ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217
Kαφφά Iωάννης Σ. Σπανού και Άλλος ν. Σάββα Iωάννου Kαφφά (1999) 1 ΑΑΔ 544
LOUKOS TRADING CO LTD κ.α. ν. ΡΕΙΝΜΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΗΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΙΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ (2000) 1 ΑΑΔ 1014
Βασιλείου Σοφία Νικολάου ν. Mάριου Μακρίδη (2000) 2 ΑΑΔ 133
M & M Loizou Ltd και Άλλος ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 ΑΑΔ 717
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 1 ΑΑΔ 119
23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΑΚΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11346)
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Χρήση διαφορετικών ένδικων μέσων για επιδίωξη του ιδίου σκοπού ― Καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό πρωτόδικης απόφασης εναντίον της οποίας ο αιτητής είχε ασκήσει έφεση.
Κατά την έκδοση διατάγματος παραλαβής εναντίον της περιουσίας του Ευάγγελου Ευαγγέλου, εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος η αγωγή αρ. 293/96 του πιο πάνω Ευάγγελου Ευαγγέλου εναντίον του Ηλία Τσιακλίδη που αφορούσε αξίωση χρέους. Ο Επίσημος Παραλήπτης δεν έλαβε γνώση περί της εκκρεμούσας αγωγής ούτε και οι δικηγόροι των διαδίκων γνώριζαν οτιδήποτε περί του διατάγματος παραλαβής. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η διαδικασία της αγωγής συνεχίστηκε χωρίς να ζητηθεί τροποποίηση των δικογράφων και το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της ουσίας της αγωγής στις 19.1.2001, εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα Ευάγγελου Ευαγγέλου και εναντίον του εναγομένου Ηλία Τσιακλίδη. Ο Ηλίας Τσιακλίδης εφεσίβαλε την απόφαση ημερ. 19.1.2001 που εκδόθηκε εναντίον του. Εκκρεμούσας της έφεσης ο κ. Τσιακλίδης διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας της αγωγής και κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης υπήρχε σε ισχύ το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του κ. Ευαγγέλου. Ο κ. Τσιακλίδης υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με αίτημα την ex debito justitiae αναγνώριση υπό του δικαστηρίου της ακυρότητας της διαδικασίας στην αγωγή και τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Νομικό έρεισμα της αίτησης ήταν η Δ.12, θ.θ. 1-6 και 9 και Δ.64, θ.θ. 1-4. Υποβλήθηκε ένσταση και το Δικαστήριο μετά από ακρόαση απέρριψε την αίτηση.
Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων, εναγόμενος και εξ αποφάσεως χρεώστης κ. Η. Τσιακλίδης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε ως ανυπόστατη την αίτησή του για ακύρωση ή παραμερισμό της εκδοθείσας επί της ουσίας απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα γεγονότα της υπόθεσης αποκαλύπτουν με σαφήνεια ότι ο εφεσείων με την παράλληλη προώθηση δύο διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών επιδιώκει την ακύρωση/παραμερισμό της ίδιας ακριβώς πρωτόδικης απόφασης. Η ενέργεια αυτή του εφεσείοντος συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης (επί της ουσίας) απόφασης θα μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλο ένδικο μέσο θεώρησης, μεταξύ άλλων, και του δικονομικού ζητήματος που προέκυψε αναφορικά με την ανάγκη τροποποίησης των δικογράφων προς αποκατάσταση της δικονομικής τάξης που είχε διαταραχθεί εξαιτίας της ακούσιας παράλειψης τροποποίησης των δικογράφων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Διευθυντής των Φυλακών ν. Perella (1995) 1 A.A.Δ. 217,
Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133,
Loukos Trading Co Ltd κ.ά. v. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1014,
Μ & Μ Loizou Ltd κ.ά. ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 A.A.Δ. 717.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 27/3/02 (Αρ.�Αγωγής 293/96) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση την οποία υπέβαλε με αίτημα την ex debito justitiae αναγνώριση από το Δικαστήριο της ακυρότητας της διαδικασίας στην αγωγή και τον παραμερισμό της εναντίον του εκδοθείσας απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή του ενάγοντα εναντίον του η οποία αφορούσε αξίωση χρέους και εναντίον της οποίας ο εναγόμενος άσκησε έφεση.
Κ. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Σπ. Κόκκινος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 4.2.1999 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του Ευάγγελου Ευαγγέλου και ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε από το Δικαστήριο ως Παραλήπτης της περιουσίας του με βάση τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.
Κατά την έκδοση του προμνησθέντος διατάγματος παραλαβής, εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος η αγωγή αρ. 293/96 του πιο πάνω Ευάγγελου Ευαγγέλου εναντίον του Ηλία Τσιακλίδη που αφορούσε αξίωση χρέους. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο Επίσημος Παραλήπτης δεν έλαβε γνώση περί της εκκρεμούσας αγωγής ούτε και οι δικηγόροι των διαδίκων γνώριζαν ο,τιδήποτε περί του διατάγματος παραλαβής. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η διαδικασία της αγωγής συνεχίστηκε χωρίς να ζητηθεί τροποποίηση των δικογράφων και το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της ουσίας της αγωγής στις 19.1.2001, εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα Ευάγγελου Ευαγγέλου και εναντίον του εναγόμενου Ηλία Τσιακλίδη.
Ο Ηλίας Τσιακλίδης εφεσίβαλε την απόφαση ημερ. 19.1.2001 που εκδόθηκε εναντίον του. Εκκρεμούσας της έφεσης και με αφορμή την παράλειψη εμφάνισης του κ. Ευαγγέλου στη διαδικασία, διαπιστώθηκε ύστερα από έρευνα του κ. Τσιακλίδη ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αγωγής και κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, υπήρχε σε ισχύ το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του κ. Ευαγγέλου. Ενόψει τούτου, ο κ. Τσιακλίδης υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με αίτημα την ex debito justitiae αναγνώριση υπό του δικαστηρίου της ακυρότητας της διαδικασίας στην αγωγή και τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, ανάλογα και με τον ίδιο τρόπο όπως στην περίπτωση όπου εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση ήταν αποθανών ή όπου η εταιρεία εναντίον της οποίας εκδόθηκε απόφαση ήταν ανύπαρκτη. Το νομικό έρεισμα της αίτησης αποτέλεσαν η Δ.12, θ.θ. 1-6 και 9 και Δ.64, θ.θ. 1-4. Υποβλήθηκε ένσταση και το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, με ορθή αναφορά στη νομολογία και τις αυθεντίες που διέπουν το θέμα αποφάσισε ότι:
(1) Το δικαστήριο με την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής και την έκδοση τελικής απόφασης κατέστη functus officio και δεν μπορεί να επανανοίξει πλέον την υπόθεση για τους λόγους που επικαλείται ο αιτητής.
(2) Ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο κατά την έγερση της αγωγής και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε εφόσον δεν επρόκειτο για εταιρεία που δεν υπήρχε ούτε βέβαια ήταν αποθανών ώστε να θεωρηθεί ως πλασματική η έγερση της αγωγής συνιστώσα κατάχρηση διαδικασίας. Το δικαστήριο αναφέρει συναφώς τα εξής:
«Εκείνο το οποίο έπρεπε να είχε γίνει από τον ενάγοντα ο οποίος σημειωτέον είχε πτωχεύσει μεταγενέστερα της καταχώρησης της αγωγής το 1996, αλλά πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ήταν να το ανέφερνε στο δικηγόρο του ώστε να γινόταν η ανάλογη τροποποίηση στον τίτλο της αγωγής για να αναλάμβανε από εκείνη την ημέρα ο Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος είχε διορισθεί ως παραλήπτης της περιουσίας του με βάση το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 4.2.99. Η αγωγή του ενάγοντα και τα δικαιώματα του δεν διαγράφησαν ("abated") λόγω της πτώχευσης του, αλλά συνέχιζαν και μπορούσαν να προωθηθούν με βάση τη Δ.12, θ.θ. 1, 2 και 4 από τον Επίσημο Παραλήπτη. Όπως λέχθηκε και στην Ιωάννης Σπανού άλλως Καφφά κ.ά. ν. Σάββα Ιωάννου Καφφά (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 544 σελ 549,
«Το κριτήριο της Δ.12 για μη τερματισμό (abatement) και για συνέχιση της διαδικασίας δεν είναι το πρόσωπο του διαδίκου αλλά η συνεχιζόμενη ύπαρξη επίδικου θέματος (cause or matter)».»
(3) Η απόφαση που έχει εκδοθεί ήταν κανονική απόφαση (regular judgment) δηλαδή σε πλήρη συμμόρφωση με τους δικονομικούς και άλλους θεσμούς και συνεπώς δεν τίθεται θέμα ακύρωσης της από το δικαστήριο ex debito justitiae όπως θα μπορούσε να συμβεί αν η απόφαση ήταν παράτυπη (irregular judgment).
(4) Η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας γιατί δεν μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα σε εκκρεμότητα η διαδικασία της έφεσης και παράλληλα να επιδιώκεται η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης από το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση.
(5) Κάτω από το πρίσμα των περιστάσεων που αφορούν στην υπόθεση κρίθηκε ότι η χωρίς δικαιολογία καταχώρηση της αίτησης έγινε καθυστερημένα δοθέντος ότι η δημοσίευση του διατάγματος παραλαβής έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.9.99 και επομένως θεωρείται, σύμφωνα με τον περί Ερμηνείας Νόμο Κεφ. 1 ότι περιήλθε στη γνώση του κοινού από εκείνη την ημέρα σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις των λέξεων "Gazette", "Public notice" και τα άρθρα 7 και 43.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, εναγόμενος και εξ αποφάσεως χρεώστης, κ. Η. Τσιακλίδης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το δικαστήριο απέρριψε ως ανυπόστατη την αίτησή του για ακύρωση ή παραμερισμό της εκδοθείσας επί της ουσίας απόφασης. Προβάλλονται πέντε λόγοι έφεσης οι οποίοι καλύπτουν όλο το φάσμα του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης. Θα εξετάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος είναι καθοριστικός του αποτελέσματος. Ο λόγος αυτός της έφεσης, αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αίτηση για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης, αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας επειδή εκκρεμεί η έφεση κατά της πρωτόδικης (επί της ουσίας) απόφασης. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι με την έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της απόφασης λόγω σφαλμάτων του δικαστηρίου ενώ η αίτηση, είχε ως αντικείμενο τον παραμερισμό της απόφασης και της διαδικασίας λόγω ακυρότητας, ζητήματος για το οποίο δεν είχε αποφανθεί το πρωτόδικο δικαστήριο. Εξάλλου, το γεγονός ότι το δικαστήριο θεώρησε αδιανόητο τον παραμερισμό της απόφασης και επανεκδίκασης της υπόθεσης με τους ορθούς διαδίκους επειδή έχει αποφανθεί επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστά σφάλμα κατά τον εφεσείοντα γιατί, καθώς λέγει, αυτό μπορεί να είναι τελικά και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά και με σαφήνεια αποκαλύπτουν ότι ο εφεσείων με την παράλληλη προώθηση δύο διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών επιδιώκει την ακύρωση/παραμερισμό της ίδιας ακριβώς πρωτόδικης απόφασης.
Στην Διευθυντής των Φυλακών ν. Jennaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 λέχθηκαν τα εξής (απόφαση Πική, Δ.):
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα. μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»
Η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας προσλαμβάνει συνήθως διάφορες μορφές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με παράλληλες διαδικασίες. Το ένδικο μέσο της έφεσης παρέχει στον εφεσείοντα δυνατότητα πλήρους αναθεώρησης της εκκαλούμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στα πλαίσια της οποίας διατηρούσε τη δυνατότητα συμπερίληψης λόγου ή λόγων έφεσης οι οποίοι να συνάδουν προς ό,τι αυτός ισχυρίζεται ή επικαλείται στην αίτηση που υπέβαλε πρωτοδίκως προς ακύρωση/παραμερισμό της απόφασης.
Η απόφαση στην Perella (ανωτέρω) έχει επιβεβαιώσει την προηγούμενη νομολογία αλλά και αυτή, έχει επιβεβαιωθεί μεταγενέστερα από άλλες υποθέσεις, όπως στις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133, Loukos Trading Co Ltd κ.ά.v. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1014 και Μ & M Loizou Ltd κ.ά. ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717.
Διαπιστώνουμε ότι η εν προκειμένω παράλληλη προώθηση δύο διαδικασιών συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης (επί της ουσίας) απόφασης θα μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλο ένδικο μέσο θεώρησης, μεταξύ άλλων, και του δικονομικού ζητήματος που προέκυψε αναφορικά με την ανάγκη τροποποίησης των δικογράφων προς αποκατάσταση της δικονομικής τάξης που είχε διαταραχθεί εξαιτίας της ακούσιας παράλειψης τροποποίησης των δικογράφων.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, θεωρούμε πως δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους άλλους λόγους έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.