ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 679

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11164)

19 Μαρτίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Χατζηχαμπής, Δ/στές]

CYPRUS LINEN CO LTD

Εφεσειόντων/Εναγομένων αρ. 1,

ν.

ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΑΝΘΟΥΛΛΗ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

_______________

 

Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσίβλητη.

_______________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η εφεσίβλητη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του καταστήματος στην οδό Λήδρας 141, από το 1960. Ο Γ. Είκοσι το κατείχε αρχικά ως ενοικιαστής δυνάμει σύμβασης που υπέγραψε το 1958 με την τότε ιδιοκτήτρια, μητέρα της εφεσίβλητης, αλλά και στη συνέχεια ως θέσμιος ενοικιαστής. Ο Γ. Είκοσι απεβίωσε τον Μάιο του 1996 και η εφεσείουσα εταιρεία διεκδίκησε δικαίωμα κατοχής ως θέσμιος ενοικιαστής, η ίδια. Την εταιρεία, που περιγράφεται ως οικογενειακή, την είχε συστήσει ο Γ. Είκοσι από το 1972, όπως αναφέρθηκε, για να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση της εμπορίας κεντημάτων στο κατάστημα. Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την ιδιότητα της εφεσείουσας εταιρείας ως ενοικιάστριας, τη θεωρούσε ως παρανόμως επεμβαίνουσα στο κατάστημα, αρνήθηκε την είσπραξη των χρημάτων που εκείνη πρόσφερε ως ενοίκια και, σ΄αυτή τη βάση, με την αγωγή της αξίωσε διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος και αποζημιώσεις τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά της εναγομένης 2, Γκλ. Είκοσι, ως προσωπικά υπεύθυνης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε την Π. Είκοσι που ήταν η βασική μάρτυρας για την εφεσείουσα εταιρεία ως αναξιόπιστη και στη βάση των δεδομένων όπως τα θεμελίωνε η αξιόπιστη μαρτυρία, έκρινε πως πράγματι η εφεσείουσα εταιρεία δεν ήταν ενοικιάστρια του καταστήματος και πως παρανόμως επενέβαινε κατέχοντάς το. Επομένως, εξέδωσε εναντίον της διάταγμα για παράδοση της κατοχής του και απαγόρευση επέμβασης σ' αυτό και απόφαση για αποζημίωση ύψους £36.300 ως αντιπροσωπεύουσας τα ενδιάμεσα κέρδη από την 1.6.96 μέχρι την 16.7.01. Την αξίωση όμως κατά της Γκλ. Είκοσι την απέρριψε ως μη αποδειχθείσα.

Ασκήθηκαν έφεση και αντέφεση. Με την πρώτη τέθηκαν ζητήματα αναφορικά με:

  1. Τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
  2. Την αξιολόγηση της μαρτυρίας ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας η ίδια η εφεσίβλητη. Παράλληλος λόγος έφεσης σε σχέση με την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η Π. Είκοσι ήταν αναξιόπιστη, αποσύρθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας εταιρείας.
  3. Τις εκτιμήσεις σε σχέση με τα συμπεράσματα που προέκυπταν από τη μαρτυρία.

Με την αντέφεση προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη της αγωγής κατά της Γκλ. Είκοσι και συνεπώς η υπέρ της επιδίκαση μέρους των εξόδων.

Παράπονα σε σχέση με τις θεραπείες που δόθηκαν δεν υποβάλλονται από καμιά πλευρά.

Η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου

Η εφεσείουσα θεωρεί πως αφού το κατάστημα ήταν ενοικιοστασιακό και ο Γ. Είκοσι ήταν αναντιλέκτως θέσμιος ενοικιαστής, τη δικαιοδοσία επί του θέματος, τουλάχιστον ως παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέσμιας ενοικίασης, την είχε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Παραπονούνται δε για το γεγονός ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τη συναφή προδικαστική τους ένσταση, παρέλειψε να την εξετάσει. Αυτό είναι γεγονός αλλά δεν βελτιώνεται η θέση της εφεσείουσας εταιρείας επί της ουσίας. Δεν ήταν διάδικος ο Γ. Είκοσι και η αξίωση κατά της εταιρείας ερειδόταν σε κατ΄ ισχυρισμό παράνομη επέμβασή της. Σ΄αυτό το πλαίσιο το θέμα ήταν αν η εφεσείουσα εταιρεία είχε νόμιμο έρεισμα για κατοχή και το κατά πόσο η ενοικίαση που πρόβαλλε ως τέτοιο ήταν θέσμια ή όχι, ήταν άσχετο. Αξίωση στηριγμένη στη θέση πως κάποιος κατέχει παράνομα ακίνητο καθαρά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως μη υπαγομένη σε οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να ενταχθεί ως κύριο, παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό στην ειδική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. (βλ. Βογαζιανός (1989) 1 AAΔ 289, Αγγελίδης & Φιλίππου ν. Κολοκασίδης Εστέϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327, Πετεινός (1992) 1 ΑΑΔ 1467, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882, σελ. 897, Γιαννούλλα Γεωργίου Λαζάρου ν. Ανδρέα Παπασάββα κ.α. Πολιτική Έφεση 11263 ημερομηνίας 14.7.2003).

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης

Δεν ήταν καν η μαρτυρία της Π. Είκοσι πως μεσολάβησε γραπτή ή προφορική συμφωνία για υποκατάσταση της εφεσείουσας εταιρείας ως ενοικιάστριας στη θέση του Γ. Είκοσι. Ο ισχυρισμός ήταν πως αυτό το αποτέλεσμα επήλθε έργοις, διά της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης. Με την απόρριψη της μαρτυρίας της Π. Είκοσι ως αναξιόπιστης, κρίση που δεν βάλλεται όπως ήδη σημειώσαμε, δεν απομένει οτιδήποτε που να θεμελιώνει τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Αντίθετα, υπήρχαν δεδομένα, ουσιαστικά αδιαμφισβήτητα, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, που υποστηρίζουν την άλλη εκδοχή. Τα συνοψίζουμε:

(α) Ενώ ενοίκια είχαν πληρωθεί με επιταγές της εφεσείουσας εταιρείας, ήταν κρίσιμο το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποδείξεις είσπραξης μέχρι το τέλος, εκδίδονταν στο όνομα του Γ. Είκοσι ως ενοικιαστή.

(β) Στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων στην αίτηση 246/78, χρόνια δηλαδή μετά την υποτιθέμενη διαδοχή, ο Γ. Είκοσι, με την υπεράσπισή του, δέχθηκε ευθέως πως ήταν ο θέσμιος ενοικιαστής του καταστήματος.

(γ) Χειρόγραφη σημείωση του αντιπροσώπου της εφεσίβλητης προς τον Γ. Είκοσι αναφέρεται σε αύξηση του ενοικίου του καταστήματος για το Μάιο του 1991.

(δ) Με το θάνατο του Γ. Είκοσι η εφεσίβλητη, ενεργούσα όπως προηγουμένως δια του αντιπροσώπου της Χρ. Ανθούλλη, που απεβίωσε εκκρεμούσας της αγωγής, αρνήθηκε την είσπραξη ενοικίου από την εφεσείουσα και αξίωσε κατοχή. Σημειώνουμε εδώ τη μαρτυρία της Α. Ανθούλλη, θυγατέρας του, πως ήταν τότε που για πρώτη φορά προβλήθηκε ο ισχυρισμός για μεταβίβαση της ενοικίασης.

Υπό αυτά τα δεδομένα ήταν πράγματι επουσιώδης η αναφορά σε επιγραφή στο τζάμι του καταστήματος με την επωνυμία της εταιρείας και σε κήρυξη του Γ. Είκοσι ως πτωχεύσαντος από το 1989. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν υπήρχε καν μαρτυρία αναφορικά με το πότε τοποθετήθηκε η επιγραφή. Ενώ, περαιτέρω, δεν προσκομίστηκαν και τα απαραίτητα για τη στοιχειοθέτηση του αμφισβητηθέντος ισχυρισμού ότι ο Γ. Είκοσι διετέλη για κάποια περίοδο σε κατάσταση πτώχευσης και αυτό πέραν από το ότι οι αποδείξεις πληρωμής και για την αναφερθείσα περίοδο εκδόθηκαν, όπως και όλες οι άλλες, στο όνομά του.

Τελικά, αβάσιμοι είναι και οι ισχυρισμοί σε σχέση με τη μη κλήση της εφεσίβλητης ως μάρτυρος αφού αυτή δεν έχει συνδεθεί με οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί προς τη δυναμική των υπόλοιπων δεδομένων. Εννοούμε την αφαίρεση κάθε υποβάθρου από την εκδοχή της εφεσείουσας εταιρείας με την απόρριψη της μαρτυρίας της Π. Είκοσι και την αυτοτέλεια των άλλων που συνοψίσαμε, όπως αυτά προέκυπταν από την παραδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε.

Η αντέφεση

Το θέμα της αντέφεσης περιορίστηκε κατά την ακρόαση. Είναι πλέον δεκτό και από την εφεσίβλητη πως στην απουσία αξιόπιστης μαρτυρίας σε σχέση με το ρόλο που διαδραμάτισε η Γκλ. Είκοσι, η αξίωση εναντίον της ως προσωπικά υπόλογης, υπό την ιδιότητα της διευθύντριας της εφεσείουσας εταιρείας γενικώς, θα έπρεπε να απορριφθεί. Θεωρούν όμως πως τα πράγματα διαφοροποιούνται στην περίπτωση προσώπου που είναι ο μόνος διευθυντής της εταιρείας και επικαλούνται τον Clerk & Lindsell on Torts 17η έκδοση σελ. 142, §4-49 όπου, κατά τη σύνοψη της νομολογίας, αναφέρεται πως όταν ο διευθυντής είναι το μόνο πρόσωπο δια του οποίου, κατά το σχετικό χρόνο, η εταιρεία μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, θα είναι προσωπικά υπεύθυνος για παράβαση καθήκοντος οφειλόμενου στον ενάγοντα όταν η τέλεση αυτού του καθήκοντος κατ΄ανάγκην εξαρτάτο από αυτόν και μόνο αυτόν.

Είναι η θέση της πως η Γκλ. Είκοσι, όπως αναφέρεται σε πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών και όπως ήταν παραδεκτό στην Υπεράσπιση, ήταν η μόνη διευθύντρια της εφεσείουσας εταιρείας και πως, στη βάση των πιο πάνω, ήταν λάθος η απόρριψη της αξίωσης με το αιτιολογικό ότι δεν είχε προσαγάγει μαρτυρία επί του θέματος.

Δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει το κατά πόσο, στη βάση των πιο πάνω, αρκεί η θεμελίωση της ιδιότητας του μόνου διευθυντή, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Συνάγεται ότι όταν το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόταν σε έλλειψη μαρτυρίας, είχε υπόψη του γενικά την ευθύνη των διευθυντών και όχι την περίπτωση του μόνου διευθυντή, όχι αδικαιολόγητα, θα λέγαμε. Εν πρώτοις, δεν προκύπτει παραδοχή στην Υπεράσπιση πως η Γκλ. Είκοσι ήταν η μόνη διευθύντρια. Η ίδια η Έκθεση Απαίτησης δεν ήταν μονοσήμαντη. Στην παράγραφο 3 αναφέρεται γενικά ότι «είναι διευθύντρια της εν λόγω εταιρείας», στην παράγραφο 7 ότι «είναι η μόνη διευθύντρια» και σημειώνουμε τον ενεστώτα χρόνο που χρησιμοποιήθηκε, και στην παράγραφο 18 αναφέρεται πως φέρει και προσωπικά ευθύνη «σαν η μόνη διευθυντής της εταιρειας και/ή σαν διευθυντής της....». Μετά, η παράγραφος 6 της Υπεράσπισης, την οποία ειδικά επισημαίνει η εφεσίβλητη, όσο προβληματική και αν είναι κατά τη διατύπωσή της, δεν περιλαμβάνει τέτοια παραδοχή αφού, όπως τη διαβάζουμε, αναπαραγάγει τους ισχυρισμούς της παραγράφου 7 της Έκθεσης Απαίτησης. Την παραθέτουμε:

«Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το περιεχόμενο της παραγρ. 7 της Εκθέσεως Απαιτήσεως ότι την κατοχή του ως άνω υποστατικού είχαν οι εναγόμενοι 1 της οποίας οι εναγόμενοι αρ. 2 είναι η διευθύντρια αλλά αρνούνται ότι η κατοχή αυτή είναι παράνομη και επαναλαμβάνουν προς υπεράσπισή τους τα ανωτέρω.»

 

Για να ακολουθήσει, εν πάση περιπτώσει, η παράγραφος 11, ειδικά επί των ισχυρισμών της παραγράφου 18 της Έκθεσης Απαίτησης. Την παραθέτουμε και αυτή:

"Oι εναγόμενοι αρνούνται τους ισχυρισμούς της παραγρ. 18 της Εκθέσεως Απαιτήσεως και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι πέραν της εναγομένης 2 και άλλα πρόσωπα ενεργούν ως διευθυντές και/ή εκπρόσωποι της εναγομένης εταιρείας. Περαιτέρω και με βάση τον νόμο ουδεμία ανάμειξη δυνάμει νόμου έχει η εναγομένη 2 καθότι το ενοικιαστήριο έγγραφο και η ενοικίαση συνέχισε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο με την εναγομένη αρ. 1."

 

Άλλη μαρτυρία δεν υπήρχε που να διαφώτιζε ως προς το ποιά ακριβώς ήταν η ιδιότητα της Γκλ. Είκοσι και το πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών, που πράγματι συνιστά την ορθόδοξη μέθοδο απόδειξης τέτοιου θέματος, αναφέρεται στο χρόνο της έκδοσής του, δηλαδή στις 9.10.00. Επομένως, ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε περαιτέρω διεύρυνση και η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα. Το ίδιο και η αντέφεση αλλά χωρίς έξοδα αφού η εφεσείουσα εταιρεία δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης και, βεβαίως, δεν επιχειρηματολόγησε επ' αυτής.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

C:\My Documents\2004\part1\11164.doc

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο