ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1741
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 11946
21 Οκτωβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στες]
ΜERSANO INVESTMENTS LTD
Eφεσειόντες
ν.
ΚΑRIAN GENERAL SERVICES LTD
Eφεσιβλήτων
--------------------
Στ. Λεμής με Τ. Παντελή για τους εφεσείοντες.
Π. Τσαγγάρης για τους εφεσίβλητους.
--------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες διεκδικούν από τους εφεσείοντες-εναγομένους το ποσό των £152.000 ως υπόλοιπο λογαριασμού, κατ΄επίκληση γραπτής συμφωνίας. Με ex parte αίτησή τους εξασφάλισαν παρεμπίπτον διάταγμα απαγορευτικό γενικά της αποξένωσης ή επιβάρυνσης ακινήτου των εφεσειόντων, που περιγράφεται. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε τα μέρη, κατέληξε σε απόφαση για την "οριστικοποίηση" αυτού του διατάγματος, με τον περιορισμό πως θα αφορούσε πλέον στο ¼ μόνο του ακινήτου.
Το θέμα είχε συζητηθεί με αναφορά στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε) και το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του. Ειδικά, με αναφορά σε γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 11.5.01 και σε έγγραφη αποδοχή ως οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των £152.000, ημερομηνίας 8.5.03, πως υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Και, περαιτέρω, πως ενόψει του καταδειχθέντος ενδεχόμενου αποξένωσης του ακινήτου και του κινδύνου να παραμείνουν στο τέλος οι ενάγοντες χωρίς θεραπεία, επληρούντο και οι τρεις προϋποθέσεις. Ενώ, ταυτοχρόνως, η στάθμιση των δεδομένων αναδείκνυαν ως εύλογη και δίκαιη τη διατήρηση του διατάγματος. Σε σχέση όμως μόνο με το ¼ του ακινήτου, αφού υπήρχε μαρτυρία πως η αξία του ανερχόταν στο ένα εκατομμύριο λίρες.
Οι λόγοι έφεσης, εν τούτοις, δεν αναφέρονται στην αιτιολογική βάση της πρωτόδικης απόφασης. Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που περιέχονταν σε δυο ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν την ένσταση των εφεσειόντων στη διατήρηση του διατάγματος. Αυτό, όμως, χωρίς οποιασδήποτε μορφής εξειδίκευση αναφορικά με το πώς το περιεχόμενο αυτών των ενόρκων δηλώσεων θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και ήταν δίκαιο και εύλογο να διατηρηθεί το διάταγμα, κρίση η οποία, εν τέλει, παρέμεινε απρόσβλητη. Υπό αυτά τα δεδομένα, η εξέταση των θεμάτων που εγείρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό των ενόρκων δηλώσεων θα ήταν ακαδημαϊκό εγχείρημα το οποίο, βεβαίως, δεν θα αναλάβουμε.
Κατά τον δεύτερο και τελευταίο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο "κακώς δεν έλαβε υπόψη του ισχυρισμούς του συνηγόρου των εναγομένων-καθ΄ ων η αίτηση όπου κατά την αγόρευσή του ισχυρίστηκε πως οι ενάγοντες-αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη στοιχεία". Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό και τον απέρριψε. Ενώπιόν μας συζητήθηκαν τα πιο κάτω ως στοιχεία που θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αντίθετη κρίση.
"Γνωρίζω και καταλαβαίνω την Ελληνική αλλά αν κάποια λέξη ή φράση δεν καταλαβαίνω με βοηθά και ο συνεργάτης μου κ. ΄Αλκης Αρακαπιώτης όπως έγινε και στην περίπτωση των προηγούμενων ενόρκων δηλώσεων μου για τες οποίες ξέρω πολύ καλά το περιεχόμενο τους και ανταποκρίνονται στην αλήθεια όπως και σ' αυτήν την ένορκη μου δήλωση."
Το πρωτόδικο δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα ως εξής:
"Δόθηκε μεγάλη έμφαση από τον ευπαίδευτο συνήγορο στο γεγονός ότι η ενόρκως δηλούσα για λογαριασμό των εναγόντων δεν γνωρίζει ελληνικά ή δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα επαρκώς ώστε να ορκισθεί θετικά. Το θέμα της έρευνας έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο αφού ζητήθηκε και εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου για να αντεξεταστεί η ενόρκως δηλούσα αλλά τελικώς δεν προωθήθηκε."
Ενώπιόν μας οι εφεσείοντες υποστηρίζουν πως το διάταγμα θα έπρεπε να ακυρωθεί επειδή θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η Arakelyan δεν αποκάλυψε την αδυναμία της να χειρίζεται απταίστως την ελληνική γλώσσα ούτε προσδιόρισε την ακριβή βοήθεια της οποίας έτυχε. Για μάρτυρα που διεκδικεί πλήρη γνώση και κατανόηση του κειμένου όπως αυτό υπογράφηκε δεν ήταν ουσιώδης η εξ αρχής αναφορά στο επίπεδο της γνώσης της γλώσσας γενικώς, ώστε να τίθεται ζήτημα μη αποκάλυψης. Και αυτό ανεξάρτητα από την έλλειψη πραγματικού υπόβαθρου για την προβολή του ισχυρισμού όπως ορθά εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
"Η συμφωνία 11.5.2001 δεν έχει συμπεριληφθεί είπεν ο κ. Λεμής στα έγγραφα που οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου για να αιτηθούν το συντηρητικό διάταγμα. ΄Οταν υπέδειξα στον ευπαίδευτο συνήγορο ότι η αναφορά γίνεται στην Έκθεση Απαίτησης ο συνήγορος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το τι περιλαμβάνεται στην Έκθεση Απαίτησης δεν ανταποκρίνεται προς το περιεχόμενο της συμφωνίας 11.5.2001. Το τι ουσιαστικά θέλει ο συνήγορος και καλεί το Δικαστήριο είναι να προχωρήσει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας για σκοπούς συντηρητικού διατάγματος μαρτυρίας και να οδηγηθεί σε συμπέρασμα ότι η μάρτυρας δεν είπεν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Αυτό το στοιχείο ξεφεύγει του σκοπού του συντηρητικού διατάγματος που δεν είναι άλλο παρά να καταλήξει σε κάποια συγκεκριμένα γεγονότα για να διαπιστώσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 32. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1CLR 263. Aπό την άλλη δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου η συμφωνία ημερ. 11.5.2001 για να κριθεί κατά πόσο αυτό το οποίο λέγει ο συνήγορος είναι ορθό ή όχι. Συνακόλουθα πρέπει το Δικαστήριο να περιορισθεί στα γεγονότα τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον του με βάση τις ένορκες δηλώσεις και την ΄Εκθεση Απαίτησης. Η συμπερίληψη της συμφωνίας μέσα στα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ουσιώδες γεγονός; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης ήταν αρκετή έτσι ώστε το Δικαστήριο να μορφώσει άποψη για τους ισχυρισμούς που προβάλλονται ενώπιον του."
Η αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, κατά το μέρος της που αναφέρεται σ' αυτό το θέμα, όπως επαναλήφθηκε χωρίς άλλα και στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, είναι η ακόλουθη:
"Στις ένορκες δηλώσεις της κ. Arakelyan ημερομηνίας 7/10/2003, 29/10/2003 και 16/12/2003 υπήρχαν πολλές αντιφάσεις και οι ισχυρισμοί στην κάθε μια από αυτές ήταν διαφορετικοί. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όμως θεώρησε λανθασμένα πως υπήρξε πλήρης και αληθής αποκάλυψη προς το Δικαστήριο από τους Ενάγοντες - Αιτητές παρόλο που ο συνήγορος των Εναγομένων - Καθ΄ων η Αίτηση έκανε εκτεταμένη αναφορά στο γεγονός ότι η μη αποκάλυψη όλων των γεγονότων (συμπεριλαμβανομένου και του τεκμηρίου «1» ημερομηνίας 16/10/2003) και η μη αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας αναφορικά με την σχέση των διαδίκων ήταν ουσιώδης παράλειψη εφόσον δεν παρεσχέθη στο Δικαστήριο, στο στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, το πλήρες πλαίσιο και πλέγμα των σχέσεων αυτών."
Πρόκειται για εντελώς γενικό και αόριστο κείμενο χωρίς συγκεκριμενοποίηση του υπόβαθρου των συμπερασμάτων που περιέχει και χωρίς οποιασδήποτε μορφής εξήγηση αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψη των εφεσειόντων, η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να επιτρέπει παρέμβασή μας προς ακύρωση του διατάγματος και η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
C:\My Documents\2004\part1\11946.doc