ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 377
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις αρ. 11146 και 11163)
6 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚAΛΛΗΣ, Χατζηχαμπής, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11146)
1. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
2. Ελένη Κακούρη
Εφεσείοντες,
ν.
Thamira Food Manufacturers Ltd
Εφεσιβλήτου.
_______________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11163)
1. "Αλήθεια" Εκδοτική Εταιρεία Λτδ,
2. Φρίξου Ν. Κουλέρμου,
3. Αλέκου Κωνσταντινίδη,
Εφεσείοντες,
ν.
Thamira Food Manufacturers Ltd
Εφεσίβλητης.
_______________
κα Στ. Χούρη
, δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Εφεσείοντες στην έφεση 11146.κ Σ. Φασουλιώτης, για τους Εφεσείοντες στην έφεση 11163.
κ. Κ. Μιχαηλίδης, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
_______________
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Με αφορμή επιστολή της Ενάγουσας με την οποία παρεπονείτο για δημοσίευμα της εφημερίδας που εξέδιδε η Εναγομένη 4 στο οποίο διατυπώνετο η άποψη ότι τα παξιμάδια διαίτης δεν ήσαν διαίτης, χωρίς όμως να εγίνετο αναφορά στα παξιμάδια που κατασκεύαζε η Ενάγουσα και τα οποία παρουσίαζε ως διαίτης με περιεκτικότητα 42 θερμίδων, η Εναγόμενη 4 ζήτησε από το Κρατικό Χημείο να προβεί σε ανάλυση των παξιμαδιών της Ενάγουσας. Την ανάλυση διενήργησε ο κ. Αργυρίδης, Ανώτερος Χημικός του Κρατικού Χημείου, στη βάση δε των αποτελεσμάτων της η Εναγόμενη 2, επίσης Χημικός στο Κρατικό Χημείο, προσδιόρισε τις θερμίδες των παξιμαδιών. Συνέταξε δε έκθεση την οποία και απέστειλε στην Εναγόμενη 4. Η έκθεση έδιδε τα ποσοστά πρωτεϊνών, λίπους, τέφρας, φυτικών ινών και υδατανθράκων (13.2%, 4.2%, 2.2%, 4.2% και 76.1% αντιστοίχως) καθώς και τις θερμίδες ως προ τις οποίες ανεφέρετο:"Θερμίδες/τεμάχιον 99 ενώ δηλώνει επί της συσκευασίας 42".
Η έκθεση κατέληγε ως ακολούθως:
"Η περιεκτικότητα του δείγματος σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπος δεν διαφέρει αισθητά από τα αντίστοιχα προσφερόμενα προϊόντα τα οποία δεν χαρακτηρίζονται ως διαιτητικά".
Η ανάλυση αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα στις 13.11.1988 και συνοδεύετο από άλλα δημοσιεύματα στα οποία γίνεται αναφορά στην έκθεση απαίτησης και τα οποία εμφαίνονται στο Τεκμήριο 5. Η ουσία τους ήταν ότι τα παξιμάδια της Εφεσίβλητης κακώς και παραπλανητικώς παρουσιάζοντο ως διαίτης εφ΄ όσον, όπως προέκυπτε από την ανάλυση, δεν διέφεραν αισθητά από τα μη χαρακτηριζόμενα ως διαιτητικά, αλλά και περιείχαν 99 θερμίδες αντί 42. Ακολούθησαν περαιτέρω δημοσιεύματα στις εκδόσεις των επόμενων τριών ημερών, πολύ πιο περιορισμένα αλλά στην ίδια βάση. Εν τω μεταξύ στις 14.11.1988 η Εναγόμενη 2, αντιλαμβανόμενη ότι ο αριθμός των θερμίδων που είχε δώσει (99) ήταν λανθασμένος, επανέλεγξε τους υπολογισμούς της και εντόπισε το λάθος στη λανθασμένη μεταφορά ενός συντελεστή κατά τη διαδικασία του υπολογισμού των θερμίδων. Με τη σωστή τώρα μεταφορά, ο αριθμός των θερμίδων προέκυπτε να ήταν 49. Ως εκ τούτου, απέστειλε προς την Εναγόμενη 4 διορθωμένη έκθεση με αναλυτική παρουσίαση των υπολογισμών της στην οποία εξηγείτο και το λάθος. Εξεδόθη δε και σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Υγείας ως προς το λάθος των θερμίδων χωρίς όμως αναίρεση της αναφοράς ότι τα παξιμάδια δεν διέφεραν αισθητά από τα μη χαρακτηριζόμενα ως διαιτητικά, θέση την οποία επέμεινε το Υπουργείο Υγείας. Η εφημερίδα προέβη σε τρία νέα δημοσιεύματα στην έκδοση της 17.11.1988 και των επόμενων δύο ημερών, η ουσία των οποίων ήταν ότι, παρά τη διευκρίνηση ως προς τις θερμίδες, η περιγραφή των παξιμαδιών ως διαίτης συνέχιζε να είναι ανακριβής και παραπλανητική, με ιδιαίτερη αναφορά στην καταληκτική παράγραφο της αρχικής επιστολής της κας Κακούρη αλλά και στη διαφορά μεταξύ των 49 θερμίδων της διορθωμένης ανάλυσης και των 42 που αναγράφοντο στα παξιμάδια.
Με την αγωγή της η Ενάγουσα απαίτησε εναντίον της κας Κακούρη αλλά και εναντίον της Δημοκρατίας αποζημιώσεις για αμέλεια ως προς τη λανθασμένη αναφορά στην έκθεση για την περιεκτικότητα των παξιμαδιών σε θερμίδες. Ήταν η δικογραφική θέση της όχι ότι η ορθή περιεκτικότητα ήταν 49 αντί 99 αλλά ότι η ορθή περιεκτικότητα ήταν 42 και ότι και η όλη ανάλυση του Κρατικού Χημείου, όπως και η πιστοποίηση της κας Κακούρη ήταν αμελής. Περαιτέρω, ότι το Γενικό Χημείο και η Εναγόμενη 2 εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ή αδιαφορούσαν εντελώς ότι η Εναγόμενη 4 θα δημοσίευε την ανάλυση. Και ότι, ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης της ανάλυσης, η Εναγόμενη 2 και η Δημοκρατία ευθύνοντο για ζημιά ύψους £189.500 που προκλήθηκε στην Ενάγουσα ως αποτέλεσμα της πτώσης των πωλήσεων της και της διενέργειας άλλων συναφών εξόδων, όπως και για γενικές αποζημιώσεις. Στην ίδια ουσιαστικά βάση υπήρχε και απαίτηση για αποζημιώσεις για επιζήμια ψευδολογία (injurious falsehood). Η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης 4 ήταν ευθέως στη βάση λιβέλλου περιεχομένου σε όλα τα προαναφερθέντα δημοσιεύματα, απαιτείτο δε το ίδιο ποσό όπως και γενικές αποζημιώσεις για λίβελλο καθώς και αποζημιώσεις για επιζήμια ψευδολογία (injurious falsehood). Η απαίτηση επεκτείνετο και στους Εναγόμενους 3, ως ιδιοκτήτη της εφημερίδας, και 5, ως διευθύνοντα διοικητικό σύμβουλο της Εναγόμενης 4 και αρχισυντάκτη της εφημερίδας.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα μάρτυρα της Ενάγουσας (Μ.Ε. 2) ο οποίος υποστήριξε την επιστημονική ορθότητα της δικής του ανάλυσης που έδιδε 41-42 θερμίδες και το επιστημονικά λανθασμένο της ανάλυσης του Κρατικού Χημείου. Απεδέχθη δε τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων των Εναγομένων κ. Αργυρίδη και κας Κακούρης ως προς την επιστημονική ορθότητα της ανάλυσης του Κρατικού Χημείου. Αυτό έθετε τέρμα στη θέση της Ενάγουσας ότι η όλη ανάλυση του Κρατικού Χημείου ήταν αμελής ως προς την επιστημονική της βάση και ότι η ανάλυση της Ενάγουσας ήταν ορθή. Το Δικαστήριο διαπίστωσε όμως συγχρόνως ότι η Εναγόμενη 2 ήταν αμελής
"αφού μετά τον υπολογισμό των θερμίδων και την ετοιμασία της έκθεσης δεν βεβαιώθηκε για την ορθότητα των αριθμητικών υπολογισμών της και των πιθανών επιπτώσεων που θα είχαν τα αποτελέσματα της ανάλυσης στα προϊόντα των Εναγόντων."
Η αμέλεια αυτή όμως παρέμεινε μετέωρη καθ΄ όσον το Δικαστήριο αμέσως μετά κατέληξε στα ακόλουθα:
"Λέμε πιθανών, διότι δεν αποδεχόμεθα την εισήγηση των Εναγόντων ότι η Εναγομένη 2 γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εφημερίδα θα δημοσίευε τα αποτελέσματα της ανάλυσης."
Τούτου δοθέντος, η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 θα έπρεπε να είχε απορριφθεί πάραυτα, καθ΄ όσον, όπως και δικογραφικά προσδιορίσθηκε, η γνώση των Εναγομένων 1 και 2, πραγματική ή αποδιδόμενη, ότι η έκθεση θα εδημοσιεύετο, ήταν απαράιτητο στοιχείο τεκμηρίωσης της ευθύνης της. Εξ άλλου, και η μαρτυρία του μάρτυρα της Ενάγουσας κ. Χατζηιωσήφ, η οποία εδόθη σε απόδειξη της κατ΄ ισχυρισμό ζημιάς των £189.500, απερρίφθη ως αναξιόπιστη, με αποτέλεσμα, και αν ακόμα είχε διαπιστωθεί αμέλεια των Εναγομένων 1 και 2, να μην υπήρχε ακόλουθη ζημιά. Το Δικαστήριο όμως παραδόξως δεν ενήργησε έτσι. Αναφέροντας ότι η αποστολή της έκθεσης στην Εναγόμενη 4 συνιστούσε δημοσίευση, και παρά το ότι στη συνέχεια διαπίστωσε επίσης ότι στη βάση της μαρτυρίας του κ. Αργυρίδη και της κας Κακούρη "η υπεράσπιση της αλήθειας (justification) των Εναγομένων επιτυγχάνει. Οι Εναγόμενοι έχουν αποδείξει την αλήθεια της διορθωτικής έκθεσης" (που, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αφορούσε μόνο τα δημοσιεύματα της 17 μέχρι 19.10.1988), φαίνεται να θεώρησε τελικά υπεύθυνους τους Εναγόμενους 1 και 2 στη βάση της δυσφήμισης ως προς τα δημοσιεύματα της 13 μέχρι 16.10.1988, αναφερόμενο σε αυτούς ως συναδικοπραγήσαντες με την Εναγόμενη 3 η οποία είχε ευρεθεί ένοχη λιβέλλου σε σχέση με όλα τα δημοσιεύματα (στη πτυχή αυτή βεβαίως θα επανέλθουμε). Όπως είπε το Δικαστήριο:
"Οι ενέργειες των Εναγομένων 1 και 2 με τη λανθασμένη σε περιεκτικότητα έκθεση για τα επίδικα παξιμάδια δεν χωρεί αμφιβολία ότι έπληξαν τη φήμη των Εναγόντων και των προϊόντων τους. Η Εναγομένη 4 στη βάση της λανθασμένης αυτής έκθεσης δυσφήμισαν ανελέητα για τρεις μέρες τους ενάγοντες και τα προϊόντα τους".
Και επεδίκασε £40.000 ως γενικές αποζημιώσεις, προφανώς για λίβελλο, τόσο εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 όσο και εναντίον της Εναγόμενης 4.
Είναι προφανές ότι η διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο ευθύνη των Εναγομένων 1 και 2 περιορίζετο στην αρχική έκθεση που δημοσιεύθηκε στα δημοσιεύματα πριν από τη διορθωτική έκθεση, δηλαδή εκείνα της 13 μέχρι 16.11.1988, και που περιείχε τη λανθασμένη αναφορά σε 99 θερμίδες αντί 49. Εξ ου και οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως (ως προς τη πτυχή που ενδιαφέρει εδώ) το θέμα της αλήθειας των δημοσιευμάτων εκείνων σε συνάρτηση με τη θέση ότι η ουσία τους ήταν όχι η αναφορά στις θερμίδες (που ήταν ομολογουμένως αναληθής εφόσον η περιεκτικότητα ήταν 49 αντί 99 θερμίδες) αλλά η αναφορά στο ότι τα παξιμάδια δεν ήσαν διαιτητικά (που δεν ήσαν εν όψει των σχετικών ευρημάτων του Δικαστηρίου). Οι δε λόγοι αντέφεσης αμφισβητούν την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του κ. Αργυρίδη και της κας Κακούρη των Εναγομένων αφ΄ ενός και την αναξιοπιστία του κ. Συμεού και του κ. Χατζηιωσήφ της Ενάγουσας αφετέρου, σε συνάρτηση με (1) την ορθότητα της μεθόδου που χρησιμοποίησε το Κρατικό Χημείο για να διαπιστώσει ότι η περιεκτικότητα ήταν 49 θερμίδες και (2) την αποτυχία της Ενάγουσας να αποδείξει την κατ΄ ισχυρισμό ζημιά των £189.500.
Ως προς αυτή τη πτυχή, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Η αναφορά στην έκθεση σε περιεκτικότητα 99 θερμίδων, ενώ η ορθή περιεκτικότητα ήταν 49 θερμίδες, παρέμενε αναληθής και δυσφημιστική εφόσον παρουσίαζε, στο βαθμό εκείνο, παραπλανητικά την περιεκτικότητα των παξιμαδιών σε θερμίδες, ανεξαρτήτως του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ήταν αληθής η άλλη αναφορά στην έκθεση ότι τα παξιμάδια δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαιτητικά. Να σημειώσουμε μόνο, ως προς το εύρημα εκείνο
, ότι στην ίδια την έκθεση ο χαρακτηρισμός των παξιμαδιών ως μη διαιτητικών συναρτήθηκε όχι προς στην περιεκτικότητά τους σε θερμίδες αλλά προς την περιεκτικότητά τους σε πρωτεϊνες, υδατάνθρακες και λίπος.Ούτε όμως η αντέφεση μπορεί να επιτύχει. Ουδέν των λεχθέντων δικαιολογεί παρέμβασή μας με την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία στη βάση των αρχών που διέπουν τη σχετική εξουσία του Εφετείου. Η αντέφεση δεν προσβάλλει ευθέως την άλλη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αναφορά στην έκθεση ότι τα παξιμάδια δεν διέφεραν αισθητά από τα μη χαρακτηριζόμενα ως διαιτητικά ήταν αληθής πλην κατά το ότι προσβάλλεται η αποδοχή της μαρτυρίας των Εναγομένων 1 και 2 ότι η περιεκτικότητα ήταν 49 θερμίδες, ως προς την οποία, όπως ήδη ελέχθη, δεν δικαιολογείται παρέμβασή μας. Να πούμε όμως πιο θεμελιακά ότι, όπως ήδη παρατηρήθηκε, ο χαρακτηρισμός των παξιμαδιών ως μη διαιτητικών στην έκθεση του Κρατικού Χημείου συναρτήθηκε όχι προς την περιεκτικότητα σε θερμίδες αλλά προς την περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες, υδατάνθρακες και λίπος. Εν πάση περιπτώσει δε, όπως και η ίδια η Ενάγουσα δέχεται στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης και το Δικαστήριο διαπίστωσε στη βάση της μαρτυρίας και ως κοινό έδαφος, δεν υπήρχε συγκεκριμένο πρότυπο διαιτητικών παξιμαδιών στην Κύπρο. Απεναντίας, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας της Ενάγουσας κ. Συμεού δέχθηκε, στη βάση της διεθνούς άποψης που ισχύει και στην Ελλάδα, διαιτητικά είναι τα παξιμάδια που έχουν τουλάχιστον 25% λιγότερες θερμίδες από τα κοινά ενώ τα παξιμάδια της Ενάγουσας είχαν, σύμφωνα ακόμα και με τη δική του ανάλυση, μόνο 18-19% λιγότερες.
Κατά τα λοιπά όμως, η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη, διεπόμενη από αντινομία και αντίφαση ως προς το συσχετισμό των διαπιστώσεών του προς τα επίδικα θέματα. Οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν ενάγοντο για δυσφήμιση μέσω των δημοσιευμάτων της εφημερίδας, ούτε ασφαλώς για δυσφήμιση που αφορούσε τη δημοσίευση της αρχικής έκθεσης στην εναγόμενη 4, αλλά για αμέλεια όπως πιο πάνω διαγράφηκε. Η αμέλεια αυτή κατέρρεε για περισσότερους του ενός λόγους ως εκ
των ευρημάτων αξιοπιστίας και των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ότι δεν ήταν λογικά προβλεπτή από τους Εναγόμενους 1 και 2 η δημοσίευση της έκθεσης στην εφημερίδα της Ενάγουσας και ότι η κατ΄ ισχυρισμό ζημιά δεν απεδείχθη. Δεν ήταν δυνατό να στηριχθεί ευθύνη στη βάση λιβέλλου που συνίστατο στη δημοσίευση της έκθεσης προς την Εναγόμενη 4 και επόμενα, ούτε βεβαίως ο "λίβελλος" αυτός, και αν είχε περιληφθεί στην απαίτηση, θα καθιστούσε τους Εναγόμενους 1 και 2 συναδικοπραγήσαντες με την Εναγόμενη 3, η ευθύνη της οποίας αναφέρετο σε άλλους λιβέλλους.Αυτή η πτυχή της απόφασης δεν προσβάλλεται ευθέως με τους λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν επί μέρους πτυχές της απόφασης που συνέθεταν την εν τέλει διαπιστωθείσα ευθύνη των Εναγομένων 1 και 2. Ο λόγος έφεσης 6 όμως προσβάλλει την κατάληξη ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 ήσαν συναδικοπραγήσαντες με την Εναγόμενη 4. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης, και δη ο λόγος έφεσης 6, χωρίς αναφορά στην εγγενή αντίφαση της απόφασης η οποία και δεν επιτρέπει λογική προσέγγιση στα υπό εξέταση θέματα. Η εγγενής όσο και θεμελιακή αυτή αντίφαση μεταξύ των πρωταρχικών διαπιστώσεων του Δικαστηρίου και της κατάληξης του, η οποία ακόλουθα στηρίζεται σε ανύπαρκτους όρους, αφαιρεί το ίδιο το βάθρο ολόκληρο της απόφασης. Ιδιατέρως δε, ευσταθεί ο λόγος έφεσης 6 ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθόλα συναδικοπραγήσαντες με την Εναγόμενη 4 αφού η διαπιστωθείσα ευθύνη τους στη βάση της αμελούς πιστοποίησης για 99 θερμίδες ήταν διάφορη της διαπιστωθείσας ευθύνης της Εναγομένης 4 στη βάση του λιβέλλου για όλα τα δημοσιεύματα, με επιπτώσεις και ως προς τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις.
Διαπιστώνουμε επομένως ασάφεια και αντίφαση στα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με βασικά θέματα. Η ενδεδειγμένη πορεία θα ήταν η επανεκδίκαση. Όπως ελέχθη από τον Πική, Π. στην υπόθεση Robust Trading Co Ltd v. Λεωνίδα (1996) 1 ΑΑΔ 304 (σελ. 308-309):
"Κρίνουμε ότι η ασάφεια των ευρημάτων του Δικαστηρίου και η απουσία ουσιαστικού συσχετισμού μεταξύ της κατάληξης και του πραγματικού βάθρου των γεγονότων καθιστούν αδύνατη την κρίση του επιδίκου θέματος. ........ Υπό το πρίσμα των διαπιστώσεών μας, η επανεκδίκαση της υπόθεσης καθίσταται αναπόφευκτη."
Εν όψει όμως της επικύρωσης των μερών εκείνων της απόφασης που αφορούν (1) την ορθότητα της μεθόδου που χρησιμοποίησε το Κρατικό Χημείο, (2) την αμελή και αναληθή αναφορά στην αρχική έκθεση σε περιεκτικότητα 99 θερμίδων, (3) τη διαπίστωση ότι τα παξιμάδια δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως διαιτητικά στη βάση της περιεκτικότητας τους σε πρωτεϊνες, υδατάνθρακες και λίπος και (4) την αποτυχία της Ενάγουσας να αποδείξει την απαιτούμενη ζημιά των £189.500, όπως και της μη αμφισβήτησης με την αντέφεση της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν εγνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η εφημερίδα θα δημοσίευε τα αποτελέσματα της ανάλυσης, η επανεκδίκαση θα περιορίζεται βεβαίως στη διάγνωση της οποιαδήποτε ευθύνης των Εναγομένων 1 και 2 για καταβολή γενικών αποζημιώσεων όπως απαιτούνται με την παράγραφο 3Α της Έκθεσης Απαίτησης στη βάση της αμελούς πιστοποίησης των 99 θερμίδων στην αρχική έκθεση.
Τώρα ως προς την έφεση των Εναγομένων 3, 4 και 5. Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση μόνο εναντίον της Εναγομένης 4, απορρίπτοντας την απαίτηση εναντίον των Εναγομένων 3 και 5 με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας εκείνο το οποίο με σαφήνεια προκύπτει είναι ότι ιδιοκτήτης της εφημερίδας υπό τον τίτλο "Αλήθεια" είναι η Εναγομένη 4 και κατά νόμο υπεύθυνος ο Εναγόμενος 5, ο οποίος όμως δεν έχουμε μαρτυρία ότι είχε οποιαδήποτε σχέση ή ανάμειξη με τα επίδικα δημοσιεύματα. Δεν έχει γίνει εισήγηση ότι η ιδιότητα του ως κατά νόμο υπευθύνου τον καθιστά συνυπεύθυνο για αστικά αδικήματα με την ιδιοκτήτρια της εφημερίδας, δηλαδή την Εναγομένη 4.
Καταλήγουμε συνεπώς ότι οι Εναγόμενοι 3 και 5 δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για πράξεις της Εναγομένης 4 και η αγωγή εναντίον τους δεν μπορεί να επιτύχει."
Δεν μπορεί λοιπόν να ασκείται έφεση από τους Εναγόμενους 3 και 5, και όντως το μόνο που προσβάλλεται με την έφεση των Εναγομένων 3 και 5 είναι η μη επιδίκαση εξόδων υπέρ τους εν όψει της απόρριψης της αγωγής εναντίον τους. Με την αντέφεση αμφισβητείται βεβαίως και η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την ευθύνη των Εναγομένων 3 και 5.
Εν όψει όμως και της απόφασης στην υπόθεση Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ, Πολιτική Έφεση 10934, 24.1.2003, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε λανθασμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου και έρεισμα στην αντέφεση, τοσούτο μάλλον αφού ούτε και δικογραφικώς είχε στοιχειοθετηθεί η κατ΄ ισχυρισμό ευθύνη των Εναγομένων 3 και 5. Η μη επιδίκαση εξόδων στους Εναγομένους 3 και 5 όμως, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, δεν αιτιολογήθηκε από το Δικαστήριο και προσφέρει έρεισμα στην έφεσή τους, αν και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η υπεράσπιση των
Εναγομένων 3, 4 και 5 ήταν ενιαία και αυτοί εκπροσωπήθησαν από τον ίδιο δικηγόρο, το δε θέμα της ευθύνης των Εναγομένων 3 και 5 ήταν πολύ δευτερεύον - τα ίδια ισχύουν δε για την έφεση.Τώρα ως προς την Εναγόμενη 4. Το Δικαστήριο, αφού "για ουσιαστικούς αλλά και πρακτικούς λόγους", είχε κατατάξει τα δημοσιεύματα σε δύο ομάδες, εκείνα της 13 μέχρι 16.10.1988 και εκείνα της 17 μέχρι 19.10.1988 (δηλαδή μετά τη διόρθωση του λάθους), στη συνέχεια είπε τα εξής:
"Είναι η κατάληξή μας ότι ο κοινός λογικός αναγνώστης των δημοσιευμάτων αυτών θα κατέληγε σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι κατασκευαστές των παξιμαδιών Bakandy΄s ήσαν ανέντιμοι επιχειρηματίες, εξαπατούσαν το κοινό με ψευδείς, ανακριβείς και παραπλανητικές διαφημίσεις και περιγραφές των προϊόντων τους, εμφάνιζαν τα προϊόντα τους να είναι διαίτης ενώ οι θερμίδες που είχαν δεν επέτρεπαν να χαρακτηρίζονται τέτοια."
Το Δικαστήριο φαίνεται να αναφέρεται σε όλα τα δημοσιεύματα χωρίς να διακρίνει μεταξύ των δύο ομάδων δημοσιευμάτων, θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε. Ακολούθως, απέρριψε τόσο την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου όσο και την υπεράσπιση του περιορισμένου προνομίου ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας, και διαπίστωσε την ύπαρξη κακόβουλης πρόθεσης της Εναγόμενης 4 σε σχέση με όλα τα δημοσιεύματα.
Και αυτή η πτυχή της απόφασης προκύπτει να είναι προβληματική. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι, εν όψει της μαρτυρίας του κ. Αργυρίδη και της κας Κακούρη την οποία εδέχθη ως αξιόπιστη:
"... η υπεράσπιση της αλήθειας (justification) των Εναγομένων επιτυγχάνει. Οι Εναγόμενοι έχουν αποδείξει την αλήθεια της διορθωτικής έκθεσης. Η αλήθεια του ισχυρισμού ότι ο αριθμός των θερμίδων ανά τεμάχιο στα παξιμάδια διαίτης που αναλύθηκαν ήταν 49 θερμίδες έχει αποδειχθεί από τους εναγομένους όπως αυτοί άλλωστε είχαν καθήκον".
Το Δικαστήριο διαπίστωσε συγχρόνως ότι ούτε η δήλωση της κας Κακούρη, που ήταν και η θέση του Υπουργείου και προβλήθηκε από την Εναγόμενη 4, ότι, ως εκ της σύνθεσής τους, τα παξιμάδια της ενάγουσας δεν διέφεραν αισθητά από τα μη χαρακτηριζόμενα ως διαίτης, ήταν αναληθής.
Το Δικαστήριο δεν διευκρινίζει ως προς το ποια δημοσιεύματα είχαν αναφορά στις πιο πάνω διαπιστώσεις του εφ΄ όσον διατυπώνονται γενικά. Και αν όμως ακόμα, όπως θα ήταν λογικό και όπως εκλαμβάνεται και στην έφεση και στην αντέφεση, περιορισθούν στα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας, αυτό έπρεπε να είχε θέσει τέρμα σε κάθε περαιτέρω εξέταση των δημοσιευμάτων εκείνων ως προς το δυσφημιστικό τους, όπως είναι και η βασική εισήγηση στην έφεση. Το Δικαστήριο όμως προχώρησε να εξετάσει - και να απορρίψει - τις υπερασπίσεις του έντιμου σχολίου και του περιορισμένου προνομίου ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας όπως και να διαπιστώσει κακοβουλία ως προς όλα τα δημοσιεύματα. Τούτο ήταν αντινομικό, εφ όσον η διαπίστωση της υπεράσπισης της αλήθειας αναιρεί κάθε δυνατότητα δυσφήμισης. Να σημειώσουμε δε ότι υπήρχε διάκριση μεταξύ των δημοσιευμάτων της πρώτης και εκείνων της δεύτερης ομάδας. Η αφορμή που οδήγησε στην ανάλυση των παξιμαδιών ήταν το -μη επίδικο- δημοσίευμα που αναφέρετο σε παξιμάδια παρουσιαζόμενα ως διαίτης ενώ δεν ήσαν διαίτης. Τα δημοσιεύματα της πρώτης ομάδας εβασίζοντο σε δύο στοιχεία σε στήριξη της θέσης ότι αναληθώς και παραπλανητικώς η Ενάγουσα επαρουσίαζε τα παξιμάδια της ως διαίτης: (1) το ότι,
ως εκ της περιεκτικότητας τους σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, τα παξιμάδια δεν διέφεραν αισθητά από τα μη παρουσιαζόμενα ως διαίτης και (2) το ότι περιείχαν 99 θερμίδες αντί 42 όπως ανεγράφετο σε αυτά. Με τη διόρθωση της κας Κακούρη που περιλαμβάνεται στα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας, η Εναγομένη 4 επέμενε στα δημοσιεύματα εκείνα στη θέση ότι τα παξιμάδια δεν ήσαν διαίτης, με έμφαση στην αναφορά της κας Κακούρη στο ότι δεν διέφεραν αισθητά από τα μη παρουσιαζόμενα ως διαίτης αλλά και στο ότι υπήρχε ακόμα διαφορά μεταξύ των 49 θερμίδων της ανάλυσης και των 42 θερμίδων που αναγράφοντο, σε συνάρτηση και με την έλλειψη προτύπου ως προς το τι είναι διαιτητικά παξιμάδια. Η επιτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της διάκρισης τους από εκείνα της πρώτης ομάδας. Όπως ήδη διεγνώσθη δε στην αντέφεση στην έφεση των Εναγομένων 1 και 2, τα αναφερόμενα από την Ενάγουσα στην αντέφεση της εκείνη όπως και στην προκειμένη αντέφεση και αφορώντα την αξιοπιστία του κ. Αργυρίδη και της κας Κακούρη και την αξιοπιστία του κ. Συμεού, όπως και του κ. Χατζηιωσήφ, δεν δικαιολογούν παρέμβαση μας και έτσι δεν ανατρέπουν τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ανάλυση του Κρατικού Χημείου ήταν ορθή ώστε η περιεκτικότητα των παξιμαδιών σε θερμίδες να ήταν 49 και τα παξιμάδια να μην διέφεραν αισθητά από τα μη χαρακτηριζόμενα ως διαιτητικά, διαπίστωση που συνιστούσε το υπόβαθρο της κατάληξης ότι η υπεράσπιση της αλήθεια επετύγχανε ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας. Ούτε βεβαίως ανατρέπεται η άλλη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την απαιτούμενη ζημιά των £189.500.Η επιτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας απαγόρευε τη συμπερίληψή τους με τα δημοσιεύματα της πρώτης ομάδας στα κρινόμενα ως συνιστούντα τη δυσφήμιση, με συνέπειες και ως προς τις επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις, όπως υποστηρίζεται και στην έφεση. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν εξέτασε τις υπερασπίσεις του εντίμου σχολίου
και του περιορισμένου προνομίου ως προς τα δημοσιεύματα της πρώτης ομάδας. Τα δημοσιεύματα αυτά ήσαν όντως δυσφημιστικά στο βαθμό που παρουσίαζαν τα παξιμάδια της ενάγουσας ως περιέχοντα 99 αντί 49 θερμίδες. Οι εν λόγω υπερασπίσεις είχαν όμως εγερθεί στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης 4 και θα έπρεπε να εξετάζοντο όχι μόνο ως προς τα δημοσιεύματα της δεύτερης ομάδας αλλά και ως προς εκείνα της πρώτης ομάδας, όπως υποστηρίζεται και στην έφεση. Τοσούτο μάλλον αφού τα δημοσιεύματα της πρώτης ομάδας έγιναν στη βάση έκθεσης του Κρατικού Χημείου, την ορθότητα της οποίας η Εναγόμενη 4 δεν είχε λόγο να αμφιβάλει. Η κατάληξη αυτή συμπαρασύρει και το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την κακόβουλη πρόθεση, η οποία συναρτάται προς την υπεράσπιση του περιορισμένου προνομίου. Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη, Π.Ε. 10703, 29.11.2002, ανασκοπήθηκε ιδιαιτέρως η υπεράσπιση του περιορισμένου προνομίου υπό το φως της αναπτυχθείσας νομολογίας στις χώρες του κοινοδικαίου και μάλιστα της απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers (1999) 4 All E.R. 609 και επεξηγήθησαν σε έκταση οι παράμετροί του στα πλαίσια του Άρθρου 19 του Συντάγματος. Εφ΄ όσον απουσιάζουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου πάνω σε κρίσιμα σημεία της υπόθεσης, η επανεκδίκαση καθίσταται αναπόφευκτη (James Leatherland Ltd v. Τσίγκα (1998) 1 ΑΑΔ 2385, σελ. 2388). Η επανεκδίκαση βεβαίως θα περιορίζεται στα δημοσιεύματα της 13 μέχρι 16.11.1988 και μόνο ως προς την απαίτηση για γενικές ή αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις.Στην έφεση των Εναγομένων 3, 4 και 5 εγείρεται και θέμα παραβίασης του δικαιώματος τους να δικαστούν εντός ευλόγου χρόνου όπως προνοείται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του αντίστοιχου Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Η εισήγηση, που βεβαίως θα εξετασθεί μόνο ως προς την Εναγόμενη 4, συναρτάται προς το μακρύ χρόνο που μεσολάβησε από της καταχώρησης της αγωγής το 198
8 και της έναρξης της ακρόασης οχτώ χρόνια μετά, το 1996, όπως και της ολοκλήρωσής της άλλα τέσσερα χρόνια μετά, το 2000 ενώ και η έφεση ακούστηκε άλλα τρία χρόνια μετά, το 2003. Αποτέλεσμα της καθυστέρησης, λέγεται, ήταν και η διάπραξη των διαπιστωθέντων λαθών στην απόφαση.Χωρίς αμφιβολία, ο χρόνος αυτός καθ΄ αυτός είναι παράγων που σταθμίζεται στα πλαίσια του άρθρου 6 της Σύμβασης και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, ο δε χρόνος των δεκαπέντε ετών είναι όντως πολύ μακρύς. Ο χρόνος όμως αφ΄ εαυτός δεν είναι ο μόνος παράγων που λαμβάνεται υπ΄ όψη. Το εύλογο του χρόνου είναι συνάρτηση του συνόλου των περιστατικών που αφορούν την πορεία της υπόθεσης και συνιστούν τα αίτια της καθυστέρησης, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων και χωρίς να αναιρείται
βεβαίως η παράλληλη όσο και θεμελιακή υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή της συνταγματικής επιταγής. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 ΑΑΔ 512, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 149, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294 και Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 6892, 28.2.2001. Δεν ετέθησαν όμως άλλα στοιχεία ενώπιόν μας που να δικαιολογούν περαιτέρω εξέταση του θέματος. Η διαταγή που θα εκδώσουμε για επανεκδίκαση δεν επηρεάζει βεβαίως το δικαίωμα της Εναγόμενης 4 να εγείρει κατά την επανεκδίκαση θέμα ευλόγου χρόνου.Η θεώρηση αυτή μας οδηγεί στο ακόλουθο αποτέλεσμα:
Π. Δ. 9; Δ.
/ΕΧ