ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1609
7 Νοεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΖΑΒΑΛΛΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΝΕΣΤΟΡΑ Χ"ΗΡΟΔΟΤΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΝΕΣΤΟΡΑ ΚΙΤΑΛΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11473)
Δικηγόροι ― Δικηγόρος και πελάτης ― Συμφωνηθείσα δικηγορική αμοιβή δυνάμει ειδικών συμφωνιών (special retainers) ― Κατά πόσο οι συμφωνίες ήταν παράνομες επειδή οι δικηγόροι που ανέλαβαν την υποχρέωση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών ήταν μέλη συνεταιρισμού εγγεγραμμένων δικηγόρων.
Δικηγόροι ― Άσκηση δικηγορίας ― Κατά πόσο η άσκηση δικηγορίας από συνεταιρισμό δικηγόρων εμπίπτει στην έννοια του όρου "ασκείν την δικηγορίαν" με βάση το Άρθρο 2 του περί Δικηγόρων Νόμου.
Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Αν η παρανομία είναι έκδηλη υφίσταται δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασής της, έστω και αν δεν έχει εγερθεί ως υπεράσπιση από κανένα διάδικο ― Αν η παρανομία δεν είναι έκδηλη τότε δεν μπορεί να εξεταστεί τέτοιο θέμα εκτός αν αναφέρονται στα δικόγραφα γεγονότα που συνιστούν την κατ' ισχυρισμό παρανομία ― Διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την Platritis & Co. v. Computer Patent.
Λέξεις και Φράσεις ― "Συνεταιρισμός" στο Άρθρο 5(1) του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ. 116.
Οι εφεσείοντες είναι συνεταιρισμός δικηγόρων. Μέλη του συνεταιρισμού είναι οι δικηγόροι Γ. Μιχαηλίδης και Δ. Ζαβαλλής εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία ζητούσαν τη συμφωνηθείσα δικηγορική τους αμοιβή για τις υπηρεσίες τους προς τον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση. Κατά την ακρόαση ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ήγειρε για πρώτη φορά θέμα παρανομίας των ειδικών συμφωνιών (special retainers) δυνάμει των οποίων είχε διορίσει τους εφεσείοντες ως δικηγόρους του. Υποστήριξε ότι οι συμφωνίες ήταν παράνομες επειδή το ουσιαστικό αντικείμενό τους, συνίστατο στην άσκηση δικηγορίας υπό συνεταιρισμού κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου οι οποίες ρυθμίζουν το θέμα της άσκησης της δικηγορίας και των προσώπων που έχουν εκ του νόμου δικαίωμα να ασκούν τη δικηγορία, στην έννοια του όρου "ασκείν την δικηγορίαν" με βάση το Άρθρο 2 του Νόμου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ex proprio motu το κατά πόσο οι συγκεκριμένες ειδικές συμφωνίες ήταν πράγματι μολυσμένες από παρανομία. Το Δικαστήριο κήρυξε παράνομες τις συμφωνίες ως αντιβαίνουσες τις πρόνοιες του Άρθρου 6Α(1)(2)(3) του περί Δικηγόρων Νόμου και ως αντίθετες προς τη δημόσια πολιτική. Η αγωγή των εφεσειόντων απορρίφθηκε.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ' έφεση ότι η εγγραφή συνεταιρισμού δικηγόρων δεν απαγορεύεται από το νόμο ή τους Κανονισμούς Δεοντολογίας. Αμφισβήτησαν επίσης τη δυνατότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας το θέμα της παρανομίας των συμφωνιών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το περιεχόμενο της δήλωσης/βεβαίωσης που ο δικηγόρος υποβάλλει για την έκδοση της ετήσιας άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και από τις πρόνοιες του Άρθρου 22 των Κανονισμών Δεοντολογίας Δικηγόρων, προκύπτει ότι κάθε δικηγόρος έχει δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμα του μέσω συνεταιρισμού. Εξάλλου, στα έγγραφα διορισμού τα οποία επιμαρτυρούν τη συμφωνία, αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος διόρισε ως δικηγόρους «τους Μιχαηλίδη και Ζαβαλλή».
2. Τα γεγονότα που συνιστούν την κατ' ισχυρισμό παρανομία πρέπει να εγείρονται στις γραπτές προτάσεις. Όμως το Δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης συγκεκριμένης παρανομίας, έστω και αν αυτή δεν εγείρεται στα δικόγραφα, όπου λαμβάνει γνώση ότι προκύπτει έκδηλη παρανομία.
3. Στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνεται ότι δεν έχει προκύψει έκδηλη παρανομία η οποία να δικαιολογούσε την αυτεπάγγελτη εξέταση της από το Δικαστήριο. Η προσέγγιση του δικάσαντος Δικαστηρίου και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε επί του θέματος είναι εσφαλμένο. Η παρούσα περίπτωση διακρίνεται από την Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135, στην οποία το ένα από τα δύο μέλη του νομικού προσώπου (Platritis & Co) δεν ήταν δικηγόρος και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να ασκεί τη δικηγορία όπως ορίζει ο περί Δικηγόρων Νόμος.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες ειδικές συμβάσεις είναι παράνομες, είναι εσφαλμένη γιατί αυτές δεν είναι αντίθετες προς τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου ή προς οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη.
5. Συνεταιρισμός αποτελούμενος από δικηγόρους οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος διατηρεί δυνατότητα σύναψης συμφωνιών παροχής υπηρεσιών σε πελάτες εμπεριέχουσες το στοιχείο της άσκησης δικηγορίας καθώς και δικαίωμα καθορισμού της πληρωτέας αμοιβής. Και εφόσον οι συγκεκριμένες υπηρεσίες παρέχονται από δικηγόρο ή δικηγόρους μέλη του συνεταιρισμού, εξυπακούεται ότι η συμφωνία πελάτη και συνεταιρισμού είναι νόμιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι δικηγόροι μέλη του συνεταιρισμού, Γ. Μιχαηλίδης & Δ. Ζαβαλλής ήταν εγγεγραμμένοι δικηγόροι και συνεπώς διέθεταν τα εκ του νόμου απαιτούμενα προσόντα νόμιμης εκπροσώπησης του εφεσίβλητου στις υποθέσεις που αφορούσαν οι επίδικες συμβάσεις.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάχθηκε η αναδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1595,
Ayia Napa Nissi Ltd κ.ά. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549,
Χρίστου ν. S.D. Clinic Co Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2039,,
Δημητρίου ν. Συμεωνίδη, Π.Ε. 10854, ημερ. 11.7.2002,
Platritis & Co v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες-δικηγόρους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 31//7/02 (Αρ. Αίτησης 9/2001) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για ανάκτηση των αμοιβών τους ως δικηγόρων δυνάμει ειδικών συμφωνιών τους με τον εναγόμενο και με την οποία κηρύχθηκαν παράνομες οι συμφωνίες ως αντιβαίνουσες τις πρόνοιες του Άρθρου 6Α(1)(2)(3) του περί Δικηγόρων Νόμου και ως αντίθετες προς τη δημόσια πολιτική.
Μ. Παπαδοπούλου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες Μιχαηλίδης & Ζαβαλλής είναι συνεταιρισμός δικηγόρων. Μέλη του συνεταιρισμού είναι οι δικηγόροι Γ. Μιχαηλίδης και Δ. Ζαβαλλής, εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου.
Ο εφεσίβλητος, δυνάμει ειδικών συμφωνιών (special retainers) διόρισε τους εφεσείοντες ως δικηγόρους του στις αγωγές 1188/90 και 889/90 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η συμφωνηθείσα αμοιβή των εφεσειόντων για τις υπηρεσίες τους προς τον εφεσίβλητο ήταν πέραν της προβλεπόμενης στους Κανονισμούς για αγωγές αντίστοιχων κλιμάκων.
Ο εφεσίβλητος με επιστολή του ημερ. 13.12.94 τερμάτισε το διορισμό των εφεσειόντων ως δικηγόρων του στις πιο πάνω αγωγές και ζήτησε:
«............. όπως μου αποστείλετε μέσον πρωτοκολλητή τον τελικόν σας λογαριασμό για την εργασίαν που κάνετε μέχρι σήμερα προς εξόφλησιν.»
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με την οποία διεκδίκησαν τα ποσά των αμοιβών που αντιστοίχως συμφωνήθηκαν δυνάμει των ειδικών συμφωνιών. Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου, αγορεύοντας ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου, ήγειρε για πρώτη φορά θέμα παρανομίας των ειδικών συμφωνιών. Υποστήριξε ότι οι συμφωνίες ήταν παράνομες επειδή το ουσιαστικό αντικείμενο τους, συνίστατο στην άσκηση δικηγορίας υπό συνεταιρισμού κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Δικηγόρων Νόμου οι οποίες ρυθμίζουν το θέμα της άσκησης της δικηγορίας και των προσώπων που έχουν εκ του νόμου δικαίωμα να ασκούν δικηγορία, στην έννοια του όρου «ασκείν την δικηγορίαν» με βάση το άρθρο 2 του νόμου.
Ο πρωτόδικος δικαστής αφού ασχολήθηκε με το εγερθέν ζήτημα, διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη παρανομία, προέκυπτε από τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση των εφεσειόντων. Και επειδή, καθώς έκρινε, αυτή η παρανομία ήταν έκδηλη, κατ' επίκληση του σκεπτικού στην Ιωάννου κ.ά. ν. Μουσκάλλη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1595, αποφάσισε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για την ex proprio motu εξέταση του κατά πόσο οι συγκεκριμένες ειδικές συμφωνίες ήταν πράγματι μολυσμένες από παρανομία.
Η προσοχή του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στο άρθρο 6(Α)* του περί Δικηγόρων Νόμου (νόμος αρ. 31(Ι)/2001 - τροποποιητικός). Κατόπιν ερμηνείας της διάταξης το δικαστήριο κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:
«Ο συνεταιρισμός Δικηγόρων ρυθμίζει τις μεταξύ των συνεργαζόμενων δικηγόρων σχέσεις - οικονομικές και άλλες - αλλά καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με την άσκηση δικηγορίας. Το ασκείν δικηγορία είναι λειτούργημα και ο ασκών τη δικηγορία θεωρείται συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Θα ήταν παράξενο αλλά και παράλογο νομικές οντότητες να έχουν ή να μπορούν να αποκτούν τις πιο πάνω ιδιότητες............................................
Είναι η κρίση μου ότι οι συνεταιρισμοί που συστήνουν μεταξύ τους οι δικηγόροι δεν ασκούν και ούτε δικαιούνται να ασκούν αυτοί καθ' εαυτοί δικηγορία αλλά δικηγορία ασκούν οι κατ' ιδίαν δικηγόροι που απαρτίζουν το συνεταιρισμό.»
Υπό το φως του πιο πάνω συμπεράσματος, ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας των ειδικών συμφωνιών. Με αναφορά στο άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και στη σχετική επί του θέματος νομολογία, κήρυξε παράνομες τις συμφωνίες ως αντιβαίνουσες τις πρόνοιες του άρθρου 6Α(1)(2)(3) του περί Δικηγόρων Νόμου και ως αντίθετες προς τη δημόσια πολιτική. Η καταλυτική επί του κύρους των συμφωνιών διαπίστωση, επέφερε την απόρριψη της αγωγής των εφεσειόντων.
Με την έφεση αυτή, οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρεται στη διαπίστωση της έκδηλης παρανομίας καθώς και στην εξ ιδίας πρωτοβουλίας εξέταση του θέματος.
Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι η εγγραφή συνεταιρισμού δικηγόρων δεν απαγορεύεται από το νόμο ή τους Κανονισμούς Δεοντολογίας. Η σύναψη των συμφωνιών έγινε ελεύθερα και ο συνεταιρισμός ανέλαβε προς τον εφεσίβλητο την υποχρέωση παροχής δικηγορικών υπηρεσιών από τους δικηγόρους μέλη του, οι οποίοι, ως εγγεγραμμένοι δικηγόροι, ήταν οι μόνοι που είχαν δικαίωμα εμφάνισης ενώπιον δικαστηρίου.
Από το περιεχόμενο της δήλωσης/βεβαίωσης* που ο δικηγόρος υποβάλλει για την έκδοση της ετήσιας άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος καθώς και από τις πρόνοιες του άρθρου 22 των Κανονισμών Δεοντολογίας Δικηγόρων, προκύπτει ότι κάθε δικηγόρος έχει δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμά του μέσω συνεταιρισμού. Εξάλλου, στα έγγραφα διορισμού τα οποία επιμαρτυρούν τη συμφωνία, αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος διόρισε ως δικηγόρους «τους Μιχαηλίδη και Ζαβαλλή».
Διάδικος ο οποίος θέλει να εγείρει θέμα παρανομίας ως υπεράσπιση, οφείλει να εκθέσει στις γραπτές προτάσεις του τα γεγονότα που συνιστούν την κατ' ισχυρισμό παρανομία. (Βλ. Διαταγή 19 θ.14 των Διαδικαστικών Κανονισμών.) Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο λαμβάνει γνώση ότι προκύπτει έκδηλη παρανομία είτε από την ίδια τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία σε συσχετισμό προς τη σύμβαση, διατηρεί δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης της συγκεκριμένης παρανομίας έστω και αν αυτή δεν ηγέρθη ως υπεράσπιση από κανένα διάδικο. Βλ. Ayia Napa Nissi Ltd και Άλλοι ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 ΑΑΔ 549, Αντιγόνη Χρίστου ν. S.D. Clinic Co Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2039 και Γεώργιος Δημητρίου ν. Κλεόβουλου Συμεωνίδη, Π.Ε. 10854, ημερ. 11.7.2002.
Συνεκτιμώντας τα επιχειρήματα των εφεσειόντων υπό το πρίσμα του νόμου και των γεγονότων της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει προκύψει έκδηλη παρανομία η οποία θα δικαιολογούσε την αυτεπάγγελτη εξέτασή της από το Δικαστήριο. Η προσέγγιση του δικάσαντος Δικαστηρίου και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε επί του θέματος κρίνεται εσφαλμένο. Η περίπτωση διακρίνεται από την Platritis & Co v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135. Στην Platritis το νομικό πρόσωπο (Platritis & Co) ανέλαβε, δυνάμει συμφωνίας, υποχρέωση παροχής νομικών υπηρεσιών προς τον πελάτη (Computer Patent). Προϋπόθεση εκ του νόμου για την παροχή των επίδικων υπηρεσιών ήταν η άσκηση δικηγορίας εντός της εννοίας του περί Δικηγόρων Νόμου. Το ένα από τα δύο μέλη του νομικού προσώπου δεν ήταν δικηγόρος και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να ασκεί δικηγορία όπως ορίζει ο περί Δικηγόρων Νόμος. Κρίθηκε ότι ο σκοπός της συμφωνίας ήταν παράνομος. Το Εφετείο διακήρυξε ότι ένας από τους σκοπούς του άρθρου 2(1) του περί Δικηγόρων Νόμου είναι η προστασία του κοινού κατά τη διεκπεραίωση νομικών υποθέσεων που το αφορούν μέσω αντιπροσώπου.
Η διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την Platritis, οδηγεί στο λόγο έφεσης 3 που έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι επίδικες ειδικές συμβάσεις είναι παράνομες. Η διαπίστωση είναι λανθασμένη γιατί οι συγκεκριμένες συμβάσεις δεν είναι αντίθετες προς τις πρόνοιες του περί Δικηγόρων Νόμου ή προς οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη. Από την εξ αντιδιαστολής ερμηνεία της Platritis (ανωτέρω), συνάγεται ότι η συμφωνία την οποία συνάπτει συνεταιρισμός δικηγόρων τα μέλη του οποίου είναι δικηγόροι και έχουν το δικαίωμα άσκησης δικηγορίας εντός της έννοιας του νόμου είναι έγκυρη. Η έννοια του όρου «συνεταιρισμός» παρέχεται στο άρθρο 5(1) του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ. 116.
«5(1). Συνεταιρισμός είναι η σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ προσώπων που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος.»
Συνεταιρισμός αποτελούμενος από δικηγόρους οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος διατηρεί δυνατότητα σύναψης συμφωνιών παροχής υπηρεσιών σε πελάτες εμπεριέχουσες το στοιχείο της άσκησης δικηγορίας καθώς και δικαίωμα καθορισμού της πληρωτέας αμοιβής. Και εφόσον οι συγκεκριμένες υπηρεσίες παρέχονται από δικηγόρο ή δικηγόρους μέλη του συνεταιρισμού, εξυπακούεται ότι η συμφωνία πελάτη και συνεταιρισμού είναι νόμιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι δικηγόροι μέλη του συνεταιρισμού, Γ. Μιχαηλίδης & Δ. Ζαβαλλής ήταν εγγεγραμμένοι δικηγόροι και συνεπώς διέθεταν τα εκ του νόμου απαιτούμενα προσόντα νόμιμης εκπροσώπησης του εφεσίβλητου στις υποθέσεις που αφορούσαν οι επίδικες ειδικές συμβάσεις.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για επανεκδίκαση της ουσίας από άλλο δικαστή.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάσσεται η αναδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.