ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10850)
16 Φεβρουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
A. PANAYIDES CONTRACTING LTD,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Λ. Γεωργίου,
για τους Εφεσείοντες.Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη Λιασίδη ν. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 7056-7057/30.9.2002 Εφετείο με τριμελή σύνθεση έκρινε ότι:
«Οι διατάξεις του άρθρου 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του Ν 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δίκαιας δίκης όσο και στις πρόνοιες των άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.»
Λέχθηκαν, επίσης, τα εξής:
«Όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των άρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο.»
Θεωρώ ότι η απόφαση στην Λιασίδης (πιο πάνω) αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.
'Εχουν, επομένως, τη θέση τους οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Στις αρχές αυτές θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Στη
Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, 263, 264 (απόφαση Α.Ν. Λοϊζου, Δ., όπως ήταν τότε) λέχθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποστεί από δικαστικό προηγούμενο αν είναι της γνώμης ότι είναι εσφαλμένο ή αν οι μεταβληθείσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις απαιτούν αναθεώρηση της προηγούμενης προσέγγισης του ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου.Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.) το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας - Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη
'Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.'
Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»
Η Μαυρογένης (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2114/15.6.98 (απόφαση Κρονίδη, Δ.), Βύρωνος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 57/94/25.2.99 (αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας από Νικολαϊδη, Δ. και Νικολάου, Δ.), Re E. Mitsingas Exports Ltd, Πολιτική 'Εφεση 9561/21.9.98 (απόφαση Πική, Π.), Καλησπέρας ν. Δρυάδη, Πολιτική 'Εφεση
8922/15.5.98 (απόφαση Πική, Π.), Χ'' Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2209/23.6.99 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2357/28.5.99.Στην Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, Πολιτική 'Εφεση 9381/6.9.99 το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές, Πολιτική 'Εφεση 8957/24.9.98. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. ανέφερε τα εξής:
«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους αρχής δικαίου. Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»
Βλ. και απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1406: «Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. (
Fitzleet Estates Ltd v. Cherry (1977) 3 All E.R. 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R. 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal (1983) 1 All E.R. 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R. 513). Eυχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (O΄ Brien v. Robinson (1973) 1 All E.R. 583 (H.L.))».Διαπιστώνω ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στη Λιασίδη (πιο πάνω)
.Στη συνέχεια θα παραθέσω τους λόγους που με έχουν οδηγήσει στην πιο πάνω διαπίστωση μου και τους λόγους της διαφωνίας μου με την απόφαση της πλειοψηφίας που σχετίζεται με τη δεκτότητα του Τεκ. 22 και την - ως αποτέλεσμα της δεκτότητας του - επιδίκαση του ποσού των £57.487 στον εφεσίβλητο. Ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια αποζημιώσεων συμφωνώ με την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ..
Το συνταγματικό πλαίσιο
.Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι διατάξεις του άρθρου 30.2 και 3(γ) του Συντάγματος το οποίο ορίζει:
«2. Έκαστος κατά τη διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.
Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν΄ απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει .................................................. .................................
.................................. .................................................. .................................................. ..............
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω.»
Το λεκτικό του άρθρου 30.2 είναι σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Ευρωπαϊκή Σύμβαση) η οποία έχει κυρωθεί με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 (Ν 39/62).
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν περιέχει πρόνοια παρόμοια με εκείνη του πιο πάνω άρθρου 30(3) (γ). Περιέχει πρόνοια η οποία καλύπτει μόνο τις ποινικές υποθέσεις. Βρίσκεται στο άρθρο 6(3) (δ) το οποίο έχει ως εξής:
«6(3) Everyone charged with a criminal offence has the following minimum rights:
Σημειώνεται ότι το άρθρο 6(3) (d) της Σύμβασης αντιστοιχεί με το άρθρο 12.5 (δ) του Συντάγματος.
Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτουν τα εξής:
(α) Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε ποινικές υποθέσεις διέπεται από το άρθρο 12.5 (δ) του Συντάγματος και το άρθρο 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Οι δύο πρόνοιες είναι ταυτόσημες.
(β) Το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε πολιτικές υποθέσεις διέπεται από το άρθρο 30.3 (γ) του Συντάγματος. Δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια για τις πολιτικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ωστόσο παρά την ανυπαρξία τέτοιας πρόνοιας η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) αποκαλύπτει ότι ρόλος του Δικαστηρίου είναι να διακριβώσει κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της περιλαμβανομένου και του τρόπου με τον οποίο επετράπει η μαρτυρία ήταν «δίκαιη» εντός της έννοιας του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
(Dombo Beheer v. Netherlands, A274, para. 31 - Βλ. και Ludi v. Switzerland, Judgment of 15 June 1992, Series A, Vol. 238, p.20 και Vidal v. Belgium, Judgment of 22 April 1992, Series A, No. 235B, p.p. 32-33, para. 33).Στην
Dombe Beheer (πιο πάνω, παραγ. 32) αναφέρονται τα εξής:«32. The requirements inherent in the concept of 'fair hearing' are not necessarily the same in cases concerning the determination of civil rights and obligations as they are in cases concerning the determination of a criminal charge. This is borne out by the absence of detailed provisions such as paragraphs 2 and 3 of Article 6 applying to cases of the former category. Thus, although these provisions have a certain relevance outside the strict confines of criminal law (see, mutatis mutandis, the Albert and Le Compte v. Belgium judgment of 10 February 1983, Series A no. 58, p. 20, §39), the Contracting States have greater latitude when dealing with civil cases concerning civil rights and obligations than they have when dealing with criminal cases.
33. Nevertheless, certain principles concerning the notion of a 'fair hearing' in cases concerning civil rights and obligations emerge fro
m the Court΄s case-law. Most significantly for the present case, it is clear that the requirement of 'equality of arms', in the sence of a 'fair balance' between the parties, applies in principle to such cases as well as to criminal cases (see the Feldbrugge v. The Netherlands judgment of 26 May 1986, Series A no. 99, p.17, §44).»
Σε μετάφραση
:«32. Οι σύμφυτες απαιτήσεις της έννοιας της 'δίκαιης διαδικασίας' δεν είναι κατ΄ ανάγκη οι ίδιες σε υποθέσεις που αφορούν την διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων με εκείνες που αφορούν την διάγνωση ποινικής κατηγορίας. Αυτό προκύπτει από την απουσία λεπτομερών προνοιών όπως είναι οι παραγ. 2 και 3 του αρ. 6 οι οποίες να τυγχάνουν εφαρμογής σε υποθέσεις της πρώτης κατηγορίας. Έτσι, ανκαι αυτές οι πρόνοιες έχουν κάποια σχέση έξω από τα αυστηρά όρια του ποινικού δικαίου (βλ. κατ΄ αναλογία, Τhe Albert and Le Compte v. Belgium απόφαση ημερ. 10 Φεβρουαρίου 1983, Series A no. 58, p. 20, §39) τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν μεγαλύτερο περιθώριο όταν ασχολούνται με αστικές υποθέσεις που αφορούν αστικά αδικήματα και υποχρεώσεις από ότι έχουν όταν ασχολούνται με ποινικές υποθέσεις.
33. Ωστόσο ορισμένες αρχές που αφορούν την έννοια της 'δίκαιης διαδικασίας' σε υποθέσεις που αφορούν αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις προκύπτουν από τη νομολογία του δικαστηρίου. Είναι αξιοσημείωτο για την παρούσα υπόθεση ότι είναι καθαρό ότι η απαίτηση για 'ισότητα όπλων' υπό την έννοια του 'δίκαιου ισοζυγίου' ανάμεσα στους διαδίκους εφαρμόζεται ως θέμα αρχής σε τέτοιες υποθέσεις καθώς και στις
ποινικές (βλ. Feldbrugge v. The Netherlands, απόφαση ημερ. 26.5.1986, Series A, No. 99, σελ. 17, §44).»
Οι συγγραφείς του
«Law of the European Convention on Human Rights» (D.J. Harris, M. O΄ Boyle και C. Warbrick) σχολιάζουν ως εξής - στη σελ. 202 - την απόφαση στην υπόθεση Dombo Beheer (πιο πάνω):«Τhus although certain of the guarantees listed in Article 6(3) (eg the right to legal assistance or to examine or cross-examine witnesses) may in principle be inherent in a 'fair hearing' in civil as well as criminal cases, they may not apply with quite the same rigour or in precisely the same way in civil proceedings as they do in criminal ones. The same is true of such rights as the right to be present at the trial and to 'equality of arms' that flow exclusively from Article 6(1) in both criminal and civil cases.»
Σε μετάφραση
:«Έτσι ανκαι ορισμένες από τις εγγυήσεις που απαρριθμούνται στο αρ. 6(3) (π.χ. το δικαίωμα νομικής αρωγής ή το δικαίωμα εξέτασης ή αντεξέτασης μαρτύρων) ως θέμα αρχής δυνατόν να είναι σύμφυτες στη 'δίκαιη διαδικασία' σε αστικές καθώς και σε ποινικές υποθέσεις, δυνατόν να μην τυγχάνουν εφαρμογής με ακριβώς την ίδια ακαμψία ή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην αστική διαδικασία όπως τυγχάνουν εφαρμογής σε ποινικές υποθέσεις.»
Στη σελ. 209 οι πιο πάνω συγγραφείς παρατηρούν τα εξής σε σχέση με το δικαίωμα αντεξέτασης σε πολιτικές υποθέσεις:
«In other cases, the Court has indicated that 'equality of arms' requires that the parties to civil proceedings be permitted to cross-examine witnesses .. (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 (1972).»
Σε μετάφραση
:«Σε άλλες υποθέσεις το Δικαστήριο έχει υποδείξει ότι η 'ισότητα των όπλων' απαιτεί όπως στα μέρη σε αστικές διαδικασίες επιτρέπεται να αντεξετάζουν τους μάρτυρες .... (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 (1972).»
Σε σχέση με την διαδικασία κατά αντιπαράθεση οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παρατηρούν τα εξής στη σελ. 214:
«A principle that underlies Article 6 as a whole is that judicial proceedings must be adversarial. This is most clearly illustrated by the specific guarantee in Article 6(3) (d) of the right to cross-examine witnesses in criminal cases, a right which is an element of a fair hearing in non-criminal cases also (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 (1972).»
Σε μετάφραση
:«Μια αρχή στην οποία υπόκειται το Άρθρο 6 στο σύνολό του είναι ότι οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να λαμβάνουν χώραν κατά αντιπαράθεση. Αυτό επεξηγείται με τον καθαρότερο τρόπο από την ειδική διασφάλιση, από το Άρθρο 6(3) (δ), του δικαιώματος αντεξέτασης μαρτύρων σε ποινικές υποθέσεις δικαίωμα το οποίο αποτελεί στοιχείο της δίκαιης διαδικασίας και σε μη ποινικές υποθέσεις (X v. Austria No. 5362/72, 42 C.D. 145 (1972).»
Θέτω μια παρένθεση για να επαναλάβω ότι στην Κυπριακή έννομη τάξη υφίστανται οι λεπτομερείς πρόνοιες για τις αστικές υποθέσεις οι οποίες απουσιάζουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Τις βρίσκουμε στο αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος.
Αναφορικά με τους Κανόνες Απόδειξης οι ευπαίδευτοι συγγραφείς παρατηρούν τα εξής στη σελ. 210:
"Rules of evidence
The right to a fair hearing in Article 6(1) does not require that any particular rules of evidence are followed in national courts in either criminal or non-criminal cases; it is in principle for each state to lay down its own rules. Such an approach is inevitable, given the wide variations in the rules of evidence in different European legal systems, with, for example, common law systems controlling the admissibility of evidence very tightly and civil law systems setting very few restrictions. However, the Strasbourg authorities have set certain parameters within which a state must operate and have found that the use of a particular rule of evidence in any system may cause the trial to be unfair on the facts."
Σε μετάφραση
:«
Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη στο αρ. 6(1) δεν απαιτεί όπως ακολουθούνται συγκεκριμένοι κανόνες απόδειξης από τα Εθνικά Δικαστήρια στις ποινικές ή μη ποινικές υποθέσεις. ως θέμα αρχής εναπόκειται στο κάθε κράτος να θεσπίσει τους δικούς του κανόνες. Τέτοια προσέγγιση είναι αναπόφευκτη, δεδομένων των μεγάλων διαφοροποιήσεων στους κανόνες απόδειξης στα διάφορα Ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, με π.χ. τα συστήματα του κοινοδικαίου που ελέγχουν την δεκτότητα της μαρτυρίας πολύ αυστηρά και τα συστήματα αστικού δικαίου που θέτουν πολύ λίγους περιορισμούς. Ωστόσο, οι αρχές του Στρασβούργου έχουν θέσει ορισμένες παραμέτρους εντός των οποίων πρέπει να λειτουργεί ένα κράτος και έχουν διαπιστώσει ότι η χρήση ενός συγκεκριμένου κανόνα απόδειξης σε οποιοδήποτε σύστημα μπορεί να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη επί των γεγονότων.»
Αυτά που προκύπτουν από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι τα εξής:
(α) Το θέμα της αποδοχής μαρτυρίας σε αστικές υποθέσεις εξετάζεται υπό το πρίσμα του κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της είναι δίκαιη.
(β) Εναπόκειται στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να διαμορφώσουν κανόνες δεκτότητας μαρτυρίας.
(γ) Η χρήση ενός συγκεκριμένου κανόνα απόδειξης μπορεί να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη επί των γεγονότων.
(δ) Η διαδικασία τόσο σε ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις πρέπει να διεξάγεται με το σύστημα αντιπαράθεσης και με το δικαίωμα αντεξέτασης μαρτύρων.
Όλα τα πιο πάνω ενώ δεν υπάρχει, σε σχέση με τις αστικές υποθέσεις, πρόνοια παρόμοια με εκείνη που υπάρχει σε σχέση με τις ποινικές υποθέσεις στο αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ωστόσο, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, στην Κυπριακή έννομη τάξη υπάρχει η πρόνοια του αρ. 30(3) (γ). Το αρ. 30(2) αναφέρεται στη διάγνωση τόσο των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όσο και στη διάγνωση ποινικής κατηγορίας. Επομένως οι πρόνοιες του αρ. 30(3) (γ) τυγχάνουν εφαρμογής τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Η ύπαρξη της ειδικής πρόνοιας στο αρ. 12.5 (δ) του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται στα δικαιώματα κατηγορουμένου «δι΄ αδίκημα τι» δεν είναι ικανή να εξουδετερώσει την εμβέλεια του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος. Αυτό «γιατί τα άρθρα του Συντάγματος εφαρμόζονται αυτοτελώς». Πλην όμως «προς διευκόλυνση της ερμηνείας τους μπορεί να γίνει αναφορά σε άλλα άρθρα (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Κάρτερ (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 371, 373 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.).
Εφαρμόζοντας λοιπόν αυτοτελώς τις πρόνοιες του αρ. 30.3 (γ) σε συνδυασμό με το αρ. 30.2 κρίνω ότι αυτές τυγχάνουν εφαρμογής τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Επομένως η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ερμηνευτική του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο είναι σχεδόν ταυτόσημο με το αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος, τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο τόσο σε αστικές υποθέσεις όσο και σε ποινικές υποθέσεις.
Στη συνέχεια θα παρατεθεί η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ερμηνευτική του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης:
(1)
Unterpertinger v. Austria (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου, 1986, A110 αρ. 110 (1986): Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε για πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στη σύζυγο του και στη θετή θυγατέρα του. Η υπεράσπιση του ήταν μερικώς αυτοάμυνα και μερικώς υπερβολή του επεισοδίου. Ετοιμάσθηκε έκθεση της Αυστριακής Αστυνομίας η οποία περιλάμβανε καταθέσεις του κατηγορουμένου, των δύο θυμάτων και ενός γιατρού. Η σύζυγος του κατηγορουμένου παρουσιάσθηκε στην προανάκριση και έδωσε μαρτυρία για την επίθεση ενώπιον Δικαστή. Ωστόσο στην κανονική δίκη και τα δύο θύματα αρνήθηκαν να δώσουν μαρτυρία. Οι καταθέσεις τους στην Αστυνομία παρουσιάσθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και η καταδίκη του κατηγορουμένου βασιζόταν κυρίως επί των καταθέσεων τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αντιπαραταχθεί με τους μάρτυρες, τα δικαιώματα της υπεράσπισης του είχαν ουσιωδώς περιορισθεί κατά παράβαση του αρ. 6(1) σε συνδυασμό με τις αρχές που διέπουν το αρ. 6(3) (δ). Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:"The Court recalls that the guarantees contained in paragraph 3 are specific aspects of the general concept of a fair trial set forth in paragraph 1.... In the circumstances of the instant case, it will co
nsider the applicant΄s complaints from the angle of paragraph 1 taken together with the principles inherent in paragraph 3(d)................................... ...
While the trial court and then the Court of Appeal were thus unable to hear evidence from M
rs. Unterpertinger and Miss Tappeiner - or to acquaint themselves with the statements made by the former to the judge at Kufstein -, they had, on the other hand, been obliged to have the women΄s statements to the police read out when the prosecution so requested.In itself, the reading out of statements in this way cannot be regarded as being inconsistent with Article 6 §§ 1 and 3(d) of the Convention, but the use made of them as evidence must nevertheless comply with the rights of the defence, which it is the object and purpose of Article 6 to protect. This is especially so where the person 'charged with a criminal offence', who has the right under Article 6 § 3 (d) to 'examine or have examined' witnesses against him, has not had an opportunity at any stage in the earlier proceedings to question the persons whose statements are read out at the hearing.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
It is true that the statements made by Mrs. Unterpertinger and Miss Tappeiner were not the only evidence before the courts. They also had before them, inter alia, the police reports, the medical reports ap
pended thereto and the file on the couple΄s divorce proceedings; in addition, the Court of Appeal had heard a sister-in-law of Mr. Unterpertinger as a witness.However, it is clear from the judgment of 4 June 1980 that the Court of Appeal based the applica
nt΄s conviction mainly on the statements made by Mrs. Unterpertinger and Miss Tappeiner to the police. It did not treat these simply as items of information but as proof of the truth of the accusations made by the women at the time. Admittedly, it was for the Court of Appeal to assess the material before it as well as the relevance of the evidence which the accused sought to adduce; but Mr. Unterpertinger was nevertheless convicted on the basis of 'testimony' in respect of which his defence rights were appreciably restricted.That being so, the applicant did not have a fair trial and there was a breach of paragraph 1 of Article 6 of the Convention, taken together with the principles inherent in paragraph 3(d)."
Σε μετάφραση
:«Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στην παραγ. 6(3) συνιστούν ειδικές πτυχές της γενικής έννοιας της δίκαιης δίκης που περιλαμβάνεται στην παραγ. 6(1) ............... Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο θα εξετάσει τα παράπονα του αιτητή από τη σκοπιά της παραγ. 1 μαζί με τις αρχές που είναι σύμφυτες στην παραγ. 3(δ).
.................................. .................................................. .................................................. .............
Ενώ το δικάσαν Δικαστήριο και αργότερα το Εφετείο δεν μπόρεσαν να ακούσουν μαρτυρία από την κα. Unterpertinger και την δ/δα Tappeiner - ή να ενημερωθούν για τις καταθέσεις που έκαμαν οι πρώτες στο Δικαστή στο Kufstein - από την άλλη είχαν υποχρεωθεί να δεχθούν όπως αναγνωσθούν οι καταθέσεις που έδωσαν οι δύο γυναίκες στην Αστυνομία όταν υπέβαλε τέτοιο αίτημα η Κατηγορούσα Αρχή.
Αφ΄ εαυτής η ανάγνωση των καταθέσεων με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με το αρ. 6(1) και 3 (δ) της Σύμβασης, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως μαρτυρία πρέπει οπωσδήποτε να συνάδει με τα δικαιώματα της υπεράσπισης, τα οποία το αρ. 6 έχει σκοπό και πρόθεση να προστατεύσει. Αυτό συμβαίνει ειδικά όπου το πρόσωπο που 'κατηγορείται για ποινικό αδίκημα', που έχει το δικαίωμα δυνάμει του αρ. 6(3) (δ) 'να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων κατηγορίας, δεν είχε την ευκαιρία σε οποιοδήποτε στάδιο της προγενέστερης διαδικασίας να αντεξετάσει τα πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις αναγινώσκονται στην ακρόαση.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
Είναι αλήθεια ότι οι καταθέσεις που έδωσαν η κα. Unterpertinger και η δ/δα Tappeiner δεν ήταν η μόνη μαρτυρία ενώπιον των Δικαστηρίων. Είχαν, ανάμεσα σ΄ άλλα, ενώπιον τους τις αστυνομικές εκθέσεις, με επισυνημμένες ιατρικές εκθέσεις και το φάκελο της διαδικασίας διαζυγίου του ζεύγους. Πρόσθετα το Εφετείο άκουσε την μαρτυρία της κουνιάδας του κου Un
terpertinger .Ωστόσο είναι σαφές από την απόφαση της 4ης Ιουνίου 1980 ότι το Εφετείο βάσισε την καταδίκη του αιτητή κυρίως επί των καταθέσεων της κας Unterpertinger και της δ/δας Tappeiner στην Αστυνομία. Δεν τις χειρίσθηκε απλώς ως πληροφοριακά στοιχεία αλλά ως απόδειξη της αλήθειας των κατηγοριών που είχαν προσάψει οι δύο γυναίκες κατά το χρόνο εκείνο. Ομολογουμένως εναπόκειτο στο Εφετείο να αξιολογήσει το ενώπιον του υλικό καθώς και τη σχετικότητα της μαρτυρίας την οποία ο κατηγορούμενος επεδίωξε να παρουσιάσει
. πλην όμως ο κ. Unterpertinger καταδικάστηκε με βάση μαρτυρία σε σχέση με την οποία τα δικαιώματα υπεράσπισης του είχαν ουσιωδώς περιορισθεί.Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο αιτητής δεν έτυχε δίκαιης δίκης και σημειώθηκε παραβίαση της παραγ. 1 του αρ. 6 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με τις αρχές που είναι σύμφυτες στην παραγ. 3(δ).»
(2)
Kostovski v. Netherlands, απόφαση της 20ης Νοεμβρίου, 1989, A166 (1989): Ο αιτητής είχε καταδικαστεί εξαιτίας αναφορών στις καταθέσεις από δύο ανώνυμα πρόσωπα που ακούστηκαν από την αστυνομία και το ένα από αυτά επιπλέον και από τον ανακριτή, κανένα όμως από τα οποία δεν ακούστηκε στο ακροατήριο. Στους δύο μάρτυρες είχε επιτραπεί να παραμείνουν ανώνυμοι και να μη δώσουν μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου λόγω φόβου αντιποίνων από το οργανωμένο έγκλημα. Οι πιο πάνω καταθέσεις αναγνώσθηκαν κατά τη δίκη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η δεκτότητα μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό θέμα που ρυθμίζεται από το Εθνικό δίκαιο. Τόνισε ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν την ενώπιον τους μαρτυρία. Υπό το φως των πιο πάνω αρχών έργο του Δικαστηρίου δεν είναι η διατύπωση άποψης επί του κατά πόσο οι εν λόγω καταθέσεις ορθά έγιναν δεκτές και αξιολογήθηκαν από το δικάζον δικαστήριο αλλά να διακριβώσει κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολο της, περιλαμβανομένου και του τρόπου λήψεως της μαρτυρίας ήταν δίκαιη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε τα παράπονα του αιτητή από τη σκοπιά των παραγ. 3 (δ) και 1 του αρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Αυτό γιατί οι εγγυήσεις της παραγ. 6(3) συνιστούν ειδικές πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που διασφαλίζεται από το αρ. 6(1). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι τα πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις αναγνώσθηκαν κατά τη δίκη και ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και λήφθηκαν υπόψη από αυτό πρέπει να θεωρούνται μάρτυρες για τους σκοπούς του αρ. 6(3) (δ). Έκρινε ότι ως θέμα αρχής όλη η μαρτυρία έπρεπε να είχε εισαχθεί στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατά αντιπαράθεση επιχειρηματολογία ανκαι καταθέσεις που λήφθηκαν στο στάδιο της προδικασίας μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία νοουμένου ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου ετύγχαναν σεβασμού. Κατά κανόνα - συνέχισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο - εκείνα τα δικαιώματα απαιτούσαν όπως σε κάποιο στάδιο ο κατηγορούμενος έχει μια επαρκή και κατάλληλη ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει το μάρτυρα κατηγορίας είτε κατά το χρόνο που έκαμνε την κατάθεση του ή σε άλλο μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. κατ΄ αναλογία την απόφαση στην Unterpertinger). Στην παρούσα υπόθεση- κατέληξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο - δεν είχε παρασχεθεί τέτοια ευκαιρία και επομένως οι μάρτυρες δεν είχαν αντεξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο.Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
"The Court does not underestimate the i
mportance of the struggle against organized crime. Yet the Government΄s line of argument, whilst not without force, is not decisive................................... ....
The right to a fair administration of justice holds so prominent a place in a democratic society (see the Delcourt judgment of 17 January 1970, Series A no.11, p.15, § 25) that it cannot be sacrificed to expediency. The Convention does not preclude reliance, at the investigation stage of criminal proceedings, on sources such as anonymous informants. However, the subsequent use of anonymous statements as sufficient evidence to found a conviction, as in the present case, is a different matter. It involved limitations on the rights of the defence which were irreconcilable with the guarantees
contained in Article 6. In fact, the Government accepted that the applicant΄s conviction was based 'to a decisive extent' on the anonymous statements.The Court therefore concludes that in the circumstances of the case the constraints affecting the rights of the defence were such that Mr. Kostovski cannot be said to have received a fair trial. There was accordingly a violation of paragraph 3(d), taken together with paragraph 1, of Article 6."
Σε μετάφραση
:«Το Δικαστήριο δεν υποτιμά την σπουδαιότητα του αγώνα εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο η γραμμή της επιχειρηματολογίας της Κυβέρνησης, ενώ δεν στερείται δύναμης, δεν είναι αποφασιστική.
.................................. .................................................. .................................................. ...............
Το δικαίωμα για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης κατέχει μια τόσο περίοπτη θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία (βλ. την απόφαση Delcourt της 17ης Ιανουαρίου 1970, Series A, No. 11, σελ. 15, παραγ. 25) που δεν μπορεί να θυσιασθεί χάριν σκοπιμοτήτων. Η Σύμβαση δεν αποκλείει χρησιμοποίηση, στο στάδιο της διερεύνησης, πηγών όπως είναι οι ανώνυμοι πληροφοριοδότες. Πλην όμως η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση ανώνυμων καταθέσεων ως επαρκούς μαρτυρίας για θεμελίωση καταδίκης, όπως στην παρούσα υπόθεση, είναι διαφορετικό ζήτημα. Συνεπαγόταν περιορισμούς επί των δικαιωμάτων της υπεράσπισης που ήταν ασυμβίβαστοι με τις εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στο αρ. 6. Ως γεγονός, η κυβέρνηση δέχθηκε ότι η καταδίκη του αιτητή βασίσθηκε 'σε αποφασιστικό σημείο' επί των ανώνυμων καταθέσεων.
Το Δικαστήριο επομένως καταλήγει ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης οι περιορισμοί που επηρεάζουν τα δικαιώματα της υπεράσπισης ήταν τέτοιοι που δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Kostovski έτυχε δίκαιης δίκης. Επομένως έχει σημειωθεί παραβίαση της παραγ. 3(δ) σε συνδυασμό με την παραγ. 1 του αρ. 6.»
(3) Windisch v. Austria, Case 25/1989/185/245
: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για διάρρηξη. Δύο μάρτυρες έδωσαν λεπτομερή κατάθεση στην αστυνομία εφόσον είχαν λάβει διαβεβαιώσεις ανωνυμίας. Το αίτημα του κατηγορουμένου να κληθούν οι μάρτυρες δεν έγινε δεκτό. Η υπόθεση προχώρησε και έγινε εκτενής αναφορά στις καταθέσεις των ανώνυμων μαρτύρων. Το Δικαστήριο έκρινε τους απόντες μάρτυρες αξιόπιστους και καταδίκασε τον κατηγορούμενο αφού απέρριψε 16 μάρτυρες οι οποίοι υποστήριξαν το άλλοθι του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι παρά το επιθυμητό της διατήρησης της ανωνυμίας των πληροφοριοδοτών της αστυνομίας και παρά τη σπουδαιότητα της συνεργασίας του κοινού με την αστυνομία η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των καταθέσεων τους από το δικάσαν δικαστήριο είναι αρκετά διαφορετική από τη χρησιμοποίηση ανώνυμων πληροφοριών από την αστυνομία στο στάδιο της ανάκρισης. Η δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης κατέχει μια τόσο περίοπτη θέση στις δημοκρατικές κοινωνίες που δεν μπορεί να θυσιάζεται. Επομένως έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) και 3(δ).Μεταφέρω τα σχετικά αποσπάσματα:
"All the evidence must in principle be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. However, the use as evidence of statements obtained at the pre-trial stage is not always in itself inconsistent with paragraphs 3(d) and 1 of Article 6, provided the rights of the defence have been respected. As a rule, these rights require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he was making his statement or at later stage of the proceedings (see the above-mentioned Kostovski judgment, Series A no. 166, p.20, §41).
In the instant case, the two persons in question had only been heard, at the investigation stage, by the police officers in charge of the case, who later gave evidence in court concerning their statements; they were neither examined by the trial court itself, nor questioned by any examining magistrate.
.................................. ...
As a result, neither the applicant nor his counsel - in spite of their repeated requests - ever had an opportunity to examine witnesses whose evidence had been taken in their absence, was later reported by third persons during the hearings and was, as appears from the judgment of 20 November 1985, taken into account by the trial court.
.................................. ....
Being unaware of their identity, the defence was confronted with an almo
st insurmountable handicap: it was deprived of the necessary information permitting it to test the witnesses΄ reliability or cast doubt on their credibility (ibid.).In addition, the trial court, which was also unaware of the two women΄s identity, was prev
ented from observing their demeanour under questioning and thus forming its own impression of their reliability (see the above-mentioned Kostovski judgement, Series A no. 166, p.20 §43). The police officer΄s evidence on this point at the hearings cannot be regarded as a proper substitute for direct observation................................... ....
In these circumstances, the use of this evidence involved such limitations on the rights of the defence that Mr Windisch cannot be said to have received a fair trial.
There has thus been a violation of paragraph 3(d), taken together with paragraph 1, of Article 6."
Σε μετάφραση
:«Ως θέμα αρχής όλη η μαρτυρία πρέπει να παρουσιάζεται στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατά αντιπαράθεση επιχειρηματολογία. Ωστόσο η χρησιμοποίηση ως μαρτυρίας των καταθέσεων που λήφθηκαν στο προδικαστικό στάδιο δεν είναι πάντοτε αφ΄ εαυτής ασυμβίβαστη με τις παραγ. 3(δ) και 1 του αρ. 6 νοουμένου ότι τα δικαιώματα της υπεράσπισης είχαν τύχει σεβασμού. Κατά κανόνα αυτά τα δικαιώματα απαιτούν όπως στον κατηγορούμενο δοθεί επαρκής και ορθή ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας, είτε στο στάδιο που έδινε την κατάθεση του ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. την πιο πάνω απόφαση στην Kostovski, Series A, no. 116, σελ. 20, παραγ. 41
).Στην παρούσα υπόθεση τα εν λόγω δύο πρόσωπα είχαν ακουσθεί μόνο στο στάδιο της ανάκρισης, από τους αξιωματικούς της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνοι για την υπόθεση και οι οποίοι αργότερα έδωσαν μαρτυρία στο Δικαστήριο αναφορικά με τις καταθέσεις τους
. δεν είχαν εξετασθεί από το δικάσαν δικαστήριο, ούτε και τους υποβλήθηκαν ερωτήσεις από οποιοδήποτε εξεταστή-πταισματοδίκη................................... .................................................. .................................................. ..............
Ως αποτέλεσμα ούτε ο αιτητής ούτε ο δικηγόρος του - παρά τις επανειλλημένες παρακλήσεις τους - είχαν ποτέ την ευκαιρία να εξετάσουν μάρτυρες των οποίων η μαρτυρία είχε ληφθεί στην απουσία τους, και είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τρίτα πρόσωπα στη διάρκεια της ακρόασης και είχε, ως φαίνεται από την απόφαση της 20ης Νοεμβρίου του 1985 ληφθεί υπόψη από το δικάσαν δικαστήριο.
.................................. .................................................. .................................................. ..............
Μη τελούσα ενήμερη της ταυτότητας των, η υπεράσπιση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο
. στερήθηκε των αναγκαίων πληροφοριών που θα της επέτρεπαν να ελέγξει το βάσιμο της μαρτυρίας και να εγείρει αμφιβολίες σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.Πρόσθετα το δικάσαν Δικαστήριο, το οποίο επίσης δεν ήταν ενήμερο, εμποδίσθηκε από του να παρακολουθήσει την συμπεριφορά τους (demeanour) κάτω από αντεξέταση και να σχηματίσει έτσι τη δική του εντύπωση για το βάσιμο της μαρτυρίας τους (βλ. την πιο πάνω απόφαση στην Kostovski, Series A, no. 166, σελ. 20, παραγ. 43). Η μαρτυρία του αξιωματικού της αστυνομίας επ΄ αυτού του σημείου κατά τις ακροάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ορθό υποκατάστατο για άμεση παρακολούθηση.
.................................. .................................................. .................................................. ..............
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η χρησιμοποίηση αυτής της μαρτυρίας συνεπαγόταν τέτοιους περιορισμούς επί των δικαιωμάτων της υπεράσπισης που δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο κ. Windisch έτυχε δίκαιης δίκης. Έχει επομένως σημειωθεί παραβίαση της παραγ. 3(δ) σε συνδυασμό με την παραγ. 1, του αρ. 6.»
(4) Delta v. France (1990) Case 26/1989/186/246
: Ο αιτητής καταδικάστηκε βάσει δηλώσεων του θύματος της φερόμενης αξιόποινης πράξης και ενός συναδέλφου αξιωματούχου της αστυνομίας. Οι δυο μάρτυρες παρέβλεψαν την κλήση της κατηγορίας να εμφανιστούν στη δίκη και ο αιτητής καταδικάστηκε βάσει των προγενέστερων δηλώσεών τους: κανένας μάρτυρας δεν εξετάστηκε από τον ανακριτή ή το δικαστήριο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτίμησε ότι υπήρξε παραβίαση του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δηλώνοντας:«Τα στοιχεία της απόδειξης πρέπει κανονικά να παρουσιάζονται ενώπιον του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με σκοπό μια κατ΄ αντιμωλία συζήτηση. Δεν προκύπτει ωστόσο από αυτό ότι η δήλωση ενός μάρτυρα πρέπει πάντα να γίνεται στο δικαστήριο και δημόσια για να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη: η χρησιμοποίηση με αυτόν τον τρόπο καταθέσεων που ανάγονται στη φάση της προκαταρκτικής εξέτασης δεν προσκρούει από μόνη της στις παραγράφους 3(δ) και 1 του άρθρου 6, με την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Κατά γενικό κανόνα, επιτάσσουν να παρέχεται στον κατηγορούμενο κατάλληλη και επαρκής ευκαιρία για να αμφισβητήσει μια μαρτυρία κατηγορίας και να εξετάσει τον υποστηρικτή της κατά τη στιγμή της κατάθεσης ή αργότερα.»
(5) Asch v. Austria A203, para. 30 (1991)
: Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο διαφοροποιήθηκε από την απόφαση στην Unterpertinger (πιο πάνω) γιατί η κατάθεση του μάρτυρα που δεν έδωσε μαρτυρία δεν ήταν η μόνη επί της οποίας είχε βασίσει την απόφαση του το δικάσαν Δικαστήριο.Στο πιο πάνω σύγγραμμα - των D.J. Harris, M O΄ Boyle και C. Warbrick - βρίσκουμε ότι η πιο πάνω απόφαση σχολιάζεται ως εξής, στη σελ. 212:
"Since the Court found a breach on the facts of the Unterpertinger case, it would seem that the Court in the Asch case was applying a different, less demanding test."
Σε μετάφραση
:«Εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση επί των γεγονότων της
Unterpertinger, φαίνεται ότι το Δικαστήριο στην υπόθεση Asch εφάρμοσε ένα διαφορετικό λιγότερο απαιτητικό κριτήριο.»(6) Artner v. Austria A Series 242-A para. 24 (1992)
: Ένα άλλο κλιμάκιο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ακολούθησε την υπόθεση Asch (πιο πάνω). Έκρινε κατά πλειοψηφία (5 με 4) ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γιατί η μαρτυρία του απόντος μάρτυρος δεν ήταν η μόνη μαρτυρία.(7)
Doorson, απόφαση της 26ης Μαρτίου 1996: Κρίθηκε - και πάλιν - ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(3) (δ) γιατί υπήρχε και άλλη μαρτυρία επί της οποίας βασίσθηκε η καταδίκη.(8)
Ludi v. Switzerland, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1992, Series A, Vol. 238: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για εμπόριο ναρκωτικών. Η καταδίκη βασίσθηκε κυρίως επί της έκθεσης ενός υπό κάλυψη πράκτορα και επί των πρακτικών τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Ο υπό κάλυψη πράκτορας δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή του κατηγορουμένου από τη σκοπιά των παραγ. 1 και 3 του αρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Σημείωσε ότι παρόλο που ο υπό κάλυψη πράκτορας δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για τους σκοπούς του αρ. 6(3) (δ) πρέπει να θεωρείται ως μάρτυρας, όρος στον οποίο πρέπει να δίνεται αυτόνομη ερμηνεία. Σημείωσε, επίσης, ότι ενώ τα Ελβετικά Δικαστήρια δεν κατέληξαν στην απόφαση τους αποκλειστικά με βάσει τις γραπτές καταθέσεις του υπό κάλυψη πράκτορα αυτές διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στη θεμελίωση των γεγονότων που οδήγησαν στην καταδίκη.Μεταφέρω το σχετικό μέρος της απόφασης:
"According to the
Court΄s consistent case-law, all the evidence must normally be produced in the presence of the accused at a public hearing with a view to adversarial argument. There are exceptions to this principle, but they must not infringe the rights of the defence; as a general rule, paragraphs 3 (d) and 1 of Article 6 require that the defendant be given an adequate and proper opportunity to challenge and question a witness against him, either when he makes his statements or at a later stage (see the Asch v. Austria judgment of 26 April 1991, Series A no. 203, p.10, §27).The Laufen District Court and the Berne Court of Appeal both refused to call the undercover agent Toni as a witness, on the grounds that his anonymity had to be preserved (see paragraphs 16 and 18 above). The Federal Court held that "the identity and the investigative methods of such agents are not lightly to be given away in criminal proceedings" (see paragraph 21 above).
The Court finds that the present case can be distinguished from the Kostovski v. the Netherlands and Windisch v. Austria cases (judgments of 20 November 1989 and 27 September 1990, Series A nos. 166 and 186), where the impugned convictions were based on statements made by anonymous witnesses. In this case the person in question was a sworn police officer whose function was known to the investigating judge. Moreover, the applicant knew the said agent, if not by his real identity, at least by his physical appearance, as a result of having met him on five occasions (see paragraphs 10 and 12 above).
However, neither the investigating judge nor the trial courts were able or willing to hear Toni as a witness and carry out a confrontation
which would enable Toni΄s statements to be contrasted with Mr Ludi΄s allegations; moreover, neither Mr Ludi nor his counsel had at any time during the proceedings an apportunity to question him and cast doubt on his credibility. Yet it would have been possible to do this in a way which took into account the legitimate interest of the police authorities in a drug trafficking case in preserving the anonymity of their agent, so that they could protect him and also make use of him again in the future.In short, the rights of the defence were restricted to such an extent that the applicant did not have a fair trial. There was therefore a violation of paragraph 3 (d) in conjunction with paragraph 1 of Article 6."
Σε μετάφραση
:
«Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του δικαστηρίου όλη η μαρτυρία πρέπει κατά κανόνα να προσάγεται στην παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακροαματική διαδικασία με σκοπό την κατ΄ αντιπαράθεση συζήτηση. Υπάρχουν εξαιρέσεις σ΄ αυτή την αρχή αλλά δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα της υπεράσπισης
. ως θέμα γενικού κανόνα η παράγραφος (3) (δ) και (1) του άρθρου 6 απαιτούν όπως στον κατηγορούμενο δοθεί επαρκής και κατάλληλη ευκαιρία να αντικρούσει και να αντεξετάσει τον μάρτυρα κατηγορίας είτε στη διάρκεια της κατάθεσης του είτε σε μεταγενέστερο στάδιο (βλ. Asch v. Austria, απόφαση της 26ης Απριλίου 1991, Series A, No. 203, σελ. 10).Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Laufen και το Εφετείο της Βέρνης, και τα δύο, αρνήθηκαν να καλέσουν τον υπό κάλυψη πράκτορα ως μάρτυρα για το λόγο ότι η ανωνυμία του έπρεπε να διατηρηθεί. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε ότι «η ταυτότητα και οι ανακριτικές μεθόδοι αυτών των πρακτόρων δεν πρέπει να αποκαλύπτονται στην ποινική διαδικασία».
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η παρούσα υπόθεση μπορεί να διακριθεί από τις υποθέσεις
Kostovski και The Netherlands and Windish v. Austria (αποφάσεις ημερ. 20.11.89 και 27.9.90 Series A αρ. 166 και 186) όπου οι καταδίκες βασίστηκαν επί καταθέσεων που έγιναν από ανώνυμους μάρτυρες. Σ΄ αυτή την υπόθεση το εν λόγω πρόσωπο ήταν ορκωτός Αξιωματικός της Αστυνομίας του οποίου ο ρόλος ήταν γνωστός στον Ανακριτή. Περαιτέρω ο αιτητής γνώριζε τον εν λόγω πράκτορα αν όχι με την πραγματική του ταυτότητα τουλάχιστον με την φυσική του εμφάνιση ως αποτέλεσμα συνάντησης τους σε 5 περιπτώσεις.Ωστόσο ούτε ο Ανακριτής ούτε τα δικάσαντα δικαστήρια ήταν ικανά ή πρόθυμα να ακούσουν τον υπό κάλυψη πράκτορα ως μάρτυρα και να προβούν στη διεξαγωγή μιας αντιπαράθεσης η οποία θα καθιστούσε δυνατή την σύγκριση των καταθέσεων του υπό κάλυψη πράκτορα με τους ισχυρισμούς του κ. Ludi
. περαιτέρω ούτε ο κ. Ludi ούτε ο δικηγόρος του είχαν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας την ευκαιρία να του υποβάλουν ερωτήσεις και να εγείρουν αμφιβολίες επί της αξιοπιστίας του. Ωστόσο θα ήταν δυνατό να γίνει αυτό με τρόπο που θα ελάμβανε υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των αστυνομικών αρχών σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών με τη διατήρηση της ανωνυμίας του πράκτορα τους έτσι ώστε να μπορούσαν να τον προφυλάξουν και να τον χρησιμοποιήσουν πάλι στο μέλλον.Με λίγα λόγια τα δικαιώματα της υπεράσπισης περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που ο αιτητής δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Έχει επομένως σημειωθεί παραβίαση της παραγράφου 3 (δ) σε συνδυασμό με την παράγραφο 6 (1).»
Οι πιο πάνω συγγραφείς σχολιάζουν ως εξής - στη σελ. 212 - τις αποφάσεις στις υποθέσεις Asch, Artner και Ludi (πιο πάνω):
"Although these cases all have other particular facts that may have contributed to the decisions reached in them, it would appear from the general terms used in its judgments that the Court is at present not wholly consistent on the question whether the evidence of persons who do not appear as witnesses that it admitted must be the only evidence upon which the conviction is based or whether it is sufficient that it has played a crucial or significant part. The number of cases that have reached the Court suggests that such evidence is used a lot, so that the question is an important one in practice."
Σε μετάφραση
:«Αν και αυτές οι υποθέσεις όλες έχουν τα συγκεκριμένα γεγονότα τους τα οποία δυνατόν να έχουν συνεισφέρει στις συγκεκριμένες αποφάσεις φαίνεται από τους γενικούς όρους που χρησιμοποιήθηκαν στις αποφάσεις ότι το δικαστήριο προς το παρόν δεν είναι σταθετό επί του θέματος του κατά πόσο η μαρτυρία προσώπων που δεν εμφανίζονται ως μάρτυρες και γίνεται δεκτή πρέπει να είναι η μόνη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η καταδίκη ή κατά πόσο είναι αρκετό ότι έχει διαδραματίσει ένα κρίσιμο ή αποφασιστικό
ρόλο. Ο αριθμός των υποθέσεων που έφθασαν στο δικαστήριο καταδεικνύει ότι τέτοια μαρτυρία χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό έτσι ώστε το ζήτημα να είναι σημαντικό στην πράξη».(9)
Saide case - απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 1993, Σειρά - αρ. 261-6: Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για εμπορία ναρκωτικών. Η καταδίκη του βασίσθηκε αποκλειστικά επί καταθέσεων που λήφθηκαν πριν από τη δίκη. Τα πρόσωπα που έδωσαν τις καταθέσεις δεν κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) και 3(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Παραθέτω το καταληκτικό μέρος της απόφασης του:
"The testimony therefore constituted the sole basis of the applicant΄s conviction, after having been the only ground for his committal for trial. Yet neither at the stage of the investigation nor during the trial was the applicant able to examine or have examined the witnesses concerned. The lack of any confrontation deprived him in certain respects of a fair trial. The Court is fully aware of the undeniable difficulties of the fight against drug-trafficking - in particular with regard to obtaining and producing evidence - and of the ravages caused to society by the drug problem, but such considerations cannot justify restricting to this extent the rights of the defence of 'everyone charged with a criminal offence'.
In short, there has been a violation of Article 6 §§ 1 and 3 (d)."
Σε μετάφραση
:«Επομένως η μαρτυρία αποτέλεσε την μόνη βάση για την καταδίκη του αιτητή, εφόσον αποτελούσε το μόνο έδαφος για την παραπομπή του σε δίκη. Ωστόσο, ούτε στο στάδιο της ανάκρισης ούτε στη διάρκεια της δίκης μπόρεσε ο αιτητής να εξετάσει ή να προκαλέσει την εξέταση μαρτύρων. Η έλλειψη οποιασδήποτε αντιπαράθεσης του στέρησε μερικές πτυχές της δίκαιης δίκης. Το Δικαστήριο είναι πλήρως ενήμερο για τις δυσκολίες καταπολέμησης της εμπορίας ναρκωτικών - ειδικά σε σχέση με τη λήψη και προσαγωγή αποδείξεων - και της καταστροφής που προκαλείται στην κοινωνία από το πρόβλημα των ναρκωτικών, πλην όμως αυτοί οι παράγοντες δεν δικαιολογούν τον περιορισμό σε τέτοιο βαθμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και 'παντός που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα'.
Με λίγα λόγια έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) (3) (δ).»
(10)
Van Mechelen and Others, απόφαση της 23ης Απριλίου 1997: Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για ληστεία. Ισχυρίσθηκαν ότι η καταδίκη τους είχε βασισθεί ουσιαστικά επί της μαρτυρίας αστυνομικών των οποίων η ταυτότητα δεν είχε αποκαλυφθεί και δεν ακούστηκαν δημοσίως ή στην παρουσία τους. Ισχυρίσθηκαν παραβίαση του αρ. 6(1) (3) (δ).Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπεράσπιση δεν ήταν ενήμερη της ταυτότητας των αστυνομικών μαρτύρων. Σημείωσε επίσης ότι η υπεράσπιση δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά (demeanour) των μαρτύρων κάτω από άμεση αντεξέταση και να ελέγξει (test) την αξιοπιστία τους. Τόνισε ότι αντίθετα με άλλες υποθέσεις δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία που να προσφέρει θετική αναγνώριση των κατηγορουμένων ως δραστών των επίδικων εγκλημάτων. Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η διαδικασία στο σύνολό της δεν ήταν δίκαιη και ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) μαζί με το αρ. 6(3) (δ).
(11)
Bricmont, Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1989, Σειρά Α, αρ. 158: Ο αιτητής κατηγορήθηκε για μια αξιόποινη πράξη σχετικά με την διαχείριση της περιουσίας που ανήκε σε ένα βέλγο πρίγκιπα, στην μαρτυρία του οποίου βασίστηκαν οι κατηγορίες. Ο πρίγκιπας είχε ασκήσει παράλληλα με τη μήνυση και αγωγή αποζημίωσης για τα ίδια γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο αιτητής είχε ζητήσει επανειλημμένα να έρθει σε αντιπαράσταση με τον πρίγκιπα καμιά όμως ολοκληρωμένη αντιπαράσταση δεν πραγματοποιήθηκε. Ωστόσο ο ανακριτής είχε μιλήσει στον πρίγκηπα για τους ισχυρισμούς του χωρίς αυτός να καταθέσει ενόρκως. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 6 για άρνηση του δικαιώματος αντιπαράστασης σε συνδυασμό με την υπερβολική σημασία που δόθηκε από τα δικαστήρια στην χωρίς όρκο μαρτυρία.(12)
Isgro, Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1991, Σειρά Α, αρ. 194-Α: Ο αιτητής αμφισβήτησε τη χρησιμοποίηση της κατάθεσης ενός μάρτυρα που κηρύχθηκε 'αγνώστου διαμονής' από την κυβέρνηση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε στην έλλειψη παραβίασης. Σημείωσε ότι υπήρξε τουλάχιστον μια αντιπαράσταση ανάμεσα στο μάρτυρα και τον αιτητή στο στάδιο της ανάκρισης, ότι ο μάρτυρας δεν ήταν ανώνυμος και ότι η καταδίκη βασίστηκε εξίσου στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, παρατηρώντας επίσης ότι η κυβέρνηση είχε κάνει σε κάθε περίπτωση οργανωμένες προσπάθειες για να εντοπίσει τον μάρτυρα προκειμένου να τον καλέσει να παραβρεθεί στη δίκη. Στο σύνολό τους, τα περιστατικά της υπόθεσης δεν είχαν στερήσει τον αιτητή από το δικαίωμα του σε μια δίκαιη δίκη.Στο βιβλίο των D. Gomien, D. Harris και L. Zwaak «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης: Δίκαιο και Πρακτική» (έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά) παρατηρούν τα εξής στις σελ. 320-321, σχετικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου «να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να πετύχει την κλήτευση και την εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης με τους ίδιους όρους, όπως και για τους μάρτυρες κατηγορίας»:
«Ο όρος αυτός προσδιορίζει μια από τις εμφανείς εκδηλώσεις της αρχής της ισότητας των όπλων. Το δικαίωμα αυτό έχει ως στόχο να εγγυηθεί ότι σε οποιοδήποτε στάδιο μιας διαδικασίας που στρέφεται εναντίον του ένα πρόσωπο που κατηγορείται για μια αξιόποινη πράξη έχει την κατάλληλη και επαρκή δυνατότητα να αμφισβητήσει την μαρτυρία οποιουδήποτε βάλλεται εναντίον του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει δηλώσει ότι κάθε στοιχείο απόδειξης σε μια ποινική υπόθεση θα πρέπει κανονικά να παρουσιάζεται παρουσία του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ακροαματικής διαδικασίας για μια κατ΄ αντιμωλία συζήτηση.»
Πλείστες από τις πιο πάνω αποφάσεις σχολιάζονται από τον Craig Osborn του Manchester Metropolitan University σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο (1993) Crim. L.R. σελ. 255 με τίτλο Hearsay and the European Court of Human Rights. Ο ευπαίδευτος συγγραφέας καταλήγει στα εξής συμπεράσματα (βλ. σελ. 266-267):
"Conclusion:
1. Many provisions of the European Convention are vague and provide vague qualifications to such rights as they do enshrine. It is submitted however that Article 6(3) (d) is not in this category, and is unambiguous. It confers on an accused the right to 'examine or have examined' the witnesses against him. This must mean that cross-examination of every person whose evidence inculpates the accused must be permitted by the accused or his own lawyer. Accordingly written evidence is not admissible from absent witnesses, however good the reason for their absence; nor is it sufficient if questions are asked by the judge. It is true that there is no specific requirement that this cross-examination should take place at the "public hearing" otherwise guaranteed by Article 6(1). However, if such cross-examination takes place at some earlier, private stage of the process, this is surely an infringement of the accused΄s right to a 'public trial' if the statements subsequently obtained are admitted. Moreover the eventual trier of fact will be unable to observe the witnesses΄ manner and demeanour (a useful, if not infallible guide to credibility), so that there is a crucial derogation from the right to a public trial.
2. Given the specific requirement in Article 6(3) (d) it is inappropriate for the Court to retreat behind the generalities of the formula that 'assessment of evidence is a matter for the national courts'.
3. It is clear that in the current state of English law the Convention cannot override the plain wording of a statute. Thus a statute which unambiguously allows hearsay evidence in England would prevail at present over the Convention in English courts, although it would remain ultimately challengeable in Strasbourg.
4. In the case of statutory exceptions to the hearsay rule the courts always have the power to take the Convention substantially into account. Thus although sections 23 and 24 of the Criminal Justice Act 1988 unambiguously permit hearsay evidence on behalf of the prosecution, when adverting to the several discretions in sections 25 and 26 the courts may interpret the phrases 'the interests of justice' or 'any other circumstances which appear to be relevant' so as to make their decision conform with the Convention. In the case of other statutes which permit hearsay evidence (e.g. s.13(3) of the Criminal Justice Act 1925), the overriding requirement of fairness to the accused in the court΄s inherent jurisdiction would lead to the same result.
5. In the case of exceptions to hearsay under common law, it is submitted that on the authority of Derbyshire C.C. v. The Times the Convention may override such case law. Accordingly the courts are free to apply the Convention directly.
6. Unterpertinger, Kostovski and Windish apply the Convention correctly and should be preferred to the authorities following Asch for the reasons given in the dissenting judgment of Sir Vincent Evans in the latter case."
Σε μετάφραση
:«
Συμπέρασμα:1. Πολλές πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης είναι ασαφείς και περιέχουν ασαφείς πρόνοιες σ΄ αυτά τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνουν. Υποβάλλεται ωστόσο ότι το άρθρο 6 (3) (δ) δεν περιλαμβάνεται σ΄ αυτή την κατηγορία και δεν είναι ασαφές. Παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα «να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων» εναντίον του. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι η αντεξέταση του κάθε προσώπου του οποίου η μαρτυρία ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο πρέπει να επιτρέπεται από τον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του. Επομένως γραπτή μαρτυρία δεν είναι αποδεκτή από απόντες μάρτυρες όσο καλοί και αν είναι οι λόγοι της απουσίας τους
. ούτε είναι αρκετό αν υποβάλλονται ερωτήσεις από το Δικαστή. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει ειδική πρόνοια ότι αυτή η αντεξέταση πρέπει να λάβει χώραν σε δημόσια ακροαματική διαδικασία η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 6(1). Ωστόσο αν μια τέτοια αντεξέταση λάβει χώραν σε κάποιο προγενέστερο ιδιωτικό στάδιο της διαδικασίας αυτή σίγουρα συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για δημόσια δίκη εάν οι καταθέσεις που λήφθηκαν μεταγενέστερα γίνουν δεκτές. Περαιτέρω δεν θα είναι δυνατό για τον μετέπειτα Δικαστή των γεγονότων να παρακολουθήσει τον τρόπο και τη συμπεριφορά του μάρτυρα (ένα χρήσιμο αν όχι αλάνθαστο οδηγό της αξιοπιστίας) έτσι ώστε να υπάρχει σημαντική απόκλιση από το δικαίωμα δημόσιας δίκης.2. Δεδομένης της ειδικής πρόνοιας του άρθρου 6 (3) (δ) δεν είναι ορθό για το Δικαστήριο να οχυρώνεται πίσω από την γενικότητα του τύπου ότι η 'αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί ζήτημα για τα Εθνικά Δικαστήρια'.
3. Είναι ξεκάθαρο ότι υπό το φως της τρέχουσας κατάστασης του Αγγλικού Δικαίου η σύμβαση δεν μπορεί να εξουδετερώσει το απλό λεκτικό ενός νόμου. Έτσι ένας νόμος ο οποίος με σαφή λεκτικό επιτρέπει την εξ ακοής μαρτυρία στην Αγγλία προς το παρόν θα επικρατήσει της σύμβασης ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων αν και θα υπόκειται σε αμφισβήτηση στο Στρασβούργο.
4. Στην περίπτωση νομοθετικών εξαιρέσεων του εξ ακοής κανόνα τα δικαστήρια πάντοτε έχουν της εξουσία να λαμβάνουν τη σύμβαση ουσιαστικά υπόψη. Έτσι αν και τα άρθρα 23 και 24 της Criminal Justice Act 1988 με σαφή τρόπο επιτρέπουν εξ ακοής μαρτυρία εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής όταν αναφερόμεθα στη σειρά διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τα άρθρα 25 και 26 τα δικαστήρια δυνατό να ερμηνεύσουν τις φράσεις 'τα συμφέροντα της δικαιοσύνης' ή 'οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις οι οποίες φαίνεται να είναι σχετικές' με τρόπο που να καταστήσει τις αποφάσεις τους συμβατές με τη σύμβαση. Στην περίπτωση άλλων νόμων οι οποίοι επιτρέπουν εξ ακοής μαρτυρία (π.χ. άρθρο 13(3) της Criminal Justice Act 1925) η ανάγκη επίδειξης δικαιοσύνης στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου θα οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα.
5. Στην περίπτωση των εξαιρέσεων του εξ ακοής κανόνα δυνάμει του κοινοδικαίου υποβάλλεται ότι με βάσει την υπόθεση
Derbyshrire C.C. v. The Times η σύμβαση δυνατό να υπερισχύει μιας τέτοιας νομολογίας. Επομένως τα δικαστήρια είναι ελεύθερα να εφαρμόσουν άμεσα τη σύμβαση.6. Οι αποφάσεις στις υποθέσεις
Underpentiger, Kostovski και Windish εφαρμόζουν ορθά τη σύμβαση και πρέπει να προτιμούνται έναντι των αυθεντιών οι οποίες ακολουθούν την Asch για τους λόγους που δόθηκαν στην απόφαση μειοψηφίας του Ser Vincent Evans στην τελευταία υπόθεση.»Έχω την άποψη ότι τα πιο πάνω συμπεράσματα αντανακλούν την ορθή ερμηνεία του αρ. 6(3) (δ) της Σύμβασης και τα υιοθετώ.
Προτού παραθέσω τα τελικά συμπεράσματα μου θα πρέπει να εξετάσω ποιά πρόσωπα θεωρούνται μάρτυρες για τους σκοπούς του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος. Η επί του προκειμένου νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι διαφωτιστική.
Μάρτυρας για τους σκοπούς του αρ. 6(3) (δ) της Σύμβασης είναι πρόσωπο του οποίου η κατάθεση αναγνώσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και λήφθηκε υπόψη από αυτό. Βλ. υπόθεση
Asch (πιο πάνω):"Although Mrs. J.L. refused to testify at the hearing she should, for the purposes of Article 6(3) (d) be regarded as a witness - a term to be given an autonomous interpretation - because her statements, as taken down in writing by Officer B and then related orally by him at the hearing, were in fact before the Court, which took account of them."
Σε μετάφραση
:«Ανκαι η κα. J.L. αρνήθηκε να δώσει μαρτυρία κατά τη δίκη πρέπει, για τους σκοπούς του αρ. 6(3) (δ), να θεωρηθεί ως μάρτυρας - όρος στον οποίο πρέπει να δοθεί αυτόνομη ερμηνεία - γιατί οι καταθέσεις της, όπως λήφθηκαν γραπτώς από τον Αξιωματικό Β, και εξιστορήθηκαν προφορικώς από τον ίδιο κατά την ακρόαση, ήσαν πράγματι ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποία τις έλαβε υπόψη.»
(Βλ. και
Artner και Kostovski (πιο πάνω) και Vidal v. Belgium, Judgment of 28th October 1992, Series A, No. 235, p.32, para. 33).Το επίδικο ποσό των £57.487 επιδικάσθηκε με βάση το Τεκ. 22. Το τελευταίο αποτελείται από 6 τιμολόγια. Στο πρώτο από αυτά αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος εισήχθη στο «Devonshire Hospital» στις 25.5.97 και εξήλθε στις 13.6.97. Οι ίδιες λεπτομέρειες φαίνονται και στο δεύτερο και τρίτο τιμολόγιο. Στο πρώτο τιμολόγιο ο εφεσίβλητος χρεώνεται με ποσό £12.472 για διάφορες υπηρεσίες οι κυριώτερες από τις
οποίες είναι: £7.600 για το δωμάτιο ασθενούς, £2.975 για φυσιοθεραπεία, £1.255 για νευροψυχολογική αξιολόγηση κλπ. και £642.- για διάφορες άλλες υπηρεσίες.Στο δεύτερο τιμολόγιο υπάρχει χρέωση της τάξεως των £1.912 (£1.530 για λογοθεραπεία και £382 για φάρμακα).
Το τρίτο τιμολόγιο αφορά χρέωση £970 για αμοιβή ειδικού και £5.60 για τηλεφωνήματα. Αναφέρεται σε διαπραγματευθείσα έκπτωση (negotiated discount) £4.403,71 και παραμένει ποσό της τάξεως των £10.956,54 ως οφειλόμενο (amount due).
Στα άλλα τρία τιμολόγια αναφέρεται η 14.6.97 ως η ημερομηνία εισαγωγής του εφεσίβλητου στο Νοσοκομείο και η 7.8.97 ως η ημερομηνία εξιτηρίου. Στο πρώτο από αυτά τα τιμολόγια υπάρχει χρέωση της τάξεως των £37.821 για διάφορες υπηρεσίες οι κυριότερες από τις οποίες είναι: Χρέωση δωματίου ασθενούς £22.000, φυσιοθεραπεία και καθημερινή θεραπεία αποκατάστασης £7.810 και νευροψυχολογία και ψυχολογική θεραπεία £3.587.
Το δεύτερο τιμολόγιο αντιπροσωπεύει χρέωση £2.660 (£149 για λογοθεραπεία, £331 για φάρμακα και £2.180 για αμοιβή ειδικού).
Στο τρίτο - και τελευταίο - τιμολόγιο υπάρχει χρέωση της τάξεως των £2.137,68 (£1.639 για μεταφορά στο Princess Grace Hospital, £292 για θεραπεία ειδικού εξοπλισμού και £6,20 για τηλεφωνήματα). Αναφέρεται επίσης σε £9.616,75 διαπραγματευθείσα έκπτωση (negotiated discount) και το οφειλόμενο και πληρωτέο ποσό (amount due and payable) αναφέρεται ως το ποσό των £33.022,70.
Επομένως το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται στις £43.959,24. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό της τάξεως των £57.487,65 (στερλινών). Φαίνεται επομένως ότι στο επιδικασθέν ποσό θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι πιο πάνω εκπτώσεις.
Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι «οι εγγυήσεις της παραγ. 3 του αρ. 6 είναι ειδικές πτυχές του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που περιλαμβάνεται στην παραγ. 1 του αρ. 6 (Βλ.
Artner v. Austria, Judgment of 28th August 1992, Series A, Vol. 242, p.10, para. 19: "The guarantees in paragraph 3 of Article 6 are specific aspects of the right to a fair trial set forth in parapraph 1").Επομένως η δεκτότητα της επίδικης μαρτυρίας θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως όχι μόνο των προνοιών του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος αλλά και υπό το φως του αρ. 30.2 - αντίστοιχου του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπόψη τα εξής:
Τα πιο πάνω τιμολόγια αναφέρονται σε παροχή διάφορων υπηρεσιών ιατρικής φύσεως, παροχή φαρμάκων, πληρωμή ειδικών ιατρών κλπ.. Είναι πρόδηλο ότι οι υπηρεσίες δεν έχουν παρασχεθεί από το ίδιο άτομο αλλά από αριθμό ατόμων, ο οποίος - αριθμός - είναι άγνωστος. Άγνωστη είναι και η ταυτότητα των ατόμων οι οποίοι έχουν προσφέρει τις σχετικές υπηρεσίες. Άγνωστη - τέλος - είναι και η ταυτότητα του ατόμου ή των ατόμων που έχουν καταρτίσει το Τεκ. 22. Στο Τεκ. 22 - 6 τιμολόγια - δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη περί της ταυτότητας ή της ιδιότητας του προσώπου ή των προσώπων που το είχαν καταρτίσει. Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη για την πηγή των πληροφοριών των προσώπων εκείνων. Τέλος δεν υπάρχει ένδειξη ότι τα διαλαμβανόμενα στο Τεκ. 22 βρίσκονται εντός της προσωπικής γνώσης του προσώπου ή των προσώπων που το έχουν καταρτίσει.
Πρόκειται για υπόθεση αναζήτησης θεραπείας στο εξωτερικό. Οι εφεσείοντες καλούνται να καταβάλουν το σημαντικό ποσό των £57,487.- χωρίς να τους είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να εξετάσουν τους μάρτυρες για το εύλογο των σχετικών χρεώσεων. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν έχει δώσει μαρτυρία. Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θεωρώ ότι η επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου από το Πρωτόδικο Δικαστήριο με μόνη μαρτυρία το Τεκ. 22 καθώς και τη μαρτυρία της μητέρας του εφεσίβλητου ότι ο τελευταίος έτυχε θεραπείας στο πιο πάνω ίδρυμα καθιστά τη δίκη μη δίκαιη κατά παράβαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος και του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Τα δικαιώματα των εφεσειόντων έχουν επηρεασθεί σε τέτοιο βαθμό και η χρησιμοποίηση της σχετικής μαρτυρίας - του Τεκ. 22 - συνεπαγόταν τέτοιους περιορισμούς επί των δικαιωμάτων τους που δεν μπορεί να λεχθεί ότι έτυχαν δίκαιης δίκης. Έχει, επομένως, σημειωθεί παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος - αντίστοιχου του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Περαιτέρω όπως έχει ήδη υποδειχθεί το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων σε αστικές υποθέσεις διέπεται από το αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος. Έχω την άποψη πως στον όρο «μάρτυρας» που συναντούμε στο αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος πρέπει να δοθεί η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στον αντίστοιχο όρο που συναντούμε στο αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Έχω ήδη αποφασίσει ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ερμηνευτική του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. Αυτό εν όψει του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος. Έχει παρατεθεί σε έκταση η θέση της επί του προκειμένου Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Από τη νομολογία εκείνη προκύπτουν τα εξής:
(1) Ότι όπου η μόνη μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η καταδίκη αποτελείται από μαρτυρία προσώπων οι οποίοι δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες σημειώνεται παραβίαση του αρ. 6(1) σε συνδυασμό με το αρ. 6 (3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (βλ. υποθέσεις
Unterpertinger, Kostovski, Windisch και Delta, πιο πάνω).Πρόκειται για αστική υπόθεση στην οποία έχουν επιδικασθεί διάφορα κονδύλια αποζημιώσεων. Επομένως κατά την εξέταση της ορθότητας της επιδίκασης του κάθε ενός από τα κονδύλια θα πρέπει να εξετάζεται η μαρτυρία η οποία οδήγησε στην επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου.
Λαμβάνω υπόψη τα όσα λέχθηκαν υπόψη σε σχέση με την παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος. Επαναλαμβάνω ότι η επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου έλαβε χώραν αποκλειστικώς με βάση έγγραφα τα οποία καταρτίσθηκαν από πρόσωπο ή πρόσωπα που δεν έδωσαν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία της μητέρας του εφεσίβλητου ότι ο εφεσίβλητος έτυχε θεραπείας στο πιο πάνω ίδρυμα δεν μπορεί να συμπληρώσει το κενό που προκύπτει από την απουσία των προσώπων που έχουν προσωπική γνώση των διαλαμβανομένων στο Τεκ. 22. Προσεγγίζοντας την υπόθεση αυτή ακόμη και με το λιγότερο απαιτητικό κριτήριο που έχει υιοθετηθεί στις υποθέσεις
Asch, Artner και Isgro (πιο πάνω) θεωρώ ότι έχει σημειωθεί παραβίαση του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος γιατί το Τεκ. 22 ήταν το μόνο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο οδήγησε στην επιδίκαση του πιο πάνω ποσού των £57.487.- Εν όψει των ρητών προνοιών του αρ. 30.3 (γ) του Συντάγματος και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ερμηνευτικής του αρ. 6(3) (δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης θεωρώ ότι έπρεπε να είχε δοθεί η ευκαιρία στους εφεσείοντες να εξετάσουν τους μάρτυρες οι οποίοι είχαν προσωπική γνώση των αναφερόμενων στο Τεκ. 22.Κατά συνέπεια η επιδίκαση του σχετικού ποσού έλαβε χώραν κατά παράβαση του αρ. 30(2) και (3) (γ) του Συντάγματος καθώς και του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και πρέπει να παραμερισθεί.
Τέλος θα πρέπει να προσθέσω τα εξής:
Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω συνταγματικές πρόνοιες (βλ. αρ. 30.2 και 30.3 (γ) του Συντάγματος) το επίδικο έγγραφο - τεκ. 22 - δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να γίνει δεκτό ως μαρτυρία δυνάμει του αρ. 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Αυτό εν όψει της ποιότητας και του περιεχομένου του (βλ. σελ. 28-29, πιο πάνω) και των όσων έχουν υποδειχθεί πιο πάνω (βλ. σελ. 30) σε σχέση με την ταυτότητα και ιδιότητα των προσώπων που το έχουν καταρτίσει και την ταυτότητα και τον αριθμό των προσώπων που έχουν προσφέρει τις επίδικες ιατρικές και άλλες υπηρεσίες.
Πρέπει να παρατηρήσω και τα εξής:
(α) Οι δυσκολίες που δυνατόν να είχε συναντήσει ο εφεσίβλητος στην προσπάθεια του να αποδείξει το συγκεκριμένο κονδύλι της αξίωσης του είναι απόλυτα κατανοητές. Ωστόσο πρέπει να επικρατεί το δικαίωμα των διαδίκων για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, το οποίο - όπως λέχθηκε στην
Kostovski (πιο πάνω) κατέχει εξέχουσα θέση σε μια δημοκρατική κοινωνία.(β) Η παρούσα υπόθεση θα είναι ίσως η μόνη υπόθεση στα Κυπριακά Δικαστικά χρονικά στην οποία έχει επιδικασθεί ένα τέτοιο μεγάλο ποσό δυνάμει του αρ. 4 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με τέτοιας ποιότητας μαρτυρία.
(γ) Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην Κυπριακή έννομη τάξη ακολουθείται κατ΄ εξοχήν το σύστημα του κοινοδικαίου το οποίο ελέγχει αυστηρά τη δεκτότητα της μαρτυρίας. Δεν έχει συμβεί οτιδήποτε το οποίο επιτρέπει οποιαδήποτε χαλάρωση. Αντίθετα η συνέχιση του αυστηρού ελέγχου της δεκτότητας της μαρτυρίας επιβάλλεται από τις συνταγματικές επιταγές - το αρ. 30 (2) (3) (γ) του Συντάγματος και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση (αρ. 6(1)). Η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο εφεσίβλητος δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε χαλάρωση.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.