ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1809
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 11504)
9 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
Εφεσειόντων,
v.
― ― ― ― ―
ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΕΞΟΔΩΝ
― ― ― ― ―
Σπ. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές-Εφεσίβλητους.
Ε. Κουδουνάρη για Ν. Πιριλλίδη, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση-Εφεσείοντες.
― ― ― ― ―
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση, έχει ως αντικείμενο αίτημα των εφεσιβλήτων/αιτητών για κατάθεση ασφάλειας εξόδων από τους εφεσείοντες/καθ΄ ων η αίτηση. Το προτεινόμενο ποσό ασφάλειας (£2722,05), περιλαμβάνει τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας στα οποία έχουν καταδικαστεί οι καθ΄ ων η αίτηση και ανέρχονται στις £1190,10 καθώς και τα έξοδα της έφεσης τα οποία, σύμφωνα με υπολογισμό, θα ανέλθουν στις £1531,93.
Η εταιρεία STUDLAND HOLDINGS LTD, εφεσείουσα 1, είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο εταιρειών Κύπρου από το 1998 ως υπεράκτια εταιρεία ή όπως μπορεί τώρα να ονομάζεται, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο (EC/D/1/01) της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ως εταιρεία διεθνών επιχειρήσεων περιορισμένης ευθύνης. Ο εφεσείων 2 είναι από την Ουκρανία, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού όπου και οι εμπορικές του επιχειρήσεις. Είναι επίσης ένας από τους διοικητικούς συμβούλους της εφεσείουσας εταιρείας.
Στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται ότι αμφότεροι οι εφεσείοντες, παρέλειψαν να καταβάλουν τα επιδικασθέντα σε βάρος τους έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και για την είσπραξή τους, οι εφεσίβλητοι/αιτητές εξέδωσαν ένταλμα κατάσχεσης της κινητής περιουσίας των εφεσειόντων το οποίο, επιστράφηκε ανεκτέλεστο επειδή, καθώς διαπιστώθηκε, οι εφεσείοντες στερούνται κινητής περιουσίας (βλ. το επισυνημμένο στην
αίτηση τεκμ. Γ). Οι εφεσίβλητοι/αιτητές, φοβούνται πως σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, πράγμα που θεωρούν πολύ πιθανό, δεν θα μπορέσουν να εισπράξουν τα δικηγορικά τους έξοδα όπως συνέβηκε και με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.Οι εφεσείοντες/καθ΄ ων η αίτηση, αναφέρουν στην ένστασή τους ότι οι εφεσίβλητοι/αιτητές δεν έχουν καταδείξει καλή υπεράσπιση και ότι η αίτηση είναι εκδικητική, καταπιεστική, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και στοχεύει στην παρεμπόδιση προώθησης της γνήσιας απαίτησης που έχουν εναντίον τους. Λέγουν επίσης ότι οι εφεσίβλητοι/αιτητές δεν έχουν καταδείξει ότι σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης δεν θα είναι σε θέση (οι εφεσείοντες) να καταβάλουν τα έξοδα των (εφεσιβλήτων/αιτητών).
Η αίτηση στηρίζεται στις πρόνοιες της Δ.60 θ.1, θ. 5 και στην Δ.48 θ. 1-3 και θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (οι Θεσμοί). Η Δ.60.1 προβλέπει:
«A plaintiff (and in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant ordinarily resident out of Cyprus may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus.»
Παρά το γεγονός ότι η Δ.35 θ.2 περιέχει πρόνοια η οποία ρυθμίζει το θέμα της ασφάλειας των εξόδων κατά την έφεση εντούτοις, η νομολογία αποδέχεται ότι οι πρόνοιες της Δ.60.1 τυγχάνουν εφαρμογής και κατά τη διαδικασία της έφεσης με τους εφεσείοντα και εφεσίβλητο να υπέχουν θέση ενάγοντα και εναγομένου αντίστοιχα. Βλ. Serdobov κ.α. ν. Russian Indep. Airlines S.A. (1998) 1 ΑΑΔ 1671, Alahmari v. Alia Airline (1990) 1 ΑΑΔ 434 και Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία, Π.Ε. 11265, ημερ. 21.10.2002.
Στην Alahmari (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 436:
«Πράγματι δεν επιβάλλεται η έκδοση διαταγής για τα έξοδα ο,ποτεδήποτε ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού. Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως υποδηλώνει ο όρος "may" (δύναται) που απαντάται στο πλαίσιο της Δ.60 κ1, που ασκείται δικαστικά. Το ίδιο υποστηρίζεται και από την αγγλική πρακτική, όπως συνοψίζεται στους
Halsbury΄s Laws of England (4th ed., Vol. 37, pp. 384-385)».
Στην ίδια πιο πάνω απόφαση λέχθηκαν επίσης και τα εξής:
«Οταν τεθεί το θεμέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας, με τη διαπίστωση ότι ο ενάγων (εφεσείων) έχει τη συνήθη κατοικία του στο εξωτερικό, οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι κατεξοχή δύο, η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας, και ιδίως ακίνητης (που δε μετακινείται εύκολα), στην Κύπρο, και η ισχύς της υπόθεσής του. Οι ίδιοι λόγοι λαμβάνονται υπόψη και στην άσκηση της ίδιας εξουσίας στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας με την εξής επιφύλαξη: Το βάρος για την τεκμηρίωση εκ μέρους του ενάγοντα (εφεσείοντα) ισχυρής υπόθεσης είναι πολύ μεγαλύτερο ενόψει της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει αμφισβητηθεί ότι ο εφεσείων 2 είναι κάτοικος εξωτερικού. Αναφορικά με την εφεσείουσα 1, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων με αναφορά στην Geto Ltd v. Πλοίου Vaslyayev (Aρ.3), (1993) 1 ΑΑΔ 689 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.)
εισηγήθηκε ότι η εταιρεία έχει καθεστώς κάτοικου Κύπρου.Στην Geto Ltd (ανωτέρω), η υπεράκτια εταιρεία η οποία ήταν εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα και γραφεία στη Λεμεσό, θεωρήθηκε ως κάτοικος Κύπρου για σκοπούς του κανονισμού 185 των Θεσμών Ναυτοδικείου και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατό να εκδοθεί εναντίον της διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων.
Εταιρείες γνωστές ως Εταιρείες Διεθνών Επιχειρήσεων Περιορισμένης Ευθύνης (International Business Companies) όπως είναι η εφεσείουσα, οφείλουν, σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του περί Φόρου Εισοδήματος Νόμου 58/1961 και τροποποιήσεων, να πληρούν για την εγγραφή τους δύο βασικές προϋποθέσεις:
(α) Οι μετοχές τους να ανήκουν αμέσως ή εμμέσως αποκλειστικά σε αλλοδαπούς.
(β) Το εισόδημά τους να προέρχεται αποκλειστικά από πηγές του εξωτερικού.
Παρότι το εισόδημα των πιο πάνω εταιρειών υπόκειται σε φορολογία εντούτοις οι εν λόγω εταιρείες δεν διατηρούν απεριόριστη δυνατότητα απόκτησης ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο ούτε και δικαιούνται να ασκούν εδώ επιχειρηματική δραστηριότητα. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ανά πάσα στιγμή έχουν ευχέρεια διαγραφής τους από το μητρώο των εταιρειών όταν κριθεί ότι αυτό εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντά τους, που, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν και τον πλέον ουσιαστικό λόγο της ύπαρξης τους ως νομικής οντότητας στην Κύπρο.
Εκ των πραγμάτων, η διαφορά η οποία υπάρχει μεταξύ των πιο πάνω εταιρειών και των ημεδαπών, πάντοτε με αναφορά στο θέμα της μόνιμης κατοικίας για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, νομίζουμε πως είναι εμφανής. Στις ημεδαπές εταιρείες οι μέτοχοι και μέλη των διοικητικών τους συμβουλίων είναι κατά κανόνα κύπριοι πολίτες μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου έχοντες πλείστους όσους δεσμούς με τον τόπο, την ευημερία και ανάπτυξη της οικονομίας του. Αυτά τα στοιχεία ελλείπουν από τους αλλοδαπούς οι οποίοι, μέσω των εταιρειών διεθνών επιχειρήσεων που εγκαθιδρύουν στην Κύπρο, διευθύνουν τις επιχειρήσεις που διεξάγουν στο εξωτερικό. Ενόψει των όσων έχουν ήδη ειπωθεί, έχουμε την άποψη πως οι εταιρείες διεθνών επιχειρήσεων οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο και έχουν εδώ την έδρα τους δεν πρέπει να θεωρούνται για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ότι έχουν εδώ μόνιμη διαμονή αλλά αντίθετα, θεωρούμε ότι η εδώ διαμονή τους είναι προσωρινή στην έννοια και για τους σκοπούς της Δ.60.1 (ανωτέρω).
Οι καθ΄ ων η αίτηση εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν βάσιμα να καταδείξουν ότι η έφεσή τους έχει πιθανότητα επιτυχίας ενώ ο ισχυρισμός τους ότι η έκδοση διατάγματος παροχής ασφάλειας για έξοδα θα καταστεί εμπόδιο προώθησης της γνήσιας απαίτησης που έχουν κατά των εφεσιβλήτων/αιτητών, παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εφεσείοντες δεν επικαλούνται αδυναμία καταβολής των εξόδων των εφεσιβλήτων
/αιτητών σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης οπότε, σε τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε θέμα δικαιώματος πρόσβασης του ατόμου προς τη δικαιοσύνη το οποίο, καθηκόντως θα εξετάζαμε ως συναπτόμενο του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που έχει κυρωθεί με το Νόμο 39/62. Βλ. Continental Ins. Co of Hampshire v. O΄ Regan (1998) 1(Β) ΑΑΔ 1087, Vincent David Conway v. Νεόφυτου Ηλία, ΠΕ 11265, ημερ. 21.10.2002 και Θεμιστοκλής Σ. Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κα, ΠΕ 11723, ημερ. 26.11.2003. Αντίθετα, από ό,τι εξ αντιδιαστολής προκύπτει από την ένορκο δήλωση η οποία συνοδεύει την ένσταση, φαίνεται πως οι εφεσείοντες δεν ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζουν αδυναμία καταβολής των εξόδων. Το γεγονός ότι το ένταλμα κατάσχεσης και εκποίησης κινητής περιουσίας που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων και επιστράφηκε ανεκτέλεστο δεν υποδηλώνει άνευ άλλου τινός ότι οι εφεσείοντες αδυνατούν να καταθέσουν ασφάλεια για τα έξοδα. Ενδεχομένως να διαθέτουν πόρους στο εξωτερικό που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για το συγκεκριμένο σκοπό. Επί αυτού του θέματος οι εφεσείοντες προτίμησαν τη σιωπή. Από την άλλη όμως, η επιστροφή του εντάλματος ενισχύει ταυτόχρονα την υποψία ότι σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης οι εφεσίβλητοι/αιτητές θα υποστούν ζημιά αφού θα χάσουν τα έξοδά τους, εξέλιξη η οποία δεν συνάδει με τους σκοπούς και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων/καθ΄ ων η αίτηση κατ΄ επίκληση του άρθρου
17* της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου - Κυρωτικός Νόμος αρ. 172 του 1986 (ημερ. 14.11.1986), εισηγήθηκε ότι το αίτημα για παροχή ασφάλειας εξόδων πρέπει να απορριφθεί ενόψει της επικρατέστερης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διάταξης του άρθρου 17 της Συνθήκης. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η συγκεκριμένη Συνθήκη έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991 και τη διάσπασή της σε ανεξάρτητα κράτη, ένα από τα οποία και η Ουκρανία. Εξάλλου, η χρονική ισχύς της εν λόγω Συνθήκης καθορίστηκε (άρθρο 58) ότι θα ήταν κατ΄ αρχήν για μια πενταετία από της έναρξης της ισχύος της και δεν έχει τεθεί ο,τιδήποτε ενώπιόν μας ότι η Συνθήκη έχει ανανεωθεί.Εκτιμώντας την πραγματική κατάσταση όπως την έχουμε προδιαγράψει σε συνάρτηση προς τις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, θεωρούμε ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διατάγματος παροχής ασφάλειας για τα έξοδα. Εχοντας υπόψη ότι τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ανήλθαν στο ποσό των £1190.- και ότι τα καθ΄ υπολογισμό έξοδα της έφεσης με βάση τον προκαταρκτικό κατάλογο εξόδων που υπέβαλαν οι αιτητές και ο οποίος, παρέχει καλή ένδειξη του ύψους των εξόδων της συγκεκριμένης διαδικασίας, καταλήγουμε ότι ποσό £2700 για ασφάλεια εξόδων είναι λογικό υπό τις περιστάσεις. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι στην
Clarke v. Roche (1877) 25 W.R. 309 εκδόθηκε διάταγμα για ασφάλεια εξόδων σε παρόμοια περίπτωση όπου ο εφεσείων απέτυχε να πληρώσει ψηφισθέντα έξοδα στο πρωτόδικο δικαστήριο.Κατόπιν των ανωτέρω και ενασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια εκδίδουμε διάταγμα διατάσσον τους εφεσείοντες να καταθέσουν στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου £2700 ή να του παραδώσουν τραπεζική εγγύηση για το ίδιο ποσό μέσα σε 45 ημέρες από σήμερα. Μέχρι την κατάθεση του ποσού σύμφωνα με τα πιο πάνω ή την εκπνοή του χρόνου που έχει οριστεί, η διαδικασία της έφεσης αναστέλλεται. Αν οι εφεσείοντες παραλείψουν να δώσουν την ασφάλεια εξόδων όπως έχουμε ορίσει, η έφεση θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και οι εφεσίβλητοι θα είναι ελεύθεροι να διεκδικήσουν τα έξοδα της έφεσης. Αν όμως υπάρξει συμμόρφωση με τη διαταγή ως προς την ασφάλεια των εξόδων το Πρωτοκολλητείο να θέσει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου για ορισμό.
Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων. Εκδίδεται διαταγή ως ανωτέρω για κατάθεση £2700 ασφάλειας για τα έξοδα.
FONT>Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.
Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.