ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1370
8 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10911)
1. MAGELIRE INTERNATIONAL SA,
2. MEDITERRANEAN SHIPPING COMPANY SA,
3. DECKERS & WIRTZ BVBA,
Εφεσείοντες,
v.
FREETRADE (SAL),
Εφεσιβλήτων.
____________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10921)
HASSENATIE N.V.,
Εφεσείοντες,
v.
FREETRADE (SAL),
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10911, 10921)
Ναυτοδικείο — Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης — Φορτωτική —Περιορισμός ευθύνης μεταφορέα — Διάκριση μεταξύ φορτωτικής και διαφορτωτικής (through bill of lading) — Διάκριση μεταξύ διαφορτωτικής και φορτωτικής συνήθους τύπου, που δεν καλύπτει όμως ολόκληρη τη μεταφορά αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας ενεργώντας ως αντιπρόσωπος αναλαμβάνει να προωθήσει τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό.
Ναυτοδικείο — Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου — Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης — Ο αγγλικός νόμος The Administration of Justice Act, 1956, Άρθρο 1(1)(h) — Η αποκλειστική δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου υπάρχει οπουδήποτε υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της απαίτησης και της συμφωνίας για τη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο — Εμπορεύματα εκφορτώθηκαν σε λιμάνι κατά παράβαση της σύμβασης μεταφοράς διά θαλάσσης και απωλέσθηκαν ενώ βρίσκονταν στην κατοχή φορτοεκφορτωτών, μέχρι την προώθησή τους διά ξηράς στον τελικό τους προορισμό — Κατά πόσο, κάτω από τις περιστάσεις, το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την τυχόν αμέλεια των φορτοεκφορτωτών ως Ναυτοδικείο.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες φόρτωσαν στο πλοίο των εναγομένων 1, δύο εμπορευματοκιβώτια με τσιγάρα για μεταφορά τους από το λιμάνι Λεμεσού στο λιμάνι Ρόττερνταμ. Τα εμπορευματοκιβώτια μεταφέρθηκαν στην Αμβέρσα, στο Βέλγιο, όπου εκφορτώθηκαν και τέθηκαν στη φύλαξη των εναγομένων 4, με σκοπό τη μεταφορά τους οδικώς στο Ρόττερνταμ. Οι εναγόμενοι 2, ήταν οι διαχειριστές του πλοίου, οι οποίοι εξέδωσαν σχετικά δύο φορτωτικές. Οι εναγόμενοι 3 ήταν οι αντιπρόσωποι των εναγομένων 1 και 2.
Ενώ τα εμπορευματοκιβώτια βρίσκονταν στην κατοχή των εναγομένων 4, εξ αμελείας τους παραδόθηκαν σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή για αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης μεταφοράς εμπορευμάτων διά θαλάσσης και αμέλεια. Οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι με βάση τη σύμβαση μεταφοράς είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν και άλλα μέσα μεταφοράς. Άσκησαν το δικαίωμα αυτό μεταφέροντας εμπορεύματα διά θαλάσσης μέχρι την Αμβέρσα, με σκοπό να τα μεταφέρουν οδικώς στον τελικό τους προορισμό, στο Ρόττερνταμ. Υποστηρίζουν ότι δεν φέρουν ευθύνη, αφ' ενός γιατί κατά το χρόνο απώλειας των εμπορευμάτων δεν είχαν κατοχή τους και αφ' ετέρου γιατί απαλλάσονται της ευθύνης βάσει των όρων 3 και 17 των φορτωτικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο όρος 3 της φορτωτικής απαλλάσσει ευθύνης τους μεταφορείς για το μέρος της μεταφοράς μεταξύ του λιμανιού εκφόρτωσης και του τελικού προορισμού, αλλά στην παρούσα περίπτωση αφού ως λιμάνι εκφόρτωσης στις φορτωτικές είχε καθορισθεί το Ρόττερνταμ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 δεν απαλλάσσονται της ευθύνης με βάση τον όρο 3 της φορτωτικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1-4 για ποσό 487.297 Δολλαρίων Η.Π.Α. πλέον τόκους 9% από 23.4.1996.
Οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 άσκησαν την Πολιτική Έφεση 10911 και οι εναγόμενοι 4 την Πολιτική Έφεση 10921 εναντίον της πρωτόδικης απόφασης.
Η Πολιτική Έφεση 10911, στο βαθμό που στρεφόταν εναντίον του μέρους της απόφασης που αφορούσε τους εναγόμενους 3, κρίθηκε ως επιτυχής και η πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτούς παραμερίστηκε, επειδή έγινε παραδεκτό από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ότι δεν μπορούσε να τους αποδοθεί ευθύνη.
Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι:
1) Η επίδικη φορτωτική είναι αυτή που στα αγγλικά καλείται "through bill of lading". Στα ελληνικά απέδωσαν τον όρο ως "διαφορτωτική".
2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην ουσία όταν αποφάσισε ότι με την ενώπιόν του μαρτυρία οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους εναντίον των εναγομένων 1. Επανέλαβαν δε τον ισχυρισμό τους ότι από τη στιγμή που τα εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν στην Αμβέρσα και τέθηκαν στην κατοχή των εναγομένων 4, η συμβατική ευθύνη των εναγομένων 1 είχε λήξει.
3) Οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι 2 ήταν είτε τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονταν το πλοίο, είτε οι ναυλωτές του, είτε ότι ήταν οι μεταφορείς του φορτίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε κατ' αρχάς ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ετύγχανε εφαρμογής ο όρος 3 της φορτωτικής, δεν έχει προσβληθεί με την έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα περίπτωση η επίδικη φορτωτική δεν είναι διαφορτωτική και συνεπώς δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του όρου 3. Ο όρος 3 αναφέρεται σαφώς σε "διαφορτωτική". Επίσης ο όρος 3 αναφέρεται σε συμπλήρωση των κουτιών 5 και/ή 9. Αν υπήρχε πρόθεση μεταφοράς των εμπορευμάτων στο λιμάνι της Αμβέρσας και ακολούθως διά ξηράς στο Ρόττερνταμ θα έπρεπε στη σχετική συμφωνία να αναγράφεται ως λιμάνι εκφόρτωσης η Αμβέρσα και να συμπληρωθεί το κουτί 9 με το Ρόττερνταμ ως τελικό προορισμό. Περαιτέρω, θα έπρεπε να καθορίζεται και το όνομα του μεταφορέα ή να γίνεται αναφορά στο μέσο με το οποίο θα μεταφέρονταν τα εμπορευματοκιβώτια από την Αμβέρσα στο Ρόττερνταμ.
Η διαφορτωτική διαφοροποιείται ακόμα και από τη φορτωτική συνήθους τύπου που δεν καλύπτει όμως ολόκληρη τη μεταφορά, αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας ενεργώντας ως αντιπρόσωπος αναλαμβάνει να προωθήσει τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό.
2. Το μέρος του όρου 3 με το οποίο ρητά περιορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα μόνο μεταξύ του λιμανιού φόρτωσης και του λιμανιού εκφόρτωσης, δυνάμει της φορτωτικής και μόνο ενώ τα εμπορεύματα παραμένουν στην πραγματική κατοχή και έλεγχό του, συνδέεται άμεσα με όσα προηγούνται και τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση που τα κουτιά 5 και/ή 9 είναι συμπληρωμένα, γιατί ακριβώς σε μια τέτοια περίπτωση έχουμε "διαφορτωτική" και η ευθύνη του μεταφορέα συμβατικά περιορίζεται μεταξύ των λιμανιών φόρτωσης και εκφόρτωσης, στο μέρος δηλαδή της μεταφοράς στο οποίο είχε και άμεση ανάμειξη.
3. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα με βάση τη σύμβαση να εκφορτώσουν τα εμπορεύματα στην Αμβέρσα. Η εκφόρτωση έγινε κατά παράβαση της συμφωνίας και συνεπώς δεν μπορούν να απαλλαγούν της ευθύνης.
4. Η αναφορά του όρου 17 στην ευθύνη του μεταφορέα και των αντιπροσώπων του κατά την περίοδο πριν από τη φόρτωση στο λιμάνι φόρτωσης και μετά στο λιμάνι εκφόρτωσης, σαφώς ανάγεται στην εκφόρτωση στο συμφωνηθέν λιμάνι εκφόρτωσης. Αν τα εμπορεύματα εκφορτωθούν οπουδήποτε αλλού πριν από το λιμάνι εκφόρτωσης, έχουμε πιθανόν παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης και ο μεταφορέας δεν έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί τον όρο αυτό για να απαλλαγεί της ευθύνης του.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες δεν ευσταθούν. Η Πολιτική Έφεση 10911, πλην του μέρους που αναφέρεται στους εναγομένους 3, θα πρέπει να απορριφθεί.
Η Πολιτική Έφεση 10921 πρέπει να επιτραπεί λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης δικαιοδοσίας από το Ναυτοδικείο να εκδικάσει την υπόθεση. Η αξίωση των εφεσιβλήτων-εναγόντων εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 4 δεν αποτελεί μέρος της σύμβασης μεταφοράς διά θαλάσσης. Η αμέλεια δεν έχει άμεση σχέση με τη φύση της συμφωνίας μεταφοράς διά θαλάσσης, αλλά έγινε απλώς εξ αφομής της και λόγω της αθέτησης της σύμβασης. Η σύμβαση δεν ήταν σύμβαση διαφορτωτικής. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 4 δεν είχαν συμβατική σχέση με τους ενάγοντες. Δυνατόν να έχουν ευθύνη δυνάμει των διατάξεων περί Αστικών Αδικημάτων. Όμως, κάτω από τις περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την τυχόν αμέλειά τους ως Ναυτοδικείο.
Η Π.Ε. 10921 επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων. Η Π.Ε. 10911 καθ' ο μέρος αναφέρεται στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1 και 2 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον τους.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Joannou & Paraskevaides Ltd Î.¿. Ó. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd Î.¿. (1997) 1 ∞.∞.¢. 451,
Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1(∂) ∞.∞.¢. 729,
Joannou & Paraskevaides Ltd v. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd a.o. (1986) 1 C.L.R. 348,
The Tesaba [1982] 1 Lloyd's Rep 397.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 8/9/00 (Αρ. Αγωγής 15/97) με την οποία, σε αγωγή των εναγόντων για αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης μεταφοράς εμπορευμάτων διά θαλάσσης και αμέλεια, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι είχαν αποδείξει την υπόθεσή τους εναντίον των εναγομένων 1-4 και εξέδωσε απόφαση για ποσό 487.297 Δολαρίων Η.Π.Α. πλέον τόκους 9% από 23.4.1996.
Ν. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 10911.
Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 10911 και στην Π.Ε. 10921.
Ξ. Ξενόπουλος, για τους Εφεσείοντες στην Π.Ε. 10921.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες φόρτωσαν στο πλοίο των εναγομένων 1, δύο εμπορευματοκιβώτια με τσιγάρα. Οι εναγόμενοι 2, οι οποίοι είναι οι διαχειριστές του πλοίου, εξέδωσαν σχετικά δύο φορτωτικές. Τα εμπορευματοκιβώτια μεταφέρθηκαν στην Αμβέρσα, στο Βέλγιο, όπου εκφορτώθηκαν και τέθηκαν στη φύλαξη των εναγομένων 4, με σκοπό τη μεταφορά τους οδικώς στο Ρόττερνταμ.
Ενώ τα εμπορευματοκιβώτια βρίσκονταν στην κατοχή των εναγομένων 4, εξ αμελείας τους, όπως δέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, παραδόθηκαν σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, με αποτέλεσμα την απώλεια των εμπορευμάτων. Σε αγωγή των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης μεταφοράς εμπορευμάτων διά θαλάσσης και αμέλεια, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι είχαν αποδείξει την υπόθεσή τους εναντίον των εναγομένων 1-4 και εξέδωσε απόφαση για ποσό 487.297 Δολλαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκους 9% από 23.4.1996.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης άσκησαν έφεση τόσο οι εναγόμενοι 1, 2 και 3, (Π.Ε.10911), όσο και οι εναγόμενοι 4 (Π.Ε.10921). Για σκοπούς ευκολότερης αναφοράς θα εξακολουθήσουμε να καλούμε τους εφεσείοντες 1, 2 και 3 στην Π.Ε.10911 ως εναγομένους 1, 2 και 3 αντίστοιχα και τους εφεσείοντες στην Π.Ε.10921 ως εναγομένους 4.
Σε κάποιο στάδιο της ενώπιόν μας διαδικασίας, έγινε παραδεκτό από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στους εναγομένους 3, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι των εναγομένων 1 και 2 και έτσι η Π.Ε.10911, στο βαθμό που στρεφόταν εναντίον του μέρους της απόφασης που τους αφορούσε κρίθηκε ως επιτυχής και η πρωτόδικη απόφαση ως προς αυτούς παραμερίστηκε.
Οι εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι με βάση τη σύμβαση μεταφοράς είχαν δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν και άλλα μέσα μεταφοράς. Το δικαίωμα αυτό άσκησαν μεταφέροντας τα εμπορεύματα διά θαλάσσης μέχρι την Αμβέρσα, σκοπεύοντας να τα μεταφέρουν στον τελικό τους προορισμό, στο Ρόττερνταμ, οδικώς. Υποστηρίζουν ότι δεν φέρουν ευθύνη, αφ' ενός γιατί κατά το χρόνο απώλειας των εμπορευμάτων δεν είχαν κατοχή τους και αφ' ετέρου γιατί απαλλάσσονται της ευθύνης, βάσει των όρων 3 και 17 των φορτωτικών. Ακόμα και μετά την εκφόρτωσή τους στην Αμβέρσα, τα εμπορευματοκιβώτια ήταν εν διαμετακομίσει.
Ο όρος 3 της φορτωτικής προνοεί ότι ο μεταφορέας συμφωνεί να μεταφέρει τα εμπορεύματα από το λιμάνι επιβίβασης στο λιμάνι εκφόρτωσης, διατηρώντας το δικαίωμα, κατά την αποκλειστική του ευχέρεια, να χρησιμοποιήσει άλλα σκάφη ή άλλους τρόπους μεταφοράς, οι οποίοι αναφέρονται στο κουτί 6 της φορτωτικής. Αν, συνεχίζει ο ίδιος όρος, τα κουτιά 5 και/ή 9 έχουν συμπληρωθεί, ο μεταφορέας, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του φορτωτή (shipper's agent), διευθετεί μόνο τη μεταφορά του φορτίου από άλλους μεταφορείς από τον τόπο που προέρχονται στο λιμάνι φόρτωσης και/ή από το λιμάνι εκφόρτωσης στον τελικό προορισμό και κατά τη διάρκεια των σκελών της διαμετακόμισης (through transport) ο χειρισμός και αποθήκευση των εμπορευμάτων θα υπόκειται στα συμβόλαια του άλλου μεταφορέα.
Παραθέτουμε τον όρο 3 αυτούσιο:-
«3. SUBSTITUTION OF VESSEL, THROUGH TRANSPORT, TRANSHIPMENT AND FORWARDING. The Carrier agrees to carry the goods from the Port of Loading to the Port of Discharge and shall have the right at its sole discretion to substitute other vessels, feeder ships, lighters or other modes of transport for the vessel named herein (Box 6). If boxes 5 and/or 9 are filled out, the Carrier will, acting as shipper's agent only arrange for transport of the cargo by other Carriers from the place of origin to Port of Loading and/or from Port of Discharge to destination and during such segments of Through Transport, handling and storage of the goods shall be subject to the freight contracts and tariffs of the other Carrier. It is expressly understood that the Carrier's liability as "Carrier" applies only from Port of Loading to Port of Discharge under this Bill of Lading, and only while the goods remain in its actual custody and control whether as Carrier or bailee. All forwarding and transhipping shall be for the account and risk of the goods. Copies of contracts of pre-Carriers or on-Carriers, as well as their tariffs, may be obtained from MSC upon request.»
Ο όρος 17 προβλέπει ότι ο μεταφορέας ή ο αντιπρόσωπός του δεν θα ευθύνεται για απώλεια ή ζημιά στα εμπορεύματα κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν τη φόρτωση και μετά την εκφόρτωση από το πλοίο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο έχει προκύψει η απώλεια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι στην παρούσα περίπτωση στο κουτί 5 των φορτωτικών αναφέρεται ως λιμάνι εκφόρτωσης το Ρόττερνταμ εν διαμετακομίσει (Rotterdam in transit), προχώρησε και σημείωσε ότι τα εμπορεύματα εκφορτώθηκαν στην Αμβέρσα. Το δικαστήριο έκρινε ότι, παρ' όλον ότι η λέξη «transit» ήταν γραμμένη στο κουτί 9, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτό ήταν συμπληρωμένο, διότι το κουτί 9 έπρεπε να περιέχει τον τελικό προορισμό. Ο όρος 3, συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο, απαλλάσσει ευθύνης τους μεταφορείς για το μέρος εκείνο της μεταφοράς μεταξύ του λιμανιού εκφόρτωσης και του τελικού προορισμού, αλλά στην παρούσα περίπτωση αφού ως λιμάνι εκφόρτωσης καθορίστηκε το Ρόττερνταμ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 δεν απαλλάσσονται της ευθύνης με βάση τον όρο 3 της φορτωτικής.
Προχώρησε όμως το δικαστήριο και έκρινε ότι ακόμα κι' αν τα εμπορεύματα κατά τον ουσιώδη χρόνο βρίσκονταν εν διαμετακομίσει μετά την εκφόρτωσή τους στο λιμάνι εκφόρτωσης και πάλι οι εναγόμενοι δεν θα απαλλάσσονταν ευθύνης γιατί οι εναγόμενοι 4, οι εκφορτωτές, παρ' όλον ότι ήσαν ανεξάρτητοι εργολήπτες, είχαν ενεργήσει ως αντιπρόσωποί τους.
Κατ' έφεση οι εναγόμενοι 1 και 2 επανέλαβαν τα ίδια επιχειρήματα. Θα πρέπει να επισημάνουμε κατ' αρχάς, όπως ορθά ανέφερε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το κουτί 9 των φορτωτικών ήταν συμπληρωμένο και επομένως ετύγχανε εφαρμογής ο όρος 3 της φορτωτικής, δεν έχει προσβληθεί με την έφεση.
Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη φορτωτική είναι αυτή που στα αγγλικά καλείται «through bill of lading». Στα ελληνικά απέδωσαν τον όρο ως «διαφορτωτική». Άνκαι αντιλαμβανόμαστε ότι ο όρος δεν είναι οικουμενικά αποδεκτός, θα τον χρησιμοποιήσουμε και εμείς για να περιγράψουμε τον όρο το «through bill of lading».
Στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη φορτωτική δεν είναι διαφορτωτική και συνεπώς δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του όρου 3. Η συμφωνία των μερών σαφώς προνοεί και έτσι κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο, τη μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων από τη Λεμεσό στο Ρόττερνταμ, με ένα μόνο μεταφορέα. Εκτός από τη σαφή αναφορά του όρου 3 σε «διαφορτωτική» δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο όρος 3 αναφέρεται σε συμπλήρωση των κουτιών 5 και/ή 9. Αν υπήρχε πρόθεση μεταφοράς των εμπορευμάτων στο λιμάνι της Αμβέρσας και ακολούθως διά ξηράς στο Ρόττερνταμ, θα έπρεπε στη σχετική συμφωνία να αναγράφεται ως λιμάνι εκφόρτωσης η Αμβέρσα και να συμπληρωθεί το κουτί 9 με το Ρόττερνταμ ως τελικό προορισμό. Περαιτέρω, θα έπρεπε να καθορίζεται και το όνομα του μεταφορέα ή να γίνεται αναφορά στο μέσο με το οποίο θα μεταφέρονταν τα εμπορευματοκιβώτια από την Αμβέρσα στο Ρόττερνταμ. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, ίσως πράγματι να είχαμε διαφορτωτική.
Η διαφορτωτική διαφοροποιείται ακόμα και από τη φορτωτική συνήθους τύπου που δεν καλύπτει όμως ολόκληρη τη μεταφορά, αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας ενεργώντας ως αντιπρόσωπος αναλαμβάνει να προωθήσει τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό (Joannou & Paraskevaides Ltd κ.ά. ν. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 451).
Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων ότι το μέρος του όρου 3 με το οποίο ρητά περιορίζεται η ευθύνη του μεταφορέα μόνο μεταξύ του λιμανιού φόρτωσης και του λιμανιού εκφόρτωσης, δυνάμει της φορτωτικής και μόνο ενώ τα εμπορεύματα παραμένουν στην πραγματική κατοχή και έλεγχό του, είτε ως μεταφορέα, είτε ως θεματοφύλακα, (bailee), συνδέεται με όσα προηγούνται και τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση που τα κουτιά 5 και/ή 9 είναι συμπληρωμένα, γιατί ακριβώς σε μια τέτοια περίπτωση έχουμε «διαφορτωτική» και η ευθύνη του μεταφορέα συμβατικά περιορίζεται μεταξύ του λιμανιού φόρτωσης και λιμανιού εκφόρτωσης, στο μέρος δηλαδή της μεταφοράς στο οποίο είχε και άμεση ανάμειξη.
Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα με βάση τη σύμβαση να εκφορτώσουν τα εμπορεύματα στην Αμβέρσα. Η εκφόρτωση έγινε κατά παράβαση της συμφωνίας και συνεπώς δεν μπορούν να απαλλαγούν της ευθύνης.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αναφορά του όρου 17 στην ευθύνη του μεταφορέα και των αντιπροσώπων του κατά την περίοδο πριν από τη φόρτωση στο λιμάνι φόρτωσης και μετά το λιμάνι εκφόρτωσης, σαφώς ανάγεται στην εκφόρτωση στο συμφωνηθέν λιμάνι εκφόρτωσης. Αν τα εμπορεύματα εκφορτωθούν οπουδήποτε αλλού πριν από το λιμάνι εκφόρτωσης, έχουμε πιθανόν παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης και ο μεταφορέας δεν έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί τον όρο αυτό για να απαλλαγεί της ευθύνης του.
Τα πιο πάνω απαντούν ουσιαστικά τους πρώτους πέντε λόγους έφεσης που έχουν εγερθεί στην Π.Ε.10911. Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην ουσία όταν αποφάσισε ότι με την ενώπιόν του μαρτυρία οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους εναντίον των εναγομένων 1 κι' αυτό γιατί η μαρτυρία που είχε προσκομιστεί αποδείκνυε ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στους ψεύτικους οδηγούς καθ' ο χρόνο αυτά δεν βρίσκονταν πλέον στην πραγματική κατοχή ή φύλαξη τους, μόλις τα εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν από το πλοίο στην Αμβέρσα. Η μαρτυρία καταδεικνύει, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ότι η παράδοση των εμπορευμάτων στους ψεύτικους οδηγούς έγινε από τους εναγόμενους 4 και όχι από τους εναγόμενους 1. Επαναλαμβάνεται δε ο ισχυρισμός ότι από τη στιγμή που τα δύο εμπορευματοκιβώτια εκφορτώθηκαν στην Αμβέρσα και τέθηκαν στην κατοχή των εναγομένων 4, η συμβατική ευθύνη των εναγομένων 1 είχε λήξει.
Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Οι εναγόμενοι 4 κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, αφού τα εμπορεύματα περιήλθαν στην κατοχή των εναγομένων 4 κατά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων 1 και 2, δεν μπορεί να ισχύσει το επιχείρημα ότι κατά το χρόνο που απωλέστηκαν, οι εφεσείοντες δεν είχαν κατοχή των εμπορευμάτων.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι 2 ήταν είτε τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονταν το πλοίο, είτε οι ναυλωτές του, είτε ότι ήταν οι μεταφορείς του φορτίου.
Παρ' όλον ότι στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρουν τον όρο 18 της φορτωτικής (The Himalaya Clause) με τον οποίο οι εναγόμενοι 2 ρητά απαλλάσσονται από οποιανδήποτε ευθύνη, εν τούτοις στο περίγραμμα, δεν ανέπτυξαν οποιανδήποτε επιχειρηματολογία σχετικά. Απλώς αναφέρουν ότι η υπεράσπιση των εναγομένων 2, όπως προκύπτει από τις έγγραφες προτάσεις, ήταν ότι ο όρος 18 της φορτωτικής τους εξαιρούσε από οποιανδήποτε ευθύνη. Ο έβδομος λόγος έφεσης περιορίστηκε έτσι στο επιχείρημα ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποσείσουν το βάρος που είχαν στους ώμους τους για απόδειξη των ισχυρισμών τους ότι οι εναγόμενοι 2 ήταν τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονταν το πλοίο ή οι ναυλωτές του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων επισήμανε ότι κατά τη διάρκεια της δίκης το Δικαστήριο ζήτησε να ξεκαθαριστεί η ιδιότητα του κάθε εναγομένου. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι οι εναγόμενοι 2 είναι ναυτιλιακή εταιρεία που είχε τη διαχείριση του πλοίου, κάτι που επανέλαβε και σε μεταγενέστερο στάδιο. Η δικηγόρος των εφεσειόντων στις δηλώσεις αυτές δεν ήγειρε οποιανδήποτε ένσταση. Η μη πρόταξη ένστασης δεν θα ήταν ίσως αρκετή για να θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι 2 παραδέκτηκαν την ορθότητα της δήλωσης. Για κάτι τέτοιο πιθανόν να χρειαζόταν είτε άμεση παραδοχή, είτε σχετική μαρτυρία. Μια κάποια αναφορά υπάρχει στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 Κλεάνθη Ονησιφόρου, πληρεξούσιου αντιπρόσωπου των εναγόντων ο οποίος κατέθεσε ότι αν οι ενάγοντες ήξεραν ότι τα εμπορεύματα θα διαμετακομίζονταν οδικώς, δεν θα τα έστελλαν με τους εναγομένους 2, δήλωση που υπονοεί την ιδιότητα των εναγομένων 2 και η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση. Επιπλέον, και κυρίως, η ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων, κατά την τελική της αγόρευση, δέκτηκε τόσο ότι οι εναγόμενοι 2, προς απόδειξη της φόρτωσης των τσιγάρων επί του πλοίου είχαν εκδώσει φορτωτικές, όσο και το ότι ήταν οι διαχειριστές του πλοίου.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η Π.Ε.10911, πλην του μέρους που αναφέρεται στους εναγομένους 3, θα πρέπει να απορριφθεί.
Απόφαση για το ίδιο ποσό εκδόθηκε και εναντίον των εναγομένων 4 οι οποίοι ήταν φορτοεκφορτωτές και είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό τη φύλαξή τους τα εμπορεύματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αποδείκτηκε αμέλεια των εναγομένων 4, γεγονός που τους καθιστά υπεύθυνους για τη ζημιά που υπέστηκαν οι ενάγοντες.
Όταν η απαίτηση με βάση το αδίκημα της αμέλειας αναφύεται από τη σύμβαση μεταφοράς, το Ναυτοδικείο κέκτηται της απαιτούμενης δικαιοδοσίας. Το Δικαστήριο στηρίκτηκε στην υπόθεση Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 729). Πράγματι εκεί λέχθηκε ότι η δικαιοδοσία ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζεται στο άρθρο 1(1) του αγγλικού νόμου Τhe Administration of Justice Act του 1956. Η παράγραφος (h) του εδαφίου 1 συμπεριλαμβάνει στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου «και οποιανδήποτε αξίωση προκύπτει από οποιανδήποτε συμφωνία σχετική με τη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο». Aποφασίστηκε ότι τόσο στην περίπτωση που το οφειλόμενο καθήκον επιμέλειας πηγάζει από συμβατικές υποχρεώσεις, όσο και στην περίπτωση που εδράζεται σε υποχρεώσεις που επιβάλλει ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, η εκδίκαση της διαφοράς ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι έχει άμεση σχέση με συμφωνία για τη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο.
Η ανάγκη για εύλογα άμεση σχέση μεταξύ της αξίωσης και της συμφωνίας μεταφοράς διά πλοίου είχε τονιστεί και στην υπόθεση Joannou & Paraskevaides Ltd ν. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd and others (1986)1 C.L.R. 348, 352). Επισημάνθηκε ότι ενώ όπου η μεταφορά διά ξηράς είναι δευτερεύουσα ως προς τη μεταφορά διά θαλάσσης, όπως είναι συχνά η περίπτωση μεταφόρτωσης, κάθε πλευρά της συμφωνίας σχετίζεται με τη μεταφορά διά του πλοίου, το ίδιο συμπέρασμα δεν δικαιολογείται όπου η συμφωνία προνοεί για τη μεταφορά των εμπορευμάτων με διαφορετικούς τρόπους μεταφοράς σε διαφορετικά στάδια του ταξιδίου. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι εντελώς μη ρεαλιστικό να αποφασιστεί ότι αξίωση που προκύπτει από το μέρος της συμφωνίας που σχετίζεται με τη μεταφορά των εμπορευμάτων διά ξηράς, είναι αξίωση που προκύπτει από τη συμφωνία μεταφοράς με πλοίο (βλέπε ακόμα το πρακτικό κριτήριο που υιοθετήθηκε στην υπόθεση The Τesaba [1982] 1 Lloyd's Rep 397, 401).
Αντιμετωπίζοντας το ίδιο ερώτημα, στην παρούσα υπόθεση καταλήξαμε ότι η απάντηση είναι αρνητική. Τα εμπορεύματα είχαν εκφορτωθεί στην Αμβέρσα κατά παράβαση της σύμβασης μεταφοράς διά θαλάσσης και βρίσκονταν στην κατοχή φορτοεκφορτωτών, μέχρι την προώθησή τους οδικώς. Δυσκολευόμαστε να θεωρήσουμε την αξίωση αυτή μέρος της σύμβασης μεταφοράς διά θαλάσσης. Η αμέλεια δεν έχει άμεση σχέση με τη φύση της συμφωνίας μεταφοράς διά θαλάσσης, αλλά έγινε απλώς εξ αφορμής της και λόγω της αθέτησης της σύμβασης. Υπενθυμίζουμε ότι δεν πρόκειται για σύμβαση διαφορτωτικής. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 4 δεν είχαν συμβατική σχέση με τους ενάγοντες. Δυνατόν να έχουν ευθύνη δυνάμει των διατάξεων περί Αστικών Αδικημάτων. Όμως, κάτω από τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την τυχόν αμέλειά τους ως ναυτοδικείο.
Η Π.Ε.10921 επιτρέπεται και η απόφαση εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 4 ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων. Η Π.Ε.10911 καθ' ο μέρος αναφέρεται στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1 και 2 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον τους.
Η Π.Ε. 10921 επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων. Η Π.Ε. 10911 καθ' ο μέρος αναφέρεται στους εφεσείοντες-εναγόμενους 1 και 2 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον τους.