ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστεϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327
Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 ΑΑΔ 882
Λαζάρου Γιαννούλα Γεωργίου ν. Ανδρέα Παπασάββα και Άλλου (2003) 1 ΑΑΔ 1062
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παναγιώτου Παναγιώτης ν. Στέλιος Παναγιώτου & Υιοί Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1339
LELLA KENTONIS INVESTMENTS CO LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Υπόθεση Αρ. 1690/2009, 7/12/2012
(2004) 1 ΑΑΔ 679
19 Μαρτίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
CYPRUS LINEN CO LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι Αρ. 1,
ν.
ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΑΝΘΟΥΛΛΗ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11164)
Ιδιοκτήτης και ενοικιαστής ― Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος άρσης παράνομης επέμβασης σε κατάστημα με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος στον νόμιμο ιδιοκτήτη του και για αποζημιώσεις εναντίον οικογενειακής εταιρείας ενοικιαστή ο οποίος το κατείχε αρχικά ως θέσμιος ενοικιαστής ― Κατά πόσο δικαιοδοσία για εκδίκαση της αγωγής είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.
Η εφεσίβλητη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια καταστήματος στην οδό Λήδρας από το 1960. Το κατάστημα κατείχε αρχικά ως ενοικιαστής δυνάμει σύμβασης που υπέγραψε το 1958 ο Γ. Είκοσι που στη συνέχεια το κατείχε και ως θέσμιος ενοικιαστής. Ο Γ. Είκοσι απεβίωσε τον Μάιο του 1996 και η εφεσείουσα εταιρεία - οικογενειακή εταιρεία την οποία είχε συστήσει ο Γ. Είκοσι από το 1972, για να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση της εμπορίας κεντημάτων στο κατάστημα - διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής ως θέσμιος ενοικιαστής, η ίδια. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την ιδιότητα της εφεσείουσας εταιρείας ως ενοικιάστριας, τη θεωρούσε ως παρανόμως επεμβαίνουσα στο κατάστημα, αρνήθηκε την είσπραξη ενοικίων και καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξιώνοντας διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος και αποζημιώσεις τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά της εναγόμενης 2, διευθύντριας της εταιρείας, Γκλ. Είκοσι, ως προσωπικά υπεύθυνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε ως αξιόπιστη πως πράγματι η εφεσείουσα εταιρεία δεν ήταν ενοικιάστρια του καταστήματος και πως επενέβαινε παράνομα κατέχοντάς το. Το Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον της διάταγμα για παράδοση της κατοχής του και απαγόρευση επέμβασης σ' αυτό και απόφαση για αποζημιώσεις ύψους £36.300 ως αντιπροσωπεύουσας τα ενδιάμεσα κέρδη από 1.6.96 μέχρι 16.7.01. Την αξίωση κατά της Γκλ. Είκοσι την απέρριψε ως μη αποδειχθείσα.
Ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση.
Με την έφεση αμφισβητήθηκαν, η δικαιοδοσία το Επαρχιακού Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι εκτιμήσεις σε σχέση με τα συμπεράσματα που προέκυπταν από τη μαρτυρία.
Με την αντέφεση επροσβάλλετο ως λανθασμένη η απόρριψη της αγωγής κατά της Γκλ. Είκοσι και συνεπώς η υπέρ της επιδίκαση μέρους των εξόδων. Η εφεσίβλητη υποστήριξε πως η Γκλ. Είκοσι ήταν η μόνη διευθύντρια της εφεσείουσας εταιρείας και ως εκ τούτου ήταν προσωπικά υπεύθυνη για παράβαση καθήκοντος οφειλόμενου στην εφεσίβλητη όταν η τέλεση αυτού του καθήκοντος κατ' ανάγκη εξαρτάτο από αυτήν και μόνο.
Αποφασίστηκε ότι:
Έφεση.
1. Αξίωση στηριγμένη στη θέση πως κάποιος κατέχει παράνομα ακίνητο εμπίπτει καθαρά στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως μη υπαγόμενη σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να ενταχθεί ως κύριο, παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό στην ειδική δικαιοδοσία το Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εταιρεία δεν υποκατέστησε τη θέση του Γ. Είκοσι ως ενοικιάστριας προέκυπτε από δεδομένα, ουσιαστικά αδιαμφισβήτητα.
3. Αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί σε σχέση με τη μη κλήση της εφεσίβλητης ως μάρτυρος αφού αυτή δεν έχει συνδεθεί με οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τη δυναμική των υπόλοιπων δεδομένων όπως αυτά προέκυπταν από την παραδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε.
Αντέφεση
Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην αντέφεση ως προς την ιδιότητα της Γκλ. Είκοσι δεν θεμελιώνονται με μαρτυρία και η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα, αφού η εφεσείουσα εταιρεία δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βογαζιανός (1989) 1 Α.Α.Δ. 289,
Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέιτς (1991) 1 Α.Α.Δ. 327,
Πετεινός (1992) 1 Α.Α.Δ. 1467,
Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882,
Λαζάρου ν. Παπασάββα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1062.
Έφεση και Αντέφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 16/7/01 (Αρ. Αγωγής 10205/96) με την οποία αποδέκτηκε την αγωγή της ενάγουσας, ιδιοκτήτριας καταστήματος στην οδό Λήδρας 141 στη Λευκωσία εναντίον της εναγόμενης εταιρείας και αφού έκρινε ότι η εναγόμενη δεν ήταν ενοικιάστρια του καταστήματος εξέδωσε εναντίον της διάταγμα για παράδοση της κατοχής του, απαγόρευση επέμβασης σ' αυτό και αποζημιώσεις ύψους £36.300,- και αντέφεση από την ενάγουσα για την απόρριψη της αγωγής της κατά της εναγόμενης 2 για αποζημιώσεις.
Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του καταστήματος στην οδό Λήδρας 141, από το 1960. Ο Γ. Είκοσι το κατείχε αρχικά ως ενοικιαστής δυνάμει σύμβασης που υπέγραψε το 1958 με την τότε ιδιοκτήτρια, μητέρα της εφεσίβλητης, αλλά και στη συνέχεια ως θέσμιος ενοικιαστής. Ο Γ. Είκοσι απεβίωσε τον Μάιο του 1996 και η εφεσείουσα εταιρεία διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής ως θέσμιος ενοικιαστής, η ίδια. Την εταιρεία, που περιγράφεται ως οικογενειακή, την είχε συστήσει ο Γ. Είκοσι από το 1972, όπως αναφέρθηκε, για να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση της εμπορίας κεντημάτων στο κατάστημα. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την ιδιότητα της εφεσείουσας εταιρείας ως ενοικιάστριας, τη θεωρούσε ως παρανόμως επεμβαίνουσα στο κατάστημα, αρνήθηκε την είσπραξη των χρημάτων που εκείνη πρόσφερε ως ενοίκια και, σ΄αυτή τη βάση, με την αγωγή της αξίωσε διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος και αποζημιώσεις τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά της εναγομένης 2, Γκλ. Είκοσι, ως προσωπικά υπεύθυνης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε την Π. Είκοσι που ήταν η βασική μάρτυρας για την εφεσείουσα εταιρεία ως αναξιόπιστη και στη βάση των δεδομένων όπως τα θεμελίωνε η αξιόπιστη μαρτυρία, έκρινε πως πράγματι η εφεσείουσα εταιρεία δεν ήταν ενοικιάστρια του καταστήματος και πως παρανόμως επενέβαινε κατέχοντάς το. Επομένως, εξέδωσε εναντίον της διάταγμα για παράδοση της κατοχής του και απαγόρευση επέμβασης σ' αυτό και απόφαση για αποζημίωση ύψους £36.300 ως αντιπροσωπεύουσας τα ενδιάμεσα κέρδη από την 1.6.96 μέχρι την 16.7.01. Την αξίωση όμως κατά της Γκλ. Είκοσι την απέρριψε ως μη αποδειχθείσα.
Ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση. Με την πρώτη τέθηκαν ζητήματα αναφορικά με:
1. Τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
2. Την αξιολόγηση της μαρτυρίας ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας η ίδια η εφεσίβλητη. Παράλληλος λόγος έφεσης σε σχέση με την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η Π. Είκοσι ήταν αναξιόπιστη, αποσύρθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας εταιρείας.
3. Τις εκτιμήσεις σε σχέση με τα συμπεράσματα που προέκυπταν από τη μαρτυρία.
Με την αντέφεση προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη της αγωγής κατά της Γκλ. Είκοσι και συνεπώς η υπέρ της επιδίκαση μέρους των εξόδων.
Παράπονα σε σχέση με τις θεραπείες που δόθηκαν δεν υποβάλλονται από καμιά πλευρά.
Η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Η εφεσείουσα θεωρεί πως αφού το κατάστημα ήταν ενοικιοστασιακό και ο Γ. Είκοσι ήταν αναντιλέκτως θέσμιος ενοικιαστής, τη δικαιοδοσία επί του θέματος, τουλάχιστον ως παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέσμιας ενοικίασης, την είχε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Παραπονούνται δε για το γεγονός ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τη συναφή προδικαστική τους ένσταση, παρέλειψε να την εξετάσει. Αυτό είναι γεγονός αλλά δεν βελτιώνεται η θέση της εφεσείουσας εταιρείας επί της ουσίας. Δεν ήταν διάδικος ο Γ. Είκοσι και η αξίωση κατά της εταιρείας ερειδόταν σε κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβασή της. Σ΄αυτό το πλαίσιο το θέμα ήταν αν η εφεσείουσα εταιρεία είχε νόμιμο έρεισμα για κατοχή και το κατά πόσο η ενοικίαση που πρόβαλλε ως τέτοιο ήταν θέσμια ή όχι, ήταν άσχετο. Αξίωση στηριγμένη στη θέση πως κάποιος κατέχει παράνομα ακίνητο καθαρά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως μη υπαγομένη σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να ενταχθεί ως κύριο, παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό στην ειδική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. (βλ. Βογαζιανός (1989) 1 A.A.Δ. 289, Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέιτς (1991) 1 Α.Α.Δ. 327, Πετεινός (1992) 1 Α.Α.Δ. 1467, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, σελ. 897, Γιαννούλλα Γεωργίου Λαζάρου ν. Ανδρέα Παπασάββα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1062).
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης
Δεν ήταν καν η μαρτυρία της Π. Είκοσι πως μεσολάβησε γραπτή ή προφορική συμφωνία για υποκατάσταση της εφεσείουσας εταιρείας ως ενοικιάστριας στη θέση του Γ. Είκοσι. Ο ισχυρισμός ήταν πως αυτό το αποτέλεσμα επήλθε έργοις, διά της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης. Με την απόρριψη της μαρτυρίας της Π. Είκοσι ως αναξιόπιστης, κρίση που δεν βάλλεται όπως ήδη σημειώσαμε, δεν απομένει οτιδήποτε που να θεμελιώνει τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Αντίθετα, υπήρχαν δεδομένα, ουσιαστικά αδιαμφισβήτητα, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, που υποστηρίζουν την άλλη εκδοχή. Τα συνοψίζουμε:
(α) Ενώ ενοίκια είχαν πληρωθεί με επιταγές της εφεσείουσας εταιρείας, ήταν κρίσιμο το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποδείξεις είσπραξης μέχρι το τέλος, εκδίδονταν στο όνομα του Γ. Είκοσι ως ενοικιαστή.
(β) Στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων στην αίτηση 246/78, χρόνια δηλαδή μετά την υποτιθέμενη διαδοχή, ο Γ. Είκοσι, με την υπεράσπισή του, δέχθηκε ευθέως πως ήταν ο θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος.
(γ) Χειρόγραφη σημείωση του αντιπροσώπου της εφεσίβλητης προς τον Γ. Είκοσι αναφέρεται σε αύξηση του ενοικίου του καταστήματος για το Μάιο του 1991.
(δ) Με το θάνατο του Γ. Είκοσι η εφεσίβλητη, ενεργούσα όπως προηγουμένως δια του αντιπροσώπου της Χρ. Ανθούλλη, που απεβίωσε εκκρεμούσας της αγωγής, αρνήθηκε την είσπραξη ενοικίου από την εφεσείουσα και αξίωσε κατοχή. Σημειώνουμε εδώ τη μαρτυρία της Α. Ανθούλλη, θυγατέρας του, πως ήταν τότε που για πρώτη φορά προβλήθηκε ο ισχυρισμός για μεταβίβαση της ενοικίασης.
Υπό αυτά τα δεδομένα ήταν πράγματι επουσιώδης η αναφορά σε επιγραφή στο τζάμι του καταστήματος με την επωνυμία της εταιρείας και σε κήρυξη του Γ. Είκοσι ως πτωχεύσαντος από το 1989. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε καν μαρτυρία αναφορικά με το πότε τοποθετήθηκε η επιγραφή. Ενώ, περαιτέρω, δεν προσκομίστηκαν και τα απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση του αμφισβητηθέντος ισχυρισμού ότι ο Γ. Είκοσι διετέλη για κάποια περίοδο σε κατάσταση πτώχευσης και αυτό πέραν από το ότι οι αποδείξεις πληρωμής και για την αναφερθείσα περίοδο εκδόθηκαν, όπως και όλες οι άλλες, στο όνομά του.
Τελικά, αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί σε σχέση με τη μη κλήση της εφεσίβλητης ως μάρτυρος αφού αυτή δεν έχει συνδεθεί με οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τη δυναμική των υπόλοιπων δεδομένων. Εννοούμε την αφαίρεση κάθε υποβάθρου από την εκδοχή της εφεσείουσας εταιρείας με την απόρριψη της μαρτυρίας της Π. Είκοσι και την αυτοτέλεια των άλλων που συνοψίσαμε, όπως αυτά προέκυπταν από την παραδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε.
Η αντέφεση
Το θέμα της αντέφεσης περιορίστηκε κατά την ακρόαση. Είναι πλέον δεκτό και από την εφεσίβλητη πως στην απουσία αξιόπιστης μαρτυρίας σε σχέση με το ρόλο που διαδραμάτισε η Γκλ. Είκοσι, η αξίωση εναντίον της ως προσωπικά υπόλογης, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας της εφεσείουσας εταιρείας γενικώς, θα έπρεπε να απορριφθεί. Θεωρούν όμως πως τα πράγματα διαφοροποιούνται στην περίπτωση προσώπου που είναι ο μόνος διευθυντής της εταιρείας και επικαλούνται τον Clerk & Lindsell on Torts 17η έκδοση σελ. 142, §4-49 όπου, κατά τη σύνοψη της νομολογίας, αναφέρεται πως όταν ο διευθυντής είναι το μόνο πρόσωπο δια του οποίου, κατά το σχετικό χρόνο, η εταιρεία μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, θα είναι προσωπικά υπεύθυνος για παράβαση καθήκοντος οφειλόμενου στον ενάγοντα όταν η τέλεση αυτού του καθήκοντος κατ΄ανάγκην εξαρτάτο από αυτόν και μόνο αυτόν*.
Είναι η θέση της πως η Γκλ. Είκοσι, όπως αναφέρεται σε πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών και όπως ήταν παραδεκτό στην Υπεράσπιση, ήταν η μόνη διευθύντρια της εφεσείουσας εταιρείας και πως, στη βάση των πιο πάνω, ήταν λάθος η απόρριψη της αξίωσης με το αιτιολογικό ότι δεν είχε προσαγάγει μαρτυρία επί του θέματος.
Δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει το κατά πόσο, στη βάση των πιο πάνω, αρκεί η θεμελίωση της ιδιότητας του μόνου διευθυντή, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Συνάγεται ότι όταν το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόταν σε έλλειψη μαρτυρίας, είχε υπόψη του γενικά την ευθύνη των διευθυντών και όχι την περίπτωση του μόνου διευθυντή, όχι αδικαιολόγητα, θα λέγαμε. Εν πρώτοις, δεν προκύπτει παραδοχή στην Υπεράσπιση πως η Γκλ. Είκοσι ήταν η μόνη διευθύντρια. Η ίδια η Έκθεση Απαίτησης δεν ήταν μονοσήμαντη. Στην παράγραφο 3 αναφέρεται γενικά ότι «είναι διευθύντρια της εν λόγω εταιρείας», στην παράγραφο 7 ότι «είναι η μόνη διευθύντρια» και σημειώνουμε τον ενεστώτα χρόνο που χρησιμοποιήθηκε, και στην παράγραφο 18 αναφέρεται πως φέρει και προσωπικά ευθύνη «σαν η μόνη διευθυντής της εταιρειας και/ή σαν διευθυντής της....». Μετά, η παράγραφος 6 της Υπεράσπισης, την οποία ειδικά επισημαίνει η εφεσίβλητη, όσο προβληματική και αν είναι κατά τη διατύπωσή της, δεν περιλαμβάνει τέτοια παραδοχή αφού, όπως τη διαβάζουμε, αναπαραγάγει τους ισχυρισμούς της παραγράφου 7 της Έκθεσης Απαίτησης. Την παραθέτουμε:
«Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το περιεχόμενο της παραγρ. 7 της Εκθέσεως Απαιτήσεως ότι την κατοχή του ως άνω υποστατικού είχαν οι εναγόμενοι 1 της οποίας οι εναγόμενοι αρ. 2 είναι η διευθύντρια αλλά αρνούνται ότι η κατοχή αυτή είναι παράνομη και επαναλαμβάνουν προς υπεράσπισή τους τα ανωτέρω.»
Για να ακολουθήσει, εν πάση περιπτώσει, η παράγραφος 11, ειδικά επί των ισχυρισμών της παραγράφου 18 της Έκθεσης Απαίτησης. Την παραθέτουμε και αυτή:
"Oι εναγόμενοι αρνούνται τους ισχυρισμούς της παραγρ. 18 της Εκθέσεως Απαιτήσεως και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι πέραν της εναγομένης 2 και άλλα πρόσωπα ενεργούν ως διευθυντές και/ή εκπρόσωποι της εναγομένης εταιρείας. Περαιτέρω και με βάση τον νόμο ουδεμία ανάμειξη δυνάμει νόμου έχει η εναγομένη 2 καθότι το ενοικιαστήριο έγγραφο και η ενοικίαση συνέχισε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο με την εναγομένη αρ. 1."
Άλλη μαρτυρία δεν υπήρχε που να διαφώτιζε ως προς το ποιά ακριβώς ήταν η ιδιότητα της Γκλ. Είκοσι και το πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών, που πράγματι συνιστά την ορθόδοξη μέθοδο απόδειξης τέτοιου θέματος, αναφέρεται στο χρόνο της έκδοσής του, δηλαδή στις 9.10.00. Επομένως, ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε περαιτέρω διεύρυνση και η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα. Το ίδιο και η αντέφεση αλλά χωρίς έξοδα αφού η εφεσείουσα εταιρεία δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης και, βεβαίως, δεν επιχειρηματολόγησε επ' αυτής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα, αφού η εφεσείουσα εταιρεία δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης.