ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1610
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11719)
30 Σεπτεμβρίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
LION INSURANCE AGENCY LTD,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
- ΚΑΙ -
ΑΔΑΜΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
-------------------------
Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Ν. Νικηφόρου, για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Νικολάου.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ
.: Με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρίστηκε στις 30 Ιουλίου 1998, ο εφεσίβλητος κίνησε εναντίον της εναγομένης, Ανδριάνας Κυριάκου Μιχαήλ, την αγωγή αρ. 3577/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αξιώνοντας αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, απώλεια και ζημία που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1996 στη Λάρνακα. Στο κλητήριο ένταλμα η διεύθυνση της εναγομένης αναγραφόταν ως «ΠΕΡΒΟΛΙΑ ή ΒΥΡΩΝΟΣ 1 ΜΕΓ. ΚΙΤΙΟΝ (τώρα κάτοικος Αγγλίας εις Άγνωστον Διεύθυνση)». Αργότερα, με την έκθεση απαίτησης που κατατέθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2001, παραλείφθηκε στον τίτλο η παρένθεση.Καταβλήθηκαν προσπάθειες για υποκατάστατο επίδοση στην Κύπρο. Αυτές στρέφονταν προς την κατεύθυνση της ασφαλιστικής εταιρείας της εναγομένης. Προέκυψε όμως ζήτημα σε σχέση με την ταυτότητα ή το ακριβές όνομα της ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα μια μακρά δικονομική διαμάχη μεταξύ της εφεσείουσας και του εφεσιβλήτου. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε εδώ σε ολόκληρο το ατυχές ιστορικό. Σημειώνουμε ότι κατόπιν απανωτών ανανεώσεων του κλητηρίου εντάλματος και μιας αποτυχημένης προσπάθειας για υποκατάστατο επίδοση, εν τέλει, αφού διακριβώθηκε ποιά ήταν η ασφαλιστική εταιρεία της εναγομένης, το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2002 εξέδωσε, σε μονομερή αίτηση του εφεσιβλήτου, ημερ. 19 Απριλίου 2002, διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση στην εφεσείουσα ως την ασφαλιστική εταιρεία της εναγομένης, προφανώς βάσει του άρθρου 23 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου Νόμου του 2000 (Ν. 96(Ι)/2000), που αντικατέστησε το όμοιο σε σκοπό άρθρο 15Β του καταργηθέντος Κεφ. 333.
Η εφεσείουσα, η οποία παρακολουθούσε τις εξελίξεις, ανέμενε να της γινόταν υποκατάστατος επίδοση. Όμως δεν της έγινε. Αντί για υποκατάστατο επίδοση βάσει του διατάγματος, ο εφεσίβλητος στις 20 Μαΐου 2002 επέδωσε προσωπικά στην ιδία την εναγομένη σε σχέση με την οποία, όπως είχε προαναφέρει, κατείχε πληροφορίες ότι επισκεπτόταν την Κύπρο κατά τις διακοπές των Χριστούγεννων, του Πάσχα, και κατά τις θερινές διακοπές. Η εναγόμενη δεν επέδειξε ενδιαφέρον για την υπόθεση και η εφεσείουσα δεν έλαβε ποτέ γνώση για την επίδοση. Ενώ λοιπόν ο εφεσίβλητος γνώριζε το ενδιαφέρον της εφεσείουσας για την υπόθεση, υπέβαλε μονομερή αίτηση για ερήμην απόφαση. Η οποία εκδόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2002 κατόπιν απόδειξης. Ήταν για ποσό £11.000 γενικών αποζημιώσεων και £2.576 ειδικής ζημίας, με τόκους και έξοδα.
Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή, ημερ. 12 Νοεμβρίου 2002, με την οποία εκαλείτο να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος το συντομότερο δυνατό. Κατόπιν τούτου, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση, με ονομαστική συμπερίληψη και της εναγομένης, για:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου παραμερίζον και ή ακυρώνον το κλητήριο ένταλμα και ή την αγωγήν και ή την όλη διαδικασία και ή την επίδοση της αγωγής και ή το διάταγμα του Δικαστηρίου εκδοθέν την 26/2/02 κατόπιν EX PARTE αίτησης του ενάγοντα ή και την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 25/9/02.»
Στην αίτηση εξειδικεύονταν διάφορα δικονομικά ζητήματα με επεκτάσεις ως προς την επίδραση τους στη διαμόρφωση της αντιδικίας. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ένσταση και διεξήχθη ακρόαση.
Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 5 Ιουνίου 2003, το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέληξε πως δεν υπήρξαν δικονομικές πλημμέλειες που να δικαιολογούσαν τον παραμερισμό της απόφασης. Η ενδελεχής όμως εξέταση της αίτησης δεν περιλάμβανε και ό,τι εμείς θεωρούμε ως το κρίσιμο ζήτημα της έκδοσης απόφασης υπό περιστάσεις που εξουδετέρωναν το δικαίωμα της ασφαλιστικής εταιρείας να υπερασπιστεί την αγωγή. Κατά την ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό, ο συνήγορος της εφεσείουσας έθεσε αυτό το ζήτημα. Συγκέντρωσε ωστόσο την προσοχή του σε άλλα ζητήματα και δεν το τόνισε. Σχετικό είναι το τελευταίο μέρος του ακόλουθου αποσπάσματος όπου το παράπονο εξειδικεύεται στο ότι δεν ειδοποιήθηκε η εφεσείουσα για τη διαδικασία έκδοσης ερήμην απόφασης:
«Επίσης σημαντικό είναι το εξής: Πριν από την επίδοση στην εναγομένη στις 20.5.02 ο ενάγοντας είχε κάνει αίτηση στις 19.4.02 για να επιδοθεί στους αιτητές αρ. 2 η αγωγή. Πήρε διάταγμα ημερομηνίας 16.5.02 από το δικαστήριο για υποκατάστατο επίδοση στους αιτητές τους σημερινούς, το οποίο όμως δεν επιδόθηκε ποτέ. Δηλαδή πήρε διάταγμα για να επιδώσει στους αιτητές αρ. 2 το οποίο δεν αξιοποίησε ποτέ, αντί αυτού επιδόθηκε στην εναγόμενη και χωρίς καμία ειδοποίηση στους αιτητές αρ. 2, προχώρησε στην απόφαση για την οποία επιδιώκει την εκτέλεση της από τους αιτητές αρ. 2.»
Αρχίζει βέβαια κανείς από την επίδοση της αγωγής, ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό διότι είναι δικαιοδοτικό. Χωρίς νόμιμη ή παραδεκτή επίδοση του κλητηρίου εντάλματος το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να προχωρήσει: βλ. απόφαση του Εφετείου στη Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689 και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. 23/99, για έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari, Πολ. Εφ. 11170 και 11172, ημερ. 24 Μαρτίου 2004. Στην προκείμενη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά, κατά τη γνώμη μας, θεώρησε έγκυρη την επίδοση της αγωγής. Η υποκατάστατος επίδοση αποτελεί απλώς λύση ανάγκης. Το δικαστικό διάταγμα που την εξουσιοδοτεί δεν εμποδίζει την προσωπική επίδοση αν παρουσιαστεί ευκαιρία. Ακόμα και στην περίπτωση της ειδικής ρύθμισης βάσει του άρθρου 23 του Ν. 96(Ι)/00. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε σχέση με τα περαιτέρω δεν λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικότητες της όποιας συγκεκριμένης περίπτωσης. Στην παρούσα υπόθεση, με τις προηγηθείσες ενδιάμεσες διαδικασίες, η εφεσείουσα είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της - και με τρόπο μάλιστα κατηγορηματικό - να υπερασπιστεί την αγωγή στην απουσία της εναγομένης αν η υπόθεση προχωρούσε. Διατηρούσε αυτό το δικαίωμα: βλ. τις αποφάσεις της πλειοψηφίας στην υπόθεση Windsor v. Chalcroft (1938) 2 All E.R. 751 η οποία αφορούσε παρόμοιο νομικό καθεστώς. Επιπλέον, εδώ ο εφεσίβλητος δεν μπορεί παρά να γνώριζε, όταν προχώρησε μονομερώς για την έκδοση απόφασης στην αγωγή, ότι με αυτό τον τρόπο υπερφαλαγγιζόταν η εφεσείουσα. Η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν διέκρινε αυτή τη διάσταση της ουσιαστικής στέρησης του δικαιώματος ακρόασης της εφεσείουσας όταν εξέδωσε απόφαση στην αγωγή αλλά ούτε και αργότερα, όταν απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό της εν λόγω απόφασης.
Η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορεί λοιπόν επί του σημείου τούτου να υποστηριχθεί. Με αυτή την κατάληξη δεν έχει θέση η εξέταση άλλων πτυχών. Όλες εκ των οποίων εντάσσονταν στο πλαίσιο εκκρεμούσας, όχι περατωθείσας αγωγής και δεν παρεχόταν ως εκ τούτου δυνατότητα εξέτασης τους πρωτοδίκως μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή. Επομένως δεν θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η απόφαση στην αγωγή παραμερίζεται. Ως προς τα έξοδα, έχοντας υπόψη μας το σύνολο της πορείας της υπόθεσης και των όσων αχρείαστα απασχόλησαν, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ