ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1007
8 Ιουλίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΖΟΥΡΑΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11300)
Πολιτική Δικονομία — Παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε εναντίον των εναγομένων για μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης — Προϋποθέτει απόδειξη ύπαρξης καλής υπεράσπισης και σοβαρής και εύλογης αιτιολογίας για την παράλειψη των εναγομένων να λάβουν έγκαιρα μέτρα προς ακύρωση της απόφασης.
Οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, από τον πρώτο ως πρωτοφειλέτη και από το δεύτερο ως εγγυητή για το ποσό των £6.367,85 σεντ πλέον τόκους επειδή δεν είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.
Τέσσερις μήνες μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον τους, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση παραμερισμού την οποία στήριξαν στον ισχυρισμό ότι η παράλειψη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης οφείλετο στην αδράνεια της δικηγόρου τους στην οποία είχαν δώσει σχετικές οδηγίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τη διαπίστωσή του ότι θεμελιώθηκε η βασική προϋπόθεση της αποκάλυψης υπεράσπισης ή συζητήσιμου θέματος, απέρριψε την αίτηση λόγω της διαγωγής των εφεσειόντων, την οποία έκρινε, ότι συνιστούσε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εξομοίωση της παράλειψης της δικηγόρου προς παράλειψη που αντανακλούσε περιφρονητική διαγωγή του διαδίκου, δεν εδικαιολογείτο στην παρούσα υπόθεση.
2. Παρά την ύπαρξη ορισμένων ερωτηματικών ως προς το ιστορικό της υπόθεσης του δεύτερου εφεσείοντος, η αίτηση για παραμερισμό πρέπει να γίνει αποδεκτή και στη δική του περίπτωση ούτως ώστε να δοθεί και σ' αυτόν η δυνατότητα που δόθηκε στον πρώτο εφεσείοντα να προωθήσει το συζητήσιμο θέμα που κρίθηκε ότι είχε εγερθεί και να μη αφεθεί οριστικά υπόλογος για τις συνέπειες της εκδοθείσας απόφασης.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Το μισό
των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας για παραμερισμό επιδικάσθηκε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Milouka Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ. 941,
Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698,
Πέτρου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου Λεμεσού κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 184,
Γρηγορίου ν. Στεφάνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1493,
Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΑΕ 3349, ημερ. 24.1.03.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές-εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 4/12/01 (Αρ. Αγωγής 1493/01) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους για παραμερισμό της εκδοθείσας στις 24/5/01 απόφασης εναντίον τους.
Λ. Λυσάνδρου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν από τους εφεσείοντες, από τον πρώτο ως πρωτοφειλέτη και από το δεύτερο ως εγγυητή, το ποσό των £6.367,85 σεντ πλέον τόκους. Η αγωγή επιδόθηκε προσωπικά στους εναγομένους στις 28.4.01 και επειδή δεν καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης, στις 24.5.01, εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους. Με αίτησή τους ημερομηνίας 24.9.01 οι εφεσείοντες ζήτησαν τον παραμερισμό της απόφασης, το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε και αυτό είναι το θέμα που εγείρεται ενώπιόν μας.
Το αίτημα για παραμερισμό της απόφασης απορρίφθηκε παρά το ότι, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, είχε "αποδειχθεί η ύπαρξη συζητήσιμου θέματος". Ορθά σημειώθηκε συναφώς στην πρωτόδικη απόφαση, με αναφορά στη νομολογία, ιδίως στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204 και Milouka Motor Trading Ltd v. Kούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ. 941 πως παρά τη θεμελίωση της βασικής προϋπόθεσης, εκείνης της αποκάλυψης υπεράσπισης ή συζητήσιμου θέματος, η αίτηση για παραμερισμό μπορεί να απορριφθεί ενόψει διαγωγής που κρίνεται "ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου".
Η αντιγνωμία ενώπιόν μας περιορίστηκε σε αυτό ακριβώς και θα παραθέσουμε τα δεδομένα: Με ένορκη δήλωση του πρωτοφειλέτη εξηγήθηκε πως αμέσως μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δόθηκε σε κατονομασθείσα δικηγόρο εντολή για την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και υπεράσπισης. Για να φανεί όμως στις 12.9.01 πως η δικηγόρος αδράνησε. Οπότε ανατέθηκε η υπόθεση σε άλλο δικηγόρο, διαπιστώθηκαν τα διατρέξαντα και υποβλήθηκε η αίτηση για παραμερισμό. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ως αληθή αυτή την εξήγηση και ήταν στη βάση της που προβληματίστηκε. Κατέληξε πως η αδράνεια της δικηγόρου ήταν εσωτερικό θέμα, πως δεν μπορούσε να μετρήσει ως ικανοποιητικός λόγος για την καθυστέρηση και πως, εν τέλει, αφού αυτή συνιστούσε, ως μή δικαιολογηθείσα, διαγωγή περιφρονητική, η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.
Σε συμφωνία με την άποψη των εφεσειόντων αγόμαστε σε διαφορετικό συμπέρασμα. Αναφερόμαστε σε συμπέρασμα γιατί υπό κρίση δεν είναι ακριβώς η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου, οπόταν θα παρεμβάλλονταν οι αρχές αναφορικά με τη δυνατότητα παρέμβασης. Υπό κρίση είναι τα ίδια τα αντικειμενικά δεδομένα, ειδικά η κατάταξή τους υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τις πάγιες παραμέτρους. Θεωρούμε πως με την αδιαμφισβήτητη ανάθεση της υπόθεσης σε δικηγόρο προς καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης και υπεράσπισης ευλόγως δεν θα αναμενόταν, πάντως όχι πέντε μήνες αργότερα, έκδοση τελικής απόφασης για τέτοια παράλειψη. Η δε εξομοίωση, στην περίπτωση, της παράλειψης του δικηγόρου προς παράλειψη που αντανακλούσε περιφρονητική διαγωγή του διαδίκου, δεν εδικαιολογείτο. Προσθέτουμε πως οι υποθέσεις Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698, Κυριακού Αντώνη Πέτρου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου Λεμεσού κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 184 και Γεώργιος Γρηγορίου ν. Χριστάκης Στεφάνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1493 στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφορούσαν στο διαφορετικό ζήτημα της επαναφοράς απορριφθείσας έφεσης και κρίθηκαν υπό το πρίσμα άλλων αρχών.
Σε διαφορετική κατάληξη αγόμαστε και σε σχέση με το δεύτερο εφεσίβλητο, τον εγγυητή. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαχώρισε την περίπτωσή του αφού, όπως έκρινε, δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξήγηση για τη δική του καθυστέρηση, ιδιαιτέρως αφού στις 16.8.01 ένταλμα κατάσχεσης της κινητής του περιουσίας επεστράφη ανεκτέλεστο. Η ένορκος δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης υπεγράφη μόνο από τον πρωτοφειλέτη αλλά, όπως σημειώνεται σ΄αυτή, κατ΄εξουσιοδότηση και του εγγυητή. Και ενώ συμφωνούμε πως από αυτό δεν προκύπτει οτιδήποτε το θετικό, θεωρούμε πως από το κείμενο στη συνέχεια, όπου εξηγείται πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν επέδειξαν διαγωγή περιφρονητική, διασυνδέεται επαρκώς η μετέπειτα στάση τους προς τα όσα ανέμεναν όταν διορίστηκε δικηγόρος "να χειριστεί τη ρηθείσα εναντίον μας αγωγή". Δεν θέλουμε να πούμε πως το ιστορικό και όσα προβλήθηκαν δεν αφήνουν ορισμένα ερωτηματικά αλλά, από την άλλη, δεν αντεξετάστηκε ο μάρτυρας και δεν είμαστε έτοιμοι να σύρουμε τόσο αυστηρές γραμμές με αποτέλεσμα από τη μια τον παραμερισμό της απόφασης ώστε να δοθεί στον πρωτοφειλέτη η δυνατότητα να προωθήσει το συζητήσιμο θέμα που κρίθηκε ότι είχε εγερθεί και από την άλλη να αφήσουμε τον εγγυητή οριστικά υπόλογο.
Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση και, συνακολούθως η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων παραμερίζεται και τάσσεται προθεσμία 14 ημερών για την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης και υπεράσπισης. Κατ' ανάλογη εφαρμογή της αρχής που υιοθετήθηκε στην Χαρίλαος Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΑΕ 3349, ημερομηνίας 24.1.03, επιδικάζεται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων το μισό των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας για παραμερισμό.
Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Το μισό των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας για παραμερισμό επιδικάζεται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.