ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2003) 1 ΑΑΔ 485
21 Απριλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΟΥΡΟΣ,
2. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ,
Ενάγοντες-Εφεσείοντες,
ν.
ΒΥΡΩΝΑ ΤΕΓΓΕΡΑΚΗ,
Εναγομένου-Εφεσιβλήτου.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10571, 11002)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Έξοδα ― Διάδικος που χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεσή του ― Δεν δικαιούται εξόδων για νομική προετοιμασία και ανάπτυξη της υπόθεσής του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 23.12.92 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα στα πλαίσια της αίτησης Εταιρειών 24/92 με το οποίο διατασσόταν η πλειοψηφία στην εταιρεία M.T.V. Cosmetics Ltd (σήμερα ενάγοντες-εφεσείοντες) να αγοράσει τις μετοχές του αιτητή (σήμερα εναγομένου-εφεσιβλήτου) «σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής».
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσίβλητου με σκοπό την υλοποίηση του πιο πάνω διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 23.12.92 ήταν ημιτελής και δεν μπορούσε να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στους διαδίκους και επίσης ότι δεν ήταν ούτε ορθό ούτε δίκαιο να υλοποιηθεί η εν λόγω απόφαση με διατάγματα εις βάρος του εναγόμενου, τα οποία το προηγούμενο Δικαστήριο ουδέποτε εξέδωσε.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι τα γεγονότα που είχε δεχθεί ως ορθά δεν δικαιολογούσαν τη δημιουργία κωλύματος (estoppel), όπως οι ενάγοντες είχαν ισχυρισθεί στην έκθεση απαιτήσεως.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος των εναγόντων. Οι ενάγοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόφασης ως προς την ουσία της με την έφεση 10571. Με την έφεση 11002 αμφισβητήθηκε η απόφαση ως προς τα έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου ενώ με την αντέφεση στην ίδια έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της ίδιας απόφασης αναφορικά με ορισμένα έξοδα που υπέβαλε ο εφεσίβλητος τα οποία δεν έγιναν δεκτά από τον Πρωτοκολλητή, ούτε εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο.
Η έφεση 10571
Οι λόγοι έφεσης στην έφεση 10571 στρέφονται εναντίον των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε συμφωνημένη βάση και οδηγίες αναφορικά με τη διαδικασία διεξαγωγής της εκτίμησης, ότι η εκτίμηση δεν ήταν δεσμευτική για τους διαδίκους, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση Εταιρειών 24/92 ήταν ημιτελής και δεν μπορούσε να φέρει έννομα αποτελέσματα και ότι δεν υπήρχε θέμα κωλύματος (estoppel).
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του τα οποία εστηρίζοντο στην μαρτυρία η οποία είχε γίνει αποδεκτή μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της και δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους.
Η έφεση 11002 και η αντέφεση.
Ο υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή ήταν εύλογος, όπως εύλογη ήταν και η έγκρισή τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την παροχή εξόδων σε διάδικο ο οποίος χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, για νομική προετοιμασία και ανάπτυξη της υπόθεσής του ενώπιον του δικαστηρίου.
Οι εφέσεις 10571 και 11002 απορρίφθηκαν με έξοδα. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1111.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/10/00 (Αρ. Αγωγής 1056/94) με την οποία έκρινε ως μη παράγουσα για τους διαδίκους έννομα αποτελέσματα την απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση τους Αρ. 24/92, ημερομηνίας 23/12/92 ούτε και τη δημιουργία estoppel στον εναγόμενο από την απόφαση του εκτιμητού ούτε υποχρέωση του να πωλήσει τις μετοχές του στους ενάγοντες στην τιμή των Λ.Κ.70.876,- και έφεση από τους ενάγοντες (11002) για την επιδίκαση των εξόδων υπέρ του εναγομένου.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα 1.
Γ. Τριλλίδης, για τον Εφεσείοντα 2.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 23.12.1992, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια της Αίτησης Εταιρειών 24/92, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η πλειοψηφία στην Εταιρεία M.T.V. Cosmetics Ltd (σήμερα ενάγοντες-εφεσείοντες) να αγοράσει τις μετοχές του αιτητή (σήμερα εναγομένου-εφεσιβλήτου) "σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής".
Επειδή, για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, το διάταγμα δεν υλοποιήθηκε, οι εφεσείοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την υπ΄αριθμό 1056/1994 αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου με σκοπό, ουσιαστικά, την υλοποίησή του.
Με την Έκθεση Απαιτήσεως οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι, παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ως προς το πρόσωπο του ανεξάρτητου εκτιμητή, και του ανέθεσαν την εκτίμηση, και παρά το γεγονός ότι ο εκτιμητής προχώρησε και εκτίμησε την αξία των μετοχών του εφεσιβλήτου στο ποσό των ΛΚ70.876, ποσό το οποίο και προσφέρθηκε από τους εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, ο τελευταίος αρνήθηκε να λάβει το εν λόγω ποσό και μεταβιβάσει τις μετοχές του στους εφεσείοντες με αποτέλεσμα "οι εφεσείοντες (να) στερούνται του δικαιώματος και/ή της υποχρεώσεως των να εφαρμόσουν και/ή υπακούσουν την απόφαση και/ή το διάταγμα του Δικαστηρίου". Διαζευκτικά, οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι, ως εκ της εν γένει συμπεριφοράς του, ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν (was estopped) να αρνείται τις θεραπείες που ζητούσαν οι εφεσίβλητοι, ήτοι (α) δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν διατηρούσε οποιοδήποτε δικαίωμα εν σχέσει με την εταιρεία M.T.V. Cosmetics Ltd πλην του δικαιώματος, αλλά και της υποχρέωσης, να πωλήσει τις μετοχές του στους εφεσείοντες, στην τιμή των ΛΚ70.876, (β) διάταγμα ορίζον τον Πρωτοκολλητή ή έτερο πρόσωπο όπως λάβει από τους εφεσείοντες το ποσό των ΛΚ70.876 για λογαριασμό του εφεσιβλήτου και υπογράψει εκ μέρους του όλα τα αναγκαία έγγραφα για την πώληση και μεταβίβαση των μετοχών του στους εφεσείοντες, και (γ) διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η διαγραφή του εφεσιβλήτου από το μητρώο μετόχων της εταιρείας M.T.V. Cosmetics Ltd.
Με την Υπεράσπισή του ο εφεσίβλητος πρόβαλε τις δικές του θέσεις. Ισχυρίστηκε ότι εκείνο που οι διάδικοι ζήτησαν από τον εκτιμητή ήταν να προβεί στην εκτίμηση της αξίας των μετοχών και όχι να υλοποιήσει το διάταγμα στην Αίτηση Εταιρειών 24/92. Ο εκτιμητής προχώρησε στην εκτίμηση χωρίς συμφωνημένη διαδικασία διεξαγωγής της και χωρίς οδηγίες για το τι έπρεπε να ληφθεί υπόψη, με αποτέλεσμα η εκτίμησή του, λόγω σοβαρών παραλείψεων, ουσιωδών λαθών και λανθασμένης βάσης, να μην αποδίδει την πραγματική αξία των μετοχών. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος πρόβαλε τη θέση ότι, εν πάση περιπτώσει, με την απόφασή του στην Αίτηση Εταιρειών 24/92, το Δικαστήριο δεν τον διέταξε με κανένα τρόπο να πωλήσει τις μετοχές του στην πλειοψηφία. Διέταξε απλώς την πλειοψηφία να αγοράσει τις μετοχές του "σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής", η εκτίμηση του οποίου δεν "αποτελεί εκτελεστέα απόφαση του Δικαστηρίου είτε για σκοπούς πωλήσεως των μετοχών είτε για σκοπούς καθορισμού του ποσού της εκτίμησης".
Κατά την ακρόαση κατατέθηκαν 32 τεκμήρια ενώ, για μεν τους εφεσείοντες έδωσαν μαρτυρία πέντε μάρτυρες, για δε τον εφεσείοντα έξι.
Η απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση Εταιρειών 24/92 (που είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο 2) κατέληγε ως εξής:
"Όσον αφορά την τιμή στην οποία η πλειοψηφία θα πρέπει να αγοράσει τις μετοχές του αιτητή, αυτή πρέπει να είναι μια λογική τιμή την οποία θα είχαν οι μετοχές κατά το χρόνο της αίτησης αν δεν υπήρχε καταπίεση.
Στη δική μας περίπτωση, επειδή μεταξύ των διαδίκων υπήρξε τεράστια διαφορά γνώμης όσον αφορά την αξία των μετοχών (ο αιτητής τις υπολογίζει στο πενταπλάσιο απ΄ότι η πλειοψηφία), πιστεύουμε ότι η ορθή διαδικασία θα ήταν να καθοριστεί τιμή από ανεξάρτητο εκτιμητή.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η πλειοψηφία (Βούρος και Λαζαρίδης) διατάσσονται όπως αγοράσουν τις μετοχές του αιτητή σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής.
.........................."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε όλα τα τεκμήρια και αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε εξολοκλήρου τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου και, έχοντάς την ως κεντρικό άξονα των ευρημάτων και συμπερασμάτων του, κατέληξε ως εξής:
"Η απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση 24/92, ημερ. 23.12.1992 (τεκμήριο 2) είναι μια ημιτελής απόφαση, εφόσον αφήνει το ζωτικό θέμα, της τιμής των μετοχών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αναποφάσιστο ενώ παραπέμπει το όλο θέμα σε "ανεξάρτητο εκτιμητή", ο οποίος μάλιστα θα έπρεπε να υπολογίσει την τιμή των μετοχών, κατά τον ουσιώδη, "αν δεν υπήρχε καταπίεση". Θεωρώ ότι η παραπομπή θέματος, για το οποίο θα έπρεπε να είχε αποφασίσει το ίδιο το Δικαστήριο, σε τρίτο πρόσωπο, όχι υπό μορφή διαιτησίας στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας, αλλά μετά την έκδοση τελικής απόφασης, συνιστά διαδικασία που εκφεύγει από τα ορθά πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας. Κατά την κρίση μου η οποιαδήποτε απόφαση του εκτιμητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρώνουσα την ημιτελή απόφαση του Δικαστηρίου. Ο εκτιμητής δεν μπορεί να ασκήσει δικαστική λειτουργία και να συμπληρώσει απόφαση Δικαστηρίου. ......................................................
Περιπλέον με την απόφαση της 23.12.1992 ο εναγόμενος δεν διατάχθηκε να κάμει οτιδήποτε, είναι οι ενάγοντες μόνο που διατάχθηκαν να αγοράσουν τις μετοχές του.
........................
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 23.12.1992 είναι ημιτελής και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στους διαδίκους. Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η απόφαση εκείνη δεν μπορεί ούτε και να υλοποιηθεί. Σίγουρα δεν θεωρώ ούτε ορθό ούτε δίκαιο, να υλοποιηθεί, η προαναφερόμενη απόφαση, με διατάγματα, εις βάρος του εναγόμενου, τα οποία το προηγούμενο Δικαστήριο ουδέποτε εξέδωσε. ...........................
Είναι προφανές ότι, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ύπαρξης οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, για υλοποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η απλή συμφωνία ως προς το πρόσωπο του εκτιμητή δεν εξυπακούει ότι ο εκτιμητής διορίζεται εν λευκώ, για να κάμνει οτιδήποτε ο ίδιος κρίνει ορθό. Δεν θεωρώ ότι το συμπέρασμα αυτό επηρεάζεται από την αρχική συμφωνία των δικηγόρων των διαδίκων για δεσμευτικότητα της εκτίμησης. Συναφώς παρατηρώ ότι η εντολή του τότε δικηγόρου του εναγόμενου είχε εκπνεύσει, με την έκδοση της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου και η μαρτυρία του εναγόμενου, αναφορικά με το τι συμφώνησε ο ίδιος και το τι αντελήφθη ότι θα γινόταν, έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως απόλυτα αξιόπιστη. ...........................
Παρατηρώ, συναφώς, ότι στη μαρτυρία του, ο κ. Βούρος, δεν αναφέρθηκε, ουσιαστικά, σε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων αλλά μόνο σε διαδικασία υλοποίησης της απόφασης του Δικαστηρίου, την οποία η πλευρά των εναγόντων θεωρούσε ως πεντακάθαρη απόφαση, που μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς οποιαδήποτε άλλη συμφωνία ή διευκρίνιση.
Καταλήγω, επομένως, στο συμπέρασμα ότι και η απόφαση και το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 23.12.1992 είναι ανεφάρμοστα και μη εκτελεστά ως ημιτελείς δικαστικές πράξεις αλλά και η οποιαδήποτε ισχυριζόμενη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι μη υπάρχουσα και εν πάση περιπτώσει ανεφάρμοστη λόγω αοριστίας και ασάφειας: Δέστε σχετικά την υπόθεση Παπαχριστοφόρου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906.
Αλλά ακόμα και αν οι ενάγοντες απεδείκνυαν συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, για υλοποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου, δια εκτιμήσεως, και Πετύχαιναν στον ισχυρισμό τους ότι ο εναγόμενος αθέτησε τη συμφωνία εκείνη, η θεραπεία τους θα ήταν σε αποζημιώσεις& οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά, εξ αιτίας της ισχυριζόμενης αθέτησης από τον εναγόμενο, της ισχυριζόμενης συμφωνίας. Επομένως καμιά αποζημίωση μπορεί να επιδικαστεί υπέρ τους.
Στην παρ. 13 της Εκθέσεως Απαιτήσεως εγείρεται και ζήτημα κωλύματος (estoppel) και στην παρ. Η του Αιτητικού ζητείται σχετική δήλωση του Δικαστηρίου.
............................
Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα που δέχθηκα ως ορθά δεν δικαιολογούν τη δημιουργία οποιουδήποτε κωλύματος (estoppel). Όμως και με βάση τους ισχυρισμούς των ίδιων των εναγόντων, όπως φαίνονται στην παρ. 13 της Έκθεσης Απαίτησης, δεν δικαιολογείται η δημιουργία κωλύματος. Συναφώς παρατηρώ ότι στην παρ. 13 της Έκθεσης Απαίτησης δεν υπάρχουν ισχυρισμοί ότι οι ενάγοντες βασίστηκαν σε παραστάσεις του εναγόμενου και ότι άλλαξαν τη θέση τους κατά οποιοδήποτε τρόπο που προκάλεσε δυσμενή επηρεασμό σ΄αυτούς ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία. Άρα οι ενάγοντες δεν μπορούν να πετύχουν ούτε και τη θεραπεία που ζητούν στην παρ. Η του Αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης τους.
Με βάση τα προαναφερόμενα και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η αγωγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των εναγόντων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή."
Με την έφεση 10571 αμφισβητείται, για σειρά λόγων, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην ουσία της. Με την έφεση 11002 αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης με την οποία εγκρίθηκαν τα έξοδα, όπως υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή, προς όφελος του εφεσιβλήτου, ενώ με την αντέφεση στην ίδια έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ίδιας απόφασης αναφορικά με ορισμένα έξοδα που υπέβαλε ο εφεσίβλητος τα οποία δεν έγιναν δεκτά από τον Πρωτοκολλητή, ούτε εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο.
Η έφεση 10571.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα Τεκμήρια 7 και 12 δεν απαντήθηκαν ποτέ από τον Οίκο Ernst & Young (Μ.Ε. Γ.Θεοκλήτου) και ότι δεν υπήρχε συμφωνημένη βάση και οδηγίες αναφορικά με τη διαδικασία διεξαγωγής της εκτίμησης& και τούτο διότι υπήρξαν ενέργειες και επικοινωνίες μεταξύ των διαδίκων αφενός και της Ernst & Young αφετέρου που υποδηλούσαν ότι δόθηκε απάντηση στα Τεκμήρια 7 και 12 και, ταυτόχρονα, συμφωνήθηκε διαδικασία και δόθηκαν οδηγίες διεξαγωγής της εκτίμησης.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Με τα Τεκμήρια 7 και 12 οι τότε δικηγόροι των διαδίκων έδιδαν οδηγίες στον Οίκο Ernst & Young να διενεργήσει την εκτίμηση σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση Εταιρειών 24/92. Δεν κατατέθηκε, ως τεκμήριο, οποιαδήποτε γραπτή απάντηση. Ούτε μας υποδείχθηκαν από τους δικηγόρους των εφεσειόντων οποιαδήποτε σημεία της μαρτυρίας για ενέργειες και επικοινωνίες, γραπτές και/ή προφορικές, μεταξύ των διαδίκων, αφενός, και της Ernst & Young, αφετέρου, από τις οποίες να προκύπτει, έστω συμπερασματικά, το βάσιμο της εισήγησής τους. Αντίθετα, από το Τεκμήριο 23 προκύπτει ότι όχι μόνο τα Τεκμήρια 7 και 12 δεν απαντήθηκαν ποτέ, αλλά ούτε και συμφωνήθηκε οποτεδήποτε η διαδικασία και ο τρόπος διεξαγωγής της εκτίμησης. Το Τεκμήριο 23 είναι επιστολή του εφεσιβλήτου προς την Ernst & Young ημερομηνίας 31.3.1993, δηλαδή πριν από την εκτίμηση, με την οποία ο εφεσίβλητος εισηγείται ότι, ένεκα της μη απάντησης στο γράμμα διορισμού και της μη ύπαρξης συμφωνίας ως προς τους όρους εντολής του εκτιμητή, όπως και της ερμηνείας του διατάγματος του Δικαστηρίου, θα πρέπει να γίνει επαναπροσφυγή στο Δικαστήριο για τις κατάλληλες οδηγίες.
Προβάλλονται, επίσης, ως λόγοι έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 Α. Βούρου και Μ.Ε.3 Γ. Θεοκλήτου, αφενός, και τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου, του Μ.Υ.5 Γ. Στροβολίδη και του Μ.Υ.6 Σ. Κυριάκου, αφετέρου, ως δε αποτέλεσμα της εν λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και αξιολόγησης κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα και συμπεράσματα.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία στηρίζονται στην ενώπιόν του μαρτυρία ή την αξιολόγησή της, είναι γνωστές. Το ζήτημα ανήκει πρωταρχικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από η μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντος. Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως αυτή έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα συνεπακόλουθα ευρήματα ή συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκτίμηση δεν ήταν δεσμευτική για τους διαδίκους· και τούτο διότι το Δικαστήριο παραγνώρισε τα συμφωνηθέντα εγγράφως μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων σχετικά με το θέμα, αλλά και την ενώπιόν του προφορική μαρτυρία από την οποία εξαγόταν το συμπέρασμα ότι οι διάδικοι, μέσω των αντιπροσώπων τους, σαφώς συμφώνησαν ότι όπως το αποτέλεσμα της εκτίμησης θα ήταν δεσμευτικό.
Ενόψει της αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξολοκλήρου αληθινής, ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να ευσταθήσει. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικό:
"Στη μαρτυρία του ο εναγόμενος είπε ότι δεν συμφώνησε να είναι δεσμευτική η εκτίμηση, ενώ από το τεκμήριο 7 (που είναι το ίδιο με το τεκμήριο 12) φαίνεται ότι οι τότε δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν πως η εκτίμηση θα ήταν δεσμευτική. Ο εναγόμενος είπε στη μαρτυρία του ότι ο τότε δικηγόρος του δεν είχε εντολή από τον ίδιο να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο. Όπως ανέφερα θεωρώ τη μαρτυρία του εναγόμενου ως απόλυτα ειλικρινή και αξιόπιστη και δεν θα αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στην προαναφερόμενη διαφορά.
...........................
Από την όλη μαρτυρία του εναγόμενου συνάγεται καθαρά ότι αυτός αρχικά πίστευε ότι η όλη διαδικασία της εκτίμησης θα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, με σκοπό τη συμπλήρωση της απόφασης του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια ο εναγόμενος συμφώνησε στο διορισμό εκτιμητή, όμως ανέμενε ότι αυτός (ο εκτιμητής) θα ενεργούσε στη βάση συμφωνίας που θα καταρτιζόταν και όχι αυθαίρετα και κατά το δοκούν. Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η ερμηνεία του όρου καταπίεση η οποία θα έπρεπε να δοθεί από το Δικαστήριο ή να συμφωνηθεί, σύμφωνα με τον εναγόμενο, όχι όμως να ερμηνευθεί και να εφαρμοστεί όπως ήθελε ο εκτιμητής."
Με άλλους λόγους έφεσης προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) η απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση Εταιρειών 24/92 είναι ημιτελής και δεν μπορεί να επιφέρει έννομα αποτελέσματα στους διαδίκους, ούτε και να υλοποιηθεί, (β) με την ίδια Αίτηση ο εφεσίβλητος δε διατάχθηκε να κάμει οτιδήποτε, παρά μόνο διατάχθηκαν οι εφεσίβλητοι να αγοράσουν τις μετοχές του, (γ) έστω και αν οι εφεσείοντες αποδείκνυαν συμφωνία, και ότι αθετήθηκε, η θεραπεία τους θα ήταν σε αποζημιώσεις και (δ) δεν υφίστατο θέμα κωλύματος (estoppel).
Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι. Η ορθή προσέγγιση περιέχεται στα αντίστοιχα αποσπάσματα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία παραθέσαμε και τα οποία υιοθετούμε.
Η έφεση 11002 και η αντέφεση.
Με την έφεση αυτή οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ενεκρίθη ο κατάλογος εξόδων του εφεσιβλήτου όπως αυτά υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή. Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια για το λόγο ότι ενέκρινε έξοδα του εφεσιβλήτου "κατά παράβαση των σχετικών Νόμων και Κανονισμών", πέραν δε τούτου τα εγκριθέντα έξοδα είναι υπερβολικά.
Η έφεση δεν ευσταθεί. Έχουμε εξετάσει τον κατάλογο εξόδων του εφεσιβλήτου όπως εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δε διαπιστώσαμε παράβαση οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμού, ούτε ότι τα εγκριθέντα έξοδα είναι υπερβολικά. Ο υπολογισμός τους από τον Πρωτοκολλητή ήταν εύλογος, όπως εύλογη ήταν και η έγκρισή τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η αντέφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι εσφαλμένα ο Πρωτοκολλητής, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ενέκρινε το ποσό των ΛΚ1.496, "έξοδα που πλήρωσε ο εφεσίβλητος σε δικηγόρους για νομικές συμβουλές για τις οποίες έδωσε τις σχετικές αποδείξεις".
Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Όπως υπέδειξε ο Πικής, Π., στη Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1111, στη σελ. 1115,
".το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την παροχή εξόδων σε διάδικο, ο οποίος χειρίζεται αυτοπροσώπως την υπόθεσή του, για νομική προετοιμασία και ανάπτυξη της υπόθεσής του ενώπιον του δικαστηρίου."
Οι εφέσεις 10571 και 11002 απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Δεδομένου ότι ο δικηγόρος των εφεσειόντων δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης στην αντέφεση στην έφεση 11002, η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Οι εφέσεις 10571 και 11002 απορρίπτονται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.