ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1887

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11415)

18 Δεκεμβρίου, 2003

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές.]

ΕDITC LTD

Εφεσειόντων/ Εναγομένων,

v.

 

1. ΜAKIS MICHAELIDES & ASSOCIATES,

2. ΜΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

3. ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

--------------------

Χρ. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Χρ. Παρπόττα (κα) για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.

---------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

 

----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η αίτηση της εφεσείουσας εταιρείας για τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία της, την 16.12.2001.

Η αγωγή η οποία καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους την 13.7.2001 αφορούσε ποσό £4,669.50 ως υπόλοιπο συμφωνηθείσας και/ή ευλόγου αμοιβής για εκτελεσθείσα εργασία και/ή για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

Το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 3.9.2001. Η τελευταία, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Διευθυντού της, απέστειλε το κλητήριο ένταλμα σε μη κατανομαζόμενο δικηγορικό γραφείο για να αναλάβει την υπεράσπιση της και συναφώς να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Το μη κατονομαζόμενο δικηγορικό γραφείο παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Αφού παρήλθαν μήνες από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα και πάλι με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση της εφεσείουσας, περί το τέλος του Νιόβρη του 2001 επήλθε κάποια συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας και του ομίλου εταιρειών CYBER GROUP LTD στην οποία περιλαμβάνετο και όρος όπως η αγωγή εναντίον της αναληφθεί από το δικηγόρο του ομίλου. Και πάλι όμως, ο νέος δικηγόρος δεν καταχώρησε κανένα σημείωμα εμφάνισης, ούτε ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση. Η εφεσίβλητη εφησύχασε για αρκετό καιρό μένοντας με την εντύπωση ότι το προηγούμενο δικηγορικό γραφείο είχε αποστείλει το, από μηνών εις χείρας του, κλητήριο ένταλμα της αγωγής στο νέο και πάλι μη κατονομαζόμενο δικηγόρο.

Οι εφεσίβλητοι λόγω της παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης προχώρησαν στην καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης τους στις 7.11.2001 η οποία και επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 9.11.2001. Οι εφεσίβλητοι ανέμεναν ακόμα είκοσι μέρες για την εκδήλωση ενδιαφέροντος από την εφεσείουσα για την υπόθεση και τελικά στις 29.11.2001 καταχώρησαν μονομερή αίτηση για έκδοση απόφασης στην απουσία της εφεσείουσας την οποία και τελικά το Δικαστήριο εξέδωσε στις 6.12.2001. Οι εφεσίβλητοι, ακολούθως, προχώρησαν σε εκτέλεση της απόφασης εναντίον της εφεσείουσας με καταχώρηση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας στις 4.2.2002. Η εφεσείουσα προ του κινδύνου εκτέλεσης του εντάλματος, καταχώρησε την 1.3.2002 μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε αναστολή της εκτέλεσης του εντάλματος. Την ίδιαν ημερομηνία καταχώρησε και αίτηση διά κλήσεως για τον παραμερισμό της δικαστικής απόφασης.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της εφεσείουσας, προβάλλονται οι λόγοι για τους οποίους, ως ο ισχυρισμός τους, στοιχειοθετούν τους δύο παράγοντες που θέτει η νομολογία για τον παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης, δηλαδή ότι έχουν, εκ πρώτης όψεως, καλή υπεράσπιση και δεν βαρύνεται με ασύγνωστη αμέλεια για τη μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σταθμίζοντας τους λόγους που η εφεσείουσα πρόβαλε για να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό ότι έχει, εκ πρώτης όψεως, καλή υπεράσπιση κατέληξε ότι εγείρεται συζητήσιμο ζήτημα υπεράσπισης και ως εκ τούτου ότι συνέτρεχε ο παράγοντας αυτός. Αυτή η πτυχή δεν θα μας απασχολήσει γιατί δεν εγείρεται με την παρούσα έφεση.

Παρά την κατάληξη του ότι η εφεσείουσα στοιχειοθέτησε καλόπιστη υπεράσπιση, εκ πρώτης όψεως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας γιατί η πλήρης αδιαφορία της για μεγάλο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα μετά την επίδοση της ΄Εκθεσης Απαίτησης στο Διευθυντή της εφεσείουσας, προσλάμβανε μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων για την έγκαιρη εκδίκαση της υπόθεσης και του δόγματος της τελεσιδικίας.

Τα γεγονότα, όσον αφορά το θέμα αυτό, έχουν εκτεθεί στην αρχή της απόφασης μας. Προς πληρέστερη κατανόηση του ζητήματος, παραθέτουμε αυτούσιες τις δύο παραγράφους της ένορκης δήλωσης της Διευθυντού της εφεσείουσας που αναφέρονται στο θέμα και έχουν ως εξής:

«5. Η πιο πάνω απόφαση έχει εκδοθεί στις 6.12.2001 μετά από καταχώρηση μονομερούς αίτησης των Εναγόντων για παράλειψη καταχώρησης Εμφάνισης. ΄Εστειλα το Κλητήριο ΄Ενταλμα σε άλλο δικηγορικό γραφείο το οποίο αντιπροσωπεύει την εταιρεία μας οι οποίοι δεν καταχώρησαν εμπρόθεσμα εμφάνιση. Επειδή έγινε κατά το τέλος του Νιόβρη 2001 συμφωνία μεταξύ των μετόχων της Εναγόμενης εταιρείας και του ομίλου εταιρείων CYBER GROUP LTD που μεταξύ άλλων περιλάμβανε να αναλάβουν και την υπόθεση αυτοί οι δικηγόροι του Ομίλου εγώ έμεινα με λανθασμένη την εντύπωση ότι η αγωγή αποστάληκε από τους πρώτους δικηγόρους μας σε αυτούς για εμφάνιση και υπεράσπιση. Ως αποτέλεσμα ασυνεννοησίας με τους προηγούμενους δικηγόρους μας και/ή ως αποτέλεσμα αβλεψίας, δεν έγινε αυτό και εκδόθηκε η επίδικη απόφαση.

    1. Οι δικηγόροι μου και εγώ πληροφορηθήκαμε την πιο πάνω εξέλιξη μόλις πριν λίγες μέρες όταν δικαστικός υπάλληλος εκδήλωσε πρόθεση να εκτελέσει ένταλμα κατάσχεσης εναντίον της εταιρείας μας και γι΄ αυτό προχωρούμε άμεσα στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης αφού πρόθεση μας δεν ήταν να αγνοήσουμε την δικαστική διαδικασία, ούτε να επιτρέψουμε την εναντίον της εταιρείας έκδοση απόφασης η οποία έχει εκδοθεί κάτω από τις συνθήκες που ανάφερα.»

Το θέμα του παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του εναγομένου εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Δύο είναι τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν για να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Πρώτον ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλήν υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και δεύτερο να δείξει ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία ή την καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.

Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου συνοψίσθηκαν από παλιά στην απόφαση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, η οποία υιοθετήθηκε στην απόφαση Ioannis Kotsapas & Sons Ltd v. Titan Constructions & Engineering Company (1961) C.L.R. 317 και από σειρά νεώτερων αποφάσεων όπως Γιαννάκης Χρυσάνθου κ.ά. ν. ΜΑRIALA CONSTRUCTION LIMITED, (1996) 1B AAΔ 1129 και MILOUCA MOTOR TRADING LTD v. Χρ. Κούρτη (1997) 1Β ΑΑΔ 941).

΄Οπως αναφέρει ο Πικής Π., στην υπόθεση MILOUCA (πιο πάνω) «εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλέπε Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, 962)».

Το ερώτημα που τίθεται και έχουμε κληθεί να απαντήσουμε είναι αν ορθά αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά της υπόθεσης, παρά το εύρημα ότι η εφεσείουσα είχε αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση.

Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία είναι δυνατό να θεωρηθεί μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Στο καταληκτικό μέρος της απόφασης MILOUCA (πιο πάνω), αναφέρει τα εξής:

«Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του Εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του. Διαφορετικά η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και το αποτέλεσμα της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του Εναγομένου σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.»

Γνώμονας για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι η ανάγκη εξισορρόπησης αφενός της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος του κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου της ανάγκης για ταχείαν απονομή της δικαιοσύνης και τη τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης. ΄Οπως αναφέρεται στην υπόθεση Phylactou and Others v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210 με αναφορά στις παρατηρήσεις του Megaw L.J. στην υπόθεση Lambert v. Mainland Market (1977) 2 All E.R. 826:

« ...... If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice.»

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλέπε: Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954 και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).

H εφεσείουσα προβάλλει ένα μόνο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα προβάλλοντας πολλαπλή αιτιολογία. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την αξιοπιστία της Διευθύντριας της εφεσείουσας που προέβη στην ένορκη δήλωση σε αντιπαραβολή με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων. Επίσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να θέσει περαιτέρω στοιχεία για να δικαιολογήσει το γεγονός της μη καταχώρησης εμφάνισης απλώς και μόνο επειδή τα γεγονότα αμφισβητήθηκαν από την πλευρά των εφεσιβλήτων.

Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση των δύο παραγράφων της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας (έχουν παρατεθεί πιο πάνω) υπό το πρίσμα της αρχής ότι το βάρος της απόδειξης εναποτίθετο στους ώμους της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει τους λόγους για τους οποίους δεν θεώρησε δικαιολογημένη την παράλειψη της εφεσείουσας να καταχωρήσει εμφάνιση. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας τα εξής:

«Οι εξηγήσεις και η δικαιολογία η οποία επιχειρήθηκε να προβληθεί για να δικαιολογηθεί η μη εμφάνιση της εναγομένης εταιρείας στη διαδικασία, πέραν του γεγονότος πως από μόνη της παρουσιάζει αδυναμίες όσον αφορά τη δικαιολόγηση της παράλειψης εμφάνισης και την ευθύς εξ αρχής συμμετοχή στη διαδικασία, δεν έχει, με βάση όσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας έχουν εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, τεθεί κατά τρόπο δυνάμενο να πείσει, από την πλευρά που έχει την υποχρέωση να αποσείσει από τους ώμους της το βάρος απόδειξης των συγκεκριμένων γεγονότων.

Η πλευρά της εναγομένης - αιτήτριας εταιρείας, παρά το γεγονός ότι για δεύτερη φορά επεδόθηκε σε διευθυντικό της στέλεχος δικόγραφο που αφορούσε την υπό συζήτηση αγωγή, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πράξει οτιδήποτε για να διερευνήσει το ζήτημα της καταχώρησης ή μη εμφάνισης για την πλευρά της, στη διαδικασία από τις 3.9.2001 μέχρι τις 9.11.2001, χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο επιδόσεων. Προβάλλει απλά τον ισχυρισμό πως ενόψει επικαλούμενης συμφωνίας, περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2001, παρέμεινε με την εντύπωση ότι και η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, στα πλαίσια της οποίας για δεύτερη φορά στο μεταξύ είχε επιδοθεί δικόγραφο σε διευθυντικό της στέλεχος, θα αποστέλλετο στους νέους δικηγόρους της εναγομένης. Πέραν τούτου ουδέν.

Ούτε βεβαίως διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου το γεγονός ότι οι επιδόσεις τόσο του κλητηρίου εντάλματος όσο και της έκθεσης απαίτησης των εναγόντων σε διευθυντικό στέλεχος της εναγομένης εταιρείας, έγιναν ήδη πριν την επικαλούμενη συμφωνία περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2001. Εύλογα θα ανέμενε κανείς πως η εναγομένη εταιρεία, αν πραγματικά ενδιαφερόταν για την τύχη της υπόθεσης που την αφορούσε και για συμμετοχή σε αυτήν, τουλάχιστον με την επίδοση του δεύτερου δικογράφου, να ζητούσε να ενημερωθεί για την όποια τύχη και εξέλιξη της διαδικασίας που την αφορούσε. Αντίθετα, η αιτήτρια εταιρεία δεν έπραξε οτιδήποτε. Επικαλείται σήμερα την ύπαρξη μεταγενέστερης και των δύο επιδόσεων συμφωνίας, για να δικαιολογήσει τη μη εμφάνιση και συμμετοχή της στη διαδικασία.»

Η πιο πάνω προσέγγιση της μαρτυρίας που περιέχεται στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, η εκτίμηση και αξιολόγηση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή. Προκύπτει από τη μαρτυρία μια παντελής αδιαφορία της εφεσείουσας ως προς την τύχη της υπόθεσης της. Ενώ προβάλλει ότι απέστειλε σε μη κατονομαζόμενο δικηγορικό γραφείο το κλητήριο ένταλμα αδιαφορεί για την τύχη της υπόθεσης της για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την επίδοση της ΄Εκθεσης Απαίτησης των εφεσιβλήτων σε διευθυντικό στέλεχος της, στις 9.11.2001. Αντ΄ αυτού προβάλλει ως αιτιολογία για αλλαγή δικηγόρου (και πάλι μη κατονομαζόμενου) η οποία επήλθε το τέλος Νοεμβρίου του 2001 και εκ νέου αδιαφορεί για την υπόθεση της. Η εφεσείουσα εκδήλωσε πλέον το ενδιαφέρον της μόνο όταν αντιμετώπισε τις συνέπειες του εντάλματος εκτέλεσης της απόφασης κατά της κινητής περιουσίας της.

Στην υπόθεση Κ.C.P. Commission Agent and Importers Ltd κ.ά. ν. Ανδρέα Μιχαήλ εμπορευομένου υπό την επωνυμία Vasco Trading House (1993) 1 ΑΑΔ 415 στην οποία τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το Εφετείο απέρριψε την έφεση αναφέροντας τα εξής στις σελίδες 418 και 419:

«Ο μάρτυρας των εφεσειουσών ισχυρίστηκε ότι στις 16.5.89 η εφεσείουσα 2 του παρέδωσε το κλητήριο ένταλμα της αγωγής (που επιδόθηκε την προτεραία) με το διοριστήριο του δικηγόρου της για να του τα παραδώσει την επομένη (17/5/89), που θα πήγαινε στη Λεμεσό. Τα ξέχασε όμως στο αυτοκίνητο του όπου έμειναν για αρκετές ημέρες. Η εφεσείουσα 2 τίποτε δεν έκαμε για να εξακριβώσει την τύχη των εγγράφων που έστειλε ή της ίδιας της υπόθεσής της. Δεν επικοινώνησε με το δικηγόρο της και δεν εξήγησε γιατί δεν προέβη σε αυτή την απλή ενέργεια που θα αναμενόταν λογικά. Το

ενδιαφέρον των εφεσειουσών εκδηλώθηκε όταν αντιμετώπιζαν τις συνέπειες πτωχευτικής διαδικασίας που άρχισε εναντίον τους ο εφεσίβλητος από 16.6.89. Υπό τις περιστάσεις είναι φανερό ότι οι εφεσείουσες δεν αιτιολόγησαν την απραξία τους σε βαθμό που ο εφεσίβλητος πρέπει να στερηθεί των ευεργετημάτων που του παρέχει η νομότυπη απόφαση που εξασφάλισε προς όφελός του.»

Η αδιαφορία που επέδειξε η εφεσείουσα για την τύχη της υπόθεσης της μετά και την επίδοση, εκ δευτέρου, της ΄Εκθεσης Απαίτησης των εφεσιβλήτων φθάνει σε βαθμό καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων.

Δεν διαπιστώσαμε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δικαιολογεί την επέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

/Εσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο