ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 332
26 Μαρτίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΛΟΥΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Πτωχεύσαντα-Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΡΕΪΝΠΟΟΥ ΠΛΗΤΣΙΓΚ ΚΑΙ ΝΤΑΪΓΚ ΚΟ. ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10970)
Πτώχευση ― Διαδικασία πτώχευσης ― Αίτηση για αναστολή της διαδικασίας ― Εξέταση αίτησης για διάταγμα παραλαβής κατά παρέκκλιση από τη δικονομική σειρά ― Ο περί Πτωχεύσεως Νόμος, Κεφ. 5, Άρθρο 6(4) ― Η αρμοδιότητα για εξέταση αίτησης δυνάμει της εν λόγω νομοθετικής διάταξης ανήκει αποκλειστικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας, την οποία υπέβαλε ο εφεσείων στη βάση του Άρθρου 6(4) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, προτού απαγγείλει την επιφυλαχθείσα απόφασή του για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντος. Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι όφειλε στους εφεσίβλητους £10.250 πλέον τόκους, η οποία εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εντοπίσει στο φάκελο την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας και την ένσταση που είχαν καταχωρήσει οι εφεσίβλητοι. Τα δύο αυτά έγγραφα ήταν καταχωρημένα στο δεξιό μέρος του φακέλου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με το Άρθρο 6(4) όπου η πράξη πτώχευσης αποτελείται από μη συμμόρφωση προς ειδοποίηση πτώχευσης για πληρωμή, εξασφάλιση κλπ. εξ αποφάσεως χρέους το Δικαστήριο μπορεί, αν το θεωρεί πρέπον, ν' αναστείλει ή ν' απορρίψει την αίτηση για διάταγμα παραλαβής για το λόγο ότι εκκρεμεί έφεση από την απόφαση του Δικαστηρίου.
2. Οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν τέτοιες που έπρεπε να κληθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο Πρωτοκολλητής και να του ζητηθεί να εντοπίσει την αίτηση. Η υποχρέωση των μερών εξαντλείται με την παράδοση των σχετικών εγγράφων στο Πρωτοκολλητείο. Η αρχειοθέτηση τους και καταχώριση τους στο φάκελο της υπόθεσης αποτελεί ευθύνη του Πρωτοκολλητείου.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την αίτηση χωρίς να είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εντοπισμού της, τα οποία απαιτούντο υπό τις περιστάσεις των όσων είχε θέσει ενώπιον του ο συνήγορος του εφεσείοντος στην παρουσία του συνηγόρου του εφεσίβλητου. Ενόψει των προνοιών του Άρθρου 6(4) του Κεφ. 5, η δικονομική σειρά επέβαλλε όπως εξεταστεί πρώτα η αίτηση για αναστολή της διαδικασίας. Η εξέταση της αίτησης για διάταγμα παραλαβής κατά παρέκκλιση από τη δικονομική σειρά, αποτελεί σφάλμα. Για το λόγο αυτό η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα-πτωχεύσαντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 14/12/00 (Αρ. Αγωγής 217/00) με την οποία απαγγέλθηκε η επιφυλαχθείσα απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 12.5.2000 οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής αναφορικά προς την περιουσία του εφεσείοντα. Ισχυρίσθηκαν ότι ο εφεσείων:
1. Κατά το μεγαλύτερο μέρος των έξι μηνών, που προηγήθηκαν της αίτησης, είχε την κατοικία του στη Λευκωσία.
2. Τους οφείλει δυνάμει δικαστικής απόφασης που λήφθηκε στην αγωγή 10565/93 £10,250 πλέον τόκους. Η απόφαση είναι ημερ. 15.12.98 και δεν ανεστάλη. Ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας του χρεώστη επιστράφηκε ανεκτέλεστο και δεν έχουν ασφάλεια σε περιουσία του για αποπληρωμή του χρέους, και
3. Δεν συμμορφώθηκε προς την ειδοποίηση πτώχευσης 1062/99 που του επιδόθηκε στις 16.12.99. Αντ' αυτού καταχώρισε ένσταση που απορρίφθηκε στις 27.4.00 με αποτέλεσμα να διαπράξει πράξη πτωχεύσεως.
Ο εφεσείων καταχώρισε ένσταση. Αμφισβήτησε το χρέος. Ανέφερε, επίσης, ότι εναντίον της απόφασης στην πιο πάνω αγωγή 10565/93 άσκησε έφεση που θα μείνει χωρίς αντικείμενο αν προχωρήσει ή πτωχευτική διαδικασία. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε, ανάμεσα σ' άλλα, ότι η αίτηση δεν επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα κατά παράβαση του Καν. 51(1) και (2) των Περί Πτωχεύσεως Κανονισμών.
Η ακρόαση της αίτησης έλαβε χώραν στις 19.10.2000 και 3.11.2000. Στο στάδιο της συμπλήρωσης της ακρόασης - 3.11.2000 - το Δικαστήριο ανέφερε ότι «η απόφαση θα δοθεί στις 14.12.2000 η ώρα 8.30 π.μ.».
Στις 14.12.2000 ο συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε, στην παρουσία του συνήγορου του εφεσίβλητου, ότι είχε στο μεταξύ - στις 17.11.2000 - καταχωρίσει αίτηση για αναστολή της διαδικασίας, η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 14.12.2000. Δήλωσε, επίσης, ότι η αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά η οποία καταχώρισε ένσταση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπάρχει στο φάκελο τέτοια αίτηση και προχώρησε στην απαγγελία της επιφυλαχθείσας απόφασης. Μεταφέρουμε το σχετικό πρακτικό:
«κ. Δράκος: Προτού αναγνωστεί η απόφαση, έχω καταχωρίσει στο μεταξύ αίτηση στις 17/11 για αναστολή της διαδικασίας, ορίστηκε σήμερα για ακρόαση, 14/12 επιδόθηκε στην άλλη πλευρά και καταχώρισε ένσταση.
Δικαστήριο: Δεν υπάρχει στο φάκελο τέτοια υπόθεση. Ό,τι μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι σήμερα έχω επιφυλάξει απόφαση πάνω στην αίτηση. Περαιτέρω θα ήθελα να αναφερθεί ότι αίτηση για αναστολή της διαδικασίας έχει σε προγενέστερο στάδιο καταχωρηθεί και έχει απ' ότι φαίνεται στο φάκελο αποσυρθεί από το συνήγορο του χρεώστη. Θα προχωρήσω στην απαγγελία της απόφασης.»
Με την απαγγελθείσα απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσείοντα.
Η έφεση.
Με τους λόγους 1 και 7 της έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης ενώ εκκρεμούσε η ενδιάμεση αίτηση για αναστολή της διαδικασίας. Ο κ. Δράκος, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε πλήρως την αίτηση και «προχώρησε αυθαίρετα στην έκδοση της απόφασης του». Στην ουσία - πρόσθεσε - υπάρχει άρνηση δικαιοσύνης «αφού καμιά απόφαση δεν εκδόθηκε επί του ενδιάμεσου αυτού αιτήματος καθώς επίσης και καμιά δικαιολογία δεν δόθηκε από το Δικαστήριο γιατί να μην εξετάσει την αίτηση».
Στο στάδιο της προφορικής ακρόασης της παρούσας έφεσης ζητήσαμε από τον Πρωτοκολλητή να διεξέλθει το φάκελο της υπόθεσης για να εντοπίσει την αίτηση ημερ. 17.11.2000. Ο Πρωτοκολλητής εντόπισε τόσο την εν λόγω αίτηση όσο και την ένσταση του εφεσίβλητου. Η τελευταία καταχωρήθηκε στις 5.12.2000. Σημειώνουμε ότι τα δύο αυτά έγγραφα - η αίτηση ημερ. 17.11.2000 και η ένσταση ημερ. 5.12.2000 - ήταν καταχωρημένα στο δεξί μέρος του φακέλου. Αυτό είναι το μέρος όπου καταχωρούνται συνήθως αντίγραφα των δικογράφων και οι ένορκες δηλώσεις επιδόσεως των.
Με την αίτηση ημερ. 17.11.2000 ο εφεσείων ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:
«Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την αναστολή της παρούσας διαδικασίας στην υπο τον άνω αριθμό και τίτλο αίτηση παραλαβής και/ή οιασδήποτε διαδικασίας εκτέλεσης εναντίον του αιτητή μέχρι τελείας αποπερατώσεως της έφεσης υπ' αρ. 10543 που καταχώρησαν ο Αιτητής και η εταιρεία Loukos Trading Co. Ltd κατά της εταιρείας Ρεϊνποου Πλήτσιγκ και Ντάιγκ Κο. Λτδ.»
Η αίτηση βασιζόταν, ανάμεσα σ' άλλα, στο άρθρο 6(4) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5. Στην ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την αίτηση ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι είχε καταχωρίσει έφεση εναντίον της απόφασης στην πιο πάνω αγωγή 10565/93 και ότι εάν προχωρήσει η διαδικασία πτώχευσης και εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον του τότε θα καθίσταται η έφεση του «άνευ αντικειμένου».
Με την ένσταση τους οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η αίτηση αποτελεί κατάχρηση των διαδικασιών γιατί παρόμοιες αιτήσεις καταχωρήθηκαν στην πιο πάνω αγωγή 10565/93 και «στη συνέχεια στη διαδικασία της πιο πάνω Πολιτικής Έφεσης 10543 άλλες τρεις αιτήσεις και όλες απερρίφθησαν».
Σύμφωνα με το άρθρο 6(4)* όπου η πράξη πτώχευσης αποτελείται από μη συμμόρφωση προς ειδοποίηση πτώχευσης για πληρωμή, εξασφάλιση κλπ. εξ αποφάσεως χρέους το Δικαστήριο μπορεί, αν το θεωρεί πρέπον, ν' αναστείλει ή ν' απορρίψει την αίτηση για διάταγμα παραλαβής για το λόγο ότι εκκρεμεί έφεση από την απόφαση του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση η δήλωση του συνήγορου του εφεσείοντα περί καταχώρισης της αίτησης ημερ. 17.11.2000 για αναστολή της διαδικασίας και της ένστασης στην αίτηση έγινε στην παρουσία του συνήγορου της άλλης πλευράς. Έχουμε την άποψη πως το περιεχόμενο της δήλωσης έδινε τέτοιες λεπτομέρειες που καθιστούσαν απαραίτητη την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που έπρεπε να είχε κληθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ο Πρωτοκολλητής και να του ζητηθεί να εντοπίσει την αίτηση. Τονίζουμε ότι η υποχρέωση των μερών εξαντλείται με την παράδοση των σχετικών εγγράφων στο Πρωτοκολλητείο. Η αρχειοθέτηση τους και καταχώριση τους στο φάκελο της υπόθεσης αποτελεί ευθύνη του Πρωτοκολλητείου.
Στην Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 ο εφεσείων είχε καταχωρίσει αίτηση για αναστολή της διαδικασίας που είχε οριστεί την ημέρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση και η αγωγή. Όταν σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων αναφέρθηκε σε αίτηση για αναστολή το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε πως είχε ενώπιον του προφορικό αίτημα για αναβολή το οποίο και απέρριψε. Ο εφεσείων δεν ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την προγραμματισθείσα ακρόαση και η αγωγή του απορρίφθηκε. Ο εφεσείων αντέδρασε ζητώντας άδεια για Certiorari. Η αίτηση του απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι αυτό που συνέβηκε θέτει προς εξέταση μόνο ζήτημα ορθότητας που προέκυψε από λάθος πραγματικό και όχι ζήτημα νομιμότητας· και συνεπώς δεν προσφερόταν δυνατότητα ελέγχου με προνομιακό ένταλμα. Στην απόφαση της Ολομέλειας, που εκδόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Η διαδικασία όμως αφορά στο γεγονός της απόρριψης της αγωγής και με αναγνωρισμένη στην πρωτόδικη απόφαση την επέλευση της κατά παρέκκλιση από τη δικονομική σειρά, επιδέχεται συζήτησης η άποψη ότι από το πρακτικό, ως περιλαμβάνον και το γεγονός της ύπαρξης της αίτησης για αναστολή, αναδεικνύεται ζήτημα ως προς την εξ αντικειμένου νομιμότητα της απόρριψης της αγωγής.»
Όπως έχουμε ήδη υποδείξει το άρθρο 6(4) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, καθιστά δυνατή την αναστολή ή την απόρριψη της αίτησης για διάταγμα παραλαβής. Ο εφεσείων είχε επικαλεσθεί τις πρόνοιες του άρθρου 6(4). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την αίτηση χωρίς να είχε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εντοπισμού της, τα οποία απαιτούντο υπό τις περιστάσεις των όσων είχε θέσει ενώπιον του ο συνήγορος του εφεσείοντα στην παρουσία του συνήγορου του εφεσίβλητου. Έχουμε την άποψη πως εν όψει των προνοιών του άρθρου 6(4) του Κεφ. 5 η δικονομική σειρά επέβαλλε όπως εξεταστεί πρώτα η αίτηση για αναστολή της διαδικασίας. Κρίνουμε επομένως ότι η εξέταση της αίτησης για διάταγμα παραλαβής κατά παρέκκλιση από τη δικονομική σειρά συνιστά σφάλμα. Για το λόγο αυτό η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αρμοδιότητα για εξέταση αίτησης δυνάμει του άρθρου 6(4) του Κεφ. 5 ανήκει αποκλειστικά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως η υπόθεση παραπέμπεται για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού πρώτα τύχει χειρισμού η αίτηση ημερ. 17.11.2000 για αναστολή της διαδικασίας. Ανάλογα με την έκβαση της να τύχει εξέτασης και η κυρίως αίτηση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.