ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1426
23 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΕΤΡΟΣ Σ. ΠΕΤΡΟΥ,
2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ
ΣΤΑΜΑΤΙΝΑΣ ΠΕΤΡΟΥ ΤΕΩΣ ΕΞ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ
ΚΑΙ/ Ή ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΝΟΜΙΜΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΙΚΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11116)
Αμέλεια — Ιατρική αμέλεια — Κατά πόσο χειρούργος ιατρός ο οποίος χειρούργησε νέα γυναίκα σε δύο περιπτώσεις και η οποία τελικά απεβίωσε, ήταν υπεύθυνος ιατρικής αμέλειας — Ισχυρισμός για εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur — Δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να αποδείξει την ιατρική αμέλεια — Πότε δικαιολογείται η επίκληση του κανόνα res ipsa loquitur και ποίες οι παράμετροι εφαρμογής του στον τομέα της ιατρικής αμέλειας.
Μαρτυρία — Ιατρική μαρτυρία — Ιατρικές απόψεις ως προς τα αίτια θανάτου γυναίκας μετά από χειρουργική επέμβαση — Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.
Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Απόσειση βάρους αποδείξεως — Ιατρική αμέλεια — Ενάγοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης ιατρικής αμέλειας.
Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Ύπαρξη κάποιας μικρής μορφής διάστασης μεταξύ δύο διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Δεν ήταν ουσιώδους μορφής και δεν επηρέαζε την ορθότητα των βασικών διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.
Η αποβιώσασα, ηλικίας 35 ετών έγγαμος και μητέρα δύο παιδιών ηλικίας 12 και 5 χρόνων αντίστοιχα, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση από τον εφεσίβλητο, χειρούργο, για αφαίρεση από το δεξιό της γλουτό σώματος, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας δέχθηκε ότι ήταν "φλεγμαίνων μελαχρωματικός σπίλος (όπως χαρακτηριζόταν στη βεβαίωση του εφεσίβλητου Τεκ. 6) και όχι "φλεγμαίνουσα σμητατογόνος κύστη" (όπως χαρακτηριζόταν στην έκθεση υπερασπίσεως του).
Το σώμα που αφαιρέθηκε δεν στάληκε για ιστολογική εξέταση (βιοψία). Τέσσερις μήνες μετά, συγκεκριμένα στις 27.2.1996, η αποβιώσασα επισκέφθηκε τον εφεσίβλητο ο οποίος διέγνωσε μελάνωμα δίπλα από την ουλή της πρώτης εγχείρισης και το αφαίρεσε χειρουργικά. Ταυτόχρονα παρέπεμψε την ασθενή σε Ειδικό Ογκολόγο - Ακτινοθεραπευτή (Μ.Ε. 4) στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο γιατρός αυτός εξέτασε για πρώτη φορά την αποβιώσασα την 1.3.1996. Σ' αυτό το στάδιο η αποβιώσασα ήταν κλινικά χωρίς καμιά ένδειξη νόσου. Γύρω στις 15.11.1996 η αποβιώσασα παρουσιάστηκε στο γιατρό της με πόνο στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης. Η κατάσταση της επιδεινώνετο συνεχώς και διαπιστώθηκε ότι είχε γενικευμένες μεταστάσεις. Υπεβλήθη σε ακτινοθεραπεία χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Η κατάσταση της επιδεινώθηκε ραγδαία. Στις 18.1.1997 εγκατέλειψε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στο οποίο είχε εισαχθεί την 3.12.1996. Στο σπίτι την επισκέπτετο ειδικός παθολόγος του Αγροτικού Νοσοκομείου Ορμήδειας (Μ.Ε. 14) ο οποίος της χορηγούσε ναρκωτικά φάρμακα για περιορισμό του πόνου. Απεβίωσε δύο μέρες μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο.
Βασικό μέρος της απαίτησης των εφεσειόντων στηριζόταν στη θέση ότι ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με αμέλεια σε σχέση με τη διάγνωση που έκαμε κατά την πρώτη επίσκεψη της αποβιωσάσης, τον τρόπο που την χειρούργησε και με την παράλειψη του να αποστείλει το σώμα που αφαίρεσε για ιστολογική εξέταση.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία και από ειδικό ιστοπαθολόγο (Μ.Ε. 5) ο οποίος κλήθηκε από τους εφεσείοντες. Ο Μ.Ε. 5 έκαμε ιστολογική εξέταση του δείγματος δέρματος που του είχε στείλει ο εφεσίβλητος, το οποίο είχε αφαιρέσει από την αποβιώσασα στις 27.2.1996 - κατά τη δεύτερη επέμβαση.
Σύμφωνα με τον Μ.Ε. 5 το δείγμα αφορούσε αιμορραγικό όγκο ενός εκατοστού και ήταν διηθητικό πρωτοπαθές εξογκωμένο κακοήθες μελάνωμα του δέρματος με δύο δερματικές μεταστάσεις κοντά στον πρωτοπαθή όγκο. Αναφορικά με τη συγκεκριμένη εκτομή, που είχε γίνει από τον εφεσίβλητο, ο Μ.Ε. 5 ανέφερε ότι ήταν μία «καλή εκτομή».
Ο συνήγορος των εφεσειόντων, κατά την αγόρευσή του, κάλεσε το Δικαστήριο να μη αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Ε. 5 στηριζόμενος βασικά στο ότι εφόσον ο εφεσίβλητος αφαίρεσε το σώμα από την ασθενή στις 27.2.1996 δεν υπήρχε χρόνος μέχρι τις 28.2.1996 που αναφέρεται στην έκθεση (τεκμήριο 10) του εν λόγω μάρτυρα να γίνει η αναγκαία ιστολογική εξέταση στην οποία αναφέρθηκε ο μάρτυρας. Υπέβαλε, επίσης, ότι στον Μ.Ε. 5 στάληκε από τον εφεσίβλητο σώμα που αφαιρέθηκε από άλλο πρόσωπο και όχι από την αποβιώσασα.
Τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης - του Μ.Ε. 5 - ερμηνεύθηκαν και από τους μάρτυρες υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία τους. Η επιστημονική μαρτυρία που έδωσαν με βάση τα ευρήματα του Μ.Ε. 5 «παρέμεινε χωρίς αντίκρουση».
Με βάση την κοινή προσέγγιση των μαρτύρων υπεράσπισης και του Μ.Ε. 5 το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο μελάνωμα ήταν πρωτοπαθές και δεν ήταν υποτροπή του σώματος που αφαιρέθηκε την πρώτη φορά. Κατ' ακολουθία το σώμα που αφαιρέθηκε την πρώτη φορά δεν ήταν μελάνωμα αλλά και αν ακόμα ήταν μελάνωμα είχε αφαιρεθεί με ικανοποιητικό τρόπο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, με βάση τα πιο πάνω, ο εναγόμενος ενήργησε στα πλαίσια του καθήκοντος και της επιμέλειας που αναμένετο από γιατρό της ειδικότητας του τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά την αφαίρεση του σώματος.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν παρείχετο πεδίο εφαρμογής του κανόνα res ipsa loquitur. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων είχε εισηγηθεί ότι ο εν λόγω κανόνας εφαρμοζόταν στα γεγονότα της υπόθεσης.
Τέλος το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί «οι ενάγοντες έχουν αποτύχει να αποδείξουν τόσο την αμέλεια όσο και τη συσχέτιση πιθανής αμέλειας και της ζημιάς η οποία προκλήθηκε».
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση και υποστήριξαν ότι:
1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δεχθεί την εισήγησή τους ότι «το βάρος απόδειξης μετετέθη εις τους ώμους του εφεσίβλητου αν και είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως αμέλεια εναντίον του».
2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι η αποβιώσασα ήτο απόλυτα υγιής», είναι εσφαλμένο.
Οι πιο πάνω δύο λόγοι φέρνουν στο προσκήνιο την αρχή ή κανόνα res ipsa loquitur.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει ως εξ ακοής τη μαρτυρία του Μ.Ε. 5 όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου από το οποίο ελήφθη το δείγμα.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν επίσης την ορθότητα των λόγων για τους οποίους έγινε δεκτή η μαρτυρία του Μ.Ε. 5.
Με άλλους δύο λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα ορισμένων διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι λόγοι αυτοί έχουν σαν κύριο άξονα τους την παράλειψη του εφεσίβλητου να δώσει μαρτυρία.
Τέλος οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «εις την αποφασή του κάνει δύο διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα ευρήματα για την ίδια εγχείριση δηλαδή ως προς τι είναι αυτό που αφαίρεσε ο εφεσίβλητος την πρώτη φορά από την αποβιώσασα».
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν και τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα τα οποία είχαν επιδικασθεί «υπέρ του εναγομένου». Ισχυρίσθηκαν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε «ότι οι ενάγοντες ως οι διαχειριστές της περιουσίας της αποβιωσάσης έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα της διαδικασίας».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αρχή res ipsa loquitur εφαρμόζεται μόνο όπου το γεγονός ή τα γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημιά τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγομένου. Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη ζημιά είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392. H λύση συναρτάται με την απόδειξη των γεγονότων τα οποία προβάλλει ο ενάγων και κατά πόσο στοιχειοθετούν αμέλεια.
Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημιάς η οποία προκαλείται. Το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε πεδίο εφαρμογής της σχετικής αρχής ή πεδίο μετάθεσης του βάρους της απόδειξης, είναι ορθή.
Περαιτέρω οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του συμβάντος και της ζημιάς η οποία προκαλείται. Η σχετική κρίση του Δικαστηρίου η οποία αποτελεί και ένα από τους λόγους απόρριψης της αγωγής, δεν έχει εφεσιβληθεί. Τούτου δοθέντος οι λόγοι έφεσης 1) και 2) καθίστανται μετέωροι και έκθετοι σε απόρριψη.
2. Δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το κατά πόσο η μαρτυρία του Μ.Ε. 5 ήταν εξ ακοής υπό την έννοια ότι το πραγματικό υπόβαθρο της μαρτυρίας του δεν είχε αποδειχθεί για τον πιο κάτω λόγο:
Το βάρος απόδειξης ιατρικής αμέλειας το φέρουν οι εφεσείοντες και σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έχουν αποσείσει. Στην παρούσα υπόθεση αποδοχή της εισήγησης των εφεσειόντων για μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε. 5 δεν θα βελτιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση τους ούτε θα μεταβάλει την εμβέλεια και δραστικότητα των λόγων για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έπεται πως η κρίση επί των συγκεκριμένων λόγων της έφεσης θα αποβεί αλυσιτελής.
3. Η απουσία του εφεσίβλητου από το εδώλιο του μάρτυρα δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την αδυναμία απόσεισης του βάρους αποδείξεως το οποίο έφεραν οι εφεσείοντες. Ακολουθεί πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.
4. Η διάσταση μεταξύ των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τι είναι που αφαίρεσε ο εφεσίβλητος την πρώτη φορά, δεν είναι ουσιώδης και ουδόλως επηρεάζει την ορθότητα των βασικών διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι ότι δεν απεδείχθη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αμέλειας και βλάβης και ότι η αποβιώσασα ήταν υγιής πριν από την πρώτη επέμβαση.
5. Ο λόγος έφεσης εναντίον της διαταγής των εξόδων δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης ότι η επιδίκαση των εξόδων εναντίον των εφεσειόντων έγινε υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστών της περιουσίας της αποβιωσάσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,
Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,
Παυλή κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1 Α.Α.Δ. 220,
Lloyde v. West Midland Gas Board [1971] 2 All E.R. 1240.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες-αντιπροσώπους της αποβιώσασας Σταματίνας Πέτρου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 10/5/01 (Αρ. Αγωγής 4896/97) με την οποία απέρριψε την αγωγή τους για αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια εκ μέρους του εναγόμενου αποτέλεσμα της οποίας ήταν να προκληθεί ο θάνατος της αποβιώσασας Σταματίνας Πέτρου.
Δ. Κούτρας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Ποιητής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) είναι προσωπικοί αντιπρόσωποι της αποβιωσάσης Σταματίνας Πέτρου (η αποβιώσασα). Η τελευταία απεβίωσε στις 20.1.97. Ως διαχειριστές της περιουσίας της οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου (ο εφεσίβλητος) διεκδικώντας αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια. Απέδωσαν στον εφεσίβλητο έλλειψη της αναμενόμενης δεξιότητας από γιατρό της ειδικότητας του, καθώς επίσης και σειρά πράξεων και παραλείψεων που δεν συνάδουν με το καθήκον επιμέλειας που όφειλε προς την ασθενή του. Ήταν η θέση των εφεσειόντων πως ο θάνατος της αποβιώσασας ήταν αποτέλεσμα αμέλειας του εφεσίβλητου.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα έχουν ως εξής:
Η αποβιώσασα απεβίωσε στις 20.1.1997. Ενάμιση περίπου χρόνο προηγουμένως, συγκεκριμένα τον Οκτώβριο 1995, επισκέφθηκε με τον σύζυγο της τον εφεσίβλητο, ο οποίος είναι γιατρός, χειρούργος και ασκεί το επάγγελμα του στη Λάρνακα. Η αποβιώσασα αντιλήφθηκε να έχει «κάτι» πάνω από τον δεξιό γλουτό της και ήταν γι' αυτό τον λόγο που επισκέφθηκε τον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος το αφαίρεσε με χειρουργική επέμβαση και στη συνέχεια έραψε το τραύμα. Το σώμα που αφαιρέθηκε δεν στάληκε για ιστολογική εξέταση (βιοψία). Τέσσερις περίπου μήνες μετά την πρώτη επίσκεψη, συγκεκριμένα στις 27.2.1996, η αποβιώσασα επισκέφθηκε και πάλι τον εφεσίβλητο συνοδευόμενη από το σύζυγό της. Ο εφεσίβλητος διέγνωσε μελάνωμα δίπλα από την ουλή της πρώτης εγχείρισης και το αφαίρεσε χειρουργικά. Ταυτόχρονα παρέπεμψε την ασθενή στον Ειδικό Ογκολόγο-Ακτινοθεραπευτή Πέτρο Κίτσιο (Μ.Ε.4) στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο γιατρός αυτός εξέτασε για πρώτη φορά την αποβιώσασα την 1.3.1996. Ήταν ο βασικός κλινικός γιατρός της. Σε αυτό το στάδιο η αποβιώσασα ήταν κλινικά χωρίς καμιά ένδειξη νόσου, ούτε στο σημείο εγχείρισης ούτε στον υπόλοιπο οργανισμό της. Δεν υπήρχε τοπική υποτροπή στο σημείο της εγχείρισης. Η αποβιώσασα παρακολουθείτο σε τακτικά διαστήματα. Τον Αύγουστο 1996 έγινε από τον Μ.Ε.4 γενική επανεκτίμηση της κατάστασης της υγείας της. Ήταν εντελώς φυσιολογική. Γύρω στις 15.11.1996 η αποβιώσασα παρουσιάστηκε στον γιατρό της με πόνο στο κάτω μέρος της σπονδυλικής στήλης. Η πορείας της επιδεινώνετο συνεχώς και διαπιστώθηκε ότι είχε γενικευμένες μεταστάσεις. Της έγινε ακτινοθεραπεία χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Η κατάσταση της επιδεινώθηκε ραγδαία. Στις 18.1.1997 εγκατέλειψε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στο οποίο εισήχθη την 3.12.1996, με ευθύνη του συζύγου της. Μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου την επισκέπτετο ο Ειδικός Παθολόγος Παναγιώτης Καλλής του Αγροτικού Νοσοκομείου Ορμήδειας (Μ.Ε.14). Της χορηγούσε ναρκωτικά φάρμακα για περιορισμό του πόνου. Η κατάσταση της υγείας της ήταν άσχημη και η ίδια εξαντλημένη. Απεβίωσε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, την 20.1.1997, δύο δηλαδή μέρες μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο. Ήταν ηλικίας 35 χρονών και μητέρα δύο παιδιών ηλικίας 12 και 5 χρονών αντίστοιχα.
Βασικό μέρος της απαίτησης των εφεσειόντων στηριζόταν στη θέση ότι ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με αμέλεια σε σχέση με τη διάγνωση που έκαμε κατά την πρώτη επίσκεψη της αποβιωσάσης, τον τρόπο που την εγχείρισε και με την παράλειψη του να αποστείλει το σώμα που αφαίρεσε για ιστολογική εξέταση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας δέχθηκε ότι το σώμα που αφαίρεσε την πρώτη φορά ο εφεσίβλητος «είναι αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει στη βεβαίωση του, Τεκ. 6, δηλαδή 'φλεγμαίνων μελαχρωματικός σπίλος' και όχι 'φλεγμαίνουσα σμηγματογόνος κύστη' που αναφέρεται στην έκθεση υπερασπίσεως του». Έκρινε ότι το σχετικό σημείο της υπεράσπισης «τέθηκε στην προσπάθεια της πλευράς του εναγομένου να εξαλείψει οποιονδήποτε κίνδυνο που πιθανόν να υπήρχε εναντίον του γνωρίζοντας τη βασική διαφορά των δύο εννοιών».
Θέτουμε μια παρένθεση για να παραθέσουμε την ερμηνεία των πιο πάνω δύο ιατρικών όρων, καθώς και του όρου «μελάνωμα», όπως αυτή έχει δοθεί από το σύνολο της αδιαμφισβήτητης ιατρικής μαρτυρίας, και έχει συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Το μελάνωμα είναι μορφή καρκίνου του δέρματος. Χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα πιο επιθετικά είδη καρκινωμάτων και δεν υπάρχει προληπτική θεραπεία. Αφαιρείται χειρουργικά. Μετά τη χειρουργική επέμβαση απλώς αναμένεται πλέον να διαπιστωθεί εάν υπήρξαν ή όχι μεταστάσεις. Μεθίσταται μέσω των λεμφαδένων και του αίματος στα βασικά όργανα και οδηγεί, αναπόφευκτα, σε θάνατο. Ο ουσιαστικότερος παράγοντας για καλή ή κακή πρόγνωση, είναι το πάχος και το επίπεδο (thickness and level) του μελανώματος. Ακριβώς εδώ εντοπίζεται και η ουσία της ιστολογικής εξέτασης (βιοψίας). Επιβεβαιώνει μικροσκοπικά εάν το σώμα που αφαιρέθηκε είναι κακόηθες ή όχι αφενός και αφετέρου γίνονται μετρήσεις για να επιβεβαιωθεί ότι έχει γίνει ολική εκτομή, σε βάθος και πλάτος, της κακοήθειας. Κάθε ελιά δεν είναι και μελάνωμα, μπορεί όμως να εξελιχθεί σε μελάνωμα. Ο 'μελοχρωματικός σπίλος' είναι διαφορετική ονομασία της ελιάς. Ο 'φλεγμαίνων μελαχρωματικός σπίλος' είναι ελιά η οποία φέρει κάποιο ερεθισμό, στην οποία δηλαδή υπάρχει κάποια βλάβη. 'Φλεγμονή' μπορεί να προέλθει λόγω τριβής της ελιάς με τα ρούχα, εάν βρίσκεται σε σημείο του σώματος που υφίσταται τέτοια τριβή. Η 'φλεγμαίνουσα σμηγματογόνος κύστη' είναι κύστη που περιέχει σμήγμα και παρουσιάζει φλεγμονή. Δεν ταυτίζεται με τον μελοχρωματικό σπίλο. Αντιθέτως εύκολα μπορεί κάποιος γιατρός να ξεχωρίσει τα δυο σώματα.»
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος είχε ενεργήσει με αμέλεια γιατί παρέλειψε να διαγνώσει σωστά και να αποστείλει για βιοψία το σώμα που αφαίρεσε κατά την πρώτη εγχείριση και προχώρησε σε ελλιπή αφαίρεση του παραλείποντας να προβεί σε ευρύ καθαρισμό του συγκεκριμένου σημείου από το οποίο αφαιρέθηκε το ξένο σώμα.
Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε επί της μαρτυρίας που είχε δοθεί από χειρούργους (Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3) όσο και από Ακτινοθεραπευτές-Ογκολόγους (Μ.Ε.4 και Μ.Ε.9) και Ιστοπαθολόγο (Μ.Υ.1), οι οποίοι ήταν μάρτυρες με ειδικότητα που καλύπτει το συγκεκριμένο ζήτημα για το οποίο απαντούσαν. Ήταν, επίσης, μάρτυρες που η πολύχρονη πείρα που έχουν στον συγκεκριμένο τομέα επέτρεπε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να αισθάνεται απόλυτα ασφαλές για τα όσα κατέθεσαν, να δεχθεί τα σχετικά μέρη της μαρτυρίας τους και ανάλογα να είναι και τα ευρήματα του. Δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ. Ματσάκη (Μ.Ε.16) γιατί παραδέχθηκε ότι ούτε Ογκολόγος είναι, ούτε εργαστήριο για διενέργεια ιστολογικών εξετάσεων έχει, ούτε ιδιαίτερη εμπειρία έχει σχετικά με τα ποσοστά των σωμάτων που στέλλονται για ιστολογική εξέταση και την πρακτική που ακολουθείται. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ουσιαστικά για το τι θα ήταν ιδανικό να γίνεται.
Σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μαρτυρία την οποία έκαμε δεκτή προκύπτει «σαν κοινή ιατρική γνώμη αυτών των μαρτύρων ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις 'φλεγμαίνοντος μελαχρωματικού σπίλου' εξαρτάται από την κρίση του εκάστοτε χειρούργου εάν το σώμα που αφαιρέθηκε θα σταλεί ή όχι για βιοψία. Προκύπτει ακόμη ότι ο χειρούργος που αφαιρεί το σώμα εξετάζοντας το μακροσκοπικά είναι αυτός που αποφασίζει τελικά εάν υπάρχει ανάγκη ιστολογικής εξέτασης. Η συνήθης πρακτική είναι ότι αποστέλλεται για ιστολογική εξέταση πολύ μικρό ποσοστό των σωμάτων που αφαιρείται». Το σύνολο της μαρτυρίας - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - «των ιατρών που κατέχουν τα προσόντα και έχουν πείρα απόλυτα σχετική με το αντικείμενο «καταδεικνύει ότι η ορθή εκτομή με χειρουργική επέμβαση έχει πολύ καλές πιθανότητες θεραπείας του μελανώματος εάν και εφόσον γίνει έγκαιρα και δεδομένου ότι το μελάνωμα δεν έχει δώσει ήδη μεταστάσεις».
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία και από τον Ειδικό Ιστοπαθολόγο Δώρο Λυσιώτη (Μ.Ε.5) ο οποίος κλήθηκε από τους εφεσείοντες. Ο Μ.Ε.5 έκαμε ιστολογική εξέταση του δείγματος δέρματος που του είχε στείλει ο εφεσίβλητος και το οποίο - ο τελευταίος - είχε αφαιρέσει από την αποβιώσασα στις 27.2.1996 - κατά τη δεύτερη επέμβαση.
Σύμφωνα με το Μ.Ε.5 το δείγμα αφορούσε «αιμορραγικό όγκο ενός εκατοστού και ήταν διηθητικό πρωτοπαθές εξεγκωμένο κακόηθες μελάνωμα του δέρματος με δύο δερματικές μεταστάσεις κοντά στον πρωτοπαθή όγκο. Ο όγκος αυτός ήταν βάθους 2.7 μιλήμετρα κατά Breslow και τύπος 4 κατά Clark, δηλαδή έφτανε αρκετά βαθιά στο δέρμα. Τα άκρα του ήταν καθαρά». Ο Μ.Ε.5 κατέθεσε επίσης ότι τα ευρήματα του μοιάζουν με πρωτοπαθή όγκο, πράγμα το οποίο όμως είναι αδύνατο να πει με σιγουριά. Όπως είπε «θα περίμενα μια υποτροπή να έχει κάπως διαφορετική μορφή, αλλά δεν το αποκλείω». Πρόσθεσε ότι η συγκεκριμένη εκτομή, που είχε γίνει από τον εφεσίβλητο, ήταν μια «καλή εκτομή». Δίνοντας την ερμηνεία του όρου πρωτοπαθής όγκος ανέφερε ότι είναι όγκος που ανακαλύπτεται για πρώτη φορά σε κάποιο άνθρωπο.
Παρόλο ότι ο Μ.Ε.5 είχε κληθεί από τους εφεσείοντες ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου τους - κ. Κούτρα - ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.5, στην έκταση που αυτή αναφέρεται στις εξετάσεις που έκαμε σε σώμα που του αποστάληκε από τον εφεσίβλητο, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Τη θέση αυτή προέβαλε για πρώτη φορά κατά την αγόρευση του, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στηριζόμενος βασικά στο ότι εφόσον ο εφεσίβλητος αφαίρεσε το σώμα από την ασθενή στις 27.2.1996 δεν υπήρχε ο χρόνος μέχρι τις 28.2.1996 που αναφέρεται στο Τεκμήριο 10, στην έκθεση του πιο πάνω μάρτυρα, να γίνει η αναγκαία ιστολογική εξέταση στην οποία αναφέρθηκε ο μάρτυρας. Υπέβαλε, επίσης, ότι στον Μ.Ε.5 στάληκε από τον εφεσίβλητο σώμα που αφαιρέθηκε από άλλο πρόσωπο και όχι από την αποβιώσασα. Ήταν ακόμη η θέση του κ. Κούτρα ότι το ίδιο το Τεκμήριο 10 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, γιατί αυτό κατατέθηκε για σκοπούς αντεξέτασης και μόνο του Μ.Ε.17.
Η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της πιο πάνω εισήγησης έχει προσβληθεί με συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Την παραθέτουμε:
«Αρχίζοντας από το Τεκμήριο 10 αναφέρω ότι με βάση αυτό το τεκμήριο, το οποίο πράγματι κατατέθηκε αρχικά για σκοπούς αντεξέτασης, και οι δύο πλευρές υπέβαλαν σειρά ερωτήσεων σε αριθμό μαρτύρων. Το περιεχόμενο του λοιπόν βρίσκεται σαν μαρτυρία στο Δικαστήριο. Έστω όμως και αν τελικά πετύχαινε σε αυτό το μέρος η εισήγηση του κ. Κούτρα το όλο ζήτημα δεν θα διαφοροποιείτο. Αυτό διότι τα όσα αναφέρονται στο τεκμήριο αυτό είναι ουσιαστικά και η μαρτυρία η οποία δόθηκε προφορικά στο Δικαστήριο από τον Μ.Ε.5. Η προσπάθεια των εναγόντων να αποκλειστεί αυτή η μαρτυρία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Θα τολμούσα να πω ότι στερείται οποιασδήποτε βάσης. Οι ίδιοι οι ενάγοντες κάλεσαν τον συγκεκριμένο μάρτυρα και σε κανένα σημείο δεν αμφισβήτησαν τη μαρτυρία του. Αντιθέτως η κυρίως εξέταση και σειρά άλλων ερωτήσεων που υπεβλήθησαν σε διάφορους μάρτυρες από τον κ. Κούτρα ευθυγραμμίστηκαν στη βάση των αποτελεσμάτων της βιοψίας που έκαμε αυτός ο μάρτυρας. Η αόριστη και μετέωρη αναφορά του κ. Κούτρα στις ημερομηνίες δεν θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στην απόρριψη αυτής της μαρτυρίας. Η χρονική διαφορά μιας ή δυο ημερών για γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν 5 περίπου χρόνια, χωρίς περαιτέρω εξέταση και διερεύνηση με σχετικές ερωτήσεις του ζητήματος αυτού, δεν είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε καμιά περίπτωση σε συμπέρασμα ότι η βιοψία αφορούσε δείγμα δέρματος που λήφθηκε από άλλο πρόσωπο. Το τι απομένει είναι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής. Τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης όπως τα εξέθεσε αυτός ο μάρτυρας παρέμειναν αναντίλεκτα. Η επιστημονική ερμηνεία τους δόθηκε από τους υπόλοιπους ειδικούς μάρτυρες.»
Τα πιο πάνω αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης - του Μ.Ε.5 - ερμηνεύθηκαν και από τους μάρτυρες υπεράσπισης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία τους. Σημειώνεται ότι η επιστημονική μαρτυρία που έδωσαν με βάση τα ευρήματα του Μ.Ε.5 «παρέμεινε χωρίς αντίκρουση».
Με βάση την πιο πάνω κοινή προσέγγιση των μαρτύρων υπεράσπισης και του Μ.Ε.5 το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
«Ότι το συγκεκριμένο μελάνωμα ήτα πρωτοπαθές, δηλαδή παρουσιάζετο για πρώτη φορά. Έχει λοιπόν επιστημονικά τεκμηριωθεί ότι δεν ήταν υποτροπή του σώματος που αφαιρέθηκε την πρώτη φορά. Κατ' ακολουθία το σώμα που αφαιρέθηκε την πρώτη φορά δεν ήταν μελάνωμα ή στην χειρότερη περίπτωση (όπως την ανέλυσε ο Μ.Υ.2, η μαρτυρία του οποίου και στο συγκεκριμένο σημείο έμεινε χωρίς αντίκρουση και για τους λόγους που έχω ήδη αναφέρει τη δέχομαι), έστω δηλαδή και αν ήταν μελάνωμα, είχε αφαιρεθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, ήτοι με σωστή υπό τις συνθήκες εκτομή και έτσι δεν ήταν αποτέλεσμα υποτροπής του το μελάνωμα που αφαιρέθηκε τη δεύτερη φορά, τον Φεβρουάριο δηλαδή του 1996.
Με βάση τα πιο πάνω καταδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε στα πλαίσια του καθήκοντος και της επιμέλειας που αναμένετο από γιατρό της ειδικότητας του τόσο κατά τη διάγνωση όσο και κατά την αφαίρεση του σώματος.
Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση του κ. Κούτρα ο οποίος είχε επικαλεσθεί την αρχή του res ipsa loquitur και είχε εισηγηθεί ότι, υπό τις συνθήκες, το βάρος απόδειξης είχε μετατεθεί στους ώμους του εφεσίβλητου. Αφού αναφέρθηκε στις σχετικές αρχές, με αναφορά στη σχετική νομολογία (βλ. Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230, Savvides v. Mesaritis (1985) 1 C.L.R. 261, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614* , Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 και Παυλή κ.ά. ν. Αβραάμ (2000) 1 Α.Α.Δ. 220) το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Στην προκειμένη περίπτωση δεν παρέχεται πεδίο εφαρμογής του κανόνα res ipsa loquitur στα γεγονότα της υπόθεσης. Ούτε υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μετακίνηση του βάρους της απόδειξης. Τα γεγονότα δεν κατέδειξαν ότι ο εναγόμενος είναι εκ πρώτης όψεως ένοχος αμέλειας ούτως ώστε να μεταφερθεί βάρος απόδειξης στους ώμους του το οποίο όφειλε να αποσείσει. Οι αρχές για να τύχει εφαρμογής ο κανόνας res ipsa loquitur, όπως τις έχω καταθέσει πιο πάνω, δεν έχουν εκπληρωθεί.»
Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή γιατί «οι ενάγοντες έχουν αποτύχει να αποδείξουν τόσο την αμέλεια όσο και τη συσχέτιση πιθανής αμέλειας και της ζημιάς η οποία προκλήθηκε».
Οι λόγοι της απόρριψης της αγωγής επικεντρώνονται στα εξής σημεία:
1. Δεν έχει αποδειχθεί ότι η αποβιώσασα ήταν υγιής πριν από την πρώτη επέμβαση. Αυτό με δεδομένη τη φύση της ασθένειας ήταν αδύνατο να αποδειχθεί.
2. Το σύνολο της ιατρικής μαρτυρίας κατέδειξε ότι είναι άγνωστο και αδύνατο να απαντηθεί ιατρικά εάν εντός του αίματος της ασθενούς είχαν ήδη μεταστεί καρκινογόνα κύτταρα πριν από την πρώτη επέμβαση.
3. Παραμένει άγνωστο εάν ήταν υγιής η αποβιώσασα όταν για πρώτη φορά επισκέπτετο τον εφεσίβλητο. Αν δηλαδή ήταν έγκαιρη η επίσκεψη της, ούτως ώστε με τη χειρουργική αφαίρεση του μελανώματος να εξαφανίζετο και ο κίνδυνος μεταστάσεων.
4. Οι εφεσείοντες πέραν της υποχρέωσης που είχαν να αποδείξουν ιατρική αμέλεια όφειλαν να είχαν αποδείξει ότι η ισχυριζόμενη αμέλεια του γιατρού είχε σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του θανάτου της ασθενούς. Την αιτιώδη δηλαδή συνάφεια μεταξύ αμέλειας και βλάβης. Μεταξύ του συμβάντος και της ζημιάς η οποία προκαλείται. Απέτυχαν να το αποδείξουν.
5. Έστω και αν στην προκειμένη περίπτωση γινόταν λανθασμένη εκτομή και πάλι αυτό δεν θα διαφοροποιούσε το όλο ζήτημα. Είναι αναντίλεκτο, ότι στα μελανώματα η πρόγνωση δεν εξαρτάται από την εκτομή αλλά από το πάχος και το επίπεδο του μελανώματος. Προληπτική θεραπεία δεν υπάρχει. Επομένως τυχόν αμέλεια ως προς τη διενέργεια σωστής εκτομής θα ήταν χωρίς σημασία, εάν και εφόσον υπήρχαν ήδη καρκινογόνα κύτταρα στο αίμα. Σε αυτή την περίπτωση η πιο πάνω αμέλεια δεν θα προκαλούσε το θάνατο της ασθενούς δηλαδή τη βλάβη, ο οποίος θα επέρχετο εν πάση περιπτώσει. Δεν θα υπήρχε πλέον περιθώριο θεραπείας (Jackson & Powell, Professional Negligence, 2nd edition, σελ. 348, παρ. 6.109).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Οι ενάγοντες στήριξαν ουσιαστικά την υπόθεση τους σε μια σειρά από υποθέσεις, χωρίς στήριξη τους σε γεγονότα που αποδείχθηκαν με μαρτυρία. Καλείται το Δικαστήριο να υποθέσει ότι η αποβιώσασα ήταν υγιής πριν επισκεφθεί τον εναγόμενο για πρώτη φορά, ότι έφερε μελάνωμα, ότι ο εναγόμενος δεν το αφαίρεσε σωστά, ότι παρέμειναν υπολείμματα, ότι λόγω αυτών των υπολειμμάτων ακολούθησε μετάσταση και ότι σαν αποτέλεσμα της μετάστασης επήλθε τελικά ο θάνατος. Απέτυχαν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για τους λόγους που έχω ήδη εκθέσει.»
Η έφεση.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δεχθεί την εισήγηση τους ότι το «βάρος απόδειξης μετετέθη εις τους ώμους του εφεσίβλητου αν και είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως αμέλεια εναντίον του».
Ο κ. Κούτρας έδωσε έμφαση στην απουσία του εφεσίβλητου από το εδώλιο του μάρτυρος. Τόνισε ότι ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να δώσει εξηγήσεις όσον αφορά:
(α) την αντίφαση «της έκθεσης υπεράσπισης ως προς τα Τεκ. 6 και 7».
(β) την κρίση και διάγνωση εάν έπρεπε να σταλεί το δείγμα δια βιοψία ή όχι.
(γ) την ταυτότητα του προσώπου από το οποίο ελήφθη το αποσταλέν προς βιοψία δείγμα.
Με άλλο - συναφή - λόγο της έφεσης προσβλήθηκε το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι η αποβιώσασα ήτο απόλυτα υγιής». Ο κ. Κούτρας υπέβαλε ότι αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίφαση με την μαρτυρία την οποία το ίδιο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εδέχθη ότι η έγκαιρη διάγνωση καρκίνου δεν μπορεί να γίνει και είναι αδύνατος διότι δεν είναι δυνατόν να ευρεθούν καρκινογόνα κύτταρα εις το αίμα. Η κρίση και η διάγνωση του εφεσίβλητου - συνέχισε ο κ. Κούτρας - εάν έπρεπε να σταλεί το δείγμα δια βιοψία απεδείχθη ότι ήτο λανθασμένη, καθ' ότι ο εφεσίβλητος εθεώρησε την αποβιώσασα, αμέσως μετά την εγχείριση, απόλυτα υγιή και είναι δι' αυτό που δεν έστειλε δείγμα διά βιοψία. Επομένως - κατέληξε - το βάρος της «απόδειξης εάν η αποβιώσασα ήτο υγιής ή όχι πριν την εγχείριση, μετετέθη στους ώμους του εφεσίβλητου ο οποίος έπρεπε να έλθει στο δικαστήριο και να αποδείξει γιατί αφού την βρήκε υγιή στην πρώτη εγχείρηση και δεν έστειλε το αφαιρεθέν σώμα, δια βιοψία, το δικαστήριο κάμνει εύρημα, στη σελ. 12 και λέγει ότι το συγκεκριμένο μελάνωμα ήταν πρωτοπαθές και από αυτό έγινε η μετάσταση του καρκίνου και απεβίωσε η Σταματίνα Πέτρου».
Οι πιο πάνω δύο λόγοι της έφεσης φέρνουν στο προσκήνιο την αρχή ή κανόνα του res ipsa loquitur. Το πεδίο εφαρμογής της σχετικής αρχής έχει τεθεί στις υποθέσεις στις οποίες έχει αναφερθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 8, πιο πάνω).
Η έννοια της σχετικής αρχής έχει επεξηγηθεί στην Lloyde v. West Midland Gas Board [1971] 2 All E.R. 1240, 1246:
"It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) It is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident; but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff's safety."
Σε μετάφραση:
«Σημαίνει ότι ο ενάγων αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως αμέλεια όπου: (ι) Δεν είναι δυνατό για τον ίδιο να αποδείξει επακριβώς ποιά ήταν η σχετική πράξη ή παράλειψη η οποία έθεσε σε κίνηση τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο ατύχημα. πλην όμως (ιι) με βάση τη μαρτυρία όπως υφίσταται κατά το σχετικό χρόνο είναι πιο πιθανό παρά μη πιθανό ότι η αποφασιστική αιτία του ατυχήματος ήταν κάποια πράξη ή παράλειψη του εναγομένου ή κάποιου για τον οποίο ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος, η οποία πράξη ή παράλειψη συνιστά παράλειψη να λάβει την κατάλληλη φροντίδα για την ασφάλεια του ενάγοντα.»
Η απόφαση στη Lloyde (πιο πάνω) έχει υιοθετηθεί στις υποθέσεις Morides, Savvides και Αθανασίου (πιο πάνω).
Στην Αθανασίου κ.ά. (πιο πάνω) (απόφαση Πική, Π.) έγινε εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία. Ειδικά και σε σχέση με το θέμα που μας ενδιαφέρει λέχθηκαν τα εξής στις σελ. 629, 630:
«Πότε δικαιολογείται η επίκληση του res ipsa loquitur και οι παραμέτροι της εφαρμογής του, ιδιαίτερα στον τομέα της ιατρικής αμέλειας, διαγράφεται σε αριθμό Αγγλικών αποφάσεων, σε πολλές από τις οποίες έγινε αναφορά. Κατ' αρχή πρέπει να τονιστεί ότι επίκληση του res ipsa loquitur είναι παραδεχτή μόνο εκεί όπου το γεγονός ή γεγονότα τα οποία προκάλεσαν τη ζημιά τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγομένου.
Όπου τα γεγονότα τα οποία επέφεραν τη βλάβη (ζημιά) είναι γνωστά, η εξωτερική τους υφή δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο υποθέσεων και συμπερασμάτων, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392. Η λύση συναρτάται με την απόδειξη των γεγονότων, τα οποία προβάλλει ο ενάγων, και τις κατά νόμο συνέπειες τους, δηλαδή, κατά πόσο στοιχειοθετούν αμέλεια.
Προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημίας η οποία προκαλείται (Βλ. Fish v. Kapur and Another [1948] 2 All E.R. 176).
Οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953, άπτονται άμεσα του θέματος το οποίο εξετάζουμε. Υποδεικνύεται, ότι το res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο ενάγων επιχειρεί με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει την ιατρική αμέλεια.»
Έχουμε εξετάσει την επίδικη προσέγγιση (έχει παρατεθεί στη σελ. 8, πιο πάνω). Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει ορθά τόσο το θέμα της μετάθεσης του βάρους απόδειξης όσο και το θέμα της εφαρμογής της αρχής ή του κανόνα του res ipsa loquitur. Δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως αμέλεια γιατί η μαρτυρία δεν είχε ικανοποιήσει τις παραμέτρους που έθεσε η απόφαση στην Lloyde (πιο πάνω). Ορθά λοιπόν κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πεδίο εφαρμογής της σχετικής αρχής ή πεδίο μετάθεσης του βάρους απόδειξης.
Περαιτέρω: Όπως έχουμε ήδη υποδείξει το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 9, πιο πάνω) έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι η ισχυριζόμενη αμέλεια του γιατρού είχε «σαν αποτέλεσμα την πρόκληση του θανάτου της ασθενούς, την αιτιώδη δηλαδή συνάφεια μεταξύ αμέλειας και βλάβης». Αυτή η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία αποτέλεσε και ένα από τους λόγους απόρριψης της αγωγής δεν έχει εφεσιβληθεί. Τούτου δοθέντος οι πιο πάνω δύο λόγοι της έφεσης καθίστανται μετέωροι και έκθετοι σε απόρριψη. Αυτό γιατί προϋπόθεση για την εφαρμογή του res ipsa loquitur αποτελεί η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημιάς η οποία προκαλείται. Η μη αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης που σχετίζεται με την αιτιώδη συνάφεια την καθιστά άθικτη και άτρωτη.
Με άλλο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Ε.5 Δώρου Λυσιώτη. Ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.5 όσον αφορά την ταυτότητα του προσώπου «από το οποίο ελήφθη το δείγμα είναι εξ ακοής μαρτυρία που ελήφθη από τον εφεσίβλητο». Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συμπλήρωσε - «όφειλε ως εξ ακοής μαρτυρία να την απορρίψει από όπου και να προερχόταν». Αντίθετα - κατέληξε - «το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως και οι μάρτυρες υπερασπίσεως βασίσθηκαν πάνω σ΄ αυτή την μαρτυρία η οποία έπρεπε να αποκλεισθεί».
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν επίσης την ορθότητα των λόγων για τους οποίους έγινε δεκτή η μαρτυρία του Μ.Ε.5 (βλ. σελ. 7, πιο πάνω). Ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την λήψη του δείγματος και της βιοψίας είναι μετέωρη και αόριστη και ότι η χρονική διαφορά μιας ή δύο ημερών για γεγονότα που έλαβαν χώραν προ πέντε περίπου χρόνων, δεν μπορεί να ευσταθήσει, διότι οι ημερομηνίες αυτές αναφέρονται στην έκθεση υπεράσπισης και στο Τεκ. 10. Επομένως - κατέληξε - είναι γραπτή μαρτυρία και αποτελούν παραδοχή εκ μέρους του εφεσίβλητου και του μάρτυρος 5.
Δεν θα εξετάσουμε το κατά πόσο η μαρτυρία του Μ.Ε.5 Δώρου Λυσιώτη ήταν εξ ακοής υπό την έννοια ότι το πραγματικό υπόβαθρο της μαρτυρίας του δεν είχε αποδειχθεί. Ο λόγος που δεν παρίσταται ανάγκη μιας τέτοιας εξέτασης είναι ο εξής:
Το βάρος απόδειξης ιατρικής αμέλειας το φέρουν οι εφεσείοντες και σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έχουν αποσείσει. Στην παρούσα υπόθεση αποδοχή της εισήγησης των εφεσειόντων για μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.5 Δώρου Λυσιώτη δεν θα βελτιώσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση τους. Ούτε είναι δυνατό να μεταβάλει την εμβέλεια και δραστικότητα των λόγων για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έπεται πως η κρίση επί των συγκεκριμένων λόγων της έφεσης θα αποβεί αλυσιτελής.
Με τους άλλους δύο λόγους της έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα ορισμένων διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον πρώτο από αυτούς προσβλήθηκε η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω) που σχετίζεται με τη διάσταση μεταξύ του Τεκ. 6 και της έκθεσης υπεράσπισης του εφεσίβλητου. Ο κ. Κούτρας υποστήριξε ότι η σχετική διαπίστωση είναι λανθασμένη και αυθαίρετη γιατί το Τεκ. 6 είναι βεβαίωση η οποία είχε δοθεί από τον εφεσίβλητο στην αποβιώσασα σε ανύποπτο χρόνο «όπου ο ίδιος πιστοποίησε ότι αφαίρεσε μελαχρωματικό σπίλο» ενώ σύμφωνα με την έκθεση υπεράσπισης ο εφεσίβλητος «διέγνωσε αμέσως ότι επρόκειτο περί φλεγμαίνουσας σμηγματογόνου κύστεως».
Με το δεύτερο λόγο οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την μαρτυρία των μαρτύρων Μ.Ε.4, Μ.Ε.9 και Μ.Ε.5, με συνέπεια να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξαρτάται από την κρίση του εκάστοτε χειρούργου εάν το σώμα που αφαιρέθηκε πρέπει να σταλεί ή όχι για βιοψία προσθέτοντας ότι η μαρτυρία που ευθυγραμμίζεται με αυτή την πρακτική είναι και των μαρτύρων Μ.Ε.4 και Μ.Ε.9, ενώ αντίθετα οι τελευταίοι μάρτυρες ανέφεραν διαφορετικές απόψεις.
Ο κ. Κούτρας υπέβαλε ότι ο εφεσίβλητος δεν έδωσε μαρτυρία για να αποφασίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έπρεπε να σταλεί το σώμα που είχε αφαιρεθεί την πρώτη φορά για βιοψία και γιατί αποφάσισε να μη σταλεί. Οι μάρτυρες των εφεσειόντων 4 και 9 - συνέχισε -«δεν ευθυγραμμίζονται - ως λέγει το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με τους Μ.Υ. 2 και 3, αντίθετα ευθυγραμμίζονται με τον Μ.Ε.16 Μ. Ματσάκη».
Οι δύο πιο πάνω δύο λόγοι της έφεσης έχουν σαν κύριο άξονα τους την παράλειψη του εφεσίβλητου να δώσει μαρτυρία. Η αποτυχία των λόγων της έφεσης που σχετίζονται με τη μετάθεση του βάρους απόδειξης και την αρχή ή κανόνα του res ipsa loquitur σφραγίζει και την μοίρα των δύο αυτών λόγων της έφεσης. Εναπόκειτο στους εφεσείοντες να αποδείξουν την υπόθεση τους. Όπως ορθά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το έχουν πετύχει. Η απουσία του εφεσίβλητου από το εδώλιο του μάρτυρα δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την αδυναμία απόσεισης του βάρους απόδειξης το οποίο έφεραν οι εφεσείοντες. Ακολουθεί πως οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.
Τέλος οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο «εις την απόφαση του κάνει δύο διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα ευρήματα για την ίδια εγχείρηση δηλαδή ως προς τί είναι αυτό που αφαίρεσε ο εφεσίβλητος την πρώτη φορά από την αποβιώσασα».
Ενώ - υπέβαλε ο κ. Κούτρας - στη σελ. 8 της απόφασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εύρημα και λέγει «δέχομαι ότι το σώμα που αφαίρεσε την πρώτη φορά ο εναγόμενος είναι αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει στη βεβαίωση του Τεκ. 6 δηλαδή φλεγμαίνων μελαχρωματικός σπίλος και όχι φλεγμαίνουσα σμηγματογόνος κύστη που αναφέρεται στην έκθεση υπεράσπισης», στη σελ. 22 της απόφασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εύρημα και αναφέρει: «Κατ΄ ακολουθία το σώμα που αφαιρέθηκε την πρώτη φορά δεν ήταν μελάνωμα ή στην χειρότερη περίπτωση (όπως την ανέλυσε ο Μ.Υ.2) έστω δηλαδή και αν ήταν μελάνωμα, είχε αφαιρεθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ήτοι με σωστή υπό τις συνθήκες εκτομή και έτσι δεν ήταν αποτέλεσμα υποτροπής του το μελάνωμα που αφαιρέθηκε τη δεύτερη φορά, τον Φεβρουάριο δηλαδή του 1996».
Πράγματι υπάρχει κάποιας μικρής μορφής διάσταση μεταξύ των δύο διαπιστώσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ωστόσο αυτή η διάσταση δεν είναι ουσιώδους μορφής και δεν επηρεάζει την ορθότητα των βασικών διαπιστώσεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι ότι δεν απεδείχθη η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αμέλειας και βλάβης και ότι η αποβιώσασα ήταν υγιής πριν από την πρώτη επέμβαση. Για το λόγο αυτό ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Σε σχέση με τα έξοδα το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι κατά κανόνα αυτά ακολουθούν το απότελεσμα της δίκης και εφόσον δεν εντόπισε οποιοδήποτε λόγο παράκαμψης του σχετικού κανόνα, επεδίκασε τα έξοδα «υπέρ του εναγομένου». Πρόσθεσε ότι η δεδομένη συμπάθεια του Δικαστηρίου στους συγγενείς της αποβιώσασας «δεν είναι παράγοντας που θα επέτρεπε εκτροπή από τη βασική αρχή επιδίκασης εξόδων».
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε «ότι οι ενάγοντες ως οι διαχειριστές της περιουσίας της αποβιώσασας έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα της διαδικασίας».
Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης ότι η επιδίκαση των εξόδων εναντίον των εφεσειόντων έγινε υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστών της περιουσίας της αποβιώσασας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.