ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 1 ΑΑΔ 760
26 Μαρτίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ,
2. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11041)
Δίκαιο της Επιείκειας ― Αρχή του περιουσιακού κωλύματος (proprietory estoppel) ― Ποίες οι προϋποθέσεις γένεσής του.
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Άδεια χρήσης ακινήτου ― Ειδοποίηση από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου προς τον έχοντα άδεια χρήσης του ακινήτου, να το εγκαταλείψει ― Κατά πόσο η εν λόγω ειδοποίηση θα ήταν αρκετή να οδηγήσει σε τερματισμό άδειας χρήσης του ακινήτου.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων και ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Περί το 1982, οι εφεσείοντες, που ήταν πρόσφυγες, αγόρασαν μια οικία από τον Χρ. Κουντούρη, επίσης πρόσφυγα, στην οδό Σταδίου στο Στρόβολο, που κτίστηκε από τον Χρ. Κουντούρη πάνω σε εδαφική έκταση που ανήκε στην εφεσίβλητη 1, έναντι £700. Το 1990 μέρος της έκτασης, μέσα στην οποία βρισκόταν η οικία, πωλήθηκε από την εφεσίβλητη 1 στην εφεσίβλητη 2, η οποία σκόπευε να ανεγείρει εκεί υποστατικό. Στις 29.4.1992 η εν λόγω οικία κατεδαφίστηκε με εκσκαφέα της εφεσίβλητης 1. Ένα περίπου χρόνο πριν την κατεδάφιση ο εφεσείων 1 ειδοποιήθηκε από την εφεσίβλητη 1 να εγκαταλείψει την οικία. Μέσα στην οικία βρίσκονταν μόνο ένα παλιό κρεβάτι με ένα στρώμα, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες, ένα ραδιοκασετόφωνο και ένα χάρτινο κιβώτιο μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σίδερο.
Οι εφεσείοντες αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστησαν, όπως ισχυρίσθηκαν, συνεπεία (α) της παράνομης κατεδάφισης μιας οικίας και (β) της καταστροφής των προσωπικών τους αντικειμένων, πράξεις για τις οποίες ευθύνονταν οι εφεσίβλητοι και/ή οι υπάλληλοι ή αντιπρόσωποί τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής του κανόνα του περιουσιακού κωλύματος και επομένως, δεν ετίθετο θέμα αποζημίωσης για τη ζημιά στην οικία και την απώλεια χρήσης της. Αναφορικά με τα αντικείμενα που βρίσκονταν εντός της οικίας το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν εδικαιούντο να αποζημιωθούν επειδή, όπως προέκυπτε από τα γεγονότα, ο εφεσείων 1, όταν αντιλήφθηκε ότι η οικία θα κατεδαφιζόταν πήρε από αυτή μόνο το ραδιοκασετόφωνο, εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα αντικείμενα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν κατόρθωσαν να δείξουν ότι υπήρχαν γεγονότα από τα οποία να δημιουργείται περιουσιακό κώλυμα.
2) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες είχαν άδεια χρήσης της επίδικης οικίας.
3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε σωστά την κρίση του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη, έστω, λόγου περί περιουσιακού κωλύματος αποτελεί η παράσταση εκ μέρους του ιδιοκτήτη του ακινήτου, προς το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται, ότι ο ίδιος αποποιείται δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, το δε πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η παράσταση μπορεί να θεωρήσει ότι απέκτησε αντίστοιχα δικαιώματα. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία τέτοιων παραστάσεων.
2. Δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία που να οδηγεί σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες ήταν κάτοχοι της οικοδομής με βάση απλή άδειας χρήσης. Εν πάση περιπτώσει όμως η ειδοποίηση που δόθηκε στον εφεσείοντα 1 θα ήταν αρκετή για να τερματίσει μετά από εύλογο χρόνο οποιαδήποτε άδεια χρήσης, αν υπήρχε τέτοια άδεια.
3. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην παρούσα υπόθεση το Εφετείο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Χρυσοστόμου ν. Φράγκου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 622.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες-ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 23/12/99 (Αρ. Αγωγής 8903/02) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω της κατεδάφισης μιας οικίας στην οποία διέμεναν στο Στρόβολο και της καταστροφής προσωπικών τους αντικειμένων από την εφεσίβλητη 1, στη βάση ότι, η εφεσίβλητη 1 είχε ενθαρρύνει την εγκατάσταση προσφύγων σε ακίνητα ιδιοκτησίας της, όπως το επίδικο, οι εφεσείοντες είχαν αγοράσει την οικία επί του ακινήτου από πρόσφυγα και δεν αποδείκτηκε ότι εδημιουργείτο περιουσιακό κώλυμα στην εφεσίβλητη να κατεδαφίσει την οικοδομή επειδή δεν προέκυψε ότι αυτή αποποιήθηκε των δικαιωμάτων της επί του ακινήτου και με την οποία απέρριψε την αγωγή τους και κατά της εφεσίβλητης 2 επειδή δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη της για τις ισχυριζόμενες ζημιές.
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Βελάρης, για την Εφεσίβλητη 1.
Α. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη 2.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που ήγειραν ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας οι εφεσείοντες (Ανδρέας Ιωαννίδης, προσωπικά και ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παναγιώτας Χ"Ιωάννου) αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστησαν, ως ήταν ο ισχυρισμός τους, συνεπεία (α) της παράνομης κατεδάφισης μιας οικίας στην οδό Σταδίου Νο. 90, Στρόβολος, και (β) της καταστροφής προσωπικών τους αντικειμένων, πράξεις για τις οποίες ευθύνονταν οι εφεσίβλητοι και/ή οι υπάλληλοι ή αντιπρόσωποί τους.
Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, μετά από την Τουρκική εισβολή του 1974, η εφεσίβλητη 1 επέτρεψε σε αριθμό προσφύγων να ανεγείρουν υποστατικά σε εδαφική έκταση που της ανήκε. Μεταξύ των προσφύγων ήταν και κάποιος Χριστόφορος Κουντούρη. Περί το 1982 οι εφεσείοντες "αγόρασαν", από το Χριστόφορο Κουντούρη έναντι £700, μια οικία στην οδό Σταδίου Νο. 90, στο Στρόβολο. Οι εφεσείοντες δαπάνησαν και £300 για βελτίωση/επιδιόρθωση της οικίας. Προέβησαν στην αγορά, όπως και στα διάφορα έξοδα για βελτίωση/επιδιόρθωση της οικίας, μετά από ρητή διαβεβαίωση της εφεσίβλητης 1 ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν ανενόχλητοι στην οικία μέχρι να παύσει να υφίσταται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την Τουρκική εισβολή. Η διαβεβαίωση δόθηκε από τον τότε ηγούμενο της εφεσίβλητης 1. Διαζευκτικά, η συμπεριφορά της εφεσίβλητης 1 ήταν τέτοια που δημιούργησε στους εφεσείοντες αυτή την πεποίθηση. Το 1990 μέρος της έκτασης, μέσα στην οποία βρισκόταν η οικία, πωλήθηκε από την εφεσίβλητη 1 στην εφεσίβλητη 2, η οποία σκόπευε να ανεγείρει εκεί υποστατικό. Επιδιώχθηκε, συναφώς, από την εφεσίβλητη 1, η απομάκρυνση των υφιστάμενων οικιών ή άλλων υποστατικών. Έτσι, την 29.4.1992, οι υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι των εφεσιβλήτων κατεδάφισαν παράνομα την εν λόγω οικία των εφεσειόντων και, ταυτόχρονα, κατέστρεψαν διάφορα αντικείμενα τα οποία βρίσκονταν εντός της οικίας, προκαλώντας, με αυτό τον τρόπο, απώλεια της χρήσης της οικίας και ζημιά στους εφεσείοντες.
Με την υπεράσπιση η εφεσίβλητη 1, αφού αρνήθηκε ότι παραχώρησε οποτεδήποτε την οικία σε κάποιο Χριστόφορο Κουντούρη, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι, κατά το Μάρτιο του 1992, οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν την οικία και μετακινήθηκαν σε άλλη που τους παραχωρήθηκε από την Υπηρεσία Μέριμνας στο Συνοικισμό Στρόβολος 2, στην οδό Ανταίου Αρ. 5. Η οικία, υποστήριξαν, παρέμεινε έκτοτε άδεια με ελάχιστα άχρηστα αντικείμενα, ήτοι, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, ένα παλαιό κρεβάτι, δύο καρέκλες και ένα ραδιοκασετόφωνο. Σύμφωνα με την εφεσίβλητη 1, όταν στις 29.4.1992 εκσκαφέας της εφεσίβλητης προχωρούσε με την ισοπέδωση της περιοχής και την κατεδάφιση της οικίας, ο εφεσείων 1 παρουσιάστηκε ξαφνικά και δημιούργησε επεισόδιο, απειλώντας το μηχανοδηγό του εκσκαφέα με μαχαίρι, οπότε έφθασε στη σκηνή εκπρόσωπος της εφεσίβλητης 1 τον οποίο ο εφεσείων 1 συνέχισε να απειλεί με το μαχαίρι. Κλήθηκε αμέσως η Αστυνομία η οποία, αφού καταχώρησε το επεισόδιο, ερεύνησε το υποστατικό για να βρει το μαχαίρι. Στη συνέχεια, ο εφεσείων 1 απολογήθηκε, ζήτησε συγνώμη, παρέλαβε τα αντικείμενά του από την οικία και έφυγε, δηλώνοντας ότι δεν είχε κανένα παράπονο ή αξίωση έναντι οποιουδήποτε. Ακολούθως, ολοκληρώθηκε η κατεδάφιση. Οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα, περιουσιακό ή άλλο, στην οικία, πράγμα το οποίο γνώριζαν εξ αρχής. Πολύ περισσότερο μετά την εκ μέρους τους εξασφάλιση στέγης από την Υπηρεσία Μέριμνας. Συμπερασματικά, η εφεσίβλητη 1 αρνήθηκε ότι οι εφεσείοντες εδικαιούντο οποιεσδήποτε αποζημιώσεις είτε για απώλεια χρήσης της οικίας είτε για οποιαδήποτε ζημιά σε αντικείμενά τους.
Με τη δική της υπεράσπιση η εφεσίβλητη 2 αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή σχέση με τη διαδικασία κατεδάφισης της οικίας ή ότι είχε υποχρέωση να αποζημιώσει τους εφεσείοντες είτε για απώλεια χρήσης της οικίας είτε για οποιαδήποτε ζημιά σε αντικείμενά τους.
Προς υποστήριξη της απαίτησης έδωσε μαρτυρία ο εφεσείων Α. Ιωαννίδης, η αδελφή του Πηνελόπη Πέτρου, η Μαρία Κουντούρη και η Χρυστάλλα Ιωαννίδη, σύζυγος του Α. Ιωαννίδη.
Ο Α. Ιωαννίδης έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τα διαδραματισθέντα της 29.4.1992. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ενώ βρισκόταν μέσα στην οικία, αντιλήφθηκε έναν εκσκαφέα έτοιμο να προχωρήσει στην κατεδάφισή της. Τηλεφώνησε αμέσως στην αδελφή του Πηνελόπη Πέτρου στη Λάρνακα για να της το αναφέρει και, ακολούθως, μετά από προτροπή της, τηλεφώνησε στην Αστυνομία για να υποβάλει παράπονο. Πράγματι, επιτόπου έφθασε κάποιος αστυνομικός, ο οποίος και ζήτησε από τον ίδιο, τον οδηγό του εκσκαφέα και κάποιον υπάλληλο της εφεσίβλητης 1 να τον ακολουθήσουν στο Σταθμό, όπως και έγινε. Μέχρις ότου επιστρέψει, μετά ενάμιση ώρα περίπου, βρήκε την οικία κατεδαφισμένη. Δεν μπόρεσε να διασώσει κανένα από τα αντικείμενα που υπήρχαν στην οικία. Αντεξεταζόμενος, δέχθηκε ότι η Αστυνομία έφθασε επιτόπου, όχι κατόπιν δικού του παραπόνου, αλλά κατόπιν παραπόνου του οδηγού του εκσκαφέα και του υπαλλήλου της εφεσίβλητης 1 ότι τους είχε απειλήσει με μαχαίρι, πράξη την οποία ο ίδιος αρνήθηκε. Δέχθηκε, επίσης, ότι ένα περίπου χρόνο πριν την κατεδάφιση ειδοποιήθηκε από την εφεσίβλητη 1 να εγκαταλείψει την οικία.
Η Πηνελόπη Πέτρου κατέθεσε ότι η μητέρα της, 88 ετών, διέμενε με τον εφεσείοντα 1 στην οικία, αν και όταν αυτή κατεδαφίστηκε βρισκόταν προσωρινά στη Λάρνακα μαζί με την ίδια επειδή ήταν άρρωστη. Είχαν αγοράσει την οικία από την εξαδέλφη της Μαρία Κουντούρη για £250. Μετά την κατεδάφιση της οικίας, ο αδελφός της ενοικίασε σπίτι στη Λάρνακα και, αφού δανείστηκε £1.500, αγόρασε έπιπλα.
Η Μαρία Κουντούρη κατέθεσε ότι περί το 1975 ή 1976, μαζί με το σύζυγό της, ανέθεσαν σε κάποιο οικοδόμο να ανεγείρει μια οικία σε ακίνητο που ανήκε στην εφεσίβλητη 1. Αυτό έγινε με την άδεια της εφεσίβλητης 1. Κατοίκησαν εκεί μέχρι το 1982 ή 1983. Όταν θα έφευγαν, η Παναγιώτα Χ"Ιωάννου ενδιαφέρθηκε να αγοράσει την οικία. Της την πρόσφερε δωρεάν αλλά, τελικά, η κόρη της τους έδωσε £250.
Η Χρυστάλλα Ιωαννίδου ανέφερε ότι, τον Απρίλιο του 1992, πήγε επιτόπου και διαπίστωσε την κατεδάφιση της οικίας. Την επόμενη μέρα επέστρεψε με τον εφεσείοντα 1 και μάζεψε ότι μπορούσε από τα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα στην οικία.
Από πλευράς εφεσιβλήτων κατέθεσε ο αστυνομικός Θεόφιλος Νεοκλέους, ο Παναγιώτης Ξενοφώντος, υπάλληλος του Δήμου Στροβόλου, ο Γιαννάκης Φιλίππου, Ανώτερος Αστυνόμος, και ο Μιχάλης Κτίστης, υπάλληλος της εφεσίβλητης 1.
Ο Θεόφιλος Νεοκλέους ανέφερε ότι στις 29.4.1992, μετά από σχετική καταγγελία ότι κάποιος είχε επιτεθεί με μαχαίρι σε δύο υπαλλήλους της εφεσίβλητης 1, επισκέφθηκε το χώρο όπου βρισκόταν η οικία. Εκεί βρισκόταν κάποιος ονόματι Μιχάλης Κτίστης που ήταν το πρόσωπο που έκαμε την καταγγελία. Διαπίστωσε ότι μέσα στην οικία υπήρχε μόνο ένα παλιό κρεβάτι με ένα στρώμα, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες, ένα ραδιοκασετόφωνο και ένα χάρτινο κιβώτιο μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σίδερο. Κάλεσε και τα τρία πρόσωπα στο Σταθμό για κατάθεση. Ενώ, όμως, βρίσκονταν όλοι στο Σταθμό, επήλθε συμφιλίωση, με αποτέλεσμα το παράπονο εναντίον του εφεσείοντος 1 να αποσυρθεί. Ακολούθως συνόδευσε τον εφεσείοντα 1 στην οικία απ' όπου αυτός παρέλαβε το ραδιοκασετόφωνο και αναχώρησε. Όταν επέστρεψαν στην οικία αυτή δεν είχε ακόμη κατεδαφιστεί.
Οι επόμενοι δύο μάρτυρες κατέθεσαν αναφορικά με έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί προηγουμένως ως τεκμήρια για αναγνώριση και τα οποία ουδέποτε κατέστησαν τεκμήρια.
Ο Μιχάλης Κτίστης, υπάλληλος της εφεσίβλητης 1, εξήγησε ότι, αμέσως μετά τα γεγονότα του 1974, η εφεσίβλητη 1 επέτρεψε σε αριθμό προσφύγων να ανεγείρουν στην περιοχή όπου βρισκόταν η οικία διάφορα υποστατικά για να επιλυθεί προσωρινά το στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Επειδή η συγκεκριμένη περιοχή θα επωλείτο στην εφεσίβλητη 2, η εφεσίβλητη 1 ειδοποίησε τα πρόσωπα που κατοικούσαν στα διάφορα υποστατικά να τα εγκαταλείψουν. Όσον αφορά τα γεγονότα της 29.4.1992 ο μάρτυρας κατέθεσε ότι εκείνη την ημέρα επισκέφθηκε το χώρο όπου γίνονταν διάφορες εργασίες με τη χρήση μπουλντόζας. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε στη σκηνή ο εφεσείων 1 ο οποίος, κρατώντας ένα μεγάλο μαχαίρι, απειλούσε τον ίδιο και τον οδηγό της μπουλντόζας. Αφού κλήθηκε η Αστυνομία, μετέβησαν και οι τρεις στο Σταθμό όπου ο εφεσείων 1 απολογήθηκε για τη συμπεριφορά του. Έτσι, το θέμα έληξε. Στη συνέχεια επέστρεψαν και οι τρεις στο χώρο όπου βρισκόταν η οικία. Εκεί ο εφεσείων 1 πήρε από την οικία ένα μικρό ραδιοκασετόφωνο και έφυγε. Στο στάδιο εκείνο η οικία δεν είχε κατεδαφιστεί. Η κατεδάφιση έγινε αργότερα. Η εικόνα που σχηματίστηκε στο μυαλό του είναι ότι η οικία είχε εγκαταλειφθεί με το ότι περιεχόμενό της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, απέρριψε, για τους λόγους που εξήγησε, την εκδοχή των εφεσειόντων ενώ, για τους λόγους που και πάλι εξήγησε, αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής του κανόνα του περιουσιακού κωλύματος, εφόσον οι εφεσείοντες δεν κατόρθωσαν να δείξουν ότι υπήρχαν γεγονότα από τα οποία να προκύπτει τέτοιο κώλυμα και, επομένως, δεν ετίθετο θέμα αποζημίωσης για τη ζημιά στην οικία και την απώλεια χρήσης της. Όσον αφορά τα αντικείμενα που δέχθηκε ότι βρίσκονταν μέσα στην οικία, ήτοι ένα παλιό κρεβάτι με στρώμα, ένα τραπέζι, δύο καρέκλες και ένα χάρτινο κιβώτιο που περιείχε ένα παλιό σίδερο, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν εδικαιούντο να αποζημιωθούν με το σκεπτικό ότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του προέκυπτε ότι ο εφεσείων 1, όταν αντιλήφθηκε ότι η οικία θα κατεδαφιζόταν, πήρε από αυτό μόνο ένα μικρό ραδιοκασετόφωνο, εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα αντικείμενα. Αυτή, σημείωσε, ήταν και η εύλογη εντύπωση που δημιουργήθηκε στους εκπροσώπους της εφεσίβλητης 1 που, τελικά, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην κατεδάφιση της οικίας.
Όσον αφορά την εφεσίβλητη 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή πάνω στη βάση ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία επί της οποίας θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε ευθύνη της είτε για απώλεια χρήσης της οικίας είτε για καταστροφή των αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στην οικία.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν κατόρθωσαν να δείξουν ότι υπήρχαν γεγονότα από τα οποία να δημιουργείται περιουσιακό κώλυμα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, η εφεσίβλητη 1 είχε ενθαρρύνει την εγκατάσταση προσφύγων στην περιοχή που αποτελούσε ιδιοκτησία της. Οι εφεσείοντες ήταν πρόσφυγες οι οποίοι αγόρασαν την οικία από τον πρόσφυγα ο οποίος την είχε ανεγείρει και παρέμεναν σε αυτή εν γνώσει της εφεσίβλητης 1 η οποία, μέχρι και την πώληση της περιοχής στην εφεσίβλητη 2, ουδέποτε επενέβηκε στην ελεύθερη κατοχή της οικίας από τους εφεσείοντες.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν κατόρθωσαν να δείξουν ότι υπήρχαν γεγονότα από τα οποία να δημιουργείται περιουσιακό κώλυμα (proprietory estoppel). Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη, έστω, λόγου περί περιουσιακού κωλύματος αποτελεί η παράσταση εκ μέρους του ιδιοκτήτη του ακινήτου, προς το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται, ότι ο ίδιος αποποιείται δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, το δε πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η παράσταση μπορεί να θεωρήσει ότι απέκτησε αντίστοιχα δικαιώματα. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ιωάννης Αντωνίου Χρυσοστόμου ν. Ελένης Χρίστου Αντωνίου Φράγκου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 622). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες, παρά το γεγονός ότι με την υπεράσπιση η εφεσίβλητη 1 αρνήθηκε το σχετικό ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεως, δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία τέτοιων παραστάσεων εκ μέρους της εφεσίβλητης 1.
Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τέθηκε ενώπιόν του μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες είχαν άδεια χρήσης της επίδικης οικίας. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε:
"Στην καλύτερη για τους Ενάγοντες περίπτωση, αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν κάτοχοι της οικοδομής με βάση απλή άδεια χρήσης (license). Δεν καταλήγω σε τέτοιο εύρημα αφού δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένη μαρτυρία που να οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Εν πάση περιπτώσει όμως υπάρχει μαρτυρία από τον ίδιο τον Εναγόμενο 2 ότι ένα περίπου χρόνο πριν την κατεδάφιση ειδοποιήθηκε από τους ιδιοκτήτες να εγκαταλείψει το υποστατικό. Η ειδοποίηση αυτή θα ήταν αρκετή για να τερματίσει μετά από εύλογο χρόνο οποιαδήποτε άδεια χρήσης, αν υπήρχε τέτοια άδεια (Ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες δημιουργείται άδεια χρήσης. Βλ. Dutton v. Manchester Airport PLC [1999] 2 All E.R. 675, Ogwr Borough Council v. Dykes [1998] 2 All E.R. 280, Street v. Mountford [1985] 2 All ER 289)."
Προβάλλονται, επίσης, ως λόγοι έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1 Θεόφιλου Νεοκλέους και εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι δεν υπήρχαν ουσιώδης αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του και εκείνης του ΜΥ4 Μιχάλη Κτίστη. Και, γενικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "Δεν άσκησε σωστά την κρίση του κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων της Υπεράσπισης". Και, περαιτέρω, ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε σωστά την κρίση του κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων του ενάγοντα και εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι υπήρξαν ουσιώδης αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων."
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα συνακόλουθα ευρήματά του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της εκατέρωθεν αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Έχουμε μελετήσει τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας. Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εύλογα προέκυπτε ότι ο εφεσείων 1, όταν αντιλήφθηκε ότι η οικία θα κατεδαφιζόταν, πήρε μόνο ένα μικρό ραδιοκασετόφωνο, εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα αντικείμενα και αφήνοντας, έτσι, τους εκπροσώπους της εφεσίβλητης 1 με την εύλογη εντύπωση ότι δεν τα ήθελε και, επομένως, μπορούσαν να προχωρήσουν στην κατεδάφιση της οικίας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.