ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 119
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11346)
23 Ιανουαρίου, 2004
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΑΚΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
― ― ― ― ―
Κ. Χατζηιωάννου,
Σπ. Κόκκινος, για τον Εφεσίβλητο.
― ― ― ― ―
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 4.2.1999 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του Ευάγγελου Ευαγγέλου και ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε από το Δικαστήριο ως Παραλήπτης της περιουσίας του με βάση τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5.
Κατά την έκδοση του προμνησθέντος διατάγματος παραλαβής, εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος η αγωγή αρ. 293/96 του πιο πάνω Ευάγγελου Ευαγγέλου εναντίον του Ηλία Τσιακλίδη που αφορούσε αξίωση χρέους. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο Επίσημος Παραλήπτης δεν έλαβε γνώση περί της εκκρεμούσας αγωγής ούτε και οι δικηγόροι των διαδίκων γνώριζαν ο,τιδήποτε περί του διατάγματος παραλαβής. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η διαδικασία της αγωγής συνεχίστηκε χωρίς να ζητηθεί τροποποίηση των δικογράφων και το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της ουσίας της αγωγής στις 19.1.2001, εξέδωσε απόφαση υπέρ του ενάγοντα Ευάγγελου Ευαγγέλου και εναντίον του εναγόμενου Ηλία Τσιακλίδη.
Ο Ηλίας Τσιακλίδης εφεσίβαλε την απόφαση ημερ. 19.1.2001 που εκδόθηκε εναντίον του. Εκκρεμούσας της έφεσης και με αφορμή την παράλειψη εμφάνισης του κ. Ευαγγέλου στη διαδικασία, διαπιστώθηκε ύστερα από έρευνα του κ. Τσιακλίδη ότι κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αγωγής και κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, υπήρχε σε ισχύ το διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του κ. Ευαγγέλου. Ενόψει τούτου, ο κ. Τσιακλίδης υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με αίτημα την ex debito justitiae αναγνώριση υπό του δικαστηρίου της ακυρότητας της διαδικασίας στην αγωγή και τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, ανάλογα και με τον ίδιο τρόπο όπως στην περίπτωση όπου εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση ήταν αποθανών ή όπου η εταιρεία εναντίον της οποίας εκδόθηκε απόφαση ήταν ανύπαρκτη. Το νομικό έρεισμα της αίτησης αποτέλεσαν η Δ.12 θ.θ. 1-6 και 9 και Δ.64 θ.θ. 1-4. Υποβλήθηκε ένσταση και το δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, με ορθή αναφορά στη νομολογία και τις αυθεντίες που διέπουν το θέμα αποφάσισε ότι:
«Εκείνο το οποίο έπρεπε να είχε γίνει από τον ενάγοντα ο οποίος σημειωτέον είχε πτωχεύσει μεταγενέστερα της καταχώρησης της αγωγής το 1996, αλλά πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ήταν να το ανέφερνε στο δικηγόρο του ώστε να γινόταν η ανάλογη τροποποίηση στον τίτλο της αγωγής για να αναλάμβανε από εκείνη την ημέρα ο Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος είχε διορισθεί ως παραλήπτης της περιουσίας του με βάση το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 4.2.99. Η αγωγή του ενάγοντα και τα δικαιώματα του δεν διαγράφησαν ("abated") λόγω της πτώχευσης του, αλλά συνέχιζαν και μπορούσαν να προωθηθούν με βάση τη Δ.12 θ.θ. 1, 2 και 4 από τον Επίσημο Παραλήπτη. Οπως λέχθηκε και στην Ιωάννης Σπανού άλλως Καφφά ν. Σάββα Ιωάννου Καφφά, ΠΕ 10064, ημερ. 26.4.99 σελ. 4,
«Το κριτήριο της Δ.12 για μη τερματισμό (abatement) και για συνέχιση της διαδικασίας δεν είναι το πρόσωπο του διαδίκου αλλά η συνεχιζόμενη ύπαρξη επίδικου θέματος (cause or matter)».»
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, εναγόμενος και εξ αποφάσεως χρεώστης, κ. Η. Τσιακλίδης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το δικαστήριο απέρριψε ως ανυπόστατη την αίτησή του για ακύρωση ή παραμερισμό της εκδοθείσας επί της ουσίας απόφασης. Προβάλλονται πέντε λόγοι έφεσης οι οποίοι καλύπτουν όλο το φάσμα του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης. Θα εξετάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος είναι καθοριστικός του αποτελέσματος. Ο λόγος αυτός της έφεσης, αναφέρεται στη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αίτηση για ακύρωση ή παραμερισμό της απόφασης, αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας επειδή εκκρεμεί η έφεση κατά της πρωτόδικης (επί της ουσίας) απόφασης. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι με την έφεση, επιδιώκεται ο παραμερισμός της απόφασης λόγω σφαλμάτων του δικαστηρίου ενώ η αίτηση, είχε ως αντικείμενο τον παραμερισμό της απόφασης και της διαδικασίας λόγω ακυρότητας, ζητήματος για το οποίο δεν είχε αποφανθεί το πρωτόδικο δικαστήριο. Εξάλλου, το γεγονός ότι το δικαστήριο θεώρησε αδιανόητο τον παραμερισμό της απόφασης και επανεκδίκασης της υπόθεσης με τους ορθούς διαδίκους επειδή έχει αποφανθεί επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, συνιστά σφάλμα κατά τον εφεσείοντα γιατί, καθώς λέγει, αυτό μπορεί να είναι τελικά και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά και με σαφήνεια αποκαλύπτουν ότι ο εφεσείων με την παράλληλη προώθηση δύο διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών επιδιώκει την ακύρωση/παραμερισμό της ίδιας ακριβώς πρωτόδικης απόφασης.
Στην Διευθυντής των Φυλακών ν. Jennaro Perella (1995) 1 ΑΑΔ 217 λέχθηκαν τα εξής (απόφαση Πική, Δ.):
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι΄ αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα
. μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»
Η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας προσλαμβάνει συνήθως διάφορες μορφές, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με παράλληλες διαδικασίες. Το ένδικο μέσο της έφεσης παρέχει στον εφεσείοντα δυνατότητα πλήρους αναθεώρησης της εκκαλούμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στα πλαίσια της οποίας διατηρούσε τη δυνατότητα συμπερίληψης λόγου ή λόγων έφεσης οι οποίοι να συνάδουν προς ό,τι αυτός ισχυρίζεται ή επικαλείται στην αίτηση που υπέβαλε πρωτοδίκως προς ακύρωση/παραμερισμό της απόφασης.
Η απόφαση στην Perella (ανωτέρω) έχει επιβεβαιώσει την προηγούμενη νομολογία αλλά και αυτή, έχει επιβεβαιωθεί μεταγενέστερα από άλλες υποθέσεις, όπως στις Βασιλείου ν. Μακρίδη Ποιν. Εφεση 6804, ημερ. 24.2.00, Loukos Trading Co Ltd v. Rainbow Bleeching and Dyeing Co Ltd, ΠΕ 10543, ημερ. 26.6.00
και Μ & M Λοϊζου Λτδ ν. Jumbo Investments Ltd, Ποινική Εφεση 6767, ημερ. 29.12.00.Διαπιστώνουμε ότι η εν προκειμένω παράλληλη προώθηση δύο διαδικασιών συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης (επί της ουσίας) απόφασης θα μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλο ένδικο μέσο θεώρησης, μεταξύ άλλων, και του δικονομικού ζητήματος που προέκυψε αναφορικά με την ανάγκη τροποποίησης των δικογράφων προς αποκατάσταση της δικονομικής τάξης που είχε διαταραχθεί εξαιτίας της ακούσιας παράλειψης τροποποίησης των δικογράφων.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, θεωρούμε πως δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους άλλους λόγους έφεσης.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
B>
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.