ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1968
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11695)
30 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙΜΗΣ,
Εφεσείων,
v.
EUROINVESTMENT & FINANCE LTD,
Εφεσιβλήτ ων.
― ― ― ― ―
Κ. Χ. Βελάρης, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Πελίδης, για τους Εφεσίβλητους.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:
Με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας οι εφεσίβλητοι αξίωσαν από τον εφεσείοντα £43.663,21 με τόκο προς 10,5% ετησίως από 22.5.2002 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει χρεωστικού υπολοίπου λογαριασμού πλέον έξοδα, τέλη ιδιωτικής επίδοσης και ΦΠΑ.Αναφέρεται στην Εκθεση Απαίτησης ότι οι αιτητές ασκούν νόμιμα τραπεζικές εργασίες μεταξύ των οποίων, εργασίες χρηματοδότησης επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το «ΧΑΚ»). Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 29.8.1999 οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν να παρέχουν στον εφεσείοντα δάνεια και/ή πιστωτικές διευκολύνσεις για σκοπούς επενδύσεων στο ΧΑΚ. Για τους σκοπούς της συμφωνίας, ο εφεσείων εξουσιοδότησε το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities Ltd να ενεργεί για λογαριασμό του. Στις 22.12.99 ο εφεσείων ανακάλεσε το πληρεξούσιο του προς το πιο πάνω χρηματιστηριακό γραφείο. Κατά ή περί τις 23.12.99 ο εφεσείων υπέγραψε νέα συμφωνία χρηματοδότησης με τους εφεσίβλητους σε αντικατάσταση της προηγούμενης και εξουσιοδότησε το χρηματιστηριακό γραφείο AAA United Stockbrokers Ltd να τον εκπροσωπεί σε όλες τις σχέσεις του με τους εφεσίβλητους που απορρέουν από τη συμφωνία. Η εν λόγω συμφωνία, διαλάμβανε σειρά όρων που αφορούσαν στη λειτουργία του λογαριασμού που θα ανοιγόταν με βάση τη συμφωνία στο όνομα του εφεσείοντα και καθόριζε το ποσό των £40.000 ως ανώτατο όριο των διευκολύνσεων που θα παρείχαν οι εφεσίβλητοι προς τον εφεσείοντα. Οι διευκολύνσεις θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αγορά μετοχών, χρεογράφων, δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (warrants) τραπεζικών οργανισμών ή άλλων αξιών εισηγμένων στο ΧΑΚ, βάσει εντολών που θα έδιδε ο εφεσείων στο χρηματιστηριακό γραφείο που ο ίδιος εξουσιοδότησε να ενεργεί για λογαριασμό του για τους σκοπούς της συμφωνίας. Στην έκθεση απαίτησης γίνεται επίσης εκτενής αναφορά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων με βάση τη συμφωνία, καθώς και στο σύστημα λειτουργίας των εξασφαλίσεων που ο εφεσείων ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στους εφεσίβλητους με βάση τη συμφωνία για τις παρεχομένες διευκολύνσεις. H συμφωνία, μεταξύ άλλων, διελάμβανε ότι οι αξίες που θα αγοράζονται με χρήση των διευκολύνσεων θα εγγράφονται για σκοπούς εγγύησης στο όνομα των εφεσιβλήτων ή της θυγατρικής τους εταιρείας EMF Investors Limited και θα παρέμεναν εγγεγραμμένες ενόσω υπάρχει υπόλοιπο οφειλόμενο από τον εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι θα είχαν δικαίωμα πώλησης των αξιών που αγοράσθηκαν και είσπραξης του εισοδήματος της πώλησης προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου από τον εφεσείοντα στους εφεσίβλητους άνευ επηρεασμού του δικαιώματος τους να απαιτήσουν από τον εφεσείοντα οποιοδήποτε οφειλόμενο προς αυτούς ποσό. Στη συμφωνία, προβλεπόταν επίσης η κατάθεση μετρητών από τον εφεσείοντα προς περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους εφεσίβλητους. Στην έκθεση απαίτησης γίνεται εκτενής αναφορά των διαφόρων πτυχών της συμφωνίας που αφορούν στη λειτουργία του συστήματος εξασφάλισης των εφεσιβλήτων για τις διευκολύνσεις που θα παρείχαν, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματός τους για ρευστοποίηση αξιών που μεταβιβάστηκαν σ΄ αυτούς προς εξασφάλιση των διευκολύνσεων για εξόφληση οποιουδήποτε υπόλοιπου του λογαριασμού του εφεσείοντα.
Στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι στα πλαίσια της συμφωνίας έγιναν συναλλαγές, δοσοληψίες κλπ με αντίστοιχες πιστωχρεώσεις του λογαριασμού του εφεσείοντα. Στην πορεία των συναλλαγών, διαφάνηκε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν χρεωστικό και ότι η συνολική αξία των εξασφαλίσεων δεν ήταν στο προβλεπόμενο από τη συμφωνία επίπεδο. Οι εφεσίβλητοι προειδοποίησαν τον εφεσείοντα ότι αν δεν ενεργούσε εντός 7 ημερών,
(α) θα πωλούσαν τις αγορασθείσες αξίες του που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων ή της θυγατρικής τους εταιρείας,
(β) θα πίστωναν με το προϊόν της πώλησης το λογαριασμό,
(γ) θα τερμάτιζαν τη συμφωνία και τη λειτουργία του λογαριασμού και θα προχωρούσαν με δικαστικά μέτρα εναντίον του εφεσείοντα για το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να λάβει οποιαδήποτε διορθωτικά μέτρα, προχώρησαν στην πώληση των αγορασθεισών αξιών και στην πίστωση του λογαριασμού με το προϊόν της πώλησης. Μετά την εν λόγω πίστωση, ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £43.663,21 ποσό το οποίο, οι εφεσίβλητοι απαιτούν με την αγωγή.
Στις 8.10.2002 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση. Ο εφεσείων καταχώρησε ένσταση στις 20.12.2002 και την ίδια ημέρα καταχώρησε εκπρόθεσμα και χωρίς προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου υπεράσπιση και ανταπαίτηση στην αγωγή. Ο εφεσείων στην ένσταση ως κατακλείδα αναφέρει,
«Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα ένσταση είναι εμφανή στο φάκελο του Δικαστηρίου και συμπληρώνονται από την επισυνημμένη ένορκη δήλωση του Γιώργου Καϊμη από τη Λευκωσία.»
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι γενικόλογη. Γενικά και αόριστα προβάλλονται ισχυρισμοί χωρίς να παρατίθενται τα στοιχεία που απαιτούνται προς τεκμηρίωση της βασικής θέσης του εφεσείοντα ότι έχει καλή/συζητήσιμη υπεράσπιση και ότι η περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για να εκδοθεί συνοπτική απόφαση με βάση τις πρόνοιες της Δ.18 κ.1(α). Ωστόσο ο εφεσείων, υιοθετεί με τη δήλωσή του το περιεχόμενο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης του και επιβεβαιώνει ότι οι ισχυρισμοί και τα γεγονότα που αναφέρονται στα εν λόγω δικόγραφα είναι ορθά και αληθή.
Ενόψει των πιο πάνω εγείρεται ζήτημα προς εξέταση κατά πόσο η ένορκη υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης καθιστά τούτο μαρτυρία για τους σκοπούς της Δ.18. Η απάντηση είναι αρνητική. Επί του θέματος υπάρχει δεσμευτικό προηγούμενο. Η προσέγγιση της νομολογίας* σύμφωνα με την οποία, η υιοθέτηση του περιεχομένου της αίτησης ή δικογραφήματος δεν καθιστά τούτο μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου είναι μεν αυστηρή πλην όμως δεν υπάρχει διέξοδος απόκλισης. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχει ζητηθεί να αποστούμε από τη νομολογία που καθιέρωσε το προμνησθέν δεσμευτικό προηγούμενο. Ακολουθεί, πως η υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, που ομολογουμένως θα προσφερόταν προς τεκμηρίωση της θέσης του εφεσείοντα εάν τούτο αποτελούσε παραδεκτή μαρτυρία, δεν παρέχει υπό τις περιστάσεις νόμιμο έρεισμα στην ένσταση του εφεσίβλητου στο αίτημα για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Στις Zevros v. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) 1968 και Αγαθοκλής Σχίζας ν. Euroinvestment & Finance Ltd, Π.Ε. 11749, ημερ. 9.11.04 το Εφετείο παραμέρισε τις πρωτόδικες αποφάσεις αφού διαπίστωσε ότι δεν εκτιμήθηκε σωστά η μαρτυρία και ότι τα στοιχεία που παρουσίασαν οι εφεσείοντες στην καθεμιά υπόθεση ήταν αρκετά για να τους δοθεί δικαίωμα προβολής της υπεράσπισής τους.
Οι αρχές με βάση τις οποίες προσεγγίζεται το αίτημα για έκδοση συνοπτικής απόφασης έχουν αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία. Οι εν λόγω αρχές συνοπτικά εκτίθενται στην Λούκος Λτδ. κ.ά. ν. Εθνικής Τράπ. Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 418 ως εξής:
«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας καιμε ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18. Υπάρχει δε πλούσια νομολογία. Είναι εδώ αρκετό απλώς να παραπέμψουμε στις Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στη CY.E.M.S. Co. v. Central Co-operative Industries (1982) 1 C.L.R. 897 στις σελ. 902-905.»
Η ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.18. Οι λεπτομέρειες και τα στοιχεία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού για ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης κλπ ώστε το δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δώσει δικαίωμα στον εναγόμενο να προβάλει την υπεράσπισή του πρέπει να εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και η οποία, ως στοιχείο μαρτυρίας, εκτιμάται ανάλογα από το δικαστήριο.
Για τους λόγους που έχουμε αναφέρει, η υιοθέτηση του περιεχομένου της υπεράσπισης και ανταπάντησης αντίκειται στις αρχές της νομολογίας οι οποίες αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Ο,τι απομένει στη δήλωση δεν τεκμηριώνει καλή υπεράσπιση ούτε αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανοποιητικά για να παρασχεθεί στον εφεσείοντα δικαίωμα υπεράσπισης. Εχουμε τη γνώμη πως η απλή επίκληση της φύσης της υπόθεσης χωρίς ο,τιδήποτε άλλο δεν διασώζει την ένσταση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.