ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 1145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11343)
24 Ιουνίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΑ EDWARDS ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ GEORGE EDWARDS, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα/Ενάγου σα,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Σ. Παπασάββας,
Μ. Φλωρέντζος με Ε. Λεωνίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Η εφεσείουσα, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος George Edwards, ήγειρε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα (εφεσίβλητου) ως αντιπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ζητώντας αποζημιώσεις για, κατ΄ ισχυρισμό, ιατρική αμέλεια εκ μέρους των ιατρών κρατικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που είχε ως συνέπεια το θάνατο του συζύγου της. Αποδίδει ευθύνη στους ιατρούς των κρατικών ιδρυμάτων γιατί τόσο η διάγνωση όσο και η όλη θεραπεία που ακολουθήθηκε από τους ιατρούς δεν ήταν η ορθή και ενδεδειγμένη, λόγω αμέλειας που επέδειξαν, με συνέπεια ο σύζυγος της να ταλαιπωρηθεί και να μην τύχει κατάλληλης θεραπείας η οποία θα του παρέτεινε τη ζωή υπό συνθήκες πιο ανθρώπινες.Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο George Edwards απεβίωσε στην Αγγλία ως συνέπεια της ασθένειας του καρκίνου του πνεύμονα.
Από τον Αύγουστο του 1992 μέχρι τον Νοέμβριο του 1993 είχε τύχει σε διάφορα κρατικά νοσοκομεία εξετάσεις ιατρικές και θεραπεία λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε στην αναπνοή και πόνου στο λαιμό. Υποβλήθηκε σε ακτινογραφία θώρακος η οποία κατέδειξε σκιά στον αριστερό πνεύμονα. Ο θεράπων ιατρός του στο Πνευμονολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας διέγνωσε φυματίωση και τον παρέπεμψε στο νοσοκομείο Κυπερούντας για ειδική θεραπεία. Ο ασθενής παρέμεινε στο νοσοκομείο Κυπερούντας για περίοδο έξι εβδομάδων, όπου έτυχε σχετικής θεραπείας, και απολύθηκε με γνωμάτευση ότι είχε αποθεραπευθεί. Του δόθηκαν οδηγίες για συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής και επίσης να παρακολουθείται στο Τμήμα Στηθικών Νοσημάτων του Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Λίγες μέρες μετά την απόλυση του παρουσίασε οξύ κοιλιακό πόνο και διεπιστώθη, μετά από εξετάσεις στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ότι έπασχε από εγκολποματίτιδα. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με επιτυχία στο Γενικό Νοσοκομείο. Δεύτερη εγχείρηση στην οποία έπρεπε να υποβληθεί ως συνέπεια της πρώτης, διενεργήθηκε σε ιδιωτική κλινική με επιτυχία.
Επειδή τα προβλήματα στην ομιλία και του βραχνιάσματος στη φωνή εξακολουθούσαν τον Ιούνιο του 1993 ο ασθενής, κατόπιν οδηγιών από ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία. Διαπιστώθηκε σκίαση και/ή όγκος στον αριστερό πνεύμονα.
Ο θεράπων ιατρός του νοσοκομείου αφού μελέτησε την αξονική τομογραφία συνέστησε νέα βρογχοσκόπιση, η οποία δεν παρουσίασε ούτε φυματίωση ούτε καρκίνο.
Παρά ταύτα η κατάσταση του επιδεινώθηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας, και μετέβη στην Αγγλία στις 17.8.1993 όπου, κατόπιν σχετικών εξετάσεων, διαπιστώθηκε ότι υπέφερε από καρκίνο στον αριστερό πνεύμονα. Ο αποβιώσας επέστρεψε στην Κύπρο για τακτοποίηση οικονομικών υποχρεώσεων και ακολούθως μετέβη και πάλιν στην Αγγλία όπου απέθανε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε ένα μεγάλο αριθμό μαρτύρων που εκάλεσαν τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσίβλητος, κυρίως ιατρών, και αφού ανέλυσε τη νομική θέση που ισχύει στην περίπτωση, απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας καταλήγοντας ότι οι θεράποντες γιατροί του κρατικού τομέα δεν επέδειξαν καμιά αμέλεια ή παράβαση του καθήκοντος τους προς τον αποβιώσαντα. Προηγήθηκαν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Δεν δέχθηκε ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας και η μαρτυρία του ιατρού John Ridyard (θεράποντος ιατρού του αποβιώσαντα στην Αγγλία) ανταποκρινόταν στην αλήθεια ή τουλάχιστο ότι και οι δύο είχαν προαποφασίσει όπως η μαρτυρία τους βοηθήσει την υπόθεση της εφεσείουσας. Όσον αφορά τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:-
«Η ενάγουσα προσπάθησε επιμελώς να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως αυτή αντιλαμβανόταν ότι θα βοηθούσαν παραβλέποντας όμως ότι αυτά δεν μπορούσαν να αντέξουν στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χωρίς να καταλήγω ότι σε όλα συνειδητά είπε ψέματα στο Δικαστήριο καταλήγω ότι η μαρτυρία της την οποία έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά δεν είναι μαρτυρία που μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής για το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον που η ίδια έχει για την τύχη της υπόθεσης. Δεν ήταν ειλικρινής, ούτε και ως προς την πτυχή της ενασχόλησης και των εισοδημάτων του αποβιώσαντα. Όταν αντιλαμβανόταν ότι εκείνο το οποίο έλεγε δεν μπορούσε να υποστηρίξει δεν δίσταζε να προωθήσει εναλλακτική θέση, κατά τρόπο γενικό και αόριστο π.χ. όταν υπεβλήθη στην ενάγουσα ο ακριβής εβδομαδιαίος μισθός του συζύγου της απήντησε ότι η ίδια γνώριζε τί ο σύζυγος της έπαιρνε στο σπίτι.»
Για δε τον Άγγλο ιατρό John Ridyard αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής:-
«Σε ότι αφορά τον John Ridyard, Μ.Ε. 9, και αυτού η μαρτυρία ήταν δοσμένη στο Δικαστήριο κατά τρόπο προσεγμένο, έτσι ώστε ο μάρτυρας αυτός ο οποίος είναι επιστήμονας να διαφυλάξει από την μια την εικόνα που επιθυμούσε να δώσει στο Δικαστήριο και από την άλλη να βοηθήσει την ενάγουσα στο βαθμό βέβαια που πίστευε δεν θα επηρέαζε την επιστημονική του εμφάνιση. Ο μάρτυρας αυτός προσπάθησε μέσα από κάποιες φραστικές επαναλήψεις που θα επεξηγήσω πιο κάτω να πείσει ότι η διάγνωση που τέθηκε το 1992 ήταν λανθασμένη. Η όποια δυσκολία υπάρχει σε μαρτυρία στην οποία παρεμβάλλεται η μετάφραση, δεν εξουδετερώνει την εμφανή του προσπάθεια να μην απαντά ευθέως από φόβο μήπως προχωρήσει πέραν εκείνου που είχε προαποφασίσει. Δεν ήταν μάρτυρας που ήρθε για να βοηθήσει το Δικαστήριο τηρώντας ίσες αποστάσεις από τα μέρη. Δεν κατέθετε με βάση μόνο τις γνώσεις και εμπειρίες του. Είχε διάθεση να βοηθήσει.
Αντεξεταζόμενος όταν αντιλαμβανόταν ότι τα περιθώρια που θα μπορούσε να κινηθεί χωρίς να εκτίθεται ως επιστήμονας περιορίζονταν έλεγε αυτό που όλοι οι γιατροί μάρτυρες κατέθεταν ότι είναι το ιατρικά αποδεκτό. Πρόσθετε όμως και κάποια θέση του την οποία δεν στήριζε με επιστημονικό τρόπο. Συγκεκριμένα στο κατά πόσο ο ασθενής είχε φυματίωση κατέληγε ότι δεν υπήρχε φυματίωση, αφού δεν είχε εντοπιστεί ο βάκιλος τον οποίο στη συνέχεια δεχόταν σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ότι μπορούσε και είναι ιατρικά αποδεκτό να μην ανευρεθεί, παρά το γεγονός ότι ο ασθενής έχει φυματίωση. Προσπαθούσε έντεχνα θα έλεγα να αποκλείσει ότι ήταν φυματίωση γιατί αν έλεγε φυματίωση σε ένα τόσο μεγάλο σπήλαιο, έπρεπε να βρεθεί ο βάκιλος. Κανένας βέβαια από τους γιατρούς μάρτυρες δεν είχε συνδέσει το μέγεθος του σπηλαίου με την πιθανότητα ανεύρεσης του βακίλου. Η πιθανότητα ανεύρεσης του βακίλου δεν έχει εξαρτηθεί από τίποτα. Αντίθετα λέχθηκε ότι με την έναρξη της αντιφυματικής θεραπείας μειώνονται οι πιθανότητες. Ότι ο μάρτυρας αυτός ήρθε με διάθεση να βοηθήσει την ενάγουσα μπορεί να συναχθεί και από ένα άλλο γεγονός. Από το γεγονός ότι ως επιστήμονας δεν δίστασε να συντάξει έκθεση, Τεκμ. 41, έξι χρόνια αργότερα από γεγονότα που του λέχθηκαν από την ενάγουσα και το γιο του αποβιώσαντα μόνιμο κάτοικο Αγγλίας όπως είπε η ενάγουσα. Αδυνατώ να αντιληφθώ επιστήμονας να προχωρεί να συντάσσει έκθεση, να καταλήγει σε συμπεράσματα για ασθενή από πληροφορίες συγγενών.»
Αντίθετα δέχτηκε τη μαρτυρία όλων των άλλων μαρτύρων, ιατρών και εμπειρογνωμόνων, είτε κλήθησαν από την εφεσείουσα είτε από τον εφεσίβλητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προβαίνει στη νομική ανάλυση του επίδικου θέματος με βάση τη σχετική νομολογία (Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1977) 1 C.L.R. 614 και άλλες) και αφού σχολίασε όλες τις φάσεις των εξετάσεων και της θεραπείας που έτυχε ο αποβιώσας κατέληξε ως εξής:-
«Έχοντας εξετάσει την πορεία της παρακολούθησης του ασθενούς καταλήγω ότι καμιάν αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος δεν έχουν επιδείξει οι θεράποντες γιατροί. Η ενάγουσα έχει αποτύχει να αποδείξει κάθε ισχυρισμό που προέβαλε για αμέλεια.»
Με την παρούσα έφεση και με δεκατρείς λόγους η εφεσείουσα προσβάλλει, ως λανθασμένη, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αιτιολογία των λόγων έφεσης είναι εκτενής και καταλαμβάνει είκοσι δύο πυκνοτυπωμένες σελίδες, αντίθετα με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας που καταλαμβάνει μόνο τρεις σελίδες. Τελικά κατά την προφορική ακρόαση της έφεσης ενώπιον μας ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας απέσυρε επτά λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο στη σειρά λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε την εφαρμογή του δόγματος «Res ipsa loquitur» (Τα πράγματα ομιλούν αφ΄ εαυτών).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε, αναφερόμενο στη σχετική νομολογία, τη νομική βάση της αρχής του res ipsa loquitur και τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την εφαρμογή της κατέληξε ως εξής:-
«Από το κείμενο της έκθεσης απαίτησης και τη σχετική μαρτυρία η οποία έχει παρουσιαστεί από πλευράς ενάγουσας το συμπέρασμα είναι ότι η αρχή στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Τόσο η αιτία που προκάλεσε το θάνατο του ασθενούς ήταν γνωστή, ήταν καρκίνος του πνεύμονα, όσο και η διάγνωση και η θεραπεία που έτυχε ο αποβιώσας. Ο θάνατος δεν ήταν από άγνωστη στην ενάγουσα αιτία. Δεν επικαλείται η ενάγουσα άγνοια ουσιωδών γεγονότων ή αδυναμία διακρίβωσης τους, ώστε να βασίζεται μόνο στο αποτέλεσμα του θανάτου. Η αιτία θανάτου ήταν γνωστή αλλά δεν διαγνώστηκε έγκαιρα με συνεπακόλουθο την έλλειψη κατάλληλης θεραπείας της ασθένειας η οποία και επέφερε το θάνατο.»
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η εφεσείουσα προσήγαγε σωρεία μαρτυρίας επί όλων των πτυχών της υπόθεσης αυτής για να αποδείξει συγκεκριμένη αμέλεια των κυβερνητικών θεραπόντων γιατρών του αποβιώσαντα. Ο θάνατος του προήλθε από γνωστή σε όλους αιτία όπως αποδείχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εφεσείουσα με όγκο μαρτυρίας που παρουσίασε προσπάθησε να αποδείξει την ισχυριζόμενη αμέλεια των ιατρών του νοσοκομείου.
Στην υπόθεση Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 έχουν τεθεί οι αρχές που ισχύουν για την εφαρμογή του δόγματος κατόπιν παράθεσης και σχολιασμού της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και της Αγγλικής. Στις σελίδες 628, 629 και 630 αναφέρονται τα εξής:-
«Η Κυπριακή νομολογία δέχεται την αρχή ή κανόνα res ipsa loquitur και την εφαρμογή του κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο που ισχύει στο Αγγλικό δίκαιο. Αυτό συνάγεται ευθέως από την απόφαση Achilleas Morides v. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117. Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση του ενάγοντα κρίνοντας ότι η κατάρρευση της οροφής παρακείμενης κατοικίας και η πτώση της στο σπίτι του συνιστούσε αφενός, συμβάν το οποίο τελούσε υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του εναγομένου και αφετέρου, ομιλούσε αφ΄ εαυτού ως προς τα πιθανά αίτια, συμβατά στην απουσία αντίθετης εξήγησης από τον εναγόμενο, με την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους του. Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται και στη Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, .................................................. .................................................. ..................
.................................. .................................................. .................................................. ....................
Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη βλάβη (ζημία) είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην
Barkway v. South Wales Transport (1950) 1 All E.R. 392. Η λύση συναρτάται με την απόδειξη των γεγονότων, τα οποία προβάλλει ο ενάγων, και τις κατά νόμο συνέπειές τους, δηλαδή, κατά πόσο στοιχειοθετούν αμέλεια.Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται. (Βλ.
Fish v. Kapur and Another (1948) 2 All E.R. 176).Οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην
Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953, άπτονται άμεσα του θέματος το οποίο εξετάζουμε. Υποδεικνύεται, ότι το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.»Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα αποκάλυψε τα γεγονότα στα οποία στοιχειοθετείτο η αμέλεια του εφεσίβλητου και επιχείρησε με την προσαγωγή μαρτυρίας να τα αποδείξει κατά τη δίκη. Δεν επικαλείται η εφεσείουσα το γεγονός του θανάτου ως αφ΄ εαυτού δηλωτικό αμέλειας εφόσον τα γεγονότα είναι γνωστά και τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, αποκαλύπτουν την αμέλεια του εναγομένου.
Κρίνουμε, κατά συνέπεια, ότι δεν παρεχόταν πεδίο εφαρμογής του δόγματος ή της αρχής «res ipsa loquitur» στα γεγονότα αυτής της υπόθεσης. Καταλήγουμε ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται, γενικά, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος τελικά στην ακρόαση ενώπιον μας περιόρισε το λόγο αυτό μόνο όσον αφορά το μάρτυρα υπεράσπισης 4 ιατρό κ. Χριστοφίδη, τη μαρτυρία του οποίου θεωρεί ως αναξιόπιστη και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα την αποδέχθηκε. Η εφεσείουσα, εστιάζει τους ισχυρισμούς της σε ένα μικρό και μοναδικό μέρος της μαρτυρίας του. Ο μάρτυρας ανάφερε ότι εξέτασε τον αποβιώσαντα στις 22.6.93 ο οποίος του παραπονέθηκε για βραχνάδα πράγμα που διαπίστωσε και ο ίδιος. Ο μάρτυρας ανησύχησε και παρέπεμψε τον αποβιώσαντα σε αξονική τομογραφία. Στο παραπεμπτικό για την αξονική τομογραφία (Τεκμ. 10) αναφέρεται ότι ο αποβιώσας παρουσίαζε βραχνάδα από τον Ιούνιο του 1992. Ο μάρτυρας ανέφερε μετά πάσης βεβαιότητας ότι επρόκειτο για γραφικό λάθος και το ορθό, οπωσδήποτε, ήταν το 1993. Ο μάρτυς επέμενε ότι το 1992 ο αποβιώσας δεν του παραπονέθηκε ότι είχε βραχνάδα.
Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλέπε, μεταξύ άλλων: Χρυσούλλα Καννάουρου και Άλλοι ν. Ανδρέα Σταδιώτη και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
Είμαστε της γνώμης ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το μάρτυρα αυτό και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του. Ο μάρτυρας έδωσε πλήρεις εξηγήσεις και ανασκεύασε το γραφικό λάθος που παρουσιάζετο στο κείμενο του Τεκμ. 10 αφού ο μάρτυρας εξέτασε για πρώτη φορά τον αποβιώσαντα τον Αύγουστο του 1992 και φυσικά όχι τον Ιούνιο, μήνα κατά τον οποίο τον εξέτασε το 1993. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας επίσης βάσισε τη θέση του και σε άλλο ισχυρισμό ότι ψευδώς ο μάρτυρας Χριστοφίδης είπε στη μαρτυρία του
ότι, ο αποβιώσας, με εντολή του, υπέστη το Heaf΄s test αφού κάτι τέτοιο δεν έγινε και αντ΄ αυτού έγινε το Mantoux test. Τελικά ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν επέμενε στον ισχυρισμό αυτό και τον απέσυρε.Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με άλλο λόγο έφεσης, συναφή προς τον προηγούμενο, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του ουσιώδους, για την υπόθεση της μάρτυρα, ιατρού John Ridyard. Εκτενές απόσπασμα από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Άγγλου ιατρού έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω. Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν αναπτύσσεται ο λόγος αυτός. Κατά την προφορική ακρόαση ενώπιον μας απλώς μας υποβλήθηκε ότι ο Άγγλος ιατρός «δεν είχε κανένα συμφέρον να έρθει στην Κύπρο και να καταθέσει ανακρίβειες». Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε συμφέρον του μάρτυρα. Αντίθετα αναλύει με περισσή ακρίβεια τους λόγους για τους οποίους έκλινε στην άποψη ότι ο μάρτυρας δεν ήταν αμερόληπτος και ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του να βοηθήσει την εφεσείουσα, δίνοντας προς τούτο σχετικά παραδείγματα.
Οι αρχές με βάση τις οποίες δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν εκτεθεί πιο πάνω κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης.
Έχουμε μελετήσει το θέμα και έχουμε καταλήξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Άγγλου ιατρού. Με πολλή προσοχή και επιμέλεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του και κατέληξε σε εύλογα συμπεράσματα. Τα ευρήματα του με κανένα τρόπο δεν μπορούν να κριθούν ως εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Ο επόμενος λόγος έφεσης είναι γενικός και έχει ως εξής:-
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο Εναγόμενος δεν είχε αμέλεια επί των προσδιορισθέντων θεμάτων και/ή κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα, γιατί:-«
Η αιτιολογία του εν λόγω λόγου καλύπτει πέραν των τεσσάρων δακτυλογραφημένων σελίδων και αναφέρεται μόνο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και έχουμε καταλήξει ότι δεν μπορούμε, σύμφωνα με τη νομολογία, να επέμβουμε.
Τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος της εφεσείουσας όσο και ενώπιον μας κατά την ακρόαση φαίνεται ότι περιορίστηκε στη μαρτυρία του ιατρού-μάρτυρα της ενάγουσας Ανδρεόπουλου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε έκταση στη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα. Δεν τον απέρριψε ως αναξιόπιστο. Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και τα ακόλουθα στην απόφαση του:-
«Δόθηκαν στο μάρτυρα συμπτώματα, όπως τα συμπτώματα που εμφάνιζε ο αποβιώσας τον Αύγουστο του 1992 και ανέφερε ότι με βάση και την ακτινογραφία, Τεκμ. 34, τα συμπτώματα είναι συμπτώματα φυματίωσης χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαδίζουν και με άλλες νόσους. Από τις γνώσεις του για την διάγνωση της φυματίωσης πέρα από τις κλινικές εξετάσεις υπάρχουν και εργαστηριακές, όπως πτύελα για μικροβιολογική
.................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ........................
Κατέληξε ότι ο ίδιος μιλά εκ του ασφαλούς στο Δικαστήριο γνωρίζοντας ότι ο ασθενής πέθανε από κακοήθεια και βλέπει μεταχρονικά και αντίστροφα την εξέλιξη στις ακτινογραφίες. Υπήρχε, είπε, φυματίωση η οποία σωστά θεραπεύτηκε σύμφωνα με την άποψη του. Στην εξέλιξη ο ασθενής λόγω της φυματίωσης θα έπρεπε να παραμείνει σε ιατρική παρακολούθηση και ορθά παρακολουθείτο με ακτινογραφίες θώρακα. Ως ακτινολόγος στην ακτινογραφία του Ιανουαρίου διαπιστώνει ακτινολογικά μια περιοχή που χρήζει διερεύνησης. Μεταχρονικά βλέποντας την ακτινογραφία του Ιουλίου, Τεκμ. 9, υπάρχει επιδείνωση της περιοχής η οποία πιστοποιεί ότι υπάρχει νόσος σε εξέλιξη, κάτι που η αξονική περιγράφει πιο καθαρά.
Το είδος του καρκίνου από το οποίο σύμφωνα με τη θέση που του τέθηκε πέθανε είναι γεγονός ότι από εβδομάδα σε εβδομάδα δίδει περισσότερες ενδείξεις και πολύ περισσότερο για σκοπούς διάγνωσης μέσα σε ένα μήνα. Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι μια ασθένεια την οποία τυχεροί είναι οι ασθενείς που την διαπιστώνουν έγκαιρα και προχωρούν σε θεραπείες. Ανέφερε επίσης ότι η φυματίωση ήταν σε άλλο σημείο και ο όγκος σε άλλο σημείο. Εάν τη στιγμή της φυματίωσης υπήρχε ο όγκος ο οποίος σιγά-σιγά εξελίχθηκε και έφθασε στην ακτινογραφία του Ιανουαρίου και μετά του Ιουλίου του 1993 αυτό δεν είναι σε θέση να το πει. Η φυματίωση με τη θεραπεία που δόθηκε θεραπεύτηκε. Ο όγκος σύμφωνα πάντοτε με τις ακτινογραφίες, Τεκμ. 7 και Τεκμ. 9, ήταν σε άλλη θέση από όπου ήταν η φυματίωση.»
Το παράπονο της εφεσείουσας επικεντρώνεται στη μαρτυρία του ιατρού Ανδρεόπουλου ο οποίος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι τον Ιανουάριο του 1993 ο ίδιος θα διενεργούσε περαιτέρω εξετάσεις για σκιά που έβλεπε στην ακτινογραφία, Τεκμ. 7.
Το πιο πάνω μέρος της μαρτυρίας του ιατρού Ανδρεόπουλου προβλημάτισε το πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά τελικά δεν το θεώρησε επαρκές, δίδοντας προς τούτο εξηγήσεις και αιτιολογία, για να συμπεράνει ότι υπήρξε επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των ιατρών του δημόσιου τομέα. Αναφέρει τα εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του:-
«Με απασχόλησε η γνώμη που εξέφρασε ο Δρ. Ανδρεόπουλος ότι η ακτινογραφία, Τεκμ. 7, εμφανίζει στοιχείο που ο ίδιος θα διερευνούσε τον Ιανουάριο. Όμως έχοντας υπόψη τη δική του δήλωση ότι κρίνει εκ των υστέρων, και ότι ο ίδιος δεν παρακολούθησε τον ασθενή ώστε να γνωρίζει εκείνο το χρόνο την κατάσταση, δεν ευρίσκω ότι υπάρχει εκ μέρους των γιατρών αμέλεια από το γεγονός και μόνο ότι ο Δρ. Ανδρεόπουλος ανέφερε ότι θα διερευνούσε ο ίδιος περαιτέρω. Υπήρχε συνεχής παρακολούθηση και δεν υπήρχαν παράπονα για νέα ή άλλα συμπτώματα, ώστε να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Το γεγονός ότι δεν
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εκ τούτου, δεν παραγνώρισε τη μαρτυρία του ιατρού Ανδρεόπουλου. Αντίθετα την έλαβε υπόψη μαζί με όλη συνολικά την επιστημονική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του. Από το σύνολο της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα του, αφού καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία. Το τελικό συμπέρασμα στο οποίό κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των ιατρών του δημοσίου ήταν εύλογο. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε θέματα αρχής ή αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ανατραπεί.
Οι δύο τελευταίοι εναπομείναντες λόγοι (λόγοι αρ. 10 και 11 στο εφετήριο) αναφέρονται στις αποζημιώσεις που έπρεπε να επιδικασθούν στην εφεσείουσα νοουμένου ότι θα εγίνετο δεκτή η έφεση όσον αφορά την ευθύνη. Λόγω της αρνητικής κατάληξης μας στο τελευταίο δεν υπάρχει κανένας λόγος ή ανάγκη να εξετάσουμε, ακαδημαϊκά εν πάση περιπτώσει, θέμα αποζημιώσεων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ