ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10850)
16 Φεβρουαρίου 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π/δρος,]
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
---------------------------
Λ. Γεωργίου με Ε. Κονναρή και Γ. Βλάμη,
για τους Εφεσείοντες.Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------
[Με αυτή την απόφαση συμφωνεί ο Κραμβής, Δ.]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:
Ένα από τα κονδύλια ειδικής ζημιάς που ο εφεσίβλητος περιέλαβε στην αγωγή του για αποζημιώσεις, οι οποίες προέκυπταν από εργατικό ατύχημα στο οποίο υπέστη σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση με επακόλουθη μόνιμη εκτενή αναπηρία, αφορούσε και τα έξοδα παραμονής, εξετάσεων και νοσηλείας σε νοσοκομείο - το Devonshire Hospital - στο Λονδίνο. Την αναγκαιότητα της εκεί μετάβασης του για βελτίωση της κατάστασης της υγείας του το Δικαστήριο την αποδέχθηκε. Οι εφεσείοντες την αμφισβήτησαν με τον 8ο λόγο έφεσης. Υπό εξέταση όμως εδώ είναι μόνο ο 7ος λόγος που αφορά στην απόδειξη του ύψους της δαπάνης.Σε σχέση με το θέμα έδωσε μαρτυρία η μητέρα του εφεσιβλήτου η οποία αναφέρθηκε σε τιμολόγια του νοσοκομείου τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Θεωρήθηκε ότι αφορούσαν ποσό £57.487,65. Καθώς εξήγησε η μάρτυρας, το μεγαλύτερο μέρος του ποσού πληρώθηκε από φιλανθρωπικό οργανισμό με όρο για επιστροφή όταν ο εφεσίβλητος θα λάμβανε αποζημίωση. Χωρίς αυτά τα τιμολόγια δεν τεκμηριώνεται οποιοδήποτε ποσό. Αποκτά λοιπόν σημασία το κατά πόσο αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία.
Τα τιμολόγια προσφέρθηκαν εκ μέρους του εφεσιβλήτου ως απόδειξη του περιεχομένου τους, βάσει του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφού πρώτα προσήχθη μαρτυρία για να εξηγηθεί η απουσία του εκδότη. Η εξήγηση συνίστατο στο ότι το νοσοκομείο δεν ήταν διατεθειμένο να στείλει οποιονδήποτε στην Κύπρο για να καταθέσει στο Δικαστήριο. Υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες ένσταση ότι μόνο το νοσοκομείο μπορούσε να παρουσιάσει τα τιμολόγια. Την παραθέτουμε:
«Η ένσταση βασίζεται στο ότι τα τιμολόγια τα οποία εξέδωσε αυτό το νοσοκομείο είναι το μόνο ο οποίος έχει δικαίωμα να τα καταθέσει, είναι ο εκδότης και κανένας άλλος. Ως εκ τούτου υπάρχει ένσταση για να κατατεθούν τα τιμολόγια από άνθρωπο ο οποίος δεν τα εξέδωσε και να έχει ιδία γνώση του περιεχομένου τους.»
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και τα τιμολόγια κατατέθηκαν ως τεκμήριο 22. Με το εξής σκεπτικό:
«Δικαστήριο:...................... ....................
..................................... .................................................. .Φρονώ ότι είναι κλασσική περίπτωση εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 4(β) του κεφ. 9, Νόμος περί Αποδείξεως (Evidence Law) δεδομένης της προσπάθειας εντοπισμού του αναγκαίου μάρτυρα για να τα παρουσιάσει όπως δηλώθηκε από την μάρτυρα Ερωτοκρίτου εφόσον έχω ικανοποιηθεί ότι ο εκδότης των εγγράφων αυτών βρίσκεται στο εξωτερικό και δεν είναι πρακτική η κλήτευση του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο εφόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία κλήτευσης μαρτύρων που βρίσκονται σε ξένη χώρα. Έτσι, αποδέχομαι την εισήγηση της πλευράς του ενάγοντα και τα έγγραφα αυτά γίνονται τεκμήριο 22 ενώπιον του Δικαστηρίου.»
Στο τέλος το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο τεκμήριο 22, περιέλαβε στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις το εν λόγω ποσό των £57.487,65.
Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι καθώς φαίνεται από το τεκμήριο 22, το συνολικό ποσό που ζητήθηκε από το νοσοκομείο για τις δύο περιπτώσεις εισδοχής του εφεσίβλητου δεν ανερχόταν σε £57.487,65 αλλά σε μόνο £43.959,24 (£33.002,70 συν £10.956,54) κατόπιν αφαίρεσης εκπτώσεων £13.528,41 (£9.124,70 συν £4.403,71 αντιστοίχως). Ωστόσο αυτή η αριθμητική πτυχή, σε σχέση με την οποία δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης, βρίσκεται έξω από το υπό εξέταση ζήτημα και δεν θα μας απασχολήσει. Επίσης δεν θα μας απασχολήσει το κατά πόσο το τεκμήριο 22 πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου και, πιο συγκεκριμένα, εκείνες της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο αναφέρθηκε μόνο στην παράγραφο (β), πτυχή σε σχέση με την οποία επίσης δεν διατυπώθηκε λόγος έφεσης. Στην πραγματικότητα, για το ποσό των £57.487,65 ο μόνος λόγος έφεσης, όπως αυτός παρέμεινε μετά που εγκαταλείφθηκε το δεύτερο μέρος, έχει ως εξής:
«7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65 για την παραμονή του Ενάγοντα σε νοσοκομείο στην Αγγλία διότι:
Α) Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 15/2/2000, την κατάθεση του Τεκμηρίου 22 το οποίο αποτελείται από τα τιμολόγια για το ποσό των Λ.Κ. 57.487,65 τα οποία εκδόθηκαν από το εν λόγω νοσοκομείο εφόσον η κατάθεση του τεκμηρίου έπρεπε να γίνει από τον εκδότη του και όχι από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.»
Το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήχθη η παρούσα υπόθεση ζήτησε διεύρυνση της σύνθεσης όταν, λίγο μετά τις 23 Σεπτεμβρίου 2002 που επιφύλαξε την απόφαση, εκδόθηκε από άλλη σύνθεση η απόφαση στην Ευθύβουλου Λιασίδη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 7056, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 2002. Είχε εξεταστεί εκεί το κατά πόσο σε ποινική διαδικασία η εισαγωγή μαρτυρίας βάσει του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου αντιστρατευόταν την έννοια της δίκαιης δίκης και απέληγε ως εκ τούτου σε αντισυνταγματικότητα. Όμως, παρόλον ότι η υπόθεση αφορούσε σε ποινική διαδικασία, το σκεπτικό της απόφασης είχε ως κύριο άξονα τη διάταξη και στην πολιτική διαδικασία. Ενδιαφέρει το ακόλουθο απόσπασμα από τη Λιασίδη (ανωτέρω):
«Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκκλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρτυρος Κατηγορίας - (βλ.
Unterpertinger case, Series A, Vol. 110, σελ. 1). Στην Kostovski Case, Series A. Vol. 166, σελ. 1, που ακολούθησε, διασαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αντιπαράθεσης προς τους μάρτυρες της άλλης πλευράς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Windisch Case, Series A, Vol. 186, σελ. 1. Case of Asch v. Austria, Series A, Vol. 203, σελ. 1. Case of Saidi v. France, Series A. Vol. 261, σελ. 43.Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας
δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν. 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
Το κρίσιμο ερώτημα στην προκείμενη περίπτωση απολήγει λοιπόν στο κατά πόσο το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, βάσει του οποίου έγινε δεκτό το τεκμήριο 22 κατ΄ εξαίρεση του εξ ακοής κανόνα, συνάδει ή όχι με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος, όπου διαλαμβάνεται ότι:
«30.3 Έκαστος έχει το δικαίωμα:
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,»
Κατά την άποψη μας, δεν είναι χωρίς σημασία η διαφορά αυτής της διάταξης από εκείνη του Άρθρου 12.5(δ) του Συντάγματος, η οποία αφορά αποκλειστικά σε ποινική διαδικασία:
«12.5 Πας κατηγορούμενος δι΄ αδίκημα τι έχει τα ακόλουθα κατ΄ ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,»
Σε σχέση με την ποινική διαδικασία παραθέτουμε και την κατ΄ ουσία πανομοιότυπη διάταξη στο άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την κυρωθείσα με τον Ν. 39/62, όπου προβλέπεται ότι:
«3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
.................................. .................................................. .................................................. ..........
(δ) να εξετάζη ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.»
Με το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου δημιουργήθηκε ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα. Οι περισσότερες από τις ως τότε εξαιρέσεις ήταν το αποτέλεσμα της εξέλιξης, εμπειρικά όπως πάντοτε, του Κοινού Δικαίου το οποίο είχε θέσει και τον βασικό κανόνα αποκλεισμού. Μερικές άλλες εξαιρέσεις προστέθηκαν νομοθετικά. Τόσο ο κανόνας όσο και οι εξαιρέσεις αποβλέπουν στην όσο το δυνατό δικαιότερη διεξαγωγή της δίκης και
την εν τέλει ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Το άρθρο 4 εισήχθη στην Κύπρο με τον Ν. 14/1946, επακόλουθα του Αγγλικού Civil Evidence Act 1938 με το οποίο ταυτίζεται. Το εν λόγω άρθρο ίσχυε αρχικά μόνο στην πολιτική διαδικασία. Αλλά με τον Ν. 94(Ι)/94 απαλείφθηκε η αναφορά σε «πολιτική», με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι το άρθρο 4 καλύπτει πια και την ποινική. Παραθέτουμε λοιπόν, με ενσωματωμένη την τροποποίηση, τα εδάφια (1) και (2) που πιο άμεσα ενδιαφέρουν:«(1) Σε οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία θα ήταν δεκτή άμεση προφορική μαρτυρία γεγονότος, οποιαδήποτε δήλωση που έγινε από κάποιο πρόσωπο σε έγγραφο και που τείνει να αποδείξει το γεγονός αυτό είναι, με την παρουσίαση του πρωτότυπου, δεκτή ως απόδειξη του γεγονότος αυτού, αν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι,
δηλαδή -(α) αν αυτός που προβαίνει στη δήλωση είτε -
(ι) είχε προσωπική γνώση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη δήλωση
. ή(ιι) όταν το εν λόγω έγγραφο είναι ή αποτελεί μέρος υπομνήματος το οποίο φέρεται ως συνέχεια αυτού, προέβηκε στη δήλωση (στο μέτρο που αυτός δεν είχε προσωπική γνώση των θεμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτή) κατά την εκπλήρωση καθήκοντος να καταχωρίσει πληροφορία που δόθηκε σε αυτό από πρόσωπο το οποίο είχε ή μπορούσε εύλογα να υποτεθεί ότι είχε προσωπική γνώση των εν λόγω θεμάτων
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), αν αυτός που προβαίνει στη δήλωση, κληθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία:
Νοείται ότι ο όρος, ότι αυτός που προβαίνει στη δήλωση πρέπει να κληθεί ως μάρτυρας, δεν είναι ανάγκη να πληρωθεί αν αυτός είναι νεκρός ή ανίκανος λόγω της σωματικής ή πνευματικής του κατάστασης να παραστεί ως μάρτυρας ή αν βρίσκεται εκτός Κύπρου και δεν είναι εύλογα πρακτικό να εξασφαλιστεί η παρουσία του ή αν κάθε εύλογη προσπάθεια ανεύρεσής του έγινε χωρίς επιτυχία.
(α) ανεξάρτητα από το ότι αυτός που δηλώνει είναι διαθέσιμος αλλά δεν καλείται ως μάρτυρας
(β) ανεξάρτητα από το ότι το πρωτότυπο έγγραφο δεν έχει παρουσιαστεί, αν αντί αυτού παρουσιαστεί αντίγραφο του πρωτότυπου εγγράφου ή του ουσιώδους μέρους αυτού επικυρωμένο ως πιστό αντίγραφο με τέτοιο τρόπο όπως ήθελε οριστεί στο διάταγμα ή εγκριθεί από το Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.»
Στη Λιασίδη (ανωτέρω) γραπτή κατάθεση, την οποία η αστυνομία είχε λάβει από Φιλιππινέζα μάρτυρα, παρουσιάστηκε και έγινε δεκτή στη δίκη επειδή η μάρτυρας είχε στο μεταξύ επιστρέψει στην πατρίδα της και δεν ήταν διαθέσιμη για να καταθέσει προφορικά και να αντεξετασθεί. Η εν λόγω γραπτή κατάθεση ήταν σημαντική. Το Εφετείο σημείωσε σχετικά τα εξής:
«Το ότι η μαρτυρία της επέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι πρόδηλο, από όσα έχουμε αναφέρει. Έτεινε να αντικρούσει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποτέλεσε μέρος του λόγου για την απόρριψη της μαρτυρίας του, ως αναξιόπιστης.»
Με αυτά τα δεδομένα μας φαίνεται ότι, όπως και να αντικρυζόταν η αντίρρηση στη δεκτότητα της εν λόγω μαρτυρίας με αναφορά στο Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, η καταδίκη θα έπρεπε να παραμεριζόταν για τον λόγο ότι η απόδοση αποδεικτικής αξίας στη γραπτή κατάθεση, σε τέτοιο βαθμό σε ένα τόσο ζωτικό τομέα, καθιστούσε ακροσφαλή την καταδίκη. Οπότε δεν προέκυπτε συνταγματικό ζήτημα. Το οποίο, όπως είναι νομολογημένο, εξετάζεται μόνο ως τελευταία λύση.
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τόσο εκείνες στις οποίες γίνεται αναφορά στη Λιασίδη (ανωτέρω) όσο και άλλες, υποδεικνύουν, καθώς τις αντιλαμβανόμαστε, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί πως σε ποινική διαδικασία η χρήση γραπτής κατάθεσης χωρίς δυνατότητα αντεξέτασης του μάρτυρα ο οποίος έδωσε την κατάθεση, είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τουλάχιστον όπου η κατάθεση φαίνεται να επέδρασε κρίσιμα στο καταδικαστικό αποτέλεσμα. Η γενική προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εκτίθεται με τρόπο χαρακτηριστικό στο ακόλουθο απόσπασμα από την
Asch v. Austria Series A. Vol. 203, (1991), 1:«27. All the evidence must normally be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. This does not mean, however, that the statement of a witness must always be made in court and in public if it is to be admitted in evidence; in particular, this may prove impossible in certain cases. The use in this way of statements obtained at the pre-trial stage is not in itself inconsistent with paragraphs 3 (d) and 1 of Article 6, provided that the rights of the defence have been respected. As a rule, these rights require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he was making his statements or at a later stage of the proceedings (ibid., p. 12, § 34).»
Σημειώνουμε συναφώς ότι το άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αντικρύζεται όχι ως αυτοτελές αλλά σε συνάρτηση του με το άρθρο 6(1) με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και ότι επιπλέον στην εξέταση αυτού του δικαιώματος, δεν απασχολεί η όποια ιδιαιτερότητα των εθνικών κανόνων για τη δεκτότητα μαρτυρίας. Παραθέτουμε απόσπασμα από την
Doorson v. The Netherlands R.J.D. No. 6, 1996-II, 446 το οποίο απηχεί εκείνο που επανειλημμένα έχει λεχθεί αναφορικά με τις υπό αναφορά πτυχές (σελ. 469-470):«66. As the requirements of Article 6 § 3 are to be seen as particular aspects of the right to a fair trial guaranteed by Article 6 § 1, the Court will examine the complaints under Article 6 § 1 and 3(d) taken together (see, among many other authorities, the Delta v. France judgment of 19 December 1990, Series A no. 191-A, p. 15, § 34).
Διεξάγεται από κάποιο διάστημα συζήτηση αναφορικά με τον εξ ακοής κανόνα. Η συζήτηση αντανακλά απόψεις και προβληματισμούς που εκφράστηκαν και στην Αγγλία. Στην Κύπρο, η άποψη για κατάργηση του κανόνα συνάντησε αντιρρήσεις από αυτούς που θεωρούν χρήσιμο τον κανόνα με τις εξαιρέσεις του, είτε με δυνατότητα επέκτασης είτε χωρίς τέτοια δυνατότητα. Η Λιασίδη (ανωτέρω) εκφράζει όμως, κατά την αντίληψή μας, μια νέα θέση που είναι η διατήρηση του εξ ακοής κανόνα χωρίς τη δυνατότητα συνύπαρξης ακόμα και των μέχρι τώρα αναγνωρισμένων εξαιρέσεων αφού, παρόλον που η απόφαση αφορούσε μόνο μια από τις εξαιρέσεις, η εμβέλεια του λόγου της την υπερβαίνει.
Την άποψη του Εφετείου στη Λιασίδη (ανωτέρω) αναφορικά με την ποινική διαδικασία δεν χρειάζεται να τη συζητήσουμε. Θα περιοριστούμε στην πολιτική διαδικασία στην οποία ανήκει η υπό εξέταση έφεση. Σ΄ αυτή λοιπόν τη διαδικασία, την πολιτική, δεν έχει εφαρμογή ούτε το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος ούτε το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτά αφορούν στα δικαιώματα κατηγορουμένων. Για την πολιτική διαδικασία ισχύει επί του προκειμένου το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος.
Βάσει του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος το δικαίωμα προσαγωγής των μέσων απόδειξης όπως και η εξέταση μαρτύρων σε πολιτική διαδικασία μπορεί να ρυθμιστεί με νόμο, το περιεχόμενο του οποίου δεν προκαθορίζεται. Ενώ στην περίπτωση των άλλων δύο διατάξεων, που αφορούν στην ποινική διαδικασία, το παρεχόμενο σε κατηγορουμένους δικαίωμα, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, ρυθμίζεται ρητώς με πλήρη αναφορά στο περιεχόμενο του από τις ίδιες τις διατάξεις και δεν μπορεί να διαμορφωθεί με νόμο. Το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με το οποίο
εισήχθη ακόμα μια εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα, αποτελεί ακριβώς ένα τέτοιο νόμο. Θεωρούμε δε αυτή την εξαίρεση χρήσιμη για την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης, όπως επίσης χρήσιμη θεωρούμε τη μετέπειτα εξαίρεση με τον Ν. 54(Ι)/1994 για δηλώσεις που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.λ.π. Δεν διακρίνουμε σε τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις οποιαδήποτε ασυμφωνία είτε με το Σύνταγμα είτε με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.Η κατάληξη αυτή σημαίνει εν προκειμένω ότι το τεκμήριο 22 μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τον καθορισμό της ζημιάς την οποία υπέστη ο εφεσίβλητος.
Γ.Κ. Νικολάου, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.