ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 11525)
23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΥΚΟΠΕΤΡΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου.
________________________
Θ. Ιωαννίδης
, για τον Εφεσείοντα.Μ. Ιακώβου, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Βαδίζοντας κατά μήκος της οδού Ιπποδρομιών, στον ΄Αγιο Δομέτιο, στην αριστερή πλευρά, σε απόσταση μισού μέτρου από το παρακείμενο πεζοδρόμιο, ο εφεσίβλητος κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, ερχόμενο από πίσω του. Πριν εισέλθει στο δρόμο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο. Κατέβηκε στο δρόμο πριν την πρώτη φοινικιά που ήταν φυτεμένη στο πεζοδρόμιο, η οποία περιόριζε τη διέλευσή του, χωρίς, όμως, να την καθιστά αδύνατη.
Το κριτήριο για τον καταλογισμό αμέλειας όσο και συντρέχουσας αμέλειας είναι αντικειμενικό. Προσμετρά η αντικειμενική υπόσταση των πράξεων και οι, εξ αντικειμένου, συνέπειες των παραλείψεων του έχοντος καθήκον επιμέλειας και όχι οι υποκειμενικοί λόγοι, στους οποίους οφείλονται οι ενέργειες ή οι παραλείψεις. Είναι, επομένως, αδιάφοροι οι υποκειμενικοί λόγοι, για τους οποίους ο εφεσίβλητος άφησε το πεζοδρόμιο και κατέβηκε στο δρόμο. Σημαντικό είναι αν, εισερχόμενος στο δρόμο, υπήρχαν κίνδυνοι για την ασφάλειά του, τους οποίους παρείδε ή αγνόησε. Η κάθοδός του στο δρόμο προοιωνιζόταν προβλεπτούς κινδύνους για την ασφάλειά του, αναλογιζόμενοι την
πορεία του εφεσείοντος, ιδιαίτερα την εγκύτητα του αυτοκινήτου που οδηγούσε προς το πεζοδρόμιο. Η σύγκρουση δεν επεσυνέβη ευθύς μετά την κάθοδο του εφεσίβλητου στο δρόμο. Κάλυψε απόσταση 10, περίπου, μέτρων πριν δεχθεί το κτύπημα του αυτοκινήτου. Λαμβανομένης υπόψη της σχετικά μικρής ταχύτητας, με την οποία εκινείτο το αυτοκίνητο - 15 - 20 χμ. ανά ώρα, και της απόστασης που κάλυψε ο πεζός πριν το δυστύχημα, εύλογα συνάγεται ότι, όταν ο πεζός εισήλθε στο δρόμο, τον χώριζε κάποια απόσταση από το αυτοκίνητο.Η ορατότητα, κατά μήκος της πορείας του εφεσείοντος, ήταν καλή και ανεμπόδιστη. Ο ίδιος ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, όταν πρωτοείδε τον εφεσίβλητο στο δρόμο, τον χώριζε απόσταση 25 - 30 μέτρων από αυτό και ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα δύο έως τριών λεπτών πριν τη σύγκρουση. Πρόκειται για εκτιμήσεις, με εγγενές το ενδεχόμενο λάθους. Το βέβαιο είναι ότι χώριζε τον εφεσείοντα κάποια απόσταση από τον πεζό, όταν ο τελευταίος εισήλθε στο δρόμο, γεγονός που θα επέτρεπε την αποφυγή της σύγκρουσης, εάν ο αυτοκινητοδηγός εκπλήρωνε το καθήκον επιμέλειας προς άλλα άτομα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο και, συγκεκριμένα, προς τον εφεσίβλητο. Ο δρόμος είχε πλάτος 8.70 μ. και δεν εδιακινείτο άλλο όχημα σ' αυτό. Εύκολα μπορούσε να αποφευχθεί η σύγκρουση, αν η προσοχή του εφεσείοντος ήταν, ως έπρεπε να ήταν, στραμμένη στην εκπλήρωση του καθήκοντος επιμέλειας προς τον πλησίον που τον βάρυνε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην Κωμιάτης ν. Πολίτσου κ.ά., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10400, 28/2/01, όπου επαναλαμβάνεται ότι το καθήκον επιμέλειας του αυτοκινητοδηγού προσδιορίζεται αντικειμενικά, είναι απρόσωπο και καθολικό, οφειλόμενο σε κάθε τρίτο, που, κατά λογική πρόβλεψη, μπορεί να επηρεαστεί από τις πράξεις του.
Και η συντρέχουσα αμέλεια προσδιορίζεται κατά τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο
. συναρτάται με το καθήκον μέριμνας του καθενός για την ασφάλειά του. Παραβίαση του καθήκοντος αυτού, συντείνουσα στην πρόκληση ή επαύξηση των κακώσεων, που ο έχων το καθήκον υφίσταται από σύγκρουση με αντικείμενο υπό τον έλεγχο άλλου ατόμου που φέρει ευθύνη για αμέλεια, συνυπολογίζεται στον καταλογισμό της ευθύνης για τις κακώσεις που υφίσταται. Εισερχόμενος στο δρόμο ο εφεσίβλητος, υπήρχαν λογικά προβλεπτοί κίνδυνοι για την ασφάλειά του, τους οποίους αγνόησε. Η μέριμνα για την ασφάλειά του ήταν ελλιπής, αφιστάμενη του καθήκοντος προς τον εαυτό του. Συνέβαλε στον τραυματισμό του. Φέρει, τοιουτοτρόπως, ευθύνη για τη ζημία που υπέστη.Ο καταμερισμός της ευθύνης έχει ως συνισταμένη τη συμβολή του καθενός από τα μέρη στην πρόκληση της ζημίας. Η λογική πρόβλεψη για τις συνέπειες από την παρέκκλιση του καθήκοντος επιμέλειας, που βαρύνει οποιοδήποτε από τα μέρη, αποτελεί το μέτρο.
Στον καταμερισμό της ευθύνης, υπεισέρχονται, ως υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άρτια τεκμηριωμένη απόφασή του, οι συνέπειες που προοιωνίζεται η παρέκκλιση από το καθήκον επιμέλειας. Το δικάσαν Δικαστήριο παραπέμπει προς τούτο στο απόσπασμα, που παρατίθεται παρακάτω, από την Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420
:-«Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του μοτοποδηλατιστή.»
Ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ των υπαιτίων για την πρόκληση της ζημίας μερών ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Τόσο ο εφεσείων, με την έφεσή του, όσο και ο εφεσίβλητος με την αντέφεσή του, αμφισβητούν την απόδοση ευθύνης σε εκάτερο από αυτούς για το δυστύχημα, όπως και τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ τους.
Οι εκατέρωθεν λόγοι έφεσης και αντέφεσης περιστρέφονται γύρω από την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο, τα ευρήματά του και τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των μερών.
Στην περίπτωση του εφεσείοντος, το καίριο σημείο της έφεσης εστιάζεται στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δρόμο όταν ήταν επικίνδυνο να το πράξει, παραγνωρίζοντας το καθήκον το οποίο τον βάρυνε - να οδεύει με την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο.
Ο εφεσίβλητος πρότεινε ότι το γεγονός ότι κάλυψε απόσταση δέκα μέτρων πριν το δυστύχημα αποσυνδέει την αμέλεια για την ασφάλειά του από το δυστύχημα. Η εγγύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντος προς το σημείο που ο εφεσίβλητος εισήλθε στο δρόμο και η πορεία που αυτό ακολουθούσε αποκαλύπτουν άμεσα το ακροσφαλές της εισήγησής του.
Ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέχει κάθε βάσανο. Πεδίο για επέμβαση δεν υπάρχει. Οι εκατέρωθεν εφέσεις, ως προς την ευθύνη των διαδίκων για την πρόκληση της ζημίας στον εφεσίβλητο και τον επιμερισμό της, απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος, ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη:-
(α) Εγκεφαλική διάσειση. και
(β) Σοβαρή μορφή υποκεφαλικού κατάγματος του δεξιού μηριαίου οστού.
΄Εγινε ανάταξη και στερέωση του κατάγματος με βίδες. Κρίθηκε ότι εδικαιολογείτο η απουσία του από την εργασία για ένα χρόνο. Ο πόνος, η δυσφορία και η ταλαιπωρία του εφεσίβλητου ήταν πολύ μεγάλης έντασης. Σταδιακά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί, δύο περίπου χρόνια μετά το δυστύχημα, αναγκαία η υποβολή του σε νέα χειρουργική επέμβαση, σκοπός της οποίας ήταν η ολική αρθροπλαστική του δεξιού ισχίου χωρίς τσιμέντο. Μετά την εγχείρηση, ο εφεσίβλητος μπορούσε να βαδίζει με τη χρήση βακτηρίων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας, ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε επιστροφή στα πρότερα καθήκοντά του ως αποθηκάριος, γεγονός που οδήγησε στην εργοδότησή του ως κλητήρα. Εργασία, επαγόμενη βαριά χειρωνακτική δουλειά, ήταν έξω από τα όρια των δυνατοτήτων του. Η μείωση της ικανότητάς του προς εργασία είχε ως αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση του εισοδήματός του.
Ο περιορισμός των δυνατοτήτων του εφεσίβλητου προς εργασία, ως έχει περιγραφεί, ήταν μόνιμο σύμπτωμα των κακώσεών του. ΄Αλλο κακό, που θα τον βάρυνε για το υπόλοιπο της ζωής του, ήταν ελαφρά χωλότητα και μερικός (σε μικρό βαθμό) περιορισμός των κινήσεων του δεξιού ισχίου. Οι καιρικές αλλαγές θα του προκαλούν ενοχλήσεις. Κατά λογική δε πρόβλεψη, θα χρειαστεί να υποστεί ακόμα μια αρθροπλαστική επέμβαση. πρόγνωση που βασίζεται στη γνώση για τη δραστικότητα (διάρκεια ζωής) αρθροπλαστικών επεμβάσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις του εφεσίβλητου σε £35.000,00.
Το Δικαστήριο προέβη σε σχολαστικό προσδιορισμό της απώλειας εισοδήματος, την οποία ο εφεσίβλητος υπέστη μέχρι την ημέρα της δίκης. Με την ίδια προσοχή, προσδιόρισε την απώλεια εισοδήματος που ο εφεσίβλητος θα υποστεί στο μέλλον, υιοθετώντας ως πολλαπλασιαστή, στη χρονική συγκυρία των 56 ετών που ο εφεσίβλητος ήταν κατά το χρόνο της δικαστικής απόφασης, τον αριθμό 4. Κατ' ακρίβειαν, στο χρονικό εκείνο σημείο, ο εφεσίβλητος ήταν 57 ετών.
Ο εφεσείων προσβάλλει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικό και τις αποζημιώσεις για την απώλεια εισοδήματος, πριν και μετά τη δίκη, ως την απόρροια σφάλματος του Δικαστηρίου στην εκτίμηση των δυνατοτήτων του εφεσίβλητου για εργασία. Αδικαιολόγητος υπήρξε, κατά τον εφεσείοντα, και ο καθορισμός της απώλειας εισοδήματος, ο οποίος επικρίνεται ως γενόμενος βάσει θεωρητικών δεδομένων και όχι με αναφορά στη μισθοδοσία του εφεσίβλητου. Ακόμα, αμφισβητείται η προσέγγιση του Δικαστηρίου στον καθορισμό της περιόδου, για την οποία κρίθηκε ότι ήταν δικαιολογημένη η επιδίκαση τόκου. Σχετικά με το μέρος του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο παρείδε, ως έγινε εισήγηση, την καθυστέρηση στην υποβολή της ΄Εκθεσης Απαιτήσεως και το γεγονός των μεταγενέστερων τροποποιήσεών της.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με τον καθορισμό της προκληθείσας ζημίας και την επιβολή τόκου.
΄Οταν έγινε το δυστύχημα, ο εφεσίβλητος ήταν 47 χρονών, καθ' όλα υγιές άτομο, σκληρά εργαζόμενο για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικογένειάς του. Ως αποτέλεσμα των κακώσεων που υπέστη, μετατράπηκε, για μεγάλη χρονική περίοδο, σε δεινά πάσχοντα άτομο. Οι εγχειρήσεις, στις οποίες υποβλήθηκε, και η θεραπευτική αγωγή, της οποίας έτυχε, και, συν αυτά, ο χρόνος συνέβαλαν στη βελτίωση, όχι όμως στην αποκατάσταση της υγείας του στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Η χωλότητα, την οποία έχουμε διαγράψει, και η μερική δυσκαμψία του ισχίου θα τον ακολουθούν πάντα, όπως και η ταλαιπωρία που θα αντιμετωπίζει σε καιρικές αλλαγές.
Στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις αρχές της νομολογίας, με αφετηρία την απόφαση στην Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofides (1982) 1 C.L.R. 789, που διαγράφει το σκοπό των γενικών αποζημιώσεων και το πλαίσιο μέσα στο οποίο καθορίζονται. Το δείκτη της αποζημίωσης παρέχει ο ανθρώπινος πόνος και η ανθρώπινη ανάγκη, αποτιμούμενη στο πλαίσιο της κοινωνίας των ανθρώπων. Αναφορά γίνεται, επίσης, στη Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. και στη Χριστοφόρου ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 560
Ο προσδιορισμός της απώλειας του εισοδήματος του εφεσίβλητου έγινε με αναφορά στην:-
(α) Χρονική διάρκεια της μόνιμης ανικανότητάς του προς εργασία. Γι' αυτή την περίοδο, η απώλεια καθορίστηκε βάσει των απολαβών του από την εργασία που εκτελούσε πριν το δυστύχημα.
(β) Περίοδο της μερικής ανικανότητάς του προς εργασία, μετά την εκπνοή του χρόνου της μόνιμης ανικανότητάς του. Η απώλεια καθορίστηκε μετά από συσχετισμό του εισοδήματος, το οποίο είχε ο εφεσίβλητος μετά την αποκατάσταση της ικανότητάς του προς εργασία, και εκείνου, που, κατά λογική αν όχι βεβαία (ενόψει των ευρημάτων του Δικαστηρίου) πρόβλεψη, θα απολάμβανε, αν δε συνέβαινε ο τραυματισμός του.
Κανένα σφάλμα δεν εντοπίζεται στη διαδικασία καθορισμού αυτής της πτυχής της ζημίας του εφεσίβλητου.
(γ) Απώλεια μελλοντικού εισοδήματος. Και εδώ η προσέγγιση του Δικαστηρίου υπήρξε άψογος. Βάση αποτέλεσαν οι απολαβές, που, κατά λογική πρόβλεψη, θα απολάμβανε ο εφεσίβλητος, και προοπτική ο μελλοντικός του εργασιακός κύκλος. Ο πολλαπλασιαστής 4, που υιοθετήθηκε για τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της απώλειας, με κανένα μέτρο δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, όπως χαρακτηρίστηκε από τον εφεσείοντα, ότι εκφεύγει του μέτρου. Προβαίνουμε στη διαπίστωση αυτή, με γνώμονα ότι, κατά το χρόνο της απόφασης, ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 57 και όχι 56 χρονών, ως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Καμιά επέμβαση δε χωρεί στον καθορισμό της απώλειας εισοδήματος του εφεσίβλητου, παρελθοντικού ή μελλοντικού.
Τόκος για τη μελλοντική απώλεια δεν επιδικάστηκε. Καταβάλλεται η αποζημίωση, την οποία ο δικαιούχος μπορεί να χρησιμοποιήσει, μαζί και να τοκίσει, αν θέλει. ΄Εχει στα χέρια του το αντικείμενο του τόκου. Επιδίκαση τόκου δικαιολογείται, όταν η αποζημίωση μένει στα χέρια του οφειλέτη και υπολογίζεται για όσο χρόνο την κρατεί. Τα κριτήρια, που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο, καθορίζονται στο Νόμο και επεξηγούνται στη νομολογία - (βλ. ΄Αρθρο 33 του Ν. 14/60, όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 156/85, Ν. 102(Ι)/96 και Ν. 49(Ι)/97, και τις αποφάσεις, μεταξύ άλλων, Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475. Fysco ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014. Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λίμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049). Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την επιδίκαση ή μη τόκου συναρτάται προς το σκοπό για τον οποίο παρέχεται ο τόκος, που έγκειται στην κράτηση από τον εναγόμενο του ισάξιου της ζημίας, που υφίσταται ο ενάγων σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Εφόσον ο εναγόμενος κρατεί ό,τι ανήκει στον ενάγοντα, καταβάλλει τόκο για το όφελος που καρπούται. Ο τόκος αποτελεί στοιχείο αποζημίωσης και όχι τιμωρίας.
Τα έξοδα αποτελούν το συντελεστή επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των χειρισμών των διαδίκων, σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τον καταβλητέο τόκο, καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες του Νόμου και τις αρχές της νομολογίας. Πεδίο για επέμβαση δεν παρέχεται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.
Προς ισοσκελισμό της εκατέρωθεν ευθύνης για τη δαπάνη της έφεσης και της αντέφεσης, ο εφεσείων θα καταβάλει το 1/3 των εξόδων του εφεσίβλητου.
Γ. Μ. Πικής, Π.
Π. Καλλής, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/Αυ.Φ, ΜΠ