ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1995
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Αρ. 165/2004)
7 Δεκεμβρίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΔΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΝΑ
ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ / ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 28.4.2004 ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΧΘΗ ΤΗΝ 12.5.2004 ΣΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ
ΥΠ΄ ΑΡ. ΗΜΕΡ. 19.4.2004, ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΕ ΤΗΝ
ΑΓΩΓΗ 7235/00 ΕΠ. ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΕΤΡΟΣ Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Ενάγοντα
- ΚΑΙ -
ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΔΙΟΥ,
Εναγόμενου
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
--------------------------
Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Αιτητή.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η (ex tempore)
Ο αιτητής, που ήταν εναγόμενος στην αγωγή αρ. 7235/00 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, παρέλειψε να καταθέσει εμφάνιση. Η υπόθεση προχώρησε στην απουσία του και στις 17 Δεκεμβρίου 2001, κατόπιν απόδειξης, εκδόθηκε απόφαση με την οποία, μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο τον διέταξε «όπως μεταβιβάσει και εγγράψει επ΄ ονόματι του ενάγοντα το διαμέρισμα αρ. 404 στην οδό Τυπάλδου 15 εις Αγίους Ομολογητές με αριθμό εγγραφής C2827 Φ/Σ ΧΧΙ/5.46.ΙΙ 4 (Specific Performance)». Το εν λόγω διάταγμα του επιδόθηκε εν καιρώ αλλά αυτός ουδέν έπραξε. Ο εξ αποφάσεως πιστωτής προχώρησε, κατά το 2002, με αίτηση για παρακοή αλλά εν τέλει την απέσυρε, προφανώς διότι δεν διέκρινε δυνατότητα επιτυχίας. Στις 19 Απριλίου 2004 αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για:
«Συμπληρωματικό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να καθορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου ο εναγόμενος πρέπει να συμμορφωθεί με το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 17/12/01 και συγκεκριμένα όπως ο εναγόμενος διαταχθεί να μεταβιβάσει και εγγράψει επ΄ ονόματι του ενάγοντα το διαμέρισμα αρ. 404 στην οδό Τυπάλδου 15 εις Αγίους Ομολογητές με αριθμό εγγραφής C2827 Φ/Σ ΧΧΙ/5.46.ΙΙ 4 (specific perfomance) εντός 30 ημερών από την επίδοση του παρόντος Διατάγματος.»
Στις 28 Απριλίου 2004 το αίτημα εγκρίθηκε και εκδόθηκε ανάλογο διάταγμα το οποίο επιδόθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2004.
Με την παρούσα αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε στις 5 Οκτωβρίου 2004, ο αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ με λεπτομέρεια στα όσα προβάλλει. Συνίστανται κυρίως στα εξής: (α) Ότι μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης στην αγωγή δεν παρεχόταν οποιαδήποτε δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου μεταβίβασης. Σχετικά με αυτό γίνεται επίκληση στο περιεχόμενο της αγωγής και στη μαρτυρία που προσήχθη για απόδειξη της απαίτησης. Αυτά προς υποστήριξη της άποψης ότι σκόπιμα το Δικαστήριο αρχικά δεν είχε προσδιορίσει τον χρόνο εντός του οποίου θα γινόταν η μεταβίβαση. (β) Ότι ο Δικαστής που εξέτασε τη μονομερή αίτηση δεν είχε δικαιοδοσία να διαφοροποιήσει την απόφαση την οποία συνάδελφος του είχε εκδώσει στην αγωγή. (γ) Ότι ούτως ή άλλως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί του θέματος στη βάση μονομερούς αίτησης. (δ) Ότι εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να του είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί. (ε) Ότι επί της ουσίας, ο εξ αποφάσεως πιστωτής ενήργησε με δόλιο τρόπο.
Δεν θα με απασχολήσουν όλα αυτά. Θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος για εξέταση των όποιων παραπόνων του αιτητή. Η Δ.48 θ. 8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι:
«(4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.»
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης υπέδειξα αυτή την πρόνοια στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή. Αναφέρθηκα δε στο ευρύτερο πλαίσιο που θέτει η Δ.48 θ. 8 ως προς τη δυνατότητα κατάθεσης μονομερών αιτήσεων, για να προσθέσω προς εξέταση και την ανησυχία μήπως η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48 θ. 8(4) περιορίζεται σε μόνο τις περιπτώσεις όπου είναι εξ αρχής επιτρεπτή η μονομερής αίτηση αλλά όχι σ΄ εκείνες όπου απαιτείται εξ αρχής αίτηση διά κλήσεως. Έχω την άποψη ότι η δυνατότητα που προσφέρει η Δ.48 θ. 8(4) καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Το αν ορθά ή λανθασμένα υποβλήθηκε αίτηση μονομερώς είναι ζήτημα που και αυτό μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο αίτησης διά κλήσεως βάσει της Δ.48 θ. 8(4). Αλλά ακόμα και αν επικρατούσε επ΄ αυτού διαφορετική άποψη, ο αιτητής θα είχε το ένδικο μέσο θεραπείας. Θα είχε την έφεση. Για τέτοιου είδους ζητήματα προβλέπονται εναλλακτικοί αλλά και αποτελεσματικοί τρόποι με τους οποίους ο διάδικος μπορεί να αναζητήσει θεραπεία. Η δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων δεν προορίζεται να υποκαταστήσει τα θεσμοθετημένα ένδικα μέσα. Λειτουργεί κυρίως εκεί όπου ελλείπει άλλο ένδικο μέσο και, σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, εκεί όπου υφιστάμενο ένδικο μέσο φαίνεται να είναι αναποτελεσματικό. Δεν διακρίνω επί του προκειμένου οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί εξέταση του θέματος στη δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων. Τις σχετικές επ΄ αυτού αρχές είχα την ευκαιρία να τις εξηγήσω, με αναφορά στη νομολογία, στην υπόθεση Λουκή Παπαχριστοφόρου, Αίτηση Αρ. 14/01 ημερ. 9 Μαρτίου 2001 και δεν χρειάζεται εδώ να επεκταθώ.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.