ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1968
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11695)
30 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΪΜΗΣ
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
EUROINVESTMENT & FINANCE LTD
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
- - - - - - - -
Κ. Χ. Βελάρης, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Πελίδης, για τους Εφεσίβλητους
-------- ----------- --------
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κραμβή. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Φωτίου. Εγώ οδηγούμαι σε διαφορετική κρίση και αποτέλεσμα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες είναι δημόσια εταιρεία, και καθώς οι ίδιοι λέγουν στην έκθεση απαίτησης τους, που καταχωρίστηκε σε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 21.8.2002, έχουν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα άσκησης τραπεζικών εργασιών και διεξάγουν, μεταξύ άλλων, εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Με την αγωγή τους απαιτούσαν από τον εφεσείοντα-εναγόμενο £43.537,20 με τόκο 10,5% από 22.5.2002, υπόλοιπο λογαριασμού που προέκυψε μετά την παροχή χρηματικών διευκολύνσεων προς αυτόν, που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αγορά μετοχών, χρεωγράφων ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ, σύμφωνα με τις εντολές του σε χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο ο ίδιος επέλεξε.
Στις 8.10.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για συνοπτική απόφαση, όπως διαλαμβάνεται στις πρόνοιες της Δ.18 Κ.1(α). Ο εφεσείων έφερε ένσταση στην αίτηση, αλλά το Δικαστήριο στις 22.5.2003 αποδέκτηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα. Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της έφεσης.
Το εφετείο μας έχει εκδώσει δύο αποφάσεις, στις οποίες τα γεγονότα της υπόθεσης είναι πανομοιότυπα, με τους ίδιους μάλιστα εφεσίβλητους, στις οποίες ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και έδωσε άδεια στους εφεσείοντες/εναγόμενους να υποβάλουν την υπεράσπιση τους, ώστε η υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη, (δες: Zervos ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 (Γ) σελ. 1968) και Πολιτική έφεση 11749 Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd, 9.11.04. Υπεδείχθησαν στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων οι πιο πάνω δύο αποφάσεις, όπου οι ίδιοι ενεργούσαν ως δικηγόροι των εφεσιβλήτων. ΄Εγινε όμως εισήγηση πως τα γεγονότα στην παρούσα έφεση διαφοροποιούνται από τις δύο προηγούμενες γιατί στην υπό εκδίκαση έφεση, στην ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο εφεσείων για να στηρίξει την ένσταση του ενάντια στην συνοπτική απόφαση, δεν περιέχονται καθόλου στοιχεία από τα οποία να αναδύεται συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δώσει το Δικαστήριο άδεια να καταχωριστεί υπεράσπιση.
Πράγματι η ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο εφεσείων για να αιτιολογήσει την ένσταση του, είναι γενικόλογη και δεν συνάδει με τη νομολογία μας ως προς τα στοιχεία που αναμένεται να περιέχει, για να ενεργήσει το Δικαστήριο υπέρ της παροχής άδειας για υπεράσπιση. Η παραπομπή στην ένορκη δήλωση στο περιεχόμενο της δικογραφίας γίνεται κατ΄αντίθεση της νομολογίας μας, που λέγει πως η υιοθέτηση ενόρκως του περιεχομένου οποιουδήποτε δικογραφήματος δεν το καθιστά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου (δες: Μιχαηλίδης Λτδ ν. Κυριάκου Δρουσιώτη κ.α.(1995) 1 Α.Α.Δ. 877). Βέβαια στην εδώ παραπομπή περιλαμβάνεται και ένορκη δήλωση που κατέθεσε ο εφεσείων για να στηρίξει άλλο αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου, και όπου σ΄αυτή δίδονται πλήρεις λεπτομέρειες της υπεράσπισης του στην αγωγή των εφεσιβλήτων.
Στο τέλος της απόφασης μας στην Zervos υποδείξαμε πως η συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18 πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύει ο ενάγων πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή. Και τούτο γιατί η λειτουργία της διαδικασίας αυτής πρέπει πλέον να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Συντάγματος μας, και τις ανάλογες διατάξεις της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση διαδίκου στο Δικαστήριο όπου και δικαιούται να προβάλει τους ισχυρισμούς του στην υπόθεση που αντιμετωπίζει.
Στην έφεση που συζητούμε δεν μπορώ να παραβλέψω, σαν θέμα ουσιαστικής δικαιοσύνης, ότι η φύση της συναλλαγής και τα στοιχεία που την συνιστούσαν είναι ακριβώς τα ίδια όπως στις πιο πάνω προηγούμενες εφέσεις. Είναι γεγονός πως εκεί οι εφεσείοντες πρόβαλαν ως στοιχείο υπεράσπισης τους, στην ένσταση που καταχώρισαν εναντίον της συνοπτικής απόφασης, ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν αμέλεια κατά την εφαρμογή της μεταξύ τους σύμβασης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να υποστούν ζημίες, για τις οποίες θεωρούσαν υπεύθυνους τους εφεσίβλητους. Στην έφεση που εξετάζουμε αυτό το ουσιαστικό στοιχείο δεν έχει περιληφθεί στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα. Παραπέμπει όμως σε άλλη ένορκη δήλωση που καταχώρισε σε άλλο ένδικο διάβημα, που βρίσκεται στον ίδιο φάκελο, όπου με λεπτομέρεια αναφέρει τους λόγους της υπεράσπισης του, μεταξύ αυτών και την επίδειξη αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων κατά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Επιπλέον, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μου είναι η αιτία της αγωγής των εφεσιβλήτων και οι λεπτομέρειες αναφορικά με τη σύμβαση στην οποία στηρίζουν την αγωγή τους. Στοιχεία των οποίων η διατύπωση καταλαμβάνει δώδεκα παραγράφους της ΄Εκθεσης Απαίτησης. Δεσπόζον επομένως κριτήριο είναι, αν ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως αγωγή με τέτοιο περιεχόμενο προχωρεί με συνοπτική διαδικασία και εκδίδεται απόφαση χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ακουστεί επί της ουσίας. Η γνώμη μου είναι, ενόψει αυτών που αναφέρω πιο πάνω, πως τούτο δεν μπορούσε να γίνει. Θα επέτρεπα επομένως την έφεση.
Χρ. Αρτεμίδης, Π.
/ΜΑ