ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYVELI PANAYIOTOU DOKIDHOU THEN KYVELI GEORGHIOU KAZAKOU ν. PANAYIOTIS DOKIDHES (1970) 1 CLR 124
HALLAK ν. HALLAK (1979) 1 CLR 6
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Ajero J. Kristoffer Castardo (2006) 1 ΑΑΔ 1165
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ J KRISTOFFER CASTARDO AJERO, Εφεση Αρ. 16/2005, 9 Νοεμβρίου 2006
(2003) 1 ΑΑΔ 643
20 Μαΐου, 2003
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
SVETLANA HOLUBOVA,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
SONER MEHMET ALI,
Εφεσιβλήτoυ-Καθ΄ου η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 146)
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία για λύση πολιτικού γάμου συζύγων είτε αυτοί είναι Κύπριοι πολίτες είτε όχι ― Ανήκει στο Οικογενειακό Δικαστήριο, νοουμένου ότι αυτοί ή ένας εξ αυτών έχουν τη διαμονή τους στην Κύπρο για συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών ― Άρθρο 11(2)(γ) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 26(1)/98.
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία ― Γαμικές διαφορές ― Ιστορική αναδρομή ― Μεταφορά δικαιοδοσίας Επαρχιακών Δικαστηρίων στα Οικογενειακά Δικαστήρια ― Άρθρα 11(2)(α), 11(2)(β) και 11(2)(γ) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 26(1)/98 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ο εφεσίβλητος είναι μέλος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η εφεσείουσα κατάγεται από τη Τσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία και είναι χριστιανή (καθολική στο θρήσκευμα). Την 1.11.1986 τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Τσεχοσλοβακία. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λεμεσό.
Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσίβλητου για ισχυριζόμενη βάναυση μεταχείριση. Το Οικογενειακό Δικαστήριο με διϊστάμενη απόφασή του, αποφάνθηκε ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης διαζυγίου.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται:
α) εναντίον του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι εφαρμογή στην περίπτωση είχε ο Νόμος, Κεφ. 339 (Turkish Family (Marriage and Divorce) Law, Chapter 339),
β) εναντίον του συμπεράσματος ότι με το γάμο η εφεσείουσα κατέστη μέλος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σύμφωνα με το Άρθρο 2.7(α) του Συντάγματος,
γ) της μη εφαρμογής από το Δικαστήριο του Δικαίου της ανάγκης, όπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
Με το Άρθρο 11(2)(γ) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 26(1)/98, τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν διαφοράς που αφορά λύση πολιτικού γάμου συζύγων, είτε αυτοί είναι Κύπριοι πολίτες είτε όχι, νοουμένου ότι αυτοί ή ένας εξ αυτών έχουν τη διαμονή τους στην Κύπρο για συνεχή περίοδο τριών μηνών.
Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης υπό νέα σύνθεση.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 9/7/01 (Αρ. Αγωγής 394/00) με την οποία απέρριψε την αίτηση διαζυγίου την οποία υπέβαλε επειδή απεφάνθη ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης αυτής.
Δ. Λαμπριανίδης για Γ. Χαραλαμπίδη, για την Εφεσείουσα.
Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23.11.2000 η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού. Η αίτηση επιδόθηκε στο σύζυγο της (εφεσίβλητο) ο οποίος παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση και υπεράσπιση, σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Έτσι το Οικογενειακό Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση ερήμην του καθ΄ου η αίτηση-εφεσίβλητου.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο ήγειρε αυτεπάγγελτα θέμα δικαιοδοσίας του, ως είχε δικαίωμα, ο δε δικηγόρος της εφεσείουσας αγόρευσε επί τούτου. Τελικά το Οικογενειακό Δικαστήριο σε μακροσκελή απόφαση του απεφάνθη ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αίτησης διαζυγίου που υπέβαλε η εφεσείουσα με συνέπεια την απόρριψη της, χωρίς να επιληφθεί της ουσίας της.
Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ήταν διϊστάμενη. Ένα μέλος του Δικαστηρίου είχε αντίθετη γνώμη την οποία διατύπωσε στην πολυσέλιδη απόφαση του, ως απόφαση μειοψηφίας.
Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Επιδόθηκε στον εφεσίβλητο αλλά και πάλιν παρέλειψε να εμφανισθεί ενώπιον μας. Έτσι η ακρόαση της έφεσης έγινε ερήμην του. Ακούσαμε μόνο την πλευρά της εφεσείουσας.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα συνοπτικά όπως παρουσιάσθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 22.1.1948. Είναι Τουρκοκύπριος στην καταγωγή και μωαμεθανός το θρήσκευμα. Ανήκει, ως εκ τούτου, στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η εφεσείουσα γεννήθηκε στο Ούστι Νατ Μάμπετ της, τότε, Τσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, στις 31.10.1962. Είναι δε χριστιανή (καθολική) στο θρήσκευμα.
Την 1.11.1986 τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Τσεχοσλοβακία. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κύπρο. Ο τόπος διαμονής τους ήταν η Λεμεσός. Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί, τον Musafer Mehmet.
Την 7.11.2000 η σύζυγος εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη και η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε εξ αιτίας της ισχυριζόμενης βάναυσης μεταχείρισης της από τον εφεσίβλητο. Σαν λόγο διαζυγίου επικαλείται τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης.
Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Οι τρεις πρώτοι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξετασθούν σωρευτικά. Προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι εφαρμογή στην περίπτωση είχε ο Νόμος, Κεφ. 339 (Turkish Family (Marriage and Divorce) Law, Chapter 339). Επίσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι με το γάμο η εφεσείουσα κατέστη μέλος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σύμφωνα με το Άρθρο 2.7(α) του Συντάγματος. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το δίκαιο της ανάγκης, όπως έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ιστορικά, πριν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όταν η Κύπρος ήταν αποικία του Βρετανικού Στέμματος, ετύγχανε εφαρμογής ο περί Δικαστηρίων Νόμος, Κεφ. 8. Mε βάση το άρθρο 20 το Ανώτατο Δικαστήριο της αποικίας της Κύπρου είχε αποκλειστική πρωτόδικη δικαιοδοσία σε γαμικές διαφορές εκτός αυτές που προέβλεπε το άρθρο 34, το οποίο διατηρούσε τη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για συγκεκριμένες γαμικές διαφορές και τη δικαιοδοσία των Τουρκικών Οικογενειακών Δικαστηρίων. Δικαιοδοσία είχαν τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια όταν ένας από τους διαδίκους ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος και ο γάμος ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Ελληνοορθόδοξης εκκλησίας. Επίσης δικαιοδοσία είχαν τα Τουρκικά Οικογενειακά Δικαστήρια όταν ένας από τους διαδίκους ήταν μουσουλμάνος και ο γάμος ιερολογήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου πριν την 28.5.1951 ή μετά από αυτή την ημερομηνία σύμφωνα με τον Τουρκικό Οικογενειακό (Γάμος και Διαζύγιο) Νόμο, Κεφ. 339.
Ο γάμος των διαδίκων δεν τελέστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 339 και κατά συνέπεια δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 34. Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσης του, δηλαδή το δίκαιο της Τσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 16.8.1960, το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας (Βλέπε: Άρθρο 179.1). Κάθε άλλος νόμος που διατηρήθηκε σε ισχύ «..... θα ερμηνεύεται και θα εφαρμόζεται προσαρμοζόμενος, καθ' ό μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα.» (Βλέπε: Άρθρο 188.1). Σύμφωνα με το Άρθρο 2.4 του Συντάγματος κάθε πρόσωπο που αποκτά την υπηκοότητα της Δημοκρατίας σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του Συντάγματος έχει δικαίωμα επιλογής της κοινότητας που επιθυμεί να ανήκει. Δυνάμει δε του εδαφίου 7(α) του Άρθρου 2 «Η ύπανδρος γυνή ανήκει εις την κοινότητα του συζύγου αυτής».
Με αφετηρία την πιο πάνω διάταξη του Συντάγματος και βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάλυση και ερμηνεία της νομοθεσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού τεκμαίρει ότι η εφεσείουσα διά του γάμου της και με την απόκτηση της Κυπριακής Ιθαγένειας ανήκει πλέον στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, καταλήγει ότι το Άρθρο 11(2)(γ) του Ν.23/90 (όπως τροποποιήθηκε από το Ν.26(1)/98) δεν δίδει δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο στις περιπτώσεις λύσης γάμου μεταξύ μελών της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας.
Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Δυνάμει του εδαφίου 1 του Άρθρου 152 του Συντάγματος η δικαστική εξουσία ασκείται υπό Ανωτάτου Δικαστηρίου και υπό κατώτερων Δικαστηρίων, τα οποία θα ιδρυθούν διά νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος. Εξαιρούνται της δικαιοδοσίας η ασκουμένη κατά το έννατο μέρος εξουσία από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και η εξουσία που προβλέπεται από το εδάφιο 2 του Άρθρου 152 που έχει ως εξής:-
«Η δικαστική εξουσία επί αστικών διαφορών αφορωσών εις τον προσωπικόν θεσμόν και θρησκευτικά ζητήματα, άτινα υπάγονται κατά το άρθρον 87 εις τας Κοινοτικάς Συνελεύσεις, ασκείται υπό των δικαστηρίων, περί ών θέλει προβλέψει κοινοτικός νόμος κατά τας διατάξεις του Συντάγματος.»
Το Άρθρο 190 του Συντάγματος έθεσε χρονικό περιορισμό τεσσάρων μηνών για τη σύσταση αυτών των δικαστηρίων. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 155.2 του Συντάγματος «το Ανώτατον Δικαστήριον ασκεί δικαιοδοσίαν εις πρώτον και εις δεύτερον βαθμόν, καθ΄ α ορίζεται εν τω Συντάγματι ή θέλει ορισθεί υπό Νόμου.»
Στις 27.12.1960 δημοσιεύθηκε ο περί Δικαστηρίων Νόμος (Ν. 14/60). Δυνάμει του άρθρου 19(β) το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποκλειστική δικαιοδοσία σε σχέση με γαμικάς διαφοράς «εξαιρουμένης γαμικής διαφοράς εκδικαστέας δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος υπό εκκλησιαστικού δικαστηρίου ή υπό δικαστηρίου καθιδρυθέντος υπό κοινοτικού νόμου δυνάμει του Άρθρου 160 του Συντάγματος.»
Από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το Ανώτατο Δικαστήριο άσκησε τη δικαιοδοσία του αυτή μέχρι το 1983. Με τον τροποποιητικό του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 29/83 η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί γαμικών διαφορών μεταβιβάσθηκε στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η παράγραφος (2) του άρθρου 3 του πιο πάνω τροποποιητικού νόμου έχει ως εξής:-
«(2) Εξαιρουμένης γαμικής διαφοράς εκδικαστέας δυνάμει του άρθρου 111 του Συντάγματος υπό εκκλησιαστικού δικαστηρίου ή υπό Δικαστηρίου καθιδρυθέντος υπό κοινοτικού νόμου δυνάμει του άρθρου 160 του Συντάγματος, έκαστος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου κέκτηται αρμοδιότητα να ακούη και αποφασίζη πάσαν ετέραν γαμικήν διαφοράν η οποία εμπίπτει εις την τοπικήν αυτού αρμοδιότητα.»
Προκύπτει από τον πιο πάνω τροποποιητικό νόμο, όσον και από τους μεταγενέστερους τροποποιητικούς περί Δικαστηρίων Νόμους (Ν. 51/84, 96/86, 102(1)/96) ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με γαμικές διαφορές μεταβιβάσθηκε ως είχε στον Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Επακολούθησε ο Νόμος 26(1)/98 που τροποποιεί τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο. Με το άρθρο 3 του τροποποιητικού αυτού νόμου αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του βασικού Νόμου. Το νέο άρθρο 11 έχει ως εξής:-
«11.-(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν -
(α) Λύση θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέσθηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
(β) Λύση θρησκευτικού γάμου οποιουδήποτε άλλου δόγματος εφόσον η λύση τέτοιου γάμου δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία των οικογενειακών δικαστηρίων των θρησκευτικών ομάδων.
(γ) Λύση πολιτικού γάμου.
(δ) Θέματα οικογενειακών σχέσεων σε δικαστική διαδικασία που εγείρεται σύμφωνα με τις διατάξεις διμερών ή πολυμερών συμβάσεων στις οποίες έχει προσχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.
(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού 'διαμονή' σημαίνει οποιαδήποτε συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών.».
Είναι προφανής η πρόθεση του νομοθέτου να επεκτείνει τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Αποτελεί γεγονός πως με τη θέσπιση του νέου άρθρου 11 ο νομοθέτης καθόρισε πλαίσιο δικαιοδοσίας των Οικογενειακών Δικαστηρίων, μεταφέροντας σ' αυτά δικαιοδοσία που προηγούμενα είχαν τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Ο Νόμος 26(1)/98 τέθηκε σε ισχύ στις 16.4.1998. Την ίδια ημέρα τέθηκε σε ισχύ και ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικός) Νόμος 25(1)/98 που μετέφερε τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων στα Οικογενειακά Δικαστήρια. Κατά συνέπεια η δικαιοδοσία του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που προηγούμενα ανατίθετο στο Ανώτατο Δικαστήριο, για τη λύση γάμου μεταφέρθηκε στα Οικογενειακά Δικαστήρια. Η μεταφορά αυτή της δικαιοδοσίας διαζυγίου του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου στα Οικογενειακά Δικαστήρια υποστηρίζεται περαιτέρω από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου 26(1)/98.
Τα Οικογενειακά Δικαστήρια με βάση το άρθρο 11(2)(α) έχουν δικαιοδοσία για «λύση θρησκευτικού γάμου, ο οποίος τελέστηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Το κριτήριο είναι αν ο γάμος τελέσθηκε κατά τα θέσμια της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με βάση δε το άρθρο 11(2)(β) έχουν δικαιοδοσία για «λύση θρησκευτικού γάμου οποιουδήποτε άλλου δόγματος εφόσον η λύση τέτοιου γάμου δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία των οικογενειακών δικαστηρίων των θρησκευτικών ομάδων». Με βάση δε το άρθρο 11(2)(γ) έχουν δικαιοδοσία στη «λύση πολιτικού γάμου».
Με βάση τη νομολογία οι δύο τελευταίες περιπτώσεις εντάσσοντο στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά την ανεξαρτησία. (Βλέπε, μεταξύ άλλων: Darmanin v. Darmanin(1962) C.L.R. 264, Bastadjian v. Bastadjian (1962) C.L.R. 308, De Stefano v. De Stefano (1982) 1 C.L.R. 367, Dokidhon v. Dokidhon (1970) 1 C.L.R. 124 και Hallak v. Hallak (1979) 1 C.L.R. 6). Η δικαιοδοσία δε αυτή, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, έχει ήδη μεταβιβασθεί στα Οικογενειακά Δικαστήρια, με βάση το Νόμο 26(1)/98.
Με το άρθρο 11(2)(γ) του Νόμου 26(1)/98 τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν διαφοράς που αφορά λύση πολιτικού γάμου συζύγων είτε αυτοί είναι Κύπριοι πολίτες ή όχι, νοουμένου ότι αυτοί ή ένας εξ' αυτών έχουν τη διαμονή τους στην Κύπρο για συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών.
Ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε την 1.11.86 σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσης του (lex loci celebrationis) δηλαδή το δίκαιο της Τσεχοσλοβακικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Δεν έχει τελεσθεί σύμφωνα με το Κεφ. 339 (Turkish Family (Marriage and Divorce) Law). Δεν εμπίπτει δε στις εξαιρέσεις του άρθρου 34(α)(1)(ββ) ή σε οποιαδήποτε άλλη εξαίρεση. Εφόσον η γαμική αυτή διαφορά δεν εντάσσεται σ' αυτές τις εξαιρέσεις τότε δικαιοδοσία έχουν τα Οικογενειακά Δικαστήρια στα οποία μεταβιβάσθηκε με το Νόμο 26(1)/98 η δικαιοδοσία από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δικαιοδοσία που πριν το 1983 είχε το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως πιο πάνω ήδη αναφέραμε.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση γίνεται δεκτή και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Ενόψει της ερημοδικίας του εφεσίβλητου ορθό είναι να μην εκδώσουμε διαταγή για τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης υπό νέα σύνθεση.
Η�έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης υπό νέα σύνθεση.