ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1833
11 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΦΑΝΙΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ.
(Αίτηση Αρ. 114/2003)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αιτητής, του οποίου μέρος της ποινής είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη για λόγους υγείας, καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την αποφυλάκισή του, επικαλούμενος τον περί Φυλακών Νόμο του 1996 και τους περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμους του 1981 και 1988.
Ο αιτητής, ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε ποινή φυλάκισης 5 ετών από 23.12.00, έτυχε προεδρικής χάρης δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, για αναστολή της ποινής του για να μεταβεί στον Καναδά για εγχείρηση. Παρέμεινε στον Καναδά για 7 μήνες και 27 ημέρες.
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση αξιώνοντας την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την αποφυλάκισή του. Θεωρεί πως το πιο πάνω διάστημα παραμονής του στον Καναδά πρέπει να προσμετρήσει στο χρόνο έκτισης της ποινής του και ισχυρίζεται επίσης πως πρέπει να τύχει έκπτωσης της ποινής του για καλή διαγωγή σύμφωνα με τον περί Φυλακών Νόμο του 1996 (Ν.62(1)/96), που υπολογίζει σε 6 ημέρες κατά μήνα φυλάκισης, γιατί θεωρεί τον εαυτό του ως λευκού ποινικού μητρώου. Και τούτο με αναφορά επίσης στους περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμους του 1981 και 1988.
Στην αίτηση του ο αιτητής εισηγήθηκε βασικά πως αυτός είχε εκτίσει την ποινή του. Στην αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή παρέκαμψε την πιο πάνω εισήγησή και πρότεινε στο Δικαστήριο να διατάξει την άμεση απόλυση του αιτητή από τις φυλακές γιατί με την παραπέρα παραμονή του εκεί παραβιάζονται τα Άρθρα 7, 8 και 9 του Συντάγματος και ταυτόχρονα υποβάλλεται σε απάνθρωπη και ταπεινωτική τιμωρία ή μεταχείριση, ενώ αντίθετα δικαιούται αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ο αιτητής είχε κάμει διάβημα στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποκατάσταση του με την εξάλειψη της προηγούμενης ποινής το οποίο απορρίφθηκε. Ο αιτητής δεν υπέβαλε έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αίτηση για αποκατάσταση του αιτητή είχε απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους, και κατ' εφαρμογήν ρητών διατάξεων του Νόμου.
2. Η αναστολή της ποινής διατάχθηκε υπό τον όρο ότι μετά την παρέλευση της αναστολής, ο αιτητής θα επανέλθει στις φυλακές για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του και νοουμένου ότι η περίοδος αναστολής θα προστεθεί στην ποινή αυτή.
3. Η αναστολή μεταθέτει την ισχύ της δικαστικής απόφασης για όσο χρόνο διαρκεί και μετατοπίζει σε μελλοντικό χρόνο την εκτέλεσή της. Η προηγούμενη καταδίκη του αιτητή δεν έχει εξαλειφθεί ενόψει της περί αντιθέτου απόφασης του αρμόδιου Δικαστηρίου η οποία είναι τελεσίδικη.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγή (2001) 1 A.A.Δ. 1157,
Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, Π.Ε. 11355, ημερ. 3.10.02,
Χριστοδουλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 797.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας (Υπ. Αρ. 8352/00) στις 12/1/01, σε ποινή φυλάκισης 5 ετών για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus το οποίο να διατάζει την άμεση αποφυλάκισή του η συνέχιση της οποίας, κατά τον ισχυρισμό του, είναι παράνομη.
Π. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, μετά που καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας στην ποινική υπόθεση 8352/00, του επιβλήθηκε στις 12.1.01 ποινή φυλάκισης 5 ετών, που άρχιζε από 23.12.00. Με το υπό συζήτηση ένδικο διάβημα ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, απευθυνόμενο στο Διευθυντή Φυλακών διατάσσοντας τον να τον αποφυλακίσει πάραυτα. Η αίτηση υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή, ο οποίος διατείνεται πως έχει εκτίσει την περίοδο της ποινής του, εφόσον, κατά τους υπολογισμούς του, έληξε στις 11.11.03, και ως εκ τούτου η κράτηση του στις φυλακές είναι παράνομη. Στην ίδια την ένορκη δήλωση η πιο πάνω θέση υποστηρίζεται με την εξής συλλογιστική. Στις 27.9.01 έτυχε αναστολής της ποινής του από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για να μεταβεί στον Καναδά για εγχείριση. Επέστρεψε στις 24.5.02. Παρέμεινε δηλαδή στον Καναδά για 7 μήνες και 27 ημέρες, διάστημα που ο ίδιος θεωρεί πως πρέπει να προσμετρήσει στο χρόνο έκτισης της ποινής του. Λέγει επίσης πως πρέπει να τύχει έκπτωσης της ποινής του για καλή διαγωγή σύμφωνα με τον περί Φυλακών Νόμο του 1996, Ν.62(1)/96, που υπολογίζει σε 6 ημέρες κατά μήνα φυλάκισης, γιατί θεωρεί τον εαυτό του ως λευκού ποινικού μητρώου. Και τούτο με αναφορά επίσης στους περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμους του 1981 και 1988.
Στις 18.11.03, που ορίστηκε αίτηση, η δικηγόρος της δημοκρατίας ζήτησε λίγο χρόνο για να υποβάλει την ένσταση της. Κατά τη διαδικασία εκείνης της ημέρας θεώρησα ορθό να υποδείξω στο δικηγόρο του αιτητή πως ο περί Αποκαταστάσεως των Καταδικασθέντων Νόμος του 1981, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.134/88, περιορίζει την αποκατάσταση στις περιπτώσεις όπου η ποινή φυλάκισης δεν είναι δια βίου ή δεν υπερβαίνει τα δυο έτη. (Η υπό αναφορά προηγούμενη ποινή του αιτητή ήταν τετραετής φυλάκιση). Ο κ.Αγγελίδης μου υπέδειξε τότε πως αυτό το σκέλος της αίτησης βασιζόταν στο εδάφιο 3 του άρθρου 5 του Νόμου, που προβλέπει τα εξής:
«Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2) πας όστις κατεδικάσθη εις φυλάκισιν υπερβαίνουσαν τα δύο έτη αλλ΄ουχί τα τέσσαρα έτη δύναται να αποκατασταθή δια διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Επαρχίας εν τη οποία διαμένει κατόπιν αιτήσεως του υποβαλλομένης μετά παρέλευσιν δώδεκα ετών από της ημερομηνίας της απαγγελίας της καταδίκης εν σχέσει προς την οποίαν επεβλήθη η ποινή».
Παρατήρησα αμέσως πως δεν αναφερόταν τίποτε στην ένορκη δήλωση σε σχέση με την εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, αν δηλαδή είχε αποταθεί ο αιτητής στο αρμόδιο δικαστήριο, όπως τούτο ορίζεται στο άρθρο 5(3) του Νόμου, για αποκατάσταση, με την εξάλειψη δηλαδή της προηγούμενης καταδίκης του σε 4 χρόνια φυλάκιση. Ο δικηγόρος του αιτητή δέχθηκε πως ήταν παράλειψη του και ζήτησε χρόνο για να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση, στην οποία να αναφέρεται το γεγονός πως έγινε τέτοια αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η οποία όμως απορρίφθηκε. Ο συνήγορος παρατήρησε, επιπλέον πως η απόφαση του Δικαστηρίου στηρίχτηκε σε διαδικαστικούς λόγους, ενώ στην ουσία είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα του αιτητή για εξάλειψη της καταδίκης του. Αποδέχθηκα το αίτημα και ανέβαλα την ακρόαση της υπόθεσης για να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση, για το σκοπό που μόλις ανέφερα. Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση κατατέθηκε στις 17.11.03, πριν δηλαδή από την ακρόαση, που ορίστηκε στις 4.12.03. Σ΄αυτή επισυνάφθηκε και η σχετική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε το διάβημα του αιτητή για αποκατάσταση του με την εξάλειψη της προηγούμενης ποινής.
Δεν έχει βέβαια σημασία η αιτιολογία, στη βάση της οποίας απορρίφθηκε το πιο πάνω αίτημα. Εκείνο που μετρά είναι το απορριπτικό αποτέλεσμα, το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε, αφού δεν υποβλήθηκε έφεση. Όμως, αισθάνομαι την υποχρέωση να υποδείξω πως είναι για ουσιαστικούς λόγους, και κατ΄εφαρμογήν ρητών διατάξεων του Νόμου, που απορρίφθηκε η αίτηση.
Στην αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή παρέκαμψε τη βασική εισήγηση του, όπως αυτή διατυπώνεται στην αίτηση, ότι δηλαδή ο αιτητής έχει εκτίσει την ποινή του, για τους λόγους που επικαλέστηκε, και εξέθεσα πιο πάνω. Έθεσε δε νέα εισήγηση, όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε, βασισμένη σε ευρύτερο πλαίσιο ενός νέου ισχυρισμού, τον οποίο μάλιστα προώθησε στο Δικαστήριο ως την κύρια επιχειρηματολογία του. Προτείνει πως το Δικαστήριο οφείλει να διατάξει την άμεση απόλυση του αιτητή από τις φυλακές, γιατί με την παραπέρα παραμονή του εκεί παραβιάζονται τα άρθρα 7, 8 και 9 του Συντάγματος, δηλαδή κινδυνεύει η ζωή του και ταυτόχρονα υποβάλλεται σε απάνθρωπη και ταπεινωτική τιμωρία ή μεταχείριση, ενώ αντίθετα δικαιούται αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Δεν αμφισβητείται η σοβαρή κατάσταση της υγείας του αιτητή, ο οποίος είχε τραυματιστεί από πυροβόλο όπλο, προτού καταδικαστεί για τα αδικήματα που βρίσκεται στη φυλακή. Λόγω του τραυματισμού του υπέστη πάρεση του δεξιού ημιμορίου του λάρυγγα με καθήλωση της δεξιάς φωνητικής χορδής. Ειδικό ιατροσυμβούλιο έκρινε πως η κατάσταση του εμπεριέχει κινδύνους για την υγεία του και γι΄αυτό χρειάζεται εξειδικευμένη χειρουργική επέμβαση στο λάρυγγα. Είναι γι΄αυτό το λόγο που ο ίδιος με αίτημα του ζήτησε να μεταβεί στον Καναδά για την εξειδικευμένη αυτή χειρουργική επέμβαση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 53.4 του Συντάγματος, και με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ανέστειλε την ποινή του αιτητή 3 φορές, ανάλογα δηλαδή με το χρονικό διάστημα που χρειαζόταν να παραμείνει στον Καναδά, μέχρι τις 31.5.02, υπό τον όρο ότι μετά την παρέλευση της αναστολής θα επανέλθει στις φυλακές για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του και νοουμένου ότι η περίοδος της αναστολής θα προστεθεί στην ποινή αυτή.
Στην επιχειρηματολογία του ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε πως το γεγονός ότι δόθηκε αναστολή, με αίτημα μάλιστα του ίδιου, δεν σημαίνει πως συνήνεσε στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του, όπως αυτά διασφαλίζονται στα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος.
Για να είμαι δίκαιος στο δικηγόρο του αιτητή πρέπει να αναφέρω πως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέφρασα την ασυμφωνία μου με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, η οποία άρχισε με αίτηση στην οποία παρασιωπήθηκαν ουσιαστικά στοιχεία της υπόθεσης. Και δεν λέω ότι τούτο ήταν σκόπιμο, αλλά στοιχειωδώς αναμενόταν αυτά τα στοιχεία να προσκομιστούν. Τέθηκαν ενώπιον μου με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, αφού έδωσα αυτή την ευκαιρία. Τα πιο πάνω στοιχεία προφανώς καθιστούσαν ανεδαφική την επιχειρηματολογία πως ο αιτητής είχε εκτίσει την περίοδο φυλάκισης που του επιβλήθηκε. Προτάθηκε τότε η εισήγηση, που συνόψισα πιο πάνω, με παραπομπή στα σχετικά άρθρα του Συντάγματος, με τον ισχυρισμό πως το δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει την αποφυλάκιση του αιτητή, ανεξάρτητα αν αυτός εξέτισε ή όχι την ποινή του. Οι εισηγήσεις αυτές παρουσιάστηκαν, θα πρέπει να πω, με ρητορική γλώσσα και κατ΄αόριστη επίκληση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με κίνδυνο να δίδεται εσφαλμένη εντύπωση στον ίδιο τον αιτητή, ως προς τη διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων του, αλλά, και τούτο είναι εξίσου σοβαρό, και ευρύτερα. Είναι γεγονός πως τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος αναγράφονται στην αίτηση, καθώς και τα γεγονότα που αφορούν στην υγεία του αιτητή, αλλά νέα θέση προωθήθηκε κατά την αγόρευση. Δεν αποτελούσε όμως η εισήγηση αυτή τη βάση της αίτησης, όπως εξήγησα πιο πάνω.
Το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία, καθώς η νομολογία καθιερώνει, εξετάζει τη νομιμότητα του αντικειμένου της αίτησης. Ο αιτητής εκτίει ποινή φυλάκισης 5 ετών που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο στις 12.1.01. Η στέρηση της ελευθερίας του έγινε σύμφωνα με το άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος. Η έννοια αναστολής ποινής, ανεξάρτητα από τους ρητούς και σαφείς όρους που το ένταλμα του Προέδρου της Δημοκρατίας περιέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων όπως:
- Παναγή Κυριάκος Κοσιάρη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1157,
- Δώρος Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.11355, 3.10.02,
- Χριστοδουλίδης Αριστόδημος (2003) 1 Α.Α.Δ. 797.
Συνοπτικά, η αναστολή μεταθέτει την ισχύ της δικαστικής απόφασης για όσο χρόνο διαρκεί και μετατοπίζει σε μελλοντικό χρόνο την εκτέλεση της. Είναι περιττό να επαναλάβω, και σε αναφορά με την εισήγηση ότι εξαλείφθηκε η προηγούμενη καταδίκη του αιτητή, πως η περί του αντιθέτου απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου είναι τελεσίδικη. Δεν θα σχολιάσω τίποτε άλλο για να μη μακρηγορήσω άσκοπα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η�αίτηση απορρίπτεται.