ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 713

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11427)

23 Mαρτίου, 2004

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές.]

PANEUROPEAN INSURANCE CO. LTD

Εφεσειόντων/ Εναγόντων,

v.

ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΜΑΡΗ

Εφεσιβλήτου/Εναγομένου.

--------------------

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Σ. Γιορδαμλής για Σ. Πούγιουρο, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

---------------------

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

----------------------

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία, εγγεγραμμένη δυνάμει του νόμου, προσέφερε ασφαλιστικές καλύψεις στον εφεσίβλητο. Η συνεργασία τους άρχισε στις 30.3.1994 και έληξε στις 9.8.1996. Η εφεσείουσα, τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη της συνεργασίας της με τον εφεσίβλητο, καταχώρησε αγωγή εναντίον του, αξιώνοντας ποσό £597.96 ως υπόλοιπο οφειλόμενο από ασφάλιστρα.

Ο εφεσίβλητος, στην ΄Εκθεση Υπεράσπισής του, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι εξόφλησε το αξιούμενο ποσό στους αντιπροσώπους της εφεσείουσας, την εταιρεία EUROHOUSE INSURANCES LTD. Ισχυρίζετο ότι ουδέποτε ήρθε σε επαφή με την εφεσείουσα και όλες οι σχετικές ενέργειες για τη σύναψη των ασφαλιστικών συμβολαίων έγιναν με την εν λόγω εταιρεία στην οποία πλήρωναν επίσης τα ασφάλιστρα.

Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του αρχιλογιστή της εφεσείουσας, του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του κ. Καλογήρου, της EUROHOUSE INSURANCES LTD, κατέληξε ότι η τελευταία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εφεσείουσας με πληρεξουσιότητα είσπραξης των οφειλών συμπεριλαμβανομένης της επίδικης οφειλής. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι η EUROHOUSE εισέπραξε το ποσό που αναφέρεται στην απαίτηση της εφεσείουσας για λογαριασμό της τελευταίας.

Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε σε έκταση, στην απόφαση του, τη μαρτυρία της Μαρίας Λοΐζου, την αξιολόγησε σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα τεκμήρια. Κατέληξε δε στα συμπεράσματα του που καταλήγουν ως εξής:-

«Όπως κι αν οι ενάγοντες χαρακτηρίζουν τη Eurohouse, είναι σαφές από τη μαρτυρία πως η Eurohouse τελούσε πράξεις για λογαριασμό τους. Αυτή εντόπισε τον εναγόμενο, αυτή δέχθηκε την πρόταση και τη μετέφερε στους ενάγοντες, αυτή εισέπραττε κατά καιρούς το αντάλλαγμα μεταφέροντας το στους ενάγοντες. Ενεργούσε δε έτσι, στα πλαίσια της συνεργασίας της με τους ενάγοντες. Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις δεν έχω αμφιβολία ότι η Eurohouse ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εναγόντων υπό την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου με πληρεξουσιότητα είσπραξης των οφειλών και ειδικά της επίδικης οφειλής, όπως η μαρτυρία του κου Καλογήρου. ΄Αρα, η πληρωμή του ενάγοντα προς τη Eurohouse ήταν πληρωμή προς τους ενάγοντες.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω να διαπιστώσει ότι από την ενώπιον του μαρτυρία προέκυπτε περίπτωση φαινόμενης αντιπροσώπευσης (οstensible or apparent authority) σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 197 του Κεφ. 149. Αναφέρει τα εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

«Αλλά κι αν ακόμα δεν δεχόμουν τη μαρτυρία του κου Καλογήρου ότι είχε ρητή πληρεξουσιότητα να εισπράττει, δεν παύουν οι περιστάσεις που δημιούργησαν οι ενάγοντες να είναι τέτοιες ώστε να είχε εξωθηθεί ο εναγόμενος να πιστεύει πως η είσπραξη γινόταν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας της Eurohouse, εφόσον η Eurohouse εύρισκε τον πελάτη, η Eurohouse παραλάμβανε την πρόταση και τη διαβίβαζε στους ενάγοντες, η Eurohouse γενικά βρισκόταν σ΄ επαφή με τον πελάτη, χωρίς ποτέ οι ενάγοντες να έρχονται σε άμεση επαφή μαζί του. Θα επρόκειτο δηλαδή για περίπτωση «φαινόμενης αντιπροσώπευσης» για την οποία θα εύρισκαν εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 197 του Κεφ. 149.»

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή καταλήγοντας ότι το αξιούμενο υπόλοιπο λογαριασμού είχε εξοφληθεί.

Με τρεις λόγους έφεσης η εφεσείουσα επιζητεί την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Με τον πρώτο λόγο ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και παραγνώρισε τη μαρτυρία της εφεσείουσας.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε επακριβώς τα επίδικα θέματα, σχολίασε σε έκταση τη μαρτυρία την οποία αξιολόγησε και δέκτηκε τελικά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του στην ολότητά της. Κατέληξε δε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος πλήρωσε το αξιούμενο ποσό στη Eurohouse και προχώρησε στην εξέταση του ερωτήματος αν η πληρωμή αυτή ισοδυναμούσε με εξόφληση του επίδικου χρέους.

Με τους άλλους δύο λόγους έφεσης (οι δύο λόγοι είναι συναφείς και επάλληλοι με τον τρίτο λόγο να είναι γενικού χαρακτήρα) η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (α) ότι απεδείχθη αντιπροσώπευση μεταξύ της εφεσείουσας και EUROHOUSE INSURANCES LTD και (β) ότι, εν πάσει περιπτώσει, ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 197 του Κεφ. 149 για φαινομένη αντιπροσώπευση (ostensible or apparent authority).

Έχουμε ήδη παραθέσει το απόσπασμα από την εφεσιβαλλόμενη απόφαση επί του θέματος. Θεωρούμε ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την κατάληξη του ότι η πληρωμή του εφεσίβλητου προς την Eurohouse ήταν πληρωμή προς την εφεσείουσα. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε αντιπροσώπευση για είσπραξη των οφειλομένων ασφαλίστρων από τη Eurohouse ήταν ορθό.

Όσον αφορά το θέμα της φαινομένης αντιπροσώπευσης (ostensible or apparent authority) ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέρεται στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει πιο πάνω, αποφάνθηκε ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι αρχές της στην περίπτωση της εφεσείουσας. Από την όλη συμπεριφορά της τελευταίας προέκυπτε ότι αυτή παρίστανε ή επέτρεπε να παρίσταται πως η Eurohouse ήταν ο αντιπρόσωπος της για είσπραξη των οφειλομένων. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης βρίσκουν εφαρμογή στην αυθεντία Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Κατερίνας Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551, στην οποία, με παρόμοια εν πολλοίς γεγονότα, έχουν λεχθεί τα εξής:-

«Είναι γεγονός πως ουδέποτε η εφεσίβλητη ήλθε σε κατ΄ ευθείαν επαφή με τους ίδιους τους εφεσείοντες, δηλαδή με λειτουργούς τους. Ούτε υπήρξε μαρτυρία για ρητή παράσταση από την πλευρά των εφεσειόντων πως η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπός τους. Είναι επίσης ορθό πως δεν υπήρχαν στοιχεία που να θεμελίωναν ότι πράγματι η τράπεζα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσειόντων. Αυτή η επιπρόσθετη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Όμως οι αρχές ως προς τη φαινομένη πληρεξουσιότητα, που αποτέλεσε ανεξάρτητο και αυτοτελές έρεισμα, υπερβαίνουν και τα δύο. Δεν προϋποθέτουν ρητή παράσταση απαραιτήτως. Αρκεί συμπεριφορά διά της οποίας κάποιος παριστά ή επιτρέπει να παρίσταται πως άλλος είναι αντιπρόσωπός του. Το γεγονός ότι δεν είναι στην πραγματικότητα αντιπρόσωπός του, με ρητή ή έστω σιωπηρή πληρεξουσιότητα, όχι μόνο είναι αδιάφορο αλλά αποτελεί και το λόγο της γέννησης των αρχών δικαίου ως προς τις επιπτώσεις από τέτοια παράσταση. Τίθεται ζήτημα ευθύνης από φαινομένη πληρεξουσιότητα ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πράγματι τέτοια. Γι΄ αυτό και δεν θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να διαδραματίσουν ρόλο στην περίπτωση οι πρόνοιες του Ν. 72/84. Δεν θεμελιώνεται η ευθύνη στην ενέργεια πράγματι αντιπροσώπου αλλά φαινομένου αντιπροσώπου. Θα παρεμβάλλαμε εδώ πως στο Μέρος αναφορικά με την αντιπροσωπεία, στον περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ. 149, δεν περιλαμβάνεται κανονισμό πρόνοια προς τέτοια κατεύθυνση. Ρυθμίζεται μόνο (άρθρο 197) η έκφανση της φαινομένης πληρεξουσιότητας στην περίπτωση που ενώ πράγματι υπάρχει σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, ο πρώτος υπερβαίνει την εξουσιοδότησή του. Οπότε, και πάλιν, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται «αν προφορικά ή με την συμπεριφορά του εξωθήσει τους τρίτους να πιστέψουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας των αντιπροσώπων». Στις υποθέσεις Zoe Ch. Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd. And Another (1969) 1 C.L.R. 525 και Liopetri Transport Co., v. Loucas Constantinou (1971) 1 C.L.R. 424 δεν έγινε αναφορά στο άρθρο 197, αλλά είναι σχετικές. (Βλ. συναφώς και Hotel & Catering v. Pilava (1982) 1 C.L.R. 81, Καλαμαράς ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 343 και Pollock and Mulla, 9η έκδοση, σελ. 794).

Οι συνέπειες από τη φαινομένη πληρεξουσιότητα βρίσκουν έρεισμα κατά τα επικρατούντα, στις αρχές του κωλύματος (estoppel) που αποτελούν μέρος του δικαίου μας κατά το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60· αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί, ούτε βέβαια προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, ότι αποκλείονται από τις διατάξεις του Κεφ. 149. (βλ. σχετικά Παϊκκος ν. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 50). Βρίσκεται στον πυρήνα της δέσμευσης η εμφάνιση των πραγμάτων όπως αυτή μπορεί να συνδεθεί προς παράσταση, ρητή ή με τη συμπεριφορά. Κωλύεται εκείνος που παριστά ή που επιτρέπει με αυτό τον τρόπο να παρίσταται άλλος ως αντιπρόσωπός του, να αρνηθεί δέσμευση όταν ο τρίτος, στηριγμένος σ΄ αυτή την παράσταση, ενεργεί προς βλάβη του ή, ακόμα ευρύτερα, διαφοροποιεί τη θέση του.»

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο