ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 1999

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Αρ. Αίτησης 187/2004

8 Δεκεμβρίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

Αναφορικά με την Αίτηση του PUNIA RANDEEP SINGH, από

την Iνδία και τώρα στα Κρατητήρια της Αστυνομίας Λάρνακας

Α ιτητή,

και

Αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία

Αναφορικά με την Υπηρεσία Ασύλου,

Αναφορικά με τον Λειτουργό Μετανάστευσης, μέσω

του Γενικού Εισαγγελέως,

Καθ΄ω ν η αίτηση.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον αιτητή

Αιτητής παρών

Ρ. Παπαέτη, για καθ΄ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο Punia Randeep Singh από την Ινδία αφίχθηκε στην Κύπρο με άδεια εισόδου ισχύος τριών μηνών, από 16.5.2003 μέχρι 14.8.2003, για να εργαστεί ως εργάτης στην Πάφο. Ο εργοδότης του ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές ότι ο πιο πάνω αλλοδαπός, ο οποίος πήγε σ΄ αυτόν για να εργαστεί την 31.5.2003, εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του στις 3.6.2003. Επειδή ο αλλοδαπός δεν παρουσιάστηκε στο Γραφείο Εργασίας για να υποβάλει οποιοδήποτε παράπονο εναντίον του εργοδότη του, τοποθετήθηκε στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων.

Στις 8.7.2004 στη Λάρνακα, υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 15.7.2004 ο Αστυνομικός Σταθμός Πύλης Πάφου του εξέδωσε σχετική βεβαίωση (Παράρτημα 1 στην ένορκη δήλωση του αιτητή).

Στις 23.7.2004, όταν ο αλλοδαπός παρουσιάστηκε στο Κλιμάκιο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στη Λάρνακα, προφανώς για να του δοθούν σχετικά έγγραφα (βιβλιάριο εγγραφής αλλοδαπού κ.λ.π.), συνελήφθη και την επόμενη παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστηρίου, που του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 μηνών για παράνομη παραμονή στην Κύπρο.

Στις 29.10.2004 αποφυλακίστηκε και την ίδια ημέρα εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησής του. Η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ανεστάλη αυθημερόν, προφανώς για το σκοπό συμπλήρωσης της διαδικασίας της αίτησης ασύλου του αιτητή. Περί τούτου ενημερώθηκε γραπτώς ο αιτητής την 1.11.2004.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, προβάλλοντας ότι η κράτησή του είναι παράνομη.

Ο συνήγορος του αιτητή, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αίτησης, αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες της Περί Αλλοδαπών και Περί Πολιτικού Ασύλου Νομοθεσίας και υπέβαλε ότι, αφ΄ης στιγμής υπήρχε αίτηση για άσυλο, η κράτησή του ήταν παράνομη, γιατί μια τέτοια κράτηση συγκρουόταν με τις πρόνοιες του άρθρου 7(4) του Περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως η αναστολή του διατάγματος απέλασης επηρέαζε την ισχύ του διατάγματος κράτησης, θεωρώντας ότι η τέτοια αναστολή ισοδυναμούσε με ανάκληση του διατάγματος, καθιστώντας έτσι την κράτηση αυθαίρετη και χωρίς νομικό έρεισμα.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αντέκρουσε τις πιο πάνω θέσεις και επιπρόσθετα υπέβαλε πως τόσο η έκδοση του διατάγματος απέλασης, όσο και εκείνη του συνεπακόλουθου διατάγματος κράτησης, συνιστούν διοικητική πράξη, η οποία εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία που δίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και ως εκ τούτου η αίτηση για Habeas Corpus δεν μπορεί να επιτύχει.

Ασχολήθηκα με παρόμοια θέματα στις υποθέσεις Mohammed Saad Elnajar, Αίτηση Αρ. 26/2004, ημερ. 18.3.2004, και Re Refaat Barquwi, Αίτηση Αρ. 131/2003, ημερ. 12.1.2004.

Στην πρώτη πιο πάνω απόφαση κατέληξα στο συμπέρασμα πως «η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης δεν επηρεάζει τη νομιμότητα και τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος, αφού η αναστολή εκτέλεσης δεν ακυρώνει το διάταγμα αυτό καθ΄εαυτό και έτσι δεν επηρεάζει ούτε και το συνακόλουθο διάταγμα κράτησης». (Δέστε και Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301).

Στην απόφαση μου στη Re Refaat, έκρινα πως τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το συνεπακόλουθο διάταγμα κράτησης συνιστούν διοικητικές πράξεις και έτσι η περίπτωση εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου και χωρεί μόνο προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146. (Δέστε και Ali Sharif, Αίτηση Αρ. 23/04, ημερ. 12.3.04).

Παρόμοια θέση ακολουθήθηκε και στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Jamil Ahmed, Αίτηση Αρ. 151/2004, ημερ. 22.10.2004, με βάση παρόμοια γεγονότα, όπου και πάλι κρίθηκε πως η περίπτωση ξέφευγε της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αίτησης για Habeas Corpus, αφού το θέμα ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Υιοθετώ περαιτέρω την θέση που εκφράστηκε στην πιο πάνω απόφαση από τον Κωνσταντινίδη, Δ., σε σχέση με το επιχείρημα του αιτητή πως σε κάθε περίπτωση που υπάρχει αίτηση για άσυλο με μόνο λόγο την υποβολή αυτής της αίτησης, απαγορεύεται η κράτησή του. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, το οποίο και υιοθετώ:

«Λανθασμένη, όμως θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή.»

Όσον αφορά τη θέση του αιτητή πως η αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης ισοδυναμεί με ανάκληση της διοικητικής πράξης και έτσι η κράτηση του αιτητή καθίσταται παράνομη, αφού αυτόματα ακυρώνεται και το διάταγμα κράτησης, παραπέμπω και πάλι στις παρατηρήσεις τις οποίες προβαίνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην πιο πάνω απόφασή του στις σελ. 6 και 7, τις οποίες και υιοθετώ:

«Είναι σαφές πως ανεστάλη μόνο η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, για να παραμείνει στην Κύπρο ο αιτητής εκκρεμούσας της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του για άσυλο. Δεν ανεστάλη, στοχευμένα βεβαίως, είτε το ίδιο το διάταγμα απέλασης είτε το διάταγμα κράτησης. Πρέπει να θεωρήσουμε πως κατ΄ανάγκην επέρχεται αναστολή και του διατάγματος κράτησης, ενόψει τέτοιας αναστολής; Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή την προσέγγιση. Η αναστολή εκτέλεσης διακρίνεται από την ανάκληση της διοικητικής πράξης. Είναι βεβαίως δυνατό να θεωρηθεί ότι η χωρίς χρονικό προσδιορισμό αναστολή εκτέλεσης ισοδυναμεί με ανάκληση. Αναφέρονται στο θέμα ο Παπαχατζής στο Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου 6η έκδοση σελ. 669 και ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων - Ανατύπωση 1982 σελ. 387 με επεξήγηση στο δεύτερο πως «εις τον δικαστή απόκειται να ανεύρη εν τη τοιαύτη περί αναστολής εκτελέσεως πράξει πρόθεσιν προς ουσιαστικήν ανάκλησιν ...» Και εν προκειμένω, τα πράγματα δεν καταδεικνύουν ανάκληση. Και δεν ήταν καν για ακαθόριστο χρόνο που αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Εκδήλως αναστάληκε η εκτέλεσή του για το χρόνο που θα απαιτείτο, λαμβανομένων υπόψη και των προθεσμιών του Νόμου περί Προσφύγων, για τη συμπλήρωση της διαδικασίας της αίτησης για άσυλο με τη σαφή πρόθεση να παραμείνουν σε ισχύ το ίδιο το διάταγμα απέλασης και βεβαίως το διάταγμα κράτησης.»

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω πως η αίτηση εκφεύγει της δικαιοδοσίας μου στα πλαίσια αιτήματος για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

Π. Αρτέμης, Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο