ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2003) 1 ΑΑΔ 1701
27 Νοεμβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΥΛΛΗΡΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11440)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Συντρέχουσα αμέλεια ― Απόδοση ευθύνης 1/3 στον εφεσίβλητο, του οποίου το όχημα, αφού διασταυρώθηκε με το εξ αντιθέτου κινούμενο όχημα του εφεσείοντος, κινήθηκε δεξιότερα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το δεξιό οπίσθιο τροχό καρότσας την οποία έσυρε το όχημα του εφεσείοντος ― Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Τόκος ― Επιδίκαση τόκου επί των επιδικασθεισών αποζημιώσεων σε υπόθεση τροχαίου ατυχήματος, από της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος ― Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 49(1)/97 ― Το Εφετείο δεν επενέβη στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και μόνο υπό προϋποθέσεις.
Μαρτυρία ― Παραδοχή αμέλειας σε ποινική υπόθεση ― Δεν μπορούσε να οδηγήσει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, αφού εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι σε κάποιο βαθμό ευθυνόταν και ο διάδικος που προέβη στην εν λόγω παραδοχή, για την πρόκληση του ατυχήματος.
Μαρτυρία ― Τεκμήρια ― Αστυνομική έκθεση ― Τροχαίο ατύχημα ― Κατά πόσο το εκδικάζον Δικαστήριο έπρεπε να αποδεκτεί ως τεκμήριο την αστυνομική έκθεση, αφού ο φάκελος της υπόθεσης είχε καταστραφεί λόγω παρόδου του χρόνου.
Ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο του στο δρόμο Προδρομίου-Πάφου με κατεύθυνση την Πάφο συγκρούστηκε με τον πισινό δεξιό τροχό καρότσας την οποία έσυρε το εξ αντιθέτου κατευθύνσεως όχημα του εφεσείοντος, το βράδυ της 10.12.1994. Του αυτοκινήτου του εφεσείοντος προηγείτο αυτοκίνητο με φώτα κινδύνου αναμμένα. Η σύγκρουση έγινε περίπου στο κέντρο του δρόμου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία και το Δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του αστυφύλακα εξεταστή της υπόθεσης, κατέληξε ότι και οι δύο οδηγοί ευθύνονταν για το δυστύχημα. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο το χωρίς φώτα συρόμενο όχημα συνιστούσε κίνδυνο για τα άτομα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το αυτοκίνητο που προηγείτο του αυτοκινήτου του εφεσείοντος δεν συνιστούσε αρκετή προειδοποίηση. Η ευθύνη επιμερίστηκε σε 2/3 εναντίον του εφεσείοντος και 1/3 εναντίον του εφεσίβλητου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, επειδή ο ίδιος παρέλειψε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Επισημαίνει επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα 20 εκ. εντός της πλευράς του εφεσείοντος και ότι η σύγκρουση έγινε μεταξύ του δεξιού μπροστινού μέρους του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και του δεξιού του συρόμενου οχήματος, καταρρίπτει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη.
Ο εφεσείων υποστήριξε ακόμα ότι:
α) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έγινε όταν ο εφεσίβλητος προσπάθησε να επαναφέρει το όχημά του στο μέσο του δρόμου, κτυπώντας έτσι στην καρότσα, είναι αντίθετο με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
β) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το ατύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της νύκτας. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι επί του προκειμένου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και του εξεταστή της υπόθεσης.
γ) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων όφειλε να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο κίνδυνος που δημιουργούσε η καρότσα να γίνεται εμφανής στους άλλους οδηγούς, είναι λανθασμένο.
Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούσαν. Αναφορικά με τη μη αποδοχή, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της αστυνομικής έκθεσης ως τεκμηρίου, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι: Η αστυνομική έκθεση δεν αποτελεί δευτερογενή μαρτυρία για απόδειξη ισχυρισμών που ίσως βρίσκονταν στον καταστραφέντα φάκελο της Αστυνομίας, ενώ οποιαδήποτε σχετική αναφορά δυνατόν να συνιστά και εξ ακοής μαρτυρία, η οποία, βέβαια, δεν είναι αποδεκτή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Οδυσσέως ν. Χ"Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο 1 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 25/6/02 (Αρ. Αγωγής 3982/95) με την οποία κρίθηκε ότι ευθύνετο για συντρέχουσα αμέλεια για το τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη στις 10/12/94 στο δρόμο Προδρομίου Πάφου και με την οποία επιμέρισε την ευθύνη σε 2/3 εναντίον του και σε 1/3 εναντίον του ενάγοντα-εφεσίβλητου.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δημητριάδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 10.12.1994 ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στο δρόμο Προδρομίου-Πάφου με κατεύθυνση την Πάφο. Κατά τον ίδιο χρόνο ο εφεσείων οδηγούσε το όχημά του στην αντίθετη κατεύθυνση, σύροντας καρότσα μήκους οκτώ μέτρων και πλάτους τριών. Η ώρα ήταν περασμένη και ο εφεσίβλητος οδηγούσε με τα φώτα του αυτοκινήτου του αναμμένα. Αφού τα δύο οχήματα διασταυρώθηκαν, ο εφεσίβλητος, προφανώς μη αντιλαμβανόμενος την παρουσία του συρόμενου οχήματος οδήγησε το αυτοκίνητό του προς τα δεξιά, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το δεξιό πισινό τροχό της καρότσας.
Ο δρόμος στο σημείο είναι πλάτους 5 μέτρων με χρησιμοποιήσιμα κράσπεδα πλάτους στην αριστερή πλευρά του δρόμου στην κατεύθυνση του εφεσίβλητου ενός και στην αντίθετη δύο μέτρων. Η σύγκρουση έγινε σε απόσταση 2.70 μέτρων από την αριστερή πλευρά του δρόμου, στην πορεία του εφεσίβλητου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία και το Δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του αστυφύλακα εξεταστή της υπόθεσης, κατέληξε ότι και οι δύο οδηγοί ευθύνονταν για το δυστύχημα. Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, το χωρίς φώτα συρόμενο όχημα συνιστούσε κίνδυνο για τα άτομα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου προηγείτο αυτοκίνητο με τα φώτα κινδύνου αναμμένα, προειδοποίηση την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αρκετή.
Ο εφεσίβλητος, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, υπήρξε αμελής γιατί, ενώ του παρεχόταν η δυνατότητα να οδηγεί αριστερότερα, εισήλθε στη δεξιά πλευρά, προτού ελέγξει ή βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει, μέσα στην ακτίνα ορατότητας που του πρόσφεραν τα φώτα του οχήματός του. Η ευθύνη επιμερίστηκε σε 2/3 εναντίον του εφεσείοντα και 1/3 εναντίον του εφεσίβλητου.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, επειδή ο ίδιος παρέλειψε να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου. Επισημαίνει επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα 20 εκ. εντός της πλευράς του εφεσείοντα και ότι η σύγκρουση έγινε μεταξύ του δεξιού μπροστινού μέρους του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και του δεξιού του συρόμενου οχήματος, καταρρίπτει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη.
Τα επιχειρήματα στερούνται βάσης. Κατ' αρχήν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αξιόπιστη λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να καταθέσει. Είναι σαφές ότι εξέτασε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου αυτόνομα και την έκρινε αξιόπιστη. Μετά από αυτό σημειώνει την παρατήρηση - χρησιμοποιώντας μάλιστα ενδεικτικά την έκφραση «εξ άλλου» - ότι λόγω της μη προσέλευσης του εφεσείοντα να καταθέσει, ουσιαστικά δεν είχε άλλη ενώπιόν του εκδοχή.
Όπως σημειώνεται και στην Οδυσσέως ν. Χ" Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185, η μόνη μαρτυρία πάνω στην οποία μπορούσε να βασίσει τα συμπεράσματά του το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, φαίνεται να ήταν μόνο εκείνη του εφεσίβλητου.
Όσον αφορά την παρατήρηση ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα 20 εκ. εντός της πλευράς του εφεσείοντα, αρκεί να λεχθεί ότι η σύγκρουση έγινε περίπου στο μέσο του δρόμου και υπό τις συνθήκες, τέτοιες ασήμαντες αποστάσεις δεν παίζουν κανένα απολύτως ρόλο. Η διαφορά είναι οριακή και αμελητέα. Εξ άλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το όχημα που έσυρε ο εφεσείων πλάτους 3 μέτρων, εξείχε από το αυτοκίνητό του σχεδόν ενάμιση μέτρο. Το γεγονός αυτό και μόνο, μαζί με το ότι δεν έφερε φώτα πορείας, είναι αρκετό για στοιχειοθέτηση της αμέλειάς του. Είναι προφανές ότι μέσα στο σκοτάδι που επικρατούσε (και αυτή είναι η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια), ο εφεσίβλητος λανθασμένα έκρινε ότι είχε προσπεράσει το εξ αντιθέτου οδηγούμενο όχημα και προσπάθησε να επανέλθει δεξιότερα στο δρόμο. Βέβαια, ο εφεσίβλητος, όπως κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ευθύνεται για συντρέχουσα αμέλεια γιατί προχώρησε δεξιότερα χωρίς να ελέγξει ότι ήταν ασφαλές να το πράξει και τούτο, προσθέτουμε, εν όψει του γεγονότος ότι έπρεπε να είχε τουλάχιστον υποψιαστεί ότι ελλόχευε κίνδυνος, αφού του αυτοκινήτου του εφεσείοντα επροηγείτο άλλο όχημα, με αναμμένα τα φώτα κινδύνου.
Όπως έχει επανειλλημένα λεχθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας μαρτύρων βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και μόνο υπό τις προϋποθέσεις που σαφώς αναφέρονται στη νομολογία. Βρίσκουμε ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν ικανοποιούνται στην παρούσα περίπτωση.
Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και δεν συμφωνούμε ότι περιέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις που να δημιουργούν αμφιβολίες για την αξιοπιστία του. Οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου δικαιολογούνταν από την ενώπιόν του μαρτυρία, θεωρουμένης στο σύνολό της. Ο εφεσείων απέτυχε να μας πείσει περί του αντιθέτου.
Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έγινε όταν ο εφεσίβλητος προσπάθησε να επαναφέρει το όχημά του στο μέσο του δρόμου, κτυπώντας έτσι στην καρότσα, είναι αντίθετο με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Το επιχείρημα βασίζεται στον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι όταν ήταν στο πλευρό του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, έκανε τη σκέψη να μεταφέρει το αυτοκίνητό του κανονικά στο δρόμο και πριν προλάβει να κινηθεί συγκρούστηκε με κάποιο αντικείμενο. Έτσι, συνεχίζει ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος παρουσίασε τη σύγκρουση να γίνεται στην πλευρά του πριν προλάβει να κινηθεί.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η σύγκρουση, όπως σημειώνεται και στο σχεδιάγραμμα της σκηνής, έγινε περίπου στο κέντρο του δρόμου. Από την καρότσα, έλειπε ο δεξιός τροχός, ενώ το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν κτυπημένο σε όλη τη δεξιά του πλευρά, καθώς και στο δεξιό μπροστινό μέρος. Εξ άλλου, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο εφεσίβλητος δεν ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση έγινε χωρίς να κινηθεί προς τα δεξιά. Αντίθετα, είναι σαφές και από την αντεξέταση, ότι η θέση του ήταν ότι αφού προσπέρασε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, προσπάθησε να επαναφέρει το αυτοκίνητό του στη μέση, αφού μέχρι εκείνο το σημείο οδηγούσε στο άκρο αριστερό του δρόμου, με αποτέλεσμα να κτυπήσει πάνω στην καρότσα, η οποία δεν είχε οποιοδήποτε διακριτικό σήμα.
Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι το ατύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της νύκτας. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι επί του προκειμένου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και του εξεταστή της υπόθεσης.
Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Το Δικαστήριο βασίστηκε στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία, όπως είδαμε, αποδέκτηκε σαν αξιόπιστη και η οποία απλώς ενισχύεται από τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, αστυφύλακα Αχιλλέα Νικολάου. Ο Νικολάου κατέθεσε απλώς ότι πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς για το δυστύχημα στις 17.25, ενώ ο εφεσίβλητος στη δική του μαρτυρία ανέφερε ότι κατά την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχε φως, αφού δέκα λεπτά προηγουμένως χρειάστηκε να ανάψει τα φώτα του αυτοκινήτου του. Το ότι ο εξεταστής στη συνέχεια κατέθεσε ότι όταν πήρε το τηλεφώνημα ήταν σούρουπο, δεν επιδρά επί των συγκεκριμένων διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Στον ίδιο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέκτηκε ως τεκμήριο την αστυνομική έκθεση, αφού ο φάκελλος της υπόθεσης είχε, λόγω της παρόδου του χρόνου, καταστραφεί. Η αστυνομική έκθεση δεν αποτελεί δευτερογενή μαρτυρία για απόδειξη ισχυρισμών που ίσως βρίσκονταν στον καταστραφέντα φάκελο της Αστυνομίας, ενώ οποιαδήποτε σχετική αναφορά δυνατόν να συνιστά και εξ ακοής μαρτυρία, η οποία, βέβαια, δεν είναι αποδεκτή. Οι δύο άμεσοι μάρτυρες, ο εξεταστής της υπόθεσης και ο εφεσίβλητος, κατέθεσαν ο μεν πρώτος ότι ήταν τουλάχιστον σούρουπο, ενώ ο άλλος ότι, λόγω του σκότους, δέκα λεπτά προηγουμένως είχε ανάψει τα φώτα του αυτοκινήτου του. Οι μαρτυρίες αυτές, οι οποίες αμφότερες κρίθηκαν από το Δικαστήριο ως αξιόπιστες, δεν θα κλονίζονταν από την οποιανδήποτε τυχόν αντίθετη καταγραφή στην αστυνομική έκθεση, η οποία δεν γνωρίζουμε καν από ποιον έχει συνταχθεί.
Άλλος λόγος που προβάλλεται είναι ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων όφειλε να τηρεί τέτοια απόσταση από το προπορευόμενο όχημα και να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο κίνδυνος που δημιουργούσε η καρότσα να γίνεται εμφανής στους άλλους οδηγούς, είναι λανθασμένο. Δεν υπάρχει, συνεχίζει ο εφεσείων, οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η απόσταση που είχε από το προπορευόμενο όχημα δεν ήταν ασφαλής, ενώ καμιά ουσιώδης συνάφεια δεν υπάρχει μεταξύ της έλλειψης φωτισμού της καρότσας και του ατυχήματος, αφού η σύγκρουση έλαβε χώρα στην πλευρά του εφεσείοντα.
Η απόσταση μεταξύ του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και του προπορευόμενου οχήματος ήταν ευθύνη του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος. Ο εφεσείων, ο οποίος μάλιστα έσυρε και άλλο όχημα, δεν μπορούσε βέβαια να αναπτύσσει ταχύτητα για να μειώσει την απόσταση. Η αμέλεια του εφεσείοντα δεν βασίζεται όμως σ΄ αυτή τη διαπίστωση. Η ευθύνη του συνίσταται στο ότι οδηγούσε, εν καιρώ νυκτός, σύροντας καρότσα η οποία προεξείχε του δικού του οχήματος κατά ενάμιση μέτρο, χωρίς να φέρει φώτα πορείας, ούτως ώστε να γίνεται ορατή από τους άλλους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Ο λόγος που ο εφεσίβλητος επιχείρησε να οδηγήσει το όχημά του δεξιότερα, ήταν ακριβώς γιατί έμεινε με την εντύπωση, λόγω της ανυπαρξίας φώτων, ότι είχε προσπεράσει το όχημα του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, ακόμα παραπονείται ότι λανθασμένα επιδικάστηκε τόκος από της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, αφού ο εφεσίβλητος, λόγω της ολιγωρίας του να προωθήσει την υπόθεσή του και της μεσολάβησης της αίτησής του για τροποποίηση της αγωγής, δεν δικαιούται τόκο από το 1994. Επιδικάζοντας τόκο με το συγκεκριμένο τρόπο το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία, εφαρμόζοντας τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 49(Ι)/97. Παρά το γεγονός ότι ίσως, αν βρισκόμαστε στη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου, δυνατόν να χειριζόμαστε το θέμα διαφορετικά, εν τούτοις δεν βρίσκουμε λόγους για να επέμβουμε και επιδικάσουμε διαφορετικό τόκο.
Τέλος το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή στην ποινική διαδικασία, δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, αφού, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι, σε κάποιο βαθμό, ευθυνόταν και αυτός για την πρόκληση του ατυχήματος.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.