δεν αντικρούστηκαν από τον Χ"Ξενοφώντος. Όμως, οι ισχυρισμοί που εκτίθενται στις συγκεκριμένες παραγράφους, που το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει, ουδόλως εμπεριέχουν οποιοδήποτε στοιχείο για την ύπαρξη δόλου. Απλώς ο εφεσίβλητος 1 αναφέρει ότι υπέγραψε το γραμμάτιο για £5.481.205,20 γιατί είχε εμπιστοσύνη στον Χ"Ξενοφώντος και στη συνέχεια συμφώνησε μαζί του να πωλήσει τις μετοχές και πάλι γιατί του είχε εμπιστοσύνη. Παρ' όλον ότι δεν θα πρέπει στο στάδιο αυτό να προβούμε σε οποιεσδήποτε διαπιστώσεις ως προς την ακρίβεια των προβαλλόμενων ισχυρισμών, εν τούτοις δύσκολα μπορεί να στοιχειοθετηθεί ισχυρισμός για δόλο, απλώς και μόνο γιατί λόγω εμπιστοσύνης κάποιος υπέγραψε ένα γραμμάτιο και στη συνέχεια συμφώνησε να πωλήσει προς εξόφλησή του τις μετοχές του σε κάποια εταιρεία. Ισχυρισμός για δόλο δεν δικαιολογείται ούτε και από το ότι ο εφεσίβλητος 1 επιφύλαξε το δικαίωμα να επανέλθει ως προς το ακριβές ποσό μετά την ολοκλήρωση της επαλήθευσης του ύψους της οφειλής.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 και συνεπώς λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε να καταστήσει απόλυτο το εκδοθέν διάταγμα. Το συντηρητικό διάταγμα που εκδόθηκε ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται. Το συντηρητικό διάταγμα ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.