ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 90
23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες,
v.
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ & ΟΥΑΛΙΑΣ,
2. FOREIGN & COMMONWEALTH OFFICE,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11252)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως λόγω πλεονασμού ― Το δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού ενυπάρχει στην σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου και δεν μπορεί να περιορισθεί ― Αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου του για καλόπιστους πάντοτε λόγους αναδιοργάνωσης και οικονομίας της επιχείρησής του ― Ο καθορισμός ανωτάτου ορίου αφυπηρέτησης σε συμφωνία εργοδότησης δεν εξυπακούει άμεσα ή έμμεσα την υποχρέωση της εργοδοτικής πλευράς για εργοδότηση μέχρι το όριο εκείνο ― Το δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει προσωπικό λόγω πλεονασμού ή χάριν καλύτερης και οικονομικότερης αναδιοργάνωσης της εργασίας του αναγνωρίζεται νομοθετικά στην Αγγλία με το Employment Protection (Consolidation) Act 1978 και στην Κύπρο με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο αρ. 24/67.
Συμβάσεις ― Σύμβαση εργασίας ― Διάρκεια σύμβασης εργασίας ― Σαν θέμα αρχής καθορίζεται από τους όρους της ― Το σχέδιο ασφάλισης και οι κανονισμοί του Ταμείου Προνοίας προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις για την απόκτηση των ευεργημάτων που εξασφαλίζουν.
Οι εφεσείοντες απολύθηκαν από τους εργοδότες τους, τους εφεσίβλητους 2, προς τους οποίους παρείχαν υπηρεσίες στο ραδιοσταθμό τους στο Ζύγι, γνωστού ως British East Mediterranean Relay Station / B.E.M.R.S., (ο σταθμός). Οι απολύσεις έγιναν λόγω πλεονασμού. Ο εφεσίβλητος 1 ήταν ο κατά νόμο υπεύθυνος σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο για τις αγωγές που εγείρονται κατά της Αγγλικής Κυβέρνησης.
Η κύρια θέση των εφεσειόντων ήταν η κατ' ισχυρισμό εγγυημένη εργοδότησή τους στο σταθμό μέχρι το 60ο έτος της ηλικίας τους. Το κεκτημένο, κατ' αυτούς δικαίωμα, παραβιάστηκε από τους εφεσίβλητους με τις παράνομες απολύσεις που έγιναν προτού αυτοί συμπληρώσουν το 60ο έτος της ηλικίας τους. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να προβούν στις συγκεκριμένες απολύσεις χωρίς τη δική τους συγκατάθεση, και ότι οι απολύσεις δεν οφείλοντο σε αναδιοργάνωση για οικονομικούς λόγους και/ή συνεπαγόμενη κατάργηση θέσεως και/ή πλεονασμού.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ενώπιον του οποίου ήγειραν τις αγωγές τους οι εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων, δεν δέχθηκε τις θέσεις των εφεσειόντων. Κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) Το όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων ήταν παγίως καθορισμένο στο 60ό έτος.
β) Η εισαγωγή του Ταμείου Συντάξεως σε αντικατάσταση του υφιστάμενου Ταμείου Προνοίας έγινε με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων χωρίς να απεμπολήσουν κεκτημένα δικαιώματα από το προηγούμενο ταμείο, η δε επελθούσα μεταβολή, είχε γι' αυτούς ευεργετικά αποτελέσματα.
γ) Ο σκοπός της κατάργησης της θέσης ήταν η εξοικονόμηση χρημάτων.
δ) Το δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού ενυπάρχει στη θέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν εν προκειμένω δικαίωμα απόλυσης των εφεσειόντων λόγω πλεονασμού.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αρχίζοντας από τη διαπίστωση ότι το όριο αφυπηρέτησης τους ήταν παγίως καθορισμένο στο 60ό έτος της ηλικίας τους. Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι το περιεχόμενο εγγράφων που κατατέθηκαν εκ συμφώνου επιμαρτυρεί ότι το όριο αφυπηρέτησης κατά την πρόσληψή τους και μετέπειτα ήταν το 65ο έτος ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του εκ των εφεσειόντων Τρύφωνα Χαραλάμπους, επήλθε μείωση του εν λόγω ορίου στο 60ό έτος με την εισαγωγή του Ταμείου Συντάξεως και με αντάλλαγμα την εγγυημένη από τους εφεσίβλητους εργοδότηση των εφεσειόντων μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι η από κοινού κατάθεση των εγγράφων ουδόλως εξυπονοούσε αποδοχή του περιεχομένου τους από τη μια ή την άλλη πλευρά, όπως εσφαλμένα εισηγούνται οι εφεσείοντες. Τα έγγραφα κατατέθηκαν από κοινού προς αποδοχή της ύπαρξης τους ως πραγματικού γεγονότος και όχι προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και η ερμηνεία που έδωσε στο περιεχόμενο των εγγράφων, αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε αναφορικά με το όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων που ίσχυσε καθόλη τη διάρκεια της εργοδοσίας τους στο σταθμό. Ορθή είναι επίσης η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχουν στις επιστολές πρόσληψης των εφεσειόντων όροι καθορισμού του 60ού έτους ως τακτού ορίου αφυπηρέτησης ούτε έχει προκύψει από τη μαρτυρία ότι κατά τη διάρκεια της εργοδότησης επήλθαν μεταβολές στη σχέση ώστε η εργοδότηση των εφεσειόντων να μετατρέπεται σε εργοδοσία τακτής χρονικής διάρκειας με όριο αφυπηρέτησης το 60ό έτος.
2. Το δικαίωμα των εφεσιβλήτων για απόλυση των εφεσειόντων λόγω πλεονασμού, διέπεται από τους Κανονισμούς και Όρους υπηρεσίας και τις συλλογικές συμβάσεις, στο βαθμό και έκταση που αυτές συμπληρώνουν ή διαφοροποιούν τους Κανονισμούς. Ο Καν. 22 έχει τίτλο «Abolition of post» και αναφέρεται ότι οι υπηρεσίες ενός υπαλλήλου μπορούν να τερματισθούν «......... on the grounds of abolition of his post or for reasons of reorganization ...». Γίνεται επίσης πρόβλεψη για πληρωμή αποζημιώσεων στον απολυθέντα.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ορθή αντίληψη του δικαίου που διέπει τα υπό κρίση θέματα και ύστερα από σωστή εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης, ερμηνεία και συσχετισμό του περιεχομένου των διαφόρων εγγράφων που είχε ενώπιόν του, κατέληξε σε αδιάσειστα συμπεράσματα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Salt v. Power Plant Company Ltd [1936] 3 All E.R. 322,
Στυλιανίδης ν. British American Insurance Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 517.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 15/11/01 (Αρ. Αγωγής 114/98 & 123/98) με την οποία απέρριψε με έξοδα τις συνεκδικασθείσες αγωγές τους κατά των εφεσιβλήτων εργοδοτών τους για παράνομη απόλυσή τους και τη διεκδίκηση γενικών και ειδικών αποζημιώσεων για ζημίες και απώλειες τις οποίες κατ' ισχυρισμό υπέστησαν ένεκα των απολύσεων.
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Μιχαηλίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήταν εργοδοτούμενοι του Foreign & Commonwealth Office από την Αγγλία (εφεσίβλητων 2) και παρείχαν υπηρεσίες στο ραδιοσταθμό των εργοδοτών τους στο Ζύγι, γνωστού ως British East Mediterranean Relay Station / B.E.M.R.S. (στο εξής «ο σταθμός»).
Οι εφεσίβλητοι 2 με επιστολές τους ημερ. 27.8.1997, απόλυσαν τους εφεσείοντες από την υπηρεσία τους ως πλεονάζον προσωπικό.
Οι εφεσείοντες θεώρησαν τις απολύσεις παράνομες και με αγωγές που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον των εφεσίβλητων, του πρώτου ως του κατά νόμο υπεύθυνου σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο για αγωγές που εγείρονται εναντίον της Αγγλικής Κυβέρνησης και των διαφόρων υπουργείων της και των εφεσίβλητων 2 ως εργοδοτών, διεκδίκησαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για ζημιές και απώλειες που κατ' ισχυρισμό έχουν υποστεί εξαιτίας των απολύσεων. Ζήτησαν επίσης δηλώσεις αναγνωριστικές δικαιωμάτων απορρεόντων από τη σχέση της εργοδότησης καθώς και άλλες παρεμφερείς θεραπείες.
Κεντρικό σημείο της υπόθεσης των εφεσειόντων, αναδείχθηκε η κατ' ισχυρισμόν εγγυημένη εργοδότησή τους στο σταθμό μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους. Το κεκτημένο κατ' αυτούς δικαίωμα, παραβιάστηκε από τους εφεσίβλητους με τις παράνομες απολύσεις που έγιναν προτού αυτοί συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους. Οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν διάφορα έγγραφα με ιδιαίτερη έμφαση στο πρακτικό συνεδρίας ημερ. 10.5.1990 (Τεκμ. Γ) στην οποία πήραν μέρος εκπρόσωποι εργοδοτών και εργοδοτούμενων. Ισχυρίστηκαν συναφώς ότι στο πιο πάνω πρακτικό γίνεται ρητά λόγος σε δοθείσα διαβεβαίωση από πλευράς εφεσίβλητων ότι οι ευρισκόμενοι στην υπηρεσία τους υπάλληλοι του σταθμού θα είχαν εγγυημένη εργοδότηση μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να προβούν στις συγκεκριμένες απολύσεις χωρίς τη δική τους συγκατάθεση /προηγούμενη σύμφωνη γνώμη. Οι εφεσείοντες πρόβαλαν επίσης διαζευκτικά ισχυρισμούς ότι οι απολύσεις δεν οφείλοντο σε αναδιοργάνωση για οικονομικούς λόγους και/ή συνεπαγόμενη κατάργηση θέσεως και/ή πλεονασμού.
Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι η εργοδότηση των εφεσειόντων ήταν για ακαθόριστο χρονικό διάστημα και ότι σύμφωνα με τους όρους εργοδότησης, η υπηρεσία τους μπορούσε να τερματισθεί οποτεδήποτε λόγω κατάργησης της θέσης. Οι θέσεις στις οποίες αντιστοίχως υπηρετούσαν οι εφεσείοντες καταργήθηκαν και σύμφωνα με τους όρους υπηρεσίας και τις πρόνοιες του νόμου οι εφεσίβλητοι είχαν κάθε δικαίωμα να τους απολύσουν, νοουμένου ότι θα πλήρωναν τις προβλεπόμενες από τους κανονισμούς υπηρεσίας αποζημιώσεις τις οποίες και κατέβαλαν στο ακέραιο.
Οι εφεσίβλητοι, επικαλέστηκαν τη συμφωνία πρόσληψης ενός εκάστου των εφεσειόντων στην οποία γίνεται αναφορά/παραπομπή στους Κανονισμούς Εργασίας οι οποίοι, μεταξύ άλλων, προνοούν για απόλυση, λόγω κατάργησης θέσης. Καθόσον αφορά στο περιεχόμενο του πρακτικού ημερ. 10.5.90 (τεκμ. Γ), οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι τα διαλαμβανόμενα στο έγγραφο δεν απέκτησαν οποιαδήποτε ισχύ γιατί αυτά καταργήθηκαν σχεδόν αμέσως από μεταγενέστερες συμφωνίες ήτοι:
i. Συμφωνία η οποία επιμαρτυρείται από το πρακτικό ημερ. 18.2.93 μεταξύ BERMS και Συντεχνιών δυνάμει της οποίας επαναφέρεται ο Κανονισμός 22 των Regulations & Conditions of Service που αφορά στην αποζημίωση και απόλυση λόγω κατάργησης θέσεων. Ο εν λόγω κανονισμός είχε επισυναφθεί στο πρακτικό και υπογράφεται από τα μέρη.
ii. Τη Συλλογική Σύμβαση για τη χρονική περίοδο από 1.4.94 μέχρι 31.3.96 που επιβεβαιώνει την ισχύ του Κανονισμού 22 με την προσθήκη ότι θα λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό αποζημίωσης κατ' αναλογία, οποιαδήποτε αναγνωρισμένη υπηρεσία μικροτέρα του ενός έτους σε περίπτωση τερματισμού υπηρεσιών λόγω κατάργησης θέσεων.
iii. Τη Συλλογική Σύμβαση της χρονικής περιόδου από 1.4.96 μέχρι 31.3.98 η οποία έγινε στο Υπουργείο Εργασίας κατόπιν μεσολαβητικής διαδικασίας και η οποία, προνοεί μεταξύ άλλων ότι για απολύσεις λόγω κατάργησης θέσεων η αποζημίωση αυξάνεται γιά τα grades μέχρι 6 σε £3750 και για τα grades μέχρι 5 σε £1750.
Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, οι διάδικοι συμφώνησαν αναλυτικά τα ποσά που ο καθένας δικαιούται ως αποζημίωση σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής καθώς και σε άλλα επιμέρους ζητήματα τα οποία καταγράφονται λεπτομερώς στην πρωτόδικη απόφαση.
Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν και απέτυχαν. Αφού αποσυνενώθηκαν με διαταγή του δικαστηρίου, απορρίφθηκαν με έξοδα. Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκουν την ανατροπή της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απασχόλησαν δύο καίρια ζητήματα, (α) το ζήτημα της εγγυημένης/τακτής εργοδότησης των εφεσειόντων μέχρι το 60ό έτος και (β) κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα απόλυσης των εφεσειόντων λόγω πλεονασμού. Υστερα από ενδελεχή ανασκόπηση της μαρτυρίας το δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα και διαπιστώσεις που στοιχειοθετούμε συνοπτικά και παραθέτουμε:
(α) Το όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων, τόσο κατά την πρόσληψή τους όσο και κατά τη διάρκεια της εργοδότησης τους στο σταθμό ήταν το 60ό έτος. Το εν λόγω όριο αφυπηρέτησης εξακολούθησε να ισχύει και με την εισαγωγή του Ταμείου Συντάξεως, σε αντικατάσταση του Ταμείου Προνοίας, όπου στον Κανονισμό 3 των Κανονισμών του Ταμείου Συντάξεως, το δικαίωμα σύνταξης, συσχετίζεται με το όριο αναγκαστικής αφυπηρέτησης (compulsory retirement), φράση που ερμηνεύεται στον Κανονισμό 2 ότι σημαίνει τα 60ά γενέθλια του υπαλλήλου.
(β) Η εισαγωγή του Ταμείου Συντάξεως σε αντικατάσταση του υφιστάμενου Ταμείου Προνοίας έγινε μεταξύ άλλων και με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων χωρίς να απεμπολήσουν κεκτημένα δικαιώματα από το προηγούμενο ταμείο η δε επελθούσα μεταβολή, είχε γι' αυτούς ευεργετικά αποτελέσματα.
(γ) Ο σκοπός της κατάργησης της θέσης των εφεσειόντων ήταν η εξοικονόμηση χρημάτων. Οι εφεσίβλητοι ανέθεσαν την εκτέλεση των καθηκόντων των εφεσειόντων στην ιδιωτική εταιρεία Group Four και εξοικονόμησαν £170.000 ετησίως πετυχαίνοντας τον σκοπό τους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης ότι το όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων ήταν παγίως καθορισμένο στο 60ό έτος της ηλικίας τους. Οι εφεσείοντες αναφέρονται σε έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου (τεκμ. Π1 και τεκμ. Π2) και εισηγούνται ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, επιμαρτυρεί ότι το όριο αφυπηρέτησης κατά την πρόσληψη τους και μετέπειτα ήταν το 65ο έτος ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του εκ των εφεσειόντων Τρύφωνα Χαραλάμπους, επήλθε μείωση του εν λόγω ορίου στο 60ό έτος με την εισαγωγή του Ταμείου Συντάξεως και με αντάλλαγμα την εγγυημένη από τους εργοδότες/εφεσίβλητους εργοδότηση των υπαλλήλων (εφεσειόντων) μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας τους.
Προκύπτει από τις επιστολές πρόσληψης των εφεσειόντων ότι αυτές παραπέμπουν σε κανονισμούς οι οποίοι ρυθμίζουν τις διάφορες πτυχές της σχέσης εργοδοσίας. Ο κανονισμός 20(1) παραπέμπει στους ισχύοντες (τότε) κανονισμούς του Ταμείου Προνοίας όπου το 60ό έτος της ηλικίας των υπαλλήλων καθοριζόταν ως το όριο αφυπηρέτησης τους.
Όταν τέθηκε σε εφαρμογή το Ταμείο Συντάξεως, το δικαίωμα σύνταξης των υπαλλήλων, συσχετίστηκε σύμφωνα με τους Κανονισμούς του Ταμείου (τεκμ. Ξ) με το όριο αναγκαστικής αφυπηρέτησης (compulsory retirement), φράση η οποία ερμηνεύεται στον κανονισμό 2 ότι σημαίνει τα 60ά γενέθλια του υπαλλήλου. Το συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου ότι στο έγγραφο τεκμ. «Π» απλά καταγράφεται η μονομερής θέση της συντεχνίας περί ορίου αφυπηρέτησης στο 65ο έτος στα πλαίσια διαμαρτυρίας για τις απολύσεις είναι ορθή. Προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι η από κοινού κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων καθώς και άλλων εγγράφων (επιστολών, πρακτικών, υπομνημάτων κλπ) ουδόλως εξυπονοούσε αποδοχή του περιεχομένου τους από τη μια ή την άλλη πλευρά όπως εσφαλμένα εισηγούνται οι εφεσείοντες. Τα έγγραφα κατατέθηκαν από κοινού προς αποδοχή της ύπαρξης τους ως πραγματικού γεγονότος και όχι προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και η ερμηνεία που έδωσε στο περιεχόμενο των εγγράφων, αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε αναφορικά με το όριο αφυπηρέτησης των εφεσειόντων που ίσχυσε καθόλη τη διάρκεια της εργοδοσίας τους στο σταθμό. Ορθή θεωρούμε επίσης την παρατήρηση του δικαστηρίου ότι δεν υπάρχουν στις επιστολές πρόσληψης των εφεσειόντων οποιοιδήποτε ειδικοί ή ιδιαίτεροι όροι οι οποίοι να καθορίζουν το 60ό έτος ως τακτό όριο αφυπηρέτησης ούτε έχει προκύψει από τη μαρτυρία ότι κατά τη διάρκεια της εργοδότησης, επήλθαν μεταβολές στη σχέση ώστε η εργοδότηση των εφεσειόντων να μετατρέπεται σε εργοδοσία τακτής χρονικής διάρκειας με όριο αφυπηρέτησης το 60ό και συνεπώς δεν συντρέχουν εδώ ιδιάζοντα γεγονότα ή παρόμοια προς εκείνα της Salt v. Power Plant Company Ltd [1936] 3 All E.R. 322 που είχε επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων.
Το έγγραφο/πρακτικό (τεκμ. Γ), αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος της υπόθεσης των εφεσειόντων. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο:
«ΜINUTES OF THE JOINT MEETING BETWEEN THE
B E M R S EMPLOYEES FREE UNION AND THE
B E M R S MANAGEMENT HELD AT ZYGHI ON
THURSDAY 10 MAY 1990 AT 10.00 A.M.
In attendance:
D J Briggs FCO St Nicolaides D/S PF SEC
N Wilkieson BBC A Nissiphorou BEMRS EFU SEC
B Rosindale STM S Metaxas " "
M Ashton TM R Barrett " "
I Bentley AO C Minas " "
A Yiallouros AAP P Malialis " "
The purpose of this meeting was to sign the agreement reached on the 20th March 1990.
Mr D J Briggs signed this agreement on behalf of HBM Foreign and Commonwealth Office and Mr St Nicolaides on behalf of B E M R S Employees Free Union. This agreement was done in duplicate and each party had a copy.
After the signing of the agreement Mr D J Briggs took the opportunity to inform the Union about the future changes and said the following:
"As you are well aware the Station is now operating on contract with BBC which provides Management support only. Now in progress is the negotiation of new contract and the BBC will also provide Personnel Management with effect from 1 April 1991. Therefore any future negotiations for the renewal of the Collective Agreement should be done with BBE directly rather than FCO."
Mr D J Briggs explained that no fundamental effect will apply to the operation of the Station and that Provident Fund and Pension Scheme are guaranteed by the FCO. He also informed the Union that he would be happy to consider any suggestions that they had about these changes.
Mr St Nicolaides thanked Mr D J Brings for briefing the Union about the future changes and welcomed him and Mr Wilkieson. He also added that the new Committee members and himself were facing the Union matters with a new spirit and would co-operate with B E M R S Management for mutual benefit. As far as the future changes were concerned Mr St Nicolaides said that provided that they would not be detrimental to the local staff then the Union had no objection.
Mr B Rosindale referred again to the assurance given to the Staff during their meeting with Mr D Briggs and Mr D Sandbrook on 7 February 1990 and re-confirmed that for all those in employment now there is guaranteed employment until the age of 60.»
Είναι σαφές ότι η συνεδρία ημερ. 10.5.1990 στην οποία αφορούσε το πρακτικό τεκμ. Γ (ανωτέρω), είχε ως αντικείμενο τη συμφωνία ημερομηνίας 20.3.1990 μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτούμενων. Επρόκειτο για Συλλογική Σύμβαση για την περίοδο 1.4.89-31.3.92 δυνάμει της οποίας, ο Καν. 20(1) καθόριζε ως όριο αφυπηρέτησης το 60ό έτος. Οι ισχύοντες από τον Απρίλη 1989 Κανονισμοί (Τεκμ. Κ1), παρέπεμπαν στον Κανονισμό 20(1) των Κανονισμών Ταμείου Προνοίας όπου, καθώς έχει προαναφερθεί, το όριο αφυπηρέτησης των υπαλλήλων ήταν ήδη καθορισμένο στο 60ό έτος. Ενσωματώθηκε προφανώς στους Κανονισμούς (τεκμ. Κ1) το 60ό έτος αφυπηρέτησης ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του Ταμείου Προνοίας και σίγουρα δεν είχε την έννοια της τακτής εργοδότησης μέχρι το 60ό έτος αλλά ότι ο υπάλληλος θα αφυπηρετούσε υποχρεωτικά σ΄ εκείνη την ηλικία.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η επίμαχη φράση του κ. B. Rosindale στο τέλος του πρακτικού τεκμ. Γ (ανωτέρω), είναι άσχετη με το θέμα της συνεδρίας ημερ. 10.5.1990 που αφορούσε το πρακτικό. Η συγκεκριμένη φράση δεν μπορούσε να δημιουργήσει από μόνη της οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση των εφεσίβλητων έναντι των εφεσειόντων εφόσον κατά το χρόνο που είχε ειπωθεί δεν υπήρχε αλλά ούτε ακολούθησε ο,τιδήποτε με το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί η φράση έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε πρόταση για σύναψη συμφωνίας ή αποδοχή πρότασης για τροποποίηση της ήδη υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσης. Η απλή καταγραφή της προμνησθείσας δήλωσης δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία περί εγγυημένης εργοδότησης μέχρι το 60ό έτος. Θεωρούμε αυτονόητο ότι το καθορισμένο όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης δεν σημαίνει ούτε συνεπάγεται δέσμευση εργοδότησης για τακτή χρονική περίοδο.
Το δικαίωμα των εφεσίβλητων για απόλυση των εφεσειόντων από την υπηρεσία τους στο σταθμό λόγω πλεονασμού, διέπεται από τους Κανονισμούς και Όρους Υπηρεσίας (τεκμ. Κ1-3) και τις συλλογικές συμβάσεις, στο βαθμό και έκταση που αυτές συμπληρώνουν ή διαφοροποιούν τους Κανονισμούς. Στο μέρος ΙΙ των Κανονισμών ο όρος «establishment» αναφέρεται στις θέσεις που εγκρίνονται από το σταθμό με δυνατότητα αναθεώρησης ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας «.... according to the requirements of the service,» υποδηλώνοντας, όπως ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, τη δυνατότητα των εργοδοτών για αναδιοργάνωση των θέσεων περιλαμβανομένης και της δυνατότητας απόλυσης λόγω πλεονασμού. Στο μέρος ΙΙΙ των Κανονισμών (τεκμ. Κ1), ο Καν. 19 αναφέρεται στη δυνατότητα παραίτησης των υπαλλήλων και ο Καν. 20 στην ηλικία αφυπηρέτησης τους. Ο Καν. 22 έχει τίτλο «Abolition of post» και αναφέρεται ότι οι υπηρεσίες ενός υπαλλήλου μπορούν να τερματισθούν «........ on the grounds of abolition of his post or for reasons of reorganization ..........». Γίνεται επίσης πρόβλεψη για πληρωμή αποζημιώσεων στον απολυθέντα. Στο Appendix «Κ» των «Κανονισμών και Όρων Υπηρεσίας» που είναι οι κανονισμοί του Ταμείου Προνοίας, γίνεται λόγος για απομάκρυνση υπαλλήλου λόγω απόλυσης από το σταθμό « ...... due to lack of work or for reasons of economy or redundancy». Ανάλογη πρόνοια υπάρχει στο Ταμείο Συντάξεως που τέθηκε σε ισχύ με τη συγκατάθεση των υπαλλήλων σε αντικατάσταση του Ταμείου Προνοίας. Ο καν. 9(1) (τεκμ. Ξ) προβλέπει για τις οικονομικές επιπτώσεις του υπαλλήλου σε περίπτωση απόλυσης κλπ «........ in consequence of the abolition of his post or for the purpose of facilitating improvements in the organization of the Authority by which greater efficiency or economy may be effected.». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων, με συμμετοχή συντεχνιακών και κυβερνητικών παραγόντων αναφορικά με το θέμα τις εισαγωγής του Ταμείου Συντάξεως, έγιναν χωρίς όρους. (Βλ. πρακτικό ημερ. 5.10.89, τεκμ. Ο) και καθώς έχει προαναφερθεί, υπήρξε πλήρης αποδοχή των κανονισμών και όρων υπηρεσίας του σταθμού και από τις δύο πλευρές.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 θίγονται τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού ενυπάρχει στη θέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και ότι οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν εν προκειμένω δικαίωμα απόλυσης των εφεσειόντων λόγω πλεονασμού. Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένα τα πιο πάνω συμπεράσματα πλην όμως η αιτιολογία και τα επιχειρήματα που παραθέτουν δεν δικαιολογούν ούτε και θεμελιώνουν το βάσιμο του ισχυρισμού τους. Εχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με ορθή αντίληψη του δικαίου που διέπει τα υπό κρίση θέματα και ύστερα από σωστή εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης, ερμηνεία και συσχετισμό του περιεχομένου των διαφόρων εγγράφων που είχε ενώπιόν του, κατέληξε σε αδιάσειστα συμπεράσματα.
Στην Στυλιανίδης ν. British American Insurance Co Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 517 αναφέρθηκε ότι σαν θέμα αρχής η διάρκεια σύμβασης εργασίας καθορίζεται από τους όρους της. Στις σελίδες 523-524 της Στυλιανίδης (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής (απόφαση Πική, Δ.):
«Το σχέδιο ασφάλισης και οι κανονισμοί του Ταμείου Προνοίας προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις για την απόκτηση των ευεργετημάτων που εξασφαλίζουν. Εύλογα θα μπορούσαν να διεγείρουν προσδοκία για τη συνέχιση της εργοδότησης μέχρι του ορίου αναγκαστικής αφυπηρέτησης, η οποία όμως δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για την εργοδότηση του προσωπικού μέχρι την ηλικία εκείνη (60ό έτος). Τουναντίον μπορεί να λεχθεί ότι τα σχέδια, στο βαθμό που ρίπτουν φως στο θέμα, υποστηρίζουν το αντίθετο με την αναφορά που γίνεται στο κείμενο τους στα δικαιώματα του προσωπικού σε περίπτωση αποχώρησης πριν το ανώτατο όριο αφυπηρέτησης. Ο καθορισμός ανώτατου ορίου αφυπηρέτησης δεν δεσμεύει αφ' εαυτού την εταιρεία να παράσχει εργοδότηση στο προσωπικό μέχρι την ηλικία εκείνη. Η αναφορά στο 60ό έτος ως το ανώτατο όριο αφυπηρέτησης δεν εξυπακούει άμεσα ή έμμεσα υποχρέωση για εργοδότηση των μελών του προσωπικού μέχρις εκείνη την ηλικία.»
Επί του ιδίου θέματος παρατίθεται επίσης στην πρωτόδικη απόφαση η πιο κάτω περικοπή από το Chitty on Contracts, Τομ. ΙΙ, 27η έκδ., σελ. 780 κάτω από τον υπότιτλο: «Permanent Employment»:
«A provision for "permanent employment", or "pensionable employment" does not normally mean for life or even until the normal age of retirement: apart from a special condition in the contract, such employment can be terminated by reasonable notice. ....... The mere fact that the employee becomes a member of the endowment and pension scheme for the permanent staff of the employer raises no implied term that the employment cannot be determined by reasonable notice.»
Το σκεπτικό της απόφασης αναφορικά με τα πιο πάνω ζητήματα περιέχεται στο πιο κάτω εκτενές απόσπασμα το οποίο υιοθετούμε χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε:
«Αλλά και ευρύτερα το δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού μπορεί να λεχθεί ότι ενυπάρχει στην ίδια τη σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου και δεν μπορεί να περιορισθεί. Αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου του για καλόπιστους πάντοτε, λόγους αναδιοργάνωσης και οικονομίας της επιχείρησης του. Αυτό συνάδει με την αρχή ότι ο εργοδοτούμενος, εκτός και αν υπάρχει ρητή πρόνοια περί του αντιθέτου στο συμβόλαιο, μπορεί μόνον να προσδοκά σε υπηρεσία μέχρι το έτος της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του και δεν υπάρχει εγγυημένη τακτή προθεσμία εργοδότησης ακόμη και αν γίνεται αναφορά σε κανονισμούς ταμείων προνοίας/συντάξεως για τη λήψη ωφελημάτων στο 60ό έτος. Οπως αναφέρθηκε και στην Στυλιανίδης ο καθορισμός ανωτάτου ορίου αφυπηρέτησης δεν εξυπακούει άμεσα ή έμμεσα την υποχρέωση της εργοδοτικής πλευράς για εργοδότηση μέχρι το όριο εκείνο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την γενικότερη κοινωνική πολιτική και στο σύστημα ελεύθερης οικονομίας ενόψει του ότι μια εταιρεία μπορεί στην πορεία της να αντιμετωπίσει τέτοια οικονομικά ή άλλα προβλήματα που να μην της επιτρέπουν τη συνέχιση των υπηρεσιών όλων των τμημάτων εργασίας της. Αλλά και η τεχνολογική ή άλλη επιστημονική πρόοδος βοηθούν στην οργάνωση μιας εταιρείας κατά πλέον παραγωγικό τρόπο ούτως ώστε να είναι ανάγκη να σμικρυνθούν ή να καταργηθούν θέσεις ή τμήματα αυτής. Γι' αυτό το δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει προσωπικό λόγω πλεονασμού ή χάριν καλύτερης και οικονομικότερης αναδιοργάνωσης της εργασίας του αναγνωρίζεται και νομοθετικά στην Αγγλία με το Employment Protection (Consolidation) Act 1978 και στην Κύπρο με τον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο αρ. 24/67. Και οι δύο νόμοι κατοχυρώνουν το δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει λόγω πλεονασμού υπό ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις, αλλά και το αντίστοιχο δικαίωμα των εργοδοτουμένων να λάβουν σχετική αποζημίωση.
Όπως έγινε αντιληπτή η εισήγηση των εναγόντων αυτοί δεν αμφισβήτησαν αυτό τούτο το δικαίωμα του Σταθμού να τερματίσει τις υπηρεσίες για λόγους πλεονασμού, αλλά αμφισβήτησαν τη δυνατότητα αυτό να επιτευχθεί χωρίς τη συγκατάθεση τους.
Η εισήγηση των εναγόντων ότι ο Σταθμός δεν θα μπορούσε να απολύσει εργοδοτούμενους εκτός με την ουσιαστική συγκατάθεση τους είναι αντινομική προς την αρχή ότι μια σύμβαση εργοδότησης περιλαμβάνει και το στοιχείο της δυνατότητας τερματισμού των υπηρεσιών λόγω αναδιοργάνωσης και εξοικονόμησης. Από την άλλη ο ίδιος ο Καν.22 εμπεριέχει και τη δυνατότητα της απόλυσης λόγω κατάργησης θέσης.
Βασική εισήγηση των εναγόντων ήταν ότι ο Καν.22 δεν μπορούσε να ενεργοποιηθεί μονομερώς για σκοπούς απόλυσης και πρέπει να ερμηνευθεί κατά την πρακτική που ακολουθείτο επί χρόνια ώστε να λαμβάνεται η συγκατάθεση του προς απόλυση υπαλλήλου. Όμως αυτό αντιβαίνει την αρχή που αναφέρθηκε πιο πάνω και περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού, όπως του Σταθμού, να αναδιοργανώσει τα του οίκου του βελτιώνοντας έτσι το προϊόν ή τις υπηρεσίες του ή προσφέροντας αυτά κατά οικονομικότερο τρόπο. Πουθενά ο Καν.22 δεν εμπεριέχει τη συγκατάθεση του υπαλλήλου ως προαπαιτούμενο. Αντίθετα το σαφές λεκτικό του φανερώνει το διαχωρισμό μεταξύ της δυνατότητας απόλυσης λόγω κατάργησης θέσης ή για λόγους αναδιοργάνωσης και των ωφελημάτων που λαμβάνονται σε τέτοια περίπτωση. ...................... ................................................................................................................................................................................................................................
Περαιτέρω και όπως υπεδείχθη προηγουμένως στην ανάλυση, υπήρχε συνεχής και ανανεωμένη αναφορά στη δυνατότητα του Σταθμού να απολύσει προσωπικό λόγω κατάργησης θέσης χάριν καλύτερης οργάνωσης ή οικονομίας του Σταθμού. Αυτή η δυνατότητα όχι μόνον ήταν γνωστή στους ενάγοντες από την αρχή κιόλας της εργοδότησης τους (διότι με το Τεκμ. «Α» γινόταν σαφής αναφορά στους Κανονισμούς και Όρους Υπηρεσίας και η εργοδότηση τους υπόκειτο σε αυτούς), αλλά και στην πορεία του χρόνου πλειστάκις επιβεβαιώθη και ενσωματώθηκε η δυνατότητα απόλυσης λόγω πλεονασμού στις συλλογικές συμβάσεις που ακολούθησαν αλλά και στους Κανονισμούς του Ταμείου Συντάξεως που αντικατέστησαν το Ταμείο Προνοίας. Και δεν τίθετο μόνο θέμα πλεονασμού στη συγκεκριμένη θέση, του φρουρού ασφαλείας στην οποία απασχολούνταν οι ενάγοντες. Ο πλεονασμός διείπε όλο το φάσμα εργασίας στο Σταθμό, όπως φανερώνεται από τις παρ.13 και 15 του Τεκμ. «Λ»4, της συλλογικής σύμβασης για τα έτη 1996 - 98. Ορθά υπέδειξε ο κ. Κληρίδης στην αγόρευση του και έτσι φανερώνεται και από τα τεκμήρια ότι εκείνο που οι ενάγοντες μέσω της Συντεχνίας τους επεδίωκαν κατά την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων, ήταν η αύξηση του ποσού που θα επωφελούντο με την απόλυση τους λόγω κατάργησης θέσης. Ουδέποτε αμφισβητήθηκε αυτή τούτη η δυνατότητα του Σταθμού να απολύσει προσωπικό λόγω πλεονασμού.»
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επιβεβαιώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ότι έγινε εξοικονόμηση χρημάτων από τη μετατροπή του Ταμείου Προνοίας σε Ταμείο Συντάξεως. Έχουμε την άποψη ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι εντελώς περιθωριακή και δεν άπτεται της ουσίας των επίδικων θεμάτων. Ωστόσο, έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία χωρίς να εντοπίσουμε στοιχεία που θα μπορούσαν πειστικά να οδηγήσουν βάσιμα στο συμπέρασμα ότι η μετατροπή του Ταμείου Προνοίας σε Ταμείο Συντάξεως επέφερε εξοικονόμηση χρημάτων μάλιστα ενάμιση εκατομμυρίου λιρών στο σταθμό.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί θεωρούμε αβάσιμους τους λόγους έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.