ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 1121

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.11471)

11 Ιουνίου, 2004

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

LARTICON CO.,

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

ν.

DETERGENTA DEVELOPΜΕNTS LTD.,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων 1.

 

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Τσιρίδης, για τους Εφεσιβλήτους.

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της για την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης. Η αγωγή καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα εναντίον της εφεσίβλητης για κατ' ισχυρισμό διάρρηξη συμφωνίας συνεργασίας παραγωγής και/ή κατασκευής συγκεκριμένων προϊόντων της γνωστής εταιρείας Henkel. Με σχετική αντέφεση, η εφεσίβλητη αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκαν τέσσερις ενστάσεις που εγέρθηκαν πρωτόδικα εκ μέρους της εφεσίβλητης αναφορικά με τη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εξέταση της αίτησης.

 

 

(α) Τα γεγονότα.

Επειδή τα βασικά γεγονότα που αφορούν τις εμπορικές σχέσεις των διαδίκων, όπως αυτά προβάλλονται από την εφεσείουσα, αμφισβητούνται από τους εφεσιβλήτους, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε περιληπτικά τα πιο κάτω.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας όπως αυτοί προβάλλονται από τον Παναγιώτη Κονάρη, έναν από τους συνεταίρους της εφεσείουσας, στις 4/11/69 η εφεσείουσα (με την τότε επωνυμία Larticon Synthetic Detergents Ltd) υπέγραψε με την εταιρεία Detersa Ltd (μετά το 1978 Henkel (Cyprus) Ltd και στη συνέχεια το 1987 Detergenta Developments Ltd) συμφωνία για την κατασκευή και/ή συσκευασία και/ή τροφοδότηση της εφεσίβλητης (Detergenta Developments Ltd) των προϊόντων Henkel Γερμανίας. Η δεκαετής διάρκεια της συμφωνίας θα ανανεωνόταν κάθε τρία χρόνια, εκτός αν τερματιζόταν από οποιοδήποτε μέρος με δωδεκάμηνη προειδοποίηση. Η πιο πάνω συμφωνία ανανεώθηκε το 1979 για άλλα 10 χρόνια. Το 1987 η Henkel (Cyprus) Ltd εκχώρησε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της στην Detergenta Developments Ltd. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την πιο πάνω συμφωνία αυθαίρετα την 23/4/2002. Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω τερματισμού η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη σοβαρές ζημιές αφού είχε επενδύσει τεράστια κεφάλαια για να ανταποκριθεί στις ανάγκες παραγωγής των προϊόντων Henkel που αποτελούσε το 95% της παραγωγής του εργοστασίου της. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι,

  1. Η εφεσείουσα εγκατέστησε στο εργοστάσιο της σύγχρονα μηχανήματα αξίας £1.000.000 και ότι,
  2. Λόγω του παράνομου τερματισμού της συμφωνίας οι ζημιές της ανέρχονται σε £820.000 ετησίως.

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ενός τεμαχίου γης, η εκτιμημένη αξία της οποίας (σύμφωνα με εκτίμηση εμπειρογνώμονα) ανέρχεται σε £2.000.000. Επειδή δε το πιο πάνω τεμάχιο ήταν υποθηκευμένο στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ για £1.000.000, η εφεσείουσα ζήτησε την έκδοση προσωρινού διατάγματος για τη μη αποξένωση του μέχρι τη συμπλήρωση της εκδίκασης της αγωγής.

Οι θέσεις της εφεσίβλητης αναφορικά με τη νομική σχέση των διαδίκων διαφέρουν κατά πολύ από τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη άνκαι παραδέχεται μέσω του Γενικού Διευθυντή της Χρίστου Γιαννακού την υπογραφή των συμφωνιών του 1969 και 1987, εντούτοις ισχυρίζεται ότι η σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που έληγε στις 31/12/98 ουδέποτε ανανεώθηκε μετά τη λήξη της, και ότι η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων συνεχίστηκε με τους όρους της γραπτής συμφωνίας του 1969. Σύμφωνα δε με τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας, η νομική σχέση τους θα μπορούσε να τερματιστεί με σχετική ειδοποίηση από οποιαδήποτε πλευρά. Επειδή δε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας η εφεσείουσα ήταν υπεύθυνη για συνεχή προβλήματα που αφορούσαν την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαγε όσο και το χρόνο παράδοσης τους, η εφεσίβλητη τερμάτισε νόμιμα τη συνεργασία τους με σχετική επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 30/5/2002. Η εφεσίβλητη επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα δεν επένδυσε οποιαδήποτε ποσά για τη βελτίωση του εργοστασίου της και ότι οποιαδήποτε αγορά μηχανημάτων είχε γίνει πριν πολλά χρόνια και τούτο για την κατασκευή των ίδιων προϊόντων της εφεσείουσας. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε επίσης ότι οι κατ' ισχυρισμό ζημιές είναι λανθασμένες και παραπλανητικές και ήγειρε τέσσερις νομικούς λόγους οι οποίοι δικαιολογούσαν την απόρριψη της αίτησης.

 

(β) Η πρωτόδικη απόφαση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε τις νομικές ενστάσεις της εφεσίβλητης (που αναφέρονταν στη νομική οντότητα της εφεσείουσας, στην αναγκαιότητα σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος, στην κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και στις συνέπειες ύπαρξης διαιτητικής ρήτρας), προχώρησε στην εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο η εφεσείουσα είχε ικανοποιήσει τις τρεις προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του σχετικού διατάγματος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα απέδειξε την

  1. Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
  2. Την ύπαρξη πιθανότητας ότι εδικαιούτο σε θεραπεία,

αλλά απέτυχε να αποδείξει ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε αργότερο στάδιο και προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης.

 

(γ) Η έφεση και η αντέφεση.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν αποδείχθηκε η τρίτη προϋπόθεση που θα δικαιολογούσε την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, είναι λανθασμένη. Ταυτόχρονα η εφεσίβλητη με την αντέφεση της ισχυρίζεται ότι η απόρριψη των νομικών σημείων που είχε εγείρει ως προς την αποδοχή της αίτησης της εφεσείουσας ήταν λανθασμένη.

 

(δ) Η μη ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης για την έκδοση του διατάγματος.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, δηλαδή ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε αργότερο στάδιο, εκτός αν εκδιδόταν το προσωρινό διάταγμα. Αναφορικά με την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε με "απτά στοιχεία" και "στερεά, θετική μαρτυρία" ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα ήταν δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

 

 

Πιο συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ισχυρισμός για καθυστερήσεις στις πληρωμές με επιταγές εκ μέρους της εφεσίβλητης, δεν συνοδεύθηκε με μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη δεν τίμησε τελικά τις υποχρεώσεις της ή ότι εκκρεμεί προς πληρωμή οποιοδήποτε ποσό, ότι ο ισχυρισμός για απολύσεις προσωπικού εκ μέρους της εφεσίβλητης εφόσον αντικρούστηκε παρέμεινε μετέωρος, ότι η διάθεση μεγάλων ποσών εκ μέρους της εφεσίβλητης για διαφημίσεις δεν αποδεικνύει οτιδήποτε και ότι οι επιβαρύνσεις πάνω στην ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης λόγω της νέας συνεργασίας τους με τρίτα πρόσωπα που θα επηρέαζε την ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσείουσας σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της, δεν συνοδεύτηκε με θετική μαρτυρία που θα απεδείκνυε αυτό τον ισχυρισμό.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα περιορίστηκε στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και δεν εξέτασε και τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Κεφ. 6 το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο δεν εκδίδει ένα προσωρινό διάταγμα εκτός αν πεισθεί ότι από την πώληση ή μεταβίβαση της περιουσίας είναι πιθανό ότι ο ενάγων θα εμποδισθεί στην εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, όπως η πιο πάνω πρόνοια έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Λακαταμίτης ν. Θεοδώρου (1983) 1 CLR 520. Επιπρόσθετα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί ότι η μοναδική ακίνητη περιουσία της α΄ εφεσίβλητης που ήταν αξίας £2.000.000 ήταν ήδη υποθηκευμένη για £1.000.000 και δεν θα μπορούσε να καλύψει τυχόν επιτυχία της αγωγής με την οποία η εφεσείουσα απαιτεί £1.000.000 αποζημιώσεις, ήταν σοβαρός λόγος που θα δικαιολογούσε την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τα στοιχεία που έχουν προβληθεί και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση μας κρίνεται επιβεβλημένη. Η εισήγηση ότι το άρθρο 5 του Κεφ. 6 θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 είναι ορθή, αφού όπως έχει νομολογιακά τονισθεί το άρθρο 5 αντιστοιχεί στην τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Το πρωτόδικο εύρημα ότι απαιτείται "στερεά, θετική μαρτυρία" και "απτά στοιχεία" για την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος είναι ορθή αλλά στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης δεν είναι απαραίτητη η παρουσίαση μαρτυρίας για την απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης ενός εναγομένου για τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση της περιουσίας του. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λτδ (Πολιτική Έφεση 11013 της 13/6/2001),

"Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μή ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία."

 

Στην παρούσα περίπτωση η επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας με το ποσό των £1.000.000 μετά τόκων δεν αμφισβητήθηκε. Ανεξάρτητα από την εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι το απαιτούμενο ποσό των £820.000 ετησίως από την εφεσείουσα χαρακτηρίζεται ως έσοδο και όχι ως κέρδος, η απαίτηση παραμένει σε ψηλά επίπεδα και το παραμένον υπόλοιπο της αξίας της ακίνητης περιουσίας δεν παρέχει τα εχέγγυα ικανοποίησης μιας πιθανής δικαστικής απόφασης υπέρ της εφεσείουσας. Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η εφεσείουσα απέδειξε και την τρίτη προϋπόθεση ότι θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε αργότερο στάδιο και έτσι η έκδοση του προσωρινού διατάγματος κρίνεται ότι είναι επιτρεπτή και δίκαιη.

 

(ε) Η αντέφεση.

Η εφεσίβλητη με την αντέφεση της προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην οποία περιέχονται οι απορρίψεις τεσσάρων νομικών σημείων που ήγειρε αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να προβεί στην έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Θα εξετάσουμε ξεχωριστά τον κάθε ένα λόγο που προβάλλεται.

 

 

 

 

 

 

  1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν έπρεπε να ζητήσει τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.2, θ. 2.

Όπως φαίνεται από τον τίτλο της αγωγής η α΄ εφεσίβλητη είναι εταιρεία που έχει διεύθυνση στη βιομηχανική περιοχή Ιδαλίου, ενώ η β΄ εφεσίβλητη είναι εταιρεία που έχει διεύθυνση στο Dusseldorf, Γερμανίας. Η καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος έγινε με τη σημείωση πάνω από τον τίτλο της αγωγής "Όχι για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους εναγομένους 2 χωρίς τη σχετική άδεια του Δικαστηρίου". Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η λήψη άδειας για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος πριν από την καταχώριση του λόγω της ύπαρξης διαδίκων εκτός δικαιοδοσίας δεν ήταν αναγκαία, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.6(1)(h), εφόσο στο κλητήριο ένταλμα εμφανίζεται εναγόμενος εντός της δικαιοδοσίας. Η Δ.6(1)(h) προνοεί ότι,

"Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a Judge whenever- .. ........

(h) Any person out of Cyprus is a necessary or proper party to an action properly brought against some other person duly served in Cyprus."

 

Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ως ακολούθως:

"Στην παρούσα υπόθεση όπως ήδη αναφέρθηκε επιζητείται η ακύρωση ή παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος πριν την καταχώριση του. Τέτοια άδεια όμως δεν είναι αναγκαία εφόσον στο κλητήριο εμφανίζεται εναγόμενος εντός της δικαιοδοσίας. Δεν είχαν επομένως οι ενάγοντες υποχρέωση να ζητήσουν άδεια για σφράγιση του κλητηρίου. Επιπλέον σημειώνω ότι στην όψη του κλητηρίου εμφαίνεται η σημείωση "όχι για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους εναγομένους 2 χωρίς τη σχετική άδεια του Δικαστηρίου". Επομένως το κλητήριο καλώς εκδόθηκε και παραμένει σε ισχύ."

 

 

 

 

 

Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι το πιο πάνω συμπέρασμα είναι λανθασμένο γιατί σύμφωνα με τη Διαταγή 2, θεσμός 2 των Κυπριακών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η εφεσείουσα θα έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου πριν από την καταχώριση της αγωγής.

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε σωστά το σημείο που είχε εγερθεί και δεν νομίζουμε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας.

 

(ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν υπήρχε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.

Η εφεσείουσα είχε καταχωρήσει στις 7/6/2002 (ένα δηλαδή μήνα πριν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής) καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά παράβαση του άρθρου 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 1989, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στην αγορά ενός προϊόντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε τη διαφορά των θεραπειών που προσφέρονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού και ιδιαίτερα ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν συνιστά δικαστικό αλλά διοικητικό όργανο, οι αποφάσεις του οποίου υπόκεινται σε αναθεώρηση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, απέρριψε τη σχετική εισήγηση ότι υπήρχε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας με την ταυτόχρονη προώθηση των δύο πιο πάνω διαδικασιών.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Η καταχώριση καταγγελίας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού που παίρνει το χαρακτήρα διοικητικής πράξης, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστική διαδικασία σε βαθμό που θα δικαιολογούσε την επίκληση του κανόνα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

 

 

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας λόγω της καθυστέρησης που είχε σημειωθεί.

Ο τερματισμός της συμφωνίας των διαδίκων έλαβε χώρα στις 23/4/2002. Η εφεσείουσα καταχώρησε σχετική καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού στις 7/6/2002 και στις 17/7/2002 καταχώρησε την υπ' αρ. 7680/2002 αγωγή για αποζημιώσεις. Η σχετική αίτηση για την έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος καταχωρήθηκε στις 17/7/2002. Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι η καθυστέρηση των τριών μηνών που παρατηρήθηκε από τον τερματισμό της συμφωνίας μέχρι την καταχώριση της αγωγής και της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να χορηγήσει τα μέτρα που ζητά η εφεσείουσα με την αίτηση της. Προς υποστήριξη της εισήγησης του οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν μεταξύ άλλων τις αποφάσεις Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453, Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598, Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co Ltd (Πολιτική Έφεση 9789 της 18/1/99) και Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(B) AAΔ 788.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί η τρίμηνη καθυστέρηση εκ μέρους της εφεσείουσας για τη λήψη δικαστικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε σε τέτοιο βαθμό την εφεσίβλητη, που θα δικαιολογούσε τη διακοπή της διαδικασίας της αγωγής. Οι αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά δεν μπορούν να ενισχύσουν τη θέση της εφεσίβλητης γιατί αυτές αναφέρονται σε καθυστερήσεις από 8 μήνες μέχρι και 3½ χρόνια μέσα στα ιδιάζοντα περιστατικά τους. Εξάλλου δεν μπορεί να παραγνωριστεί η ίδια η παραδοχή της εφεσίβλητης ότι μετά τον τερματισμό της συμφωνίας "ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ δικηγόρων" για τη διαφορά που είχε προκύψει. Κάτω από τις περιστάσεις η καθυστέρηση που επακολούθησε στη λήψη των δικαστικών μέτρων δεν κρίνεται ως αδικαιολόγητη.

 

 

 

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η αντέφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα ως η αίτηση. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και εκείνα της έφεσης.

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο