ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1721

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Έφεση Αρ. 137)

4 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

 

ELENA CHARALAMBOUS - STEJARU,

Εφεσείουσα-Καθ΄ης η Αίτηση,

ν.

ΑΡΕΣΤΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

- - - - - -

Θ. Μόντης, για την Εφεσείουσα.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο.

- - - - - -

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 14.8.1997 η εφεσείουσα, Ρουμάνα υπήκοος, τέλεσε στη Ρουμανία πολιτικό γάμο με τον εφεσίβλητο, Κύπριο υπήκοο. Μετά το γάμο το ζεύγος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κύπρο. Διέμεναν σε κατοικία στο Στρόβολο.

Στις 28.9.1998, με αίτηση που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος ζήτησε τη λύση του γάμου του με την εφεσείουσα, προβάλλοντας ως λόγο διαζυγίου τον ισχυρό κλονισμό του. Ως κλονιστικά γεγονότα επικαλέσθηκε το ότι η εφεσείουσα ήταν νευρική, ιδιότροπη, του πετούσε διάφορα αντικείμενα, τον ύβριζε, ενώ, παράλληλα, απουσίαζε αδικαιολόγητα από το συζυγικό οίκο, επιστρέφοντας τις πρωινές ώρες, μέχρι που, το τέλος Σεπτεμβρίου του 1997, εγκατέλειψε πλήρως το συζυγικό οίκο.

Με την υπεράσπισή της η εφεσείουσα αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Ισχυρίστηκε ότι οι σχέσεις της με τον εφεσίβλητο ήσαν αρμονικές, η δε συμπεριφορά της απέναντί του χαρακτηριζόταν από αγάπη, σεβασμό και εκτίμηση, αισθήματα τα οποία εξακολουθούσε να τρέφει απέναντί του. Αναφορικά με τον ισχυρισμό για εγκατάλειψη του συζυγικού οίκου η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι, περί το Νοέμβριο του 1997, ο ίδιος ο εφεσίβλητος της ζήτησε να φύγει από το συζυγικό οίκο, όπου διέμεναν και τα πεθερικά της, και να πάει να διαμένει σε άλλη κατοικία. Μετά δε από λίγες μέρες θα πήγαινε και ο ίδιος να διαμένει μαζί της.

Προς υποστήριξη της αίτησης έδωσε μαρτυρία στο Δικαστήριο μόνο ο εφεσίβλητος. Αντεξεταζόμενος απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας.

Στις 13.3.2001, ημερομηνία που ορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης, λέχθηκαν στο Δικαστήριο τα ακόλουθα:

"Δράκος: (δικηγόρος του εφεσίβλητου)

Έχω κλείσει την υπόθεσή μου.

Μόντης: (δικηγόρος της εφεσείουσας)

Πληροφορώ το σεβαστό Δικαστήριο ότι η πελάτισσά μου, Καθ΄ης η Αίτηση, απελάθηκε από την Κύπρο στις 7.3.01, δηλαδή μόλις πέντε μέρες πριν από την ημερομηνία ακροάσεως. Κατέβαλα κάθε προσπάθεια προς τις αρμόδιες αρχές να της επιτρέψουν να μείνει στην Κύπρο μέχρι σήμερα ώστε να καταστεί δυνατή η παρουσία της στη δίκη, δυστυχώς παρά τις προσπάθειες μου και παρόλο που προμήθευσα το Τμήμα Μεταναστεύσεως με το πρακτικό του σεβαστού Δικαστηρίου, στο οποίο φαινόταν ότι σήμερα η υπόθεση ήταν ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης, το Τμήμα Μεταναστεύσεως παρέμεινε άκαμπτο και τελικά την απέλασε στις 7.3.01 και την τοποθέτησε στο stop list.

Ως εκ των ανωτέρω, το μόνο το οποίο μου απομένει να κάμω είναι να χειριστώ την υπόθεση στην απουσία της. Εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί μαρτυρία.

Δικαστήριο:

Έχετε οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα εκτός από την Καθ΄ης η Αίτηση;

Μόντης:

Η αλήθεια είναι ότι είχα ακόμα μια μάρτυρα η οποία κατάγεται από τη Ρουμανία και η οποία βρίσκεται κάπου στην Κύπρο, αλλά μου είναι άγνωστη η διαμονή της και δεδομένου ότι η Καθ΄ης η Αίτηση δε βρίσκεται στην Κύπρο είναι αδύνατη η εξεύρεσή της καθ΄ότι εγώ δεν την γνωρίζω προσωπικά.

Δράκος:

Ως εκ τούτου κ. Πρόεδρε, κκ. Δικαστές, αφού και η άλλη πλευρά έχει κλείσει την υπόθεσή της, παρακαλώ όπως προχωρήσουμε σήμερα σε αγορεύσεις.

Μόντης:

Συμφωνώ."

Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των δύο δικηγόρων αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου.

Την ίδια μέρα, 13.3.2001, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφασή του, ex-tempore. Αφού αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς των διαδίκων, όπως περιείχοντο στα δικόγραφα, και αφού ανέλυσε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, τόσο κατά την κύρια εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση, προχώρησε με την απόφασή του ως εξής:

"Τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί ενώπιόν μας έχουν παραμείνει ουσιαστικά αναντίλεκτα. Η μόνη μαρτυρία η οποία βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αυτή του Αιτητή η οποία και είναι η μόνη η οποία θα αξιολογηθεί.

Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε από οποιοδήποτε μάρτυρα ή την ίδια την Καθ΄ης η Αίτηση μαρτυρία τέτοια που να αντικρούει τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Επισημαίνουμε ότι παρόλο που έγινε αναφορά σε όνομα συγκεκριμένου ατόμου το οποίο θα μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο περί της αλήθειας των ισχυρισμών της μίας ή της άλλης πλευράς, εν τούτοις δεν εκλήθη από την υπεράσπιση προκειμένου να ενισχύσει τους ισχυρισμούς οι οποίοι εμφαίνονται στην υπεράσπιση.

Η μαρτυρία του Αιτητή βρίσκουμε ότι έχει συνοχή και συνέχεια και ότι συνάδει με την Αίτησή του. Αξιολογώντας το σύνολο της μαρτυρίας του βρίσκουμε ότι η μαρτυρία του ήταν αξιόπιστη και οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι αυτή θα πρέπει να γίνει αποδεχτή εφόσον μάλιστα αυτή δεν έχει αντικρουστεί με την προσαγωγή άλλης μαρτυρίας εκ μέρους της Καθ΄ης η Αίτηση.

Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης βρίσκουμε ότι πράγματι ο γάμος των διαδίκων έχει κλονιστεί ισχυρά. Σ΄αυτό συνέβαλε η συμπεριφορά της Καθ΄ης η αίτηση. Ως κλονιστικά γεγονότα αποδεχόμαστε τα όσα ο Αιτητής έχει υποστηρίξει και ιδιαίτερα επισημαίνουμε ως τέτοια τις συστηματικές εξόδους της Καθ΄ης η Αίτηση από το συζυγικό οίκο, τις υβρισίες τις οποίες έλεγε στον ίδιο και στους γονείς του και τέλος την εγκατάλειψη του Αιτητή από την Καθ΄ης η Αίτηση. Όπως έχουμε αναφέρει τα κλονιστικά γεγονότα συνδέονται με το πρόσωπο της Καθ΄ης η Αίτηση.

Εν όψει όλων των πιο πάνω το Δικαστήριο ομόφωνα προχωρά στη λύση του γάμου των διαδίκων με λόγο διαζυγίου τον ισχυρό κλονισμό, για λόγο που προήλθε από το πρόσωπο της Καθ΄ης η Αίτηση. Δεν επιδικάζονται έξοδα εφόσον δεν τέθηκε τέτοιο αίτημα ενώπιον του Δικαστηρίου."

Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι, ως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η εφεσείουσα δεν είχε δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 σε συνάρτηση με το Άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, εφόσον αυτή στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου και/ή να προσάξει μαρτυρία προς υποστήριξη της υπεράσπισής της.

Η έφεση ευσταθεί.

Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι: "αι νομοθετικαί εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσιν την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής." Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 485 τονίστηκε εμφαντικά ότι: "Απόκλιση από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Πολιτεία το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος (Κατοχύρωση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) δε χωρεί. Η εκπλήρωσή τους αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε αρχής και οργάνου της Δημοκρατίας, όπως ρητά ορίζεται στο Άρθρο 35." (σελ. 506). Ειδικά, όσον αφορά το δικαίωμα αντιπαράθεσης, στη Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1222 αποφασίστηκε ότι: "Η έννοια της δίκαιης δίκης όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξυπακούει δικαίωμα παρουσίας του διαδίκου κατά τη δίκη του, καθώς και ευκαιρίας αντιπαράθεσης τόσο μαρτυρίας όσο και επιχειρηματολογίας προς τις θέσεις του αντιδίκου καθώς και δικαίωμα σχολιασμού της μαρτυρίας που κατατίθεται στο δικαστήριο." Όσον αφορά, τέλος, τις επιπτώσεις της παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, στις σελίδες 301 έως 302:

"Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2 καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Το άρθρο 30.2 οριοθετεί τις προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς και της ποινικής του ευθύνης. Η διάγνωσή τους έξω από τα πλαίσια αυτά αποτελεί εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου."

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Στη Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 ΑΑΔ 512 λέχθηκε ότι η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη, με αποτέλεσμα να παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης - διαταγή η οποία εκδόθηκε στην υπόθεση εκείνη όπως και στη Γρηγορίου.

(Σχετικά με τα πιο πάνω βλέπε και Γ. Μ. Πική "Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου" 2003, σελ. 61-62 και σελ. 101-104).

Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνουμε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της εφεσείουσας για δίκαιη δίκη βάσει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος εφόσον αυτή στερήθηκε του δικαιώματος να προβάλει τους ισχυρισμούς της ενώπιον του Δικαστηρίου και/ή να προσάξει μαρτυρία προς υποστήριξη της υπεράσπισής της σύμφωνα με το Άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Η στέρηση του δικαιώματος αυτού της εφεσείουσας προκλήθηκε τόσο από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την περίπτωσή της η εκτελεστική εξουσία, ήτοι το Τμήμα Μεταναστεύσεως, όσο και από τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που πληροφορήθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας ότι αυτή είχε απελαθεί από την Κύπρο, μόλις πέντε μέρες πριν την ακρόαση, παρά τις παραστάσεις του προς το Τμήμα Μεταναστεύσεως να της επιτρέψει να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι την ακρόαση ώστε να καταστεί δυνατή η παρουσία της στη δίκη για να μαρτυρήσει και καλέσει ακόμα μια μάρτυρα προς υποστήριξη της υπεράσπισής της. Στα πλαίσια των υποχρεώσεών τους βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος, το μεν Τμήμα Μεταναστεύσεως όφειλε να διευθετήσει την ολιγοήμερη παραμονή της εφεσείουσας στην Κύπρο ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να παραστεί στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσής της, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ΄ης στιγμής πληροφορήθηκε τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε το Τμήμα Μεταναστεύσεως, παρά την πληροφόρησή του για την ακρόαση, όφειλε, αντί να προχωρήσει με τη διαδικασία, να αναβάλει την ακρόαση σε μελλοντική ημερομηνία και, ταυτόχρονα, να υποδείξει στο Τμήμα Μεταναστεύσεως ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, όφειλε να επιτρέψει την ολιγοήμερη επιστροφή της εφεσείουσας στην Κύπρο -ώστε αυτή να έχει, κατά την εν λόγω ημερομηνία, την ευκαιρία να παραστεί και υπερασπισθεί την υπόθεσή της.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από το Οικογενειακό Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση.

Π.

Δ.

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο