ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 1 ΑΑΔ 8

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 5/2002)

20 Ιανουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ/ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΕΠΙΛΑΧΟΝΤΩΝ ΩΣ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 31, 35, 66 ΚΑΙ 73 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΝΟΜΟ 111/85 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΥΡΩΣΕ Η ΚΥΠΡΟΣ, ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΔΙΑΔ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ. 2/81 ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΦΥΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Μεταξύ:

ΑΔΑΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΗ,

(Αιτητή)

ΚΑΙ

1. ΕΠΑΡΧΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΕΛΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

2. ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΜΑΡΚΟΥΛΛΗ-ΓΟΥΜΕΝΟΥ,

(Καθ' ων η Αίτηση)

________________________

Α.Σ. Αγγελίδης, με Σ.Α. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση 1.

Καμιά εμφάνιση για την Καθ' ης η Αίτηση 2.

________________________

ΠΙΚΗΣ, Π. Είμεθα ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η εκλογική αίτηση αποτυγχάνει. Οι λόγοι, στους οποίους στοιχειοθετείται η απόφασή μας, εκτίθενται:-

(α) Στην απόφασή μου, με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Κωνσταντινίδης, Καλλής και Κραμβής.

(β) Στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.. και

(γ) Στην απόφαση του Νικολάου, Δ., με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης, Γαβριηλίδης, Χατζηχαμπής και Αρέστης.

________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το ΄Αρθρο 16(2)(β) του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85), (όπως τροποποιήθηκε από το ΄Αρθρο 6 του Ν. 25/86, και το ΄Αρθρο 4 του Ν. 40(Ι)/92), (ο «Νόμος»), απαγορεύει την ανάληψη του αιρετού αξιώματος του δημοτικού συμβούλου από άτομα που κατέχουν ορισμένες θέσεις στο δημόσιο, μεταξύ των οποίων και τη θέση εκπαιδευτικού. Δεν απαγορεύει, όμως, τη διεκδίκηση του αξιώματος από τα άτομα αυτά. πλην καθιστά προϋπόθεση για την ανάληψή του την πρότερη παραίτησή τους από τη θέση που κατέχουν. ΄Ο,τι καθιερώνει ο Νόμος είναι το ασυμβίβαστο της κατοχής των δύο θέσεων ή, ακριβέστερα, της κατοχής του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου και του εκπαιδευτικού από άτομα που είναι ενταγμένα στη δημόσια εκπαίδευση.

Ο Αδάμος Κακουρής, ο αιτητής, καθηγητής, μέλος της εκπαιδευτικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας, έθεσε υποψηφιότητα με το συνδυασμό του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗ.ΣΥ.), για ανάδειξή του στο αξίωμα του δημοτικού συμβούλου στο Δήμο Παραλιμνίου. Ως αποτέλεσμα των σταυρών προτίμησης που συγκέντρωσε, εξασφάλισε μία από τις πέντε θέσεις δημοτικού συμβούλου που προσκυρώθηκαν στο ΔΗ.ΣΥ. Αρνήθηκε, όμως, να παραιτηθεί από τη θέση του εκπαιδευτικού, καθιστώντας νομικά ανέφικτη την ανακήρυξή του σε δημοτικό σύμβουλο. Τούτου δοθέντος, ο ΄Εφορος Εκλογής διαπίστωσε το αδύνατο της κατάληψης της θέσης του δημοτικού συμβούλου από τον αιτητή, με επακόλουθο την ανακήρυξη της επιλαχούσας υποψηφίου του ΔΗ.ΣΥ. για το ίδιο αξίωμα, της έκτης στη σειρά προτιμήσεων των ψηφοφόρων του κόμματος, η οποία δεν είχε κώλυμα να το αναλάβει.

Με την παρούσα εκλογική αίτηση, ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου αναφορικά με τον ίδιο, ως αντισυνταγματικής, και, παράλληλα, την ακύρωση της ανακήρυξης της επιλαχούσας, της καθ' ης η αίτηση 2, ως δημοτικού συμβούλου. ΄Ερεισμα για τη δεύτερη θεραπεία προβάλλεται, εκτός από την αντισυνταγματικότητα της απόφασης, και η αντίθεσή της προς τη «λαϊκή επιθυμία».

Το αιτιολογικό, στο οποίο θεμελιώνεται η αίτηση, απαντάται στην παράγραφο 5 αυτής, όπου προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση του Εφόρου αντίκειται «... στις αρχές της Δημοκρατίας και Νομιμότητας και/ή στις πρόνοιες του Συντάγματος, Διεθνών Συμβάσεων που κυρώθηκαν διά Νόμου ή προς τη Νομολογία, αλλά και αντίθετα προς τη λαϊκή βούληση που εκφράσθηκε συγκεκριμένα.».

Ο αιτητής δεν προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου, ως αντιβαίνουσα προς το Νόμο ο οποίος διέπει τα της εκλογής των μελών δημοτικών συμβουλίων. Η άλλη διαπίστωση είναι ότι κανένας από τους λόγους, που προβάλλονται από τον αιτητή προς ακύρωση των δύο συναφών αποφάσεων του Εφόρου, δεν αποτελεί βάσιμο λόγο για τον οποίο η εκλογή των μελών του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να ακυρωθεί, εν όλω ή εν μέρει, βάσει του ΄Αρθρου 58 του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νόμου του 1979, (Ν. 72/79) - (βλ. ΄Αρθρο 31 του Νόμου, που καθιστά εφαρμοστέες και σε δημοτικές εκλογές τις σχετικές διατάξεις του Ν. 72/79). Πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε ότι ο κ. Κακουρής δεν επιδιώκει την ακύρωση καθ' ολοκληρίαν της εκλογής που διεξήχθη για την ανάδειξη μελών του Δημοτικού Συμβουλίου Παραλιμνίου αλλά μόνο το δικό του αποκλεισμό και την ανακήρυξη της αντικαταστάτριάς του στη θέση του. Αιωρείται το ερώτημα: Εάν οι διατάξεις του ΄Αρθρου 16(2)(β) του Νόμου αντίκεινται προς το Σύνταγμα, η διαπίστωση αυτή δε θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της εκλογής στην ολότητά της; Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, εφόσον ο Νόμος, ως έχει, ουσιαστικά αποκλείει τη διεκδίκηση του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου από άτομα τα οποία κατέχουν θέση ασυμβίβαστη προς αυτό. Ομιλούμε περί αποκλεισμού, γιατί δημότες, που ανήκουν σ' εκείνη την κατηγορία ατόμων, δε θα υποβάλλουν υποψηφιότητα, εφόσον δεν έχουν πρόθεση να εγκαταλείψουν το αξίωμα το οποίο κατέχουν, για να αναλάβουν τη θέση του δημοτικού συμβούλου. Η υπόδειξη αυτή γίνεται προς αποκάλυψη της υφέρπουσας αντινομίας μεταξύ των θεραπειών που ζητούνται από τον αιτητή και της βάσης, στην οποία αυτές θεμελιώνονται.

Δικαιολογείται να επαναλάβουμε ότι αντικείμενο της προσβολής με την εκλογική αίτηση είναι η απόφαση του Εφόρου, για λόγο ο οποίος δεν καθορίζεται ως λόγος ακύρωσης βάσει του ΄Αρθρου 58 του Ν. 72/79. Νόμοι, οι οποίοι θεσπίζονται από το Νομοθετικό Σώμα, τεκμαίρεται ότι συνάδουν προς το Σύνταγμα. Επενεργεί υπέρ τους το τεκμήριο της συνταγματικότητας, εκτός αν καταδειχθεί το αντίθετο με βεβαιότητα - (βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις, στις οποίες επαναλαμβάνεται η ίδια αρχή). Η συνταγματικότητα των νόμων δεν ελέγχεται ούτε περιστασιακά ούτε συμπτωματικά. Απαιτείται ο επακριβής προσδιορισμός του τιθέμενου ζητήματος της αντισυνταγματικότητας νόμου, με αναφορά στα άρθρα του Συντάγματος στα οποία προσκρούει, ή στην παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών - (βλ., μεταξύ άλλων, The Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25. Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).

Στην εκλογική αίτηση δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του ΄Αρθρου 16(2)(β) του Νόμου. Ούτε στην αγόρευση του αιτητή (γραπτή και συμπληρωματικά προφορική), στην οποία προβάλλεται η επιχειρηματολογία υπέρ των αιτημάτων του, προσδιορίζεται θέμα συνταγματικότητας του σχετικού άρθρου του Νόμου ή οιασδήποτε των προνοιών του. Ο μόνος ισχυρισμός ο οποίος γίνεται, που αντανακλαστικά άπτεται της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων του Νόμου, εντοπίζεται στην εισήγηση ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην «... Pavlou v. Returning Officer and others 1987 1 CLR 252 δεν είναι ορθό δίκαιο και/ή διακρίνεται ...». Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι το ΄Αρθρο 16(2)(β) δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα. συγκεκριμένα προς το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, με αναφορά προς το οποίο προσβλήθηκε η συνταγματικότητά του. Απορριπτέος κρίθηκε, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η διάταξη αυτή του Νόμου προσκρούει στο ΄Αρθρο 25 του Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, των Ηνωμένων Εθνών, που κυρώθηκε με το Ν. 14/69.

Το ΄Αρθρο 57(1) του Ν. 72/79 ορίζει ότι παν θέμα, ως προς το δικαίωμα προσώπου να γίνει ή να παραμείνει βουλευτής, αναφέρεται στο Εκλογοδικείο και εκδικάζεται από αυτό οριστικά και αμετάκλητα, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Διαδικαστικό Κανονισμό. Θα στρέψουμε την προσοχή μας τώρα στους συγκεκριμένους λόγους που, κατά τον αιτητή, στερούν την απόφαση του Εφόρου νομικής υπόστασης. Εάν κριθεί ότι η απόφαση στερείται νομικού ερείσματος, τότε θα εξεταστεί κατά πόσο στοιχειοθετείται λόγος, βάσει του ΄Αρθρου 58 του Ν. 72/79, για την ακύρωση του αποκλεισμού του αιτητή από τη θέση του δημοτικού συμβούλου και, παράλληλα, λόγος για την ακύρωση της ανακήρυξης της αντικαταστάτριάς του ως δημοτικού συμβούλου. Οι λόγοι, που καθιστούν επισφαλή την απόφαση του Εφόρου, προσδιορίζονται στην παράγραφο 5 της εκλογικής αίτησης, ως έχουμε αναφέρει, και επεξηγούνται στις παραγράφους 6 και 7, που ακολουθούν. Τις παραθέτουμε:-

«6. Σε ένα ευνομούμενο Δημοκρατικό Κράτος, η επιλογή του λαού σε ψήφους και σταυρούς προτίμησης πρέπει να είναι σεβαστή και να τυγχάνει έμπρακτης εφαρμογής από κάθε όργανο, ή πολίτη ή ένωση προσώπων ή αρχή.

7. Το εγειρόμενο θέμα αφορά την αντισυνταγματική και εκτός πάσης εκλογικής διαδικασίας και εκλογικού αποτελέσματος σημερινή σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Παραλιμνίου που ήδη λειτουργεί αντίθετα με την κατά το Σύνταγμα διατυπωθείσα γνώμη του εκλογικού σώματος του συγκεκριμένου Δήμου.»

Η απόφαση του Εφόρου προσβάλλεται ως αντινομική προς:-

(α) Τις πρόνοιες του Συντάγματος.

(β) Τις πρόνοιες Διεθνών Συμβάσεων.

(γ) Τη νομολογία. και

(δ) Τις αρχές της Δημοκρατίας και της Νομιμότητας.

Α. Οι πρόνοιες του Συντάγματος:

Δεν προσδιορίζεται καμιά διάταξη του Συντάγματος, προς την οποία η απόφαση του Εφόρου να αντίκειται, ή την οποία να παραβιάζει. Αντίθετα, η απόφαση συνάδει με το πνεύμα του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το ασυμβίβαστο κατοχής των αιρετών αξιωμάτων της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, τα οποία πραγματεύεται, με την κατοχή άλλων θέσεων στο δημόσιο - (βλ. ΄Αρθρο 41, αναφορικά με τα αξιώματα του Προέδρου και Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 59.2, αναφορικά με το αξίωμα του Υπουργού, ΄Αρθρο 70, αναφορικά με το αξίωμα του Βουλευτή, και ΄Αρθρο 101, αναφορικά με το αξίωμα μέλους της Κοινοτικής Συνέλευσης).

Το ασυμβίβαστο κατοχής δύο ή περισσοτέρων θέσεων ή αξιωμάτων στο πεδίο της δημόσιας λειτουργίας της Πολιτείας ανάγεται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δε θα επεκταθούμε σε εξήγηση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που έχει μακρά ιστορία και απώτερο λόγο την ισορροπία και συμμετρία στη διακυβέρνηση της χώρας. Σημειώνουμε μόνο ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εδράζεται στη θεσμική και λειτουργική διάκριση των εξουσιών, ως εξηγείται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μερικές των οποίων μνημονεύουμε στην υποσημείωση που παρατίθεται.

Β. Κυρωθείσες Διεθνείς Συμβάσεις:

Ποίες είναι οι πρόνοιες των Διεθνών Συμβάσεων, προς τις οποίες η απόφαση του Εφόρου προσκρούει, δεν καθορίζονται. Ούτε έχουμε υπόψη μας διάταξη Διεθνούς Συμφώνου ή Σύμβασης, που αποτελεί μέρος του ημεδαπού δικαίου, η οποία να αποκλείει την καθιέρωση του ασυμβίβαστου μεταξύ της κατοχής δύο ή περισσοτέρων θέσεων του δημοσίου. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτητή παραμένει αιωρούμενος στο κενό που προβάλλεται.

Γ. Νομολογία:

Αντίθετα προς τον ισχυρισμό του αιτητή, η απόφαση του Εφόρου, όχι μόνο δεν αντιφάσκει προς τη νομολογία, αλλά είναι καθ' όλα σύμφωνη με αυτή. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Pavlou v. Returning Officer & Others, (ανωτέρω), παρέχει, κατά πάντα, έρεισμα στην απόφαση του Εφόρου.

Η αόριστα προβληθείσα θέση του αιτητή - ότι η Pavlou δεν αποτελεί καλό δίκαιο - δεν τεκμηριώνεται. Κανένα επιχείρημα δεν έχει προταχθεί, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της Pavlou - (βλ., μεταξύ άλλων, Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315).

Στην προφορική του αγόρευση, ο κ. Αγγελίδης πρόβαλε και έτερο λόγο, μη στοιχειοθετημένο στην αίτηση, που, κατά την εισήγησή του, πλήττει το βάσιμο της απόφασης του Εφόρου. Υπέβαλε ότι ο όρος «εκπαιδευτικός» δεν αναφέρεται στους δασκάλους και καθηγητές που υπηρετούν στα δημόσια σχολεία αλλά σε μέλη της δημόσιας υπηρεσίας, με την έννοια που ενέχει ο όρος στο ΄Αρθρο 122 του Συντάγματος, που υπηρετούν στο συσταθέν, βάσει του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965, (Ν. 12/65), Υπουργείο Παιδείας. Ο όρος «εκπαιδευτικός», στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 16(2)(β) του Νόμου, περιλαμβάνει κάθε δάσκαλο και καθηγητή που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση. Πρόκειται για έμμισθους εκπαιδευτικούς του δημοσίου. Αντίλογος ως προς τη γραμματική ερμηνεία του όρου «εκπαιδευτικός» στο νομοθετικό κείμενο, όπου απαντάται, δύσκολα μπορεί να προβληθεί. ΄Ερεισμα για τις θέσεις του κ. Αγγελίδη αντλήθηκε από τις συνταγματικές διατάξεις που διαχωρίζουν τη δημόσια από την εκπαιδευτική υπηρεσία, η αρμοδιότητα για τη στελέχωση και λειτουργία της οποίας ανήκε, βάσει του Συντάγματος, στις Κοινοτικές Συνελεύσεις - (βλ. ΄Αρθρο 87(β) του Συντάγματος). Η διάκριση μεταξύ δημόσιας και εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν αμβλύνεται, όπως εισηγήθηκε ο κ. Αγγελίδης, από το γεγονός της αυτοδιάλυσης της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και, συνακόλουθα, της ανάληψης των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της, κατά το δίκαιο της ανάγκης, από τη Νομοθετική και Εκτελεστική Εξουσία, ανάλογα με τη φύση τους.

Αχρείαστη είναι οποιαδήποτε αναδρομή στην ανάληψη των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης από τα αντίστοιχα όργανα της Κεντρικής Κυβέρνησης, προς πλήρωση του κενού που προέκυψε. Ούτε υφίσταται χρεία να αναφερθούμε στο υποκατάστατο νομικό καθεστώς, που δημιουργήθηκε για τη διασφάλιση της λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης. Προς τούτο, παραπέμπω στις αποφάσεις που εκδόθηκαν, μαζί και στη δική μου, στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 2165.

Το τεθέν ζήτημα δεν αλλοιώνει την ουσία του θέματος που εγείρεται, το οποίο εστιάζεται στην ερμηνεία του όρου «έμμισθος εκπαιδευτικός» στο ΄Αρθρο 16(2)(β) του Νόμου, και που, εμφανώς, περιλαμβάνει κάθε άτομο που υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση. Ο καθορισμός των προσόντων για την ανάληψη των καθηκόντων δημοτικού συμβούλου ανάγεται στη Νομοθετική Εξουσία. Το ΄Αρθρο 16(2)(β) του Νόμου αποτελεί έκφραση της άσκησης των εξουσιών της Βουλής στο πεδίο που εξετάζουμε.

Δ. Δημοκρατία και Νομιμότητα:

Η «νομιμότητα» με μικρό ή με μεγάλο «ν» στοιχειοθετείται από τις επιταγές του νόμου, ως ο όρος υποδηλώνει και η ιστορία της καθιέρωσης του νόμου ως της υπέρτατης αρχής αποκαλύπτει. Φέρει ο όρος «νομιμότητα» την έννοια της νόμω κρατούσας πολιτείας, που θέτει το νόμο υπεράνω όλων.

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση του Εφόρου είναι σύμφωνη με το νόμο. εκπληροί τις επιταγές του ΄Αρθρου 16(2)(β) του Νόμου.

Ο όρος «δημοκρατία» υποδηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, σημαίνουσα πτυχή του οποίου είναι το δικαίωμα του ψηφίζειν, που συνιστά θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Στην Κύπρο το ψηφίζειν σε εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της Δημοκρατίας κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα από το ΄Αρθρο 31 του Συντάγματος. Τελεί, όμως, το δικαίωμα υπό την αίρεση των προνοιών του Συντάγματος και των εκλογικών νόμων, που θεσπίζονται στο πλαίσιό του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το δικαίωμα του εκλέγεσθαι δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα του εκλέγειν.

Τόσο στο σύγχρονο κόσμο όσο και κατά τη γένεση της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν συνυφασμένο με την αρχή του κράτους δικαίου. ΄Οπως στις πόλεις της αρχαίας Ιωνίας, όπου η δημοκρατία πήρε μορφή και έκφραση, έτσι και στην αρχαία Αθήνα, όπου πήρε την κλασσική της μορφή, το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν θεμελιωμένο στην ισονομία, που υπαγόρευε την εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων (ίσων ευκαιριών στον πολίτη για συμμετοχή στα κοινά), που θα καθιστούσαν αποτελεσματική την έκφραση της βούλησης του δήμου. Υπέρτατη αρχή λειτουργίας του πολιτεύματος ήταν ο νόμος, γνωστός στην αρχαία Αθήνα ως «δεσπότης νόμος». Και στα σύγχρονα πολιτεύματα ο νόμος αποτελεί την υπέρτατη αρχή διακυβέρνησης της χώρας ή, ακριβέστερα, την αρχή διακυβέρνησης της χώρας.

Και στη δική μας περίπτωση, το ΄Αρθρο 16(2)(β) του Νόμου, που θεσπίστηκε στο πλαίσιο του Συντάγματος, αποτελεί την πλέον αυθεντική έκφραση του δημοκρατικού λόγου για την εκλογή των αρχόντων της τοπικής διοίκησης. Ο ΄Εφορος Εκλογής δεν απέστη από τη δημοκρατία. Αντίθετα, έδωσε έκφραση στις ρήσεις της, στο νόμο, που διαγράφει τους κανόνες λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκείνος που αντινομεί είναι ο αιτητής, ο οποίος, ενώ έθεσε υποψηφιότητα κατ' επίκληση των προνοιών του Νόμου, επιζητεί την κατάλυσή του, ώστε να καταστεί δυνατή η κατάκτηση από αυτό του αξιώματος του δημοτικού συμβούλου.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Γ.Μ. Πικής, Π.

 

Γ. Κωνσταντινίδης,Δ.

 

Π. Καλλής, Δ.

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο