ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1312
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11462)
19 Ιουλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΒΑΣΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΗΜΕΡ. 27.4.2004
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Κ. Εμμανουήλ, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Αντρέου, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο ΔικαστήςΠ. Καλλής.
___________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντος-ενάγοντος Γεώργιου Στυλιανού (ο εφεσείων) για αποζημιώσεις δυνάμει του αρ. 146.6 του Συντάγματος.
Τα πιο κάτω γεγονότα είναι παραδεκτά:
Κατά το έτος 1995 ο εφεσείων ήταν ένας από τους προσφοροδότες για σκοπούς εκμετάλλευσης του κυλικείου του Γυμνασίου Αραδίππου με βάση προσφορές που ζήτησαν οι εφεσίβλητοι και που θα ίσχυαν για τρία σχολικά έτη. Οι εφεσίβλητοι, με απόφαση τους ημερ. 6.7.95, κατακύρωσαν την προσφορά αντί στον εφεσείοντα σε τρίτο πρόσωπο. Ο εφεσείων άσκησε την υπ΄ αρ. 990/95 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με απόφαση του ημερ. 27.10.98, ακύρωσε την απόφαση λόγω της κακής συγκρότησης των εφεσιβλήτων.
Με επιστολή τους ημερ. 3.4.1999 (Τεκ. Δ.1) οι εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τον δικηγόρο του εφεσείοντος «ότι δεν ενδείκνυται η λήψη οποιουδήποτε μέτρου με βάση την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Ταυτόχρονα τον πληροφόρησαν ότι παραχωρήθηκε στον εφεσείοντα η «διαχείριση του κυλικείου του Γυμνασίου Αραδίππου την περίοδο από
1.9.1999 - 31.8.2001».Με επιστολή του προς τους εφεσίβλητους ημερ. 6.4.99 (Τεκ. Δ.2) ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε στην πιο πάνω προσφυγή και στην ακυρωτική απόφαση και ζήτησε «όπως πληροφορηθεί σε τί ενέργειες έχουν προβεί σε συμμόρφωση βάσει του αρ. 146.6 του Συντάγματος».
Με αγωγή που καταχωρήθηκε στις 14.5.1999 ο εφεσείων αξίωσε ποσό της τάξεως των £55.000.- ως ειδικές αποζημιώσεις για την απώλεια που αυτός υπέστη λόγω του γεγονότος ότι δεν εκμεταλλεύτηκε το κυλικείο για τα τρία χρόνια. Ζήτησε επίσης γενικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης. Παρεμβάλλουμε ότι στις 19.9.2001 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του εφεσείοντος. Η εξέλιξη αυτή είχε σαν συνέπεια την τροποποίηση του τίτλου της έφεσης ύστερα από σχετικό αίτημα
του Επίσημου Παραλήπτη.Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έκρινε ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση τις αγωγής του εφόσον δεν είχε απευθύνει το πρώτο σαφή αξίωση προς τους εφεσίβλητους κατά το λεκτικό του αρ. 146.6 του Συντάγματος. Νομολογιακό έρεισμα της πιο πάνω κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ. στην Vnukovo Airlines (V.A.) κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 10311/26.6.2001 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«.... η περί αποζημιώσεως ή άλλης θεραπείας αξίωσις πρέπει να απευθύνεται το πρώτον, προς την διοίκηση και, εφόσον αυτή δεν ικανοποιηθεί, τότε πλέον να καταχωρείται πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Διαφορετικά δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα. Η θέση αυτή συνάδει και με το απόσπασμα από τον Κυριακόπουλο, το οποίο υιοθετήθηκε από το Εφετείο στην Petrides (πιο κάτω), σύμφωνα με το οποίο, 'Η αποκατάστασις όμως δεν περιλαμβάνει και την ανόρθωσιν της υλικής ζημιάς. Το Συμβούλιον Επικρατείας .... δεν επιδικάζη χρηματικάς καταβολάς .... Αν δε η διοίκησις αρνήται να εκπληρώση τοιαύτας υποχρεώσεις, ανακύπτει πλέον αστική διαφορά διά την οποίαν αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια ...' (Η έμφαση με πλάγια γραφή δίδεται από το Εφετείο στην Petrides (1965) 1 C.L.R. 39, στη σελίδα 46
Θα απορρίπταμε, όπως και απορρίπτουμε, την έφεση πάνω στη βάση ότι, εφόσον οι εφεσείουσες, προτού καταχωρήσουν την αγωγή, δεν απηύθυναν την αξίωσή τους για αποζημίωση προς τον εφεσίβλητο, χωρίς αυτή να ικανοποιηθεί, δεν απέκτησαν, ούτε είχαν, αγώγιμο δικαίωμα.»
Σε σχέση με την πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 6.4.99 (έχει παρατεθεί στη σελ. 3, πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αόριστη πληροφόρηση - που ζητήθηκε με την επιστολή εκείνη - «των ενεργειών στις οποίες είχε προβεί η εναγόμενη μετά την ακυρωτική απόφαση δεν έχει νόημα εφόσον δεν συνοδευόταν από συγκεκριμένη αξίωση». Παρατήρησε, επίσης, ότι «θα μπορούσε να ήταν είτε (ι) η αναζήτηση ποσού κατά τον τύπο και έκταση που έχει δικογραφηθεί στην Έκθεση Απαίτησης ή (ιι) οποιαδήποτε άλλη θεραπεία».
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και το θέμα του ποσού των αποζημιώσεων. Εξέτασε, επίσης, το θέμα της «δυνατότητας αυτόματης διεκδίκησης αποζημιώσεων επί τη ακυρώσει της διοικητικής πράξης», καθώς και το θέμα των τιμωρητικών αποζημιώσεων. Τα θέματα αυτά δεν θα μας απασχολήσουν γιατί εξετάσθηκαν ως εκ περισσού. Δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης.
Η έφεση
.Η ορθότητα της κατάληξης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη νομιμοποίησης του εφεσείοντος στην καταχώριση της αγωγής αμφισβητήθηκε με τον πρώτο λόγο της έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι δεν είναι ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 6.4.99 ο εφεσείων δεν έχει απευθύνει απαίτηση προς τους εφεσίβλητους καλώντας τους να πάρουν θέση. Με την επιστολή εκείνη - συνέχισε η εισήγηση - απευθύνθηκε «απαίτηση συμμόρφωσης κατά το άρθρο 146.6 του Συντάγματος την οποία αρνήθηκαν κατηγορηματικά οι εναγόμενοι με την επιστολή τους ημερ. 3.4.99, με τρόπο κατά τον οποίο δεν άφηνε κανένα άλλο περιθώριο στον ενάγοντα πλην της έγερσης της αγωγής αποζημίωσης». Εξ άλλου - συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος - το άρθρο 146.6 προνοεί για ζημιωθέντα ο οποίος δικαιούται να επιδιώξει δικαστική αποζημίωση, εφ΄ όσον η αξίωση του δεν ικανοποιηθεί και ιδιαίτερα εν προκειμένω όπου η έκδοση της ακυρωτικής απόφασης ακολούθησε την εκπνοή του χρόνου που ίσχυε η κατακύρωση. Εν προκειμένω - κατέληξε - «η αξίωση του ενάγοντα δεν είχε ικανοποιηθεί γιατί δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί άλλως παρά με χρηματική αποζημίωση και με την επιστολή ημερ. 3.4.99 απεκλείσθη ρητά και κατηγορηματικά η οποιαδήποτε ικανοποίηση της οποιασδήποτε αξιώσεως του και συνεπώς εφ΄ όσον κατά το λεκτικό του άρθρου 146.6 του Συντάγματος δεν ικανοποιήθηκε η αξίωση του είχε κάθε δικαίωμα
να επιδιώξει δικαστικά την αποζημίωση».Έχουμε την άποψη πως με την επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 6.4.99 ο εφεσείων κάθε άλλο παρά έχει απευθύνει προς τους εφεσίβλητους αξίωση για αποζημιώσεις. Με την επιστολή εκείνη ο εφεσείων απλώς ζήτησε να πληροφορηθεί «σε τί ενέργειες έχουν προβεί» οι εφεσίβλητοι «σε συμμόρφωση με το αρ. 146.6 του Συντάγματος». Όπως έχει λεχθεί από τον Αρτεμίδη, Δ. - όπως ήταν τότε - στην
Vnukovo (πιο πάνω):«Η ιδιάζουσα θεραπεία που προβλέπεται στο άρθρο 146.6 του Συντάγματος, μετά την ακύρωση διοικητικής πράξης ή απόφασης, για τους λόγους και κάτω από τις προϋποθέσεις των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του ιδίου Άρθρου, συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της παραγράφου 6, που προτείνεται.
Η διοίκηση, ενδεχομένως, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα δεν είναι γνώστης της κατ΄ ισχυρισμόν ζημίας που υπέστη ο προσφεύγων, ώστε να προσφέρει σ΄ αυτόν θεραπεία που τον αποζημιώνει. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 επιβάλλουν, ως εκ τούτου, υποχρέωση σ΄ αυτόν που αξιώνει αποζημίωση να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα την απαίτηση του στη διοίκηση, και αν η τελευταία δεν ανταποκριθεί να προχωρήσει τότε με αγωγή στο Δικαστήριο.»
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων δεν έχει υποβάλει και διατυπώσει οποιαδήποτε απαίτηση στη διοίκηση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης που σχετίζεται με τα θέματα:
(α) του ποσού των αποζημιώσεων,
(β) της δυνατότητας αυτόματης διεκδίκησης αποζημιώσεων επί τη ακυρώσει διοικητικής πράξης, και
(γ) των τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Όπως έχουν ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) τα πιο πάνω θέματα εξετάστηκαν ως εκ περισσού. Τα όσα επί του προκειμένου λέχθηκαν δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Δεν ήταν αναγκαία για να αποφασισθεί η υπόθεση και δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο έφεσης (Βλ. Paphos Stone C. Estates Ltd κ.α. ν. Χριστοδουλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110, Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.α., Πολιτική Έφεση 11121/21.6.2002 και Flower v. E
bbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd (1934) 2 K.B. 132, 134). Ο λόγος (ratio) της απόφασης αποτελείται από την παράλειψη του εφεσείοντος να υποβάλει και διατυπώσει πρώτα στη διοίκηση την απαίτηση του. Έπεται πως η εξέταση των σχετικών λόγων της έφεσης δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό. Θα αποτελούσε ένα ακαδημαϊκό εγχείρημα.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.