ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1767
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11689)
25 Οκτωβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
SALAMIS SHIPPING SERVICES LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
BATA (CYPRUS) LTD,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Π. Σπανός, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 9/5/2003, απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων - εναγομένων, ημερομηνίας 3/6/2002, για παραμερισμό απόφασης, που εκδόθηκε εναντίον τους στις 12/3/2002, λόγω παράλειψής τους να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης στην αγωγή.
Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σε σχέση με το ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν πρωτοδίκως - αυτό της μη δικαιολόγησης της παράλειψης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν εμφάνιση, το οποίο και οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης, παρά τη διαπίστωση της αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.
Η αγωγή, στην οποία αφορά η απόφαση, καταχωρήθηκε, με γενικά οπισθογραφημένο Κλητήριο ΄Ενταλμα, στις 4/4/2001 και επιδόθηκε στους εφεσείοντες στις 23/4/2001. Αφορά αποζημιώσεις για απώλεια εμπορευμάτων, τα οποία οι εφεσείοντες ή αντιπρόσωποί τους ανέλαβαν να μεταφέρουν από την Ιταλία στην Κύπρο.
Στις 8/2/2002, καταχωρήθηκε ΄Εκθεση Απαίτησης και, την ίδια μέρα, μονομερής αίτηση για απόφαση, η οποία και εκδόθηκε.
Τα γεγονότα για δικαιολόγηση της παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης δόθηκαν με ένορκο δήλωση υπαλλήλου των εφεσειόντων και είναι τα εξής:-
Απέστειλαν, λέγουν οι εφεσείοντες, την αγωγή στους δικηγόρους τους, γραφείο κ. Κ. Τσιρίδη, στις 3/5/2001, για να προβούν στις δέουσες ενέργειες. Ο συνήγορος Αλέξανδρος Τσιρίδης τους πληροφόρησε ότι, σε επικοινωνία που είχε με το Διευθυντή των ασφαλιστών των εναγομένων, κ. Βατυλιώτη, αυτός του δήλωσε ότι ο χειρισμός της υπόθεσης θα ανατίθετο από τον ίδιο στο συνήγορο της ασφαλιστικής εταιρείας και, έτσι, ο συνήγορός τους δεν προχώρησε. Ο κ. Βατυλιώτης, αμέσως μετά τα πιο πάνω, αντιμετώπισε προβλήματα υγείας, παρέμεινε στο νοσοκομείο και, τελικά, απεβίωσε στις 31/5/2001. Οι εφεσείοντες παρέμειναν με την εντύπωση ότι η υπόθεση είχε ανατεθεί στο συνήγορο της ασφαλιστικής εταιρείας, γι' αυτό δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Την επικοινωνία κ. Βατυλιώτη και συνηγόρου, κ. Αλ. Τσιρίδη, την επαναλαμβάνει ο ίδιος ο συνήγορος σε ένορκη δήλωσή του, που συνοδεύει, επίσης, την αίτηση.
Πληροφορήθηκαν για την έκδοση απόφασης στις 30/4/2002, όταν έλαβαν την επιστολή των συνηγόρων των εναγόντων (εφεσιβλήτων), ημερομηνίας 19/4/2002. Αμέσως, ανέθεσαν την υπόθεση στο συνήγορό τους και καταχωρήθηκε η αίτηση παραμερισμού.
Εκ μέρους των εφεσιβλήτων, με ένορκη δήλωσή του, ο υπεύθυνος του λογιστηρίου αρνήθηκε τους ισχυρισμούς που πρόβαλαν οι εφεσείοντες. Ανέφερε ότι, σύμφωνα με πληροφόρηση που είχε από το συνήγορο των εφεσιβλήτων, κ. Δημητριάδη, μετά την επίδοση της αγωγής, υπήρξε μεταξύ εκείνου και των εφεσειόντων επικοινωνία, για σκοπούς συζήτησης της υπόθεσης. Υπέδειξαν, μάλιστα, οι εφεσείοντες χρονολογικό λάθος. Αργότερα, στις 20/12/2001, ο κ. Δημητριάδης, με επιστολή - Τεκμήριο Α - κάλεσε τους εφεσείοντες να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης, διαφορετικά θα προχωρούσε στην καταχώριση αίτησης για απόφαση. Οι εφεσείοντες παρέλειψαν να το πράξουν. Εκδόθηκε απόφαση και ο κ. Δημητριάδης την κοινοποίησε στους εφεσείοντες, με επιστολή ημερομηνίας 19/4/2002. Απέστειλε, επίσης, και νέα επιστολή στις 16/5/2002 - Τεκμήριο Γ - με την οποία τους πληροφορούσε ότι, μετά τις 31/5/2002, θα προχωρούσαν με μέτρα εκτέλεσης. Οι εφεσείοντες αντέδρασαν μόλις στις 3/6/2002, με την καταχώριση αίτησης παραμερισμού. Η όλη συμπεριφορά τους συνιστά, διατείνονται, ασυγχώρητη αμέλεια, η οποία δε δικαιολογεί δικαστική θεραπεία.
Εσφαλμένα, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα της καθυστέρησης, δέχθηκε τον ισχυρισμό περί αποστολής της επιστολής - Τεκμήριο Α - εκ μέρους του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ως αποδεκτή μαρτυρία. Υποδεικνύουν ότι είναι ακριβώς επειδή το Δικαστήριο θεώρησε την αποστολή της εν λόγω επιστολής ως αποδειχθέν από τους εφεσίβλητους γεγονός που οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι εφεσείοντες επέδειξαν αδιαφορία για τη δικαστική διαδικασία και απέρριψε την αίτηση.
Το ζήτημα του παραμερισμού απόφασης, που εκδίδεται στην απουσία του εναγομένου, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη Δ.17, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Πότε μπορεί το Εφετείο να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου σε περιπτώσεις αυτής της φύσης, εξηγείται στην υπόθεση Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π., στις σελ. 943 και 944:-
«Οι Θεσμοί αφήνουν τον παραμερισμό απόφασης, που εκδίδεται ερήμην του εναγομένου, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου - (βλ. Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Εφόσο η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο δικαστήριο (το πρωτόδικο), στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου από το Εφετείο - (βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962).»
Εναγόμενος, για να επιτύχει παραμερισμό απόφασης, θα πρέπει να δείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και να εξηγήσει τη μη εμφάνισή του στη διαδικασία, όπως και την όποια καθυστέρησή του να αποταθεί στο δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης.
Το τι συνυπολογίζεται από το δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, διατυπώνεται στην υπόθεση Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342, ως εξής:- (σελ. 1345-1346)
«Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17 θ. 10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae ut sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, στηριζόμενο, ουσιαστικά, στο ότι οι εφεσείοντες δεν επεδίωξαν άδεια για καταχώριση απαντητικής ένορκης δήλωσης, ώστε ρητά να αρνηθούν τον ισχυρισμό που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι - ότι, σύμφωνα με πληροφορία που τους δόθηκε από το συνήγορό τους, οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν με την επιστολή - Τεκμήριο Α - να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι η αίτηση παραμερισμού δεν αποτελεί ενδιάμεση αίτηση και, συνεπώς, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στην ένορκο δήλωση εξ ακοής μαρτυρία, η οποία, και αν συμπεριληφθεί, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, όπως συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.
Δε χρειάζεται να μας απασχολήσει το τεθέν ζήτημα κατάταξης της αίτησης κι αυτό, διότι η υπό αναφορά μαρτυρία δεν ήταν, ούτως ή άλλως, ικανή να στηρίξει την επί του προκειμένου πρωτόδικη κατάληξη. Η εκδοχή των εφεσειόντων για την παράλειψή τους να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης διατυπώθηκε στις ένορκες δηλώσεις, που συνόδευαν την αίτησή τους. Το γεγονός ότι, στον ισχυρισμό που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι για αποστολή της επιστολής τεκμήριο Α, οι εφεσείοντες δεν προέβησαν σε διάβημα για απάντηση, δεν αφαιρούσε από την εκδοχή τους - ότι, μετά την επίδοση της αγωγής, το επόμενο που πληροφορήθηκαν ήταν η έκδοση της απόφασης.
Κατ' αρχάς, η εκδοχή των εφεσιβλήτων περί αποστολής της επιστολής - Τεκμήριο Α - χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο, από το οποίο να μπορούσε, τουλάχιστον, να συναχθεί η λήψη της από τους εφεσείοντες, αποδυναμωνόταν από σοβαρό ερωτηματικό. Την αποστολή της εν λόγω επιστολής την πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι και, επομένως, είχαν καθήκον να παράσχουν ικανοποιητικά στοιχεία ότι αυτή απεστάλη και παρελήφθη, ώστε να εξαχθεί συμπέρασμα ότι έλαβαν γνώση οι εφεσείοντες.
Οι εφεσείοντες, για την παράλειψή τους να καταχωρίσουν εμφάνιση, παρουσίασαν ικανοποιητικά στοιχεία για την ανάθεση της υπεράσπισής τους σε δικηγόρο. Τα ατυχή γεγονότα που ακολούθησαν - ασθένεια, θάνατος του προσώπου που θα διευθετούσε την ανάθεση της υπόθεσης σε συνήγορο - δεν επέτρεψαν την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης. Αυτά αποτελούσαν ικανοποιητική εξήγηση. Μόλις έλαβαν γνώση για την εκδοθείσα απόφαση - τον Απρίλιο του 2002 - και δεν είναι ουσιώδες εάν είναι 19/4/2002 ή 30/4/2002 - έδρασαν αμέσως. Ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού δε θα μπορούσε, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, να χαρακτηριστεί μεγάλος, ώστε να εμποδιστούν οι εφεσείοντες, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, να ακουστούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς το αποτέλεσμά της.
Εμφάνιση στην αγωγή να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών.
Σ' ό,τι αφορά τα έξοδα, τα πρωτόδικα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων ενώ της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων.
Γ. Νικολάου, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ