ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 1530

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11272)

 

4 Νοεμβρίου 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΥΚΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΟΥΣ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη αρ. 6,

ν.

ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ Π. ΧΑΡΟΥΣ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΓΙΑ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας

_______________

Ε. Βραχίμη, για την Εφεσείουσα.

Μ. Χατζηχριστοφή, για την Εφεσίβλητη.

_______________

 

(Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Νικολάου, Δ. και Κραμβής, Δ.)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το εγερθέν ενώπιον του τριμελούς Εφετείου θέμα κατά πόσο ήταν εφέσιμη η με την ενώπιον του αχθείσα έφεση προσβληθείσα απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση για παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών, εκρίθη αρκούντως σημαντικό υπό το πρίσμα της νομολογίας ώστε να απασχολήσει την Πλήρη Ολομέλεια. Οι παράμετροι που ρυθμίζουν το ούτω αναφερθέν θέμα ανάγονται σε ευρύτερες αναφορές ως προς τα κριτήρια που διέπουν την έκταση του δικαιώματος έφεσης εναντίον αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ρυθμίζει τα του δικαιώματος έφεσης στον τομέα της πολιτικής δικαιοδοσίας προνοώντας τα εξής:

"Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον."

 

 

Στον περί Δικαστηρίων Νόμο δεν ορίζεται ο όρος "απόφασις". Το άρθρο 25(1) όμως καθιστά εφέσιμη "πάσα" απόφαση. Τούτο θα έτεινε να στηρίξει τη θέση ότι κάθε απόφαση πολιτικού δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση. Τέτοια άποψη συνάδει και με την αντίληψη του όρου "απόφασις" ως εμπεριέχοντος την απόφαση του δικαστηρίου στο ενώπιον του τεθέν θέμα, είτε τούτο είναι η τελική κρίση του επί της όλης υπόθεσης είτε η κρίση του επί οιουδήποτε ενδιάμεσου θέματος κατά την πορεία της υπόθεσης. Ούτε όμως η αναφορά σε "πάσα" απόφαση ούτε η εννοιολογική εμβέλεια του όρου "απόφασις" μπορούν να θεωρούνται ότι εξαντλούν το θέμα. Η ερμηνεία των όρων του νόμου δεν πρέπει να συναρτάται μόνο προς τους όρους του αυτούς καθ΄αυτούς σε απομόνωση αλλά πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα και την ευρύτερη διάσταση του σκοπού του δικαιώματος έφεσης στα πλαίσια της όλης διαδικασίας της αγωγής. Το δικαίωμα έφεσης είναι η αναγνώριση της δυνατότητας του διαδίκου να αμφισβητήσει και ελέγξει την ορθότητα της απόφανσης του δικαστηρίου επί οιουδήποτε θέματος αυτή έχει εκφρασθεί. Η ευρύτητα των ίδιων των όρων του άρθρου 25(1) μπορεί να μην εμπεριέχει περιορισμό του δικαιώματος αυτού σε ορισμένης φύσεως αποφάσεις. Όμως και άλλοι παράγοντες υπεισέρχονται στην ερμηνεία του νόμου, και πρωταρχικά το κατά πόσο ο νομοθέτης σκοπούσε να επεκτείνει το δικαίωμα έφεσης σε κάθε επί μέρους πτυχή της δικαστικής κρίσης κατά τη διαδικασία. Κάτι τέτοιο δεν θα αναμένετο να συνέβαινε ως προς, π.χ. και ιδιαιτέρως, τις πολλαπλές τοποθετήσεις του δικαστηρίου επί θεμάτων που προκύπτουν από ενστάσεις ως προς το παραδεκτό ερωτήσεων προς μάρτυρες και που όμως βασίζονται σε "απόφαση" του δικαστηρίου. Πού βρίσκεται η γραμμή που διαχωρίζει "αποφάσεις" που σκοπείται να είναι εφέσιμες στα πλαίσια του άρθρου 25(1) και "αποφάσεις" που δεν σκοπείται να είναι έτσι εφέσιμες δεν μπορεί λοιπόν να αποφασισθεί a priori παρά μόνο με αναφορά στη φύση του θέματος, τις συνέπειες της απόφασης, και τη διαπλοκή του δικαιώματος έφεσης με άλλες παραμέτρους όπως, κατ΄εξοχή, η αποφυγή κατατεμαχισμού και καθυστέρησης της δίκης, όλα υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και του πραγματισμού που εκφράζονται σαν η ερμηνευτική πολιτική του κοινοδικαίου και διαχρονικά έχουν κατευθύνει την προσέγγιση των δικαστηρίων. Και είναι μέσα από τη νομολογία στην εξέλιξη της, με τη συνεχή δοκιμασία και επανεκτίμηση των πολλαπλών πτυχών του θέματος, που οι κανόνες του διαμορφώνονται, αναπτύσσονται και εξειδικεύονται.

Το άρθρο 25(1) είναι πανομοιότυπο του άρθρου 27 του Courts of Justice Law, 1953, με αναφορά στο οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο ως διμελές Εφετείο στην υπόθεση Korallis v. Christoforou, (1957) 22 CLR 159 είχε την ευκαιρία να εκφρασθεί, χωρίς όμως να αποφασίζει, ως προς την εμβέλεια του όρου "decision" στο άρθρο 27 στα πλαίσια έφεσης εναντίον απόφασης με την οποία ο ενάγων είχε κληθεί να αρχίσει την ακρόαση. Αυτά είναι που ελέχθησαν από τον Zekia, Δ. (ως ήτο τότε), ο οποίος έδωσε την απόφαση, στις σελίδες 161-162:

"In the first place it is very doubtful whether the ruling made could be embodied in an order so as to enable a litigant to appeal against it. Indeed a trial Court in conducting the hearing of a case and directing the various phases of trial usually has to make a number of rulings. To hold that each of these rulings constitutes a decision within the meaning of section 27 of the Courts of Justice Law, 1953, and, therefore, is subject to appeal to the Supreme Court would unnecessarily protract litigation and encourage piecemeal appeals in one and the same case, which is highly undesirable."

 

 

Πέραν της γενικότερης πολιτικής της αποθάρρυνσης εφέσεων που τείνουν να κατατεμαχίσουν και να καθυστερήσουν την ακρόαση, το κριτήριο που ο Zekia, Δ., φαίνεται να είχε υπ΄όψη ώστε ενδιάμεση απόφαση να μπορούσε να είναι εφέσιμη ήταν η δυνατότητα της να συνταχθεί ως απόφαση. Αυτό μπορεί να μην ήταν δυνατό στην περίπτωση που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, αφήνει όμως μεγάλα περιθώρια για άλλου είδους ενδιάμεσες αποφάσεις που μπορούν να συνταχθούν.

Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Zekia, Δ., παρατέθηκε ως μέρος του σκεπτικού της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Christofidou v. Nemitsas (1963) 2 CLR 269 όπου εκρίθη ότι δεν ήταν εφέσιμη απόφαση με την οποία απερρίφθη ένσταση ότι η ορθή διαδικασία δεν ήταν, ως είχε ακολουθηθεί, έφεση-αίτηση εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου δυνάμει του άρθρου 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφάλαιο 224, αλλά αγωγή. Όπως είπε ο Βασιλειάδης, Δ. (ως ήτο τότε), στις σελίδες 271-272:

"Without going into the merits of the case at all, we are clearly of opinion that this method of interrupting proceedings during a hearing, for the purpose of taking an appeal against a ruling, in circumstances such as these, is unwarranted by the Rules, is undesirable in practice, and should be discouraged.

In the course of a trial, or of a hearing of any proceeding before a trial Court, there may well be numerous occasions when the Court may have to make a ruling on objections or other matters raised by either side. One need not have a strong imagination to see the embarrassment which may be caused, in both civil and criminal matters, if there was to be an interruption of the proceeding for the purposes of an appeal, every time a party was dissatisfied with the Court's ruling.

The appellate jurisdiction of this Court is statutory. It derives from the Constitution, and from the particular statute authorizing an appeal. In this case, presumably from the Courts of Justice Law, 1960, section 25. And such appeals are expressly made subject to rules of procedure governing the matter. As at present advised, I know of no rule providing for an appeal from a ruling such as this."

 

 

Είναι διάχυτη στο σκεπτικό του Βασιλειάδη, Δ., η έκφραση της ίδιας πολιτικής της μη επέκτασης του δικαιώματος έφεσης εναντίον αποφάσεων επί θεμάτων αναφυομένων κατά την ακρόαση της υπόθεσης που τείνουν να προκαλέσουν αναστάτωση στην ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της και που θα μπορούσαν, όπως υπέδειξε στη συνέχεια, να είχαν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης ως προδικαστικό νομικό θέμα στα πλαίσια της Διαταγής 27 οπότε, ενδεχομένως, η απόφαση επ΄αυτού να είχε καλύτερη απαίτηση να είναι εφέσιμη. Όπως και η υπόθεση Korallis ν. Christoforou, η υπόθεση Christofidou v. Nemitsas καθορίζει ως μη εφέσιμη απόφαση επί θέματος εγειρομένου κατά την ακρόαση, και προφανώς μη δυναμένου να συνταχθεί ως απόφαση, και δεν επεκτείνεται στην καθιέρωση γενικού κανόνα αποκλείοντος το δικαίωμα έφεσης εναντίον ενδιάμεσων αποφάσεων, έξω από τα πλαίσια της ακρόασης, επί αυτοτελών θεμάτων.

Το θέμα ηγέρθη στην υπόθεση Χασικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389 με κάποιο παράδοξο τρόπο κατά το ότι η έφεση, η οποία ήταν εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για συνοπτική απόφαση, προήλθε όχι από τον αποτυχόντα διάδικο, τον Ενάγοντα, αλλά από τον επιτυχόντα διάδικο, τον Εναγόμενο, ο οποίος παραπονείτο για την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι, αν και η αίτηση ήταν απορριπτέα ως μη συνάδουσα με τους δικονομικούς κανόνες, σε περίπτωση που η αίτηση θα μπορούσε να είχε εξετασθεί θα εγίνετο δεκτή επί της ουσίας της. Η παρατήρηση αυτή, έλεγε ο Εφεσείων-Εναγόμενος, δικαιολογούσε την έφεση καθ΄όσον ενδέχετο να επηρέαζε τα δικαιώματα του καθιστώντας το θέμα δεδικασμένο. Ήταν με αυτό το υπόβαθρο που ελέχθησαν τα ακόλουθα από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), ο οποίος έδωσε την απόφαση, στις σελίδες 391-392:

"Κατά τη συζήτηση της έφεσης υποδείξαμε στον κ. Χατζηϊωάννου ότι η έφεση δε στρέφεται εναντίον απόφασης ή διαταγής του Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης. Δικαίωμα έφεσης παρέχεται από το άρθρο 25 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) εναντίον αποφάσεων του Δικαστηρίου. Ο όρος "απόφαση του δικαστηρίου" χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία με δυο έννοιες:

Η πρώτη περιλαμβάνει την ολότητα του κειμένου της απόφασης του Δικαστηρίου, δηλαδή το σκεπτικό και το δηλωτικό μέρος ως προς το αποτέλεσμα. Η δεύτερη περιορίζεται σε εκείνο το μέρος που είναι καθοριστικό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων.

Είναι με τη δεύτερη έννοια που ταυτίζεται ο όρος "απόφαση", έννοια συνυφασμένη με την αποστολή της δικαστικής λειτουργίας για την επίλυση των επίδικων θεμάτων. Ούτε ο Περί Δικαστηρίων Νόμος, ούτε οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, περιλαμβανομένων και των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει ή αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα ή το δηλωτικό ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων μέρος της απόφασης.

Ο κ. Χατζηϊωάννου διατύπωσε ανησυχίες αναφορικά με τις επιπτώσεις στα δικαιώματα του πελάτη του που θα μπορούσαν να προκύψουν από την προέκταση του σκεπτικού της απόφασης με τη συμπερίληψη της υποθετικής κρίσης του Δικαστηρίου στην περίπτωση που θα στοιχειοθετόταν έγκυρα η αίτηση για συνοπτική απόφαση. Ανησυχεί, όπως ανέφερε, από το ενδεχόμενο να κριθεί το ουσιαστικό θέμα ως δεδικασμένο ενόψει των θέσεων που εκτίθενται στην απόφαση. Επισημαίνουμε ότι ο εφεσείων (εναγόμενος) έχει ήδη υποβάλει την υπεράσπισή του χωρίς οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Δεδικασμένο μπορεί να προκύψει μόνο από δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου, καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς, όπως προσδιορίζεται από τη δικογραφία (βλ., μεταξύ άλλων, Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296 και Nikolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742). Το μέρος της απόφασης που αμφισβητείται δεν ήταν καθοριστικό για τα δικαιώματα των διαδίκων, ούτε μπορούσε να δημιουργήσει κώλυμα (estoppel) για την εξέταση του θέματος σε οποιοδήποτε μελλοντικό στάδιο ήθελε εγερθεί."

 

 

Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης Χάσικος εντοπίζεται λοιπόν στο περιορισμένο δεδομένο ότι η έφεση ουσιαστικά εστρέφετο όχι εναντίον της ίδιας της καταληκτικής απόφασης του Δικαστηρίου αλλά εναντίον των παρατηρήσεων του Δικαστηρίου στην υποθετική περίπτωση που η αίτηση θα μπορούσε να είχε διαγνωσθεί στην ουσία της. Ως προς τούτο είναι που υπεδείχθη ότι η απόφαση δεν εστρέφετο εναντίον απόφασης ή διαταγής που να μπορούσε να αποτελούσε το αντικείμενο έφεσης σε συνάρτηση με το ότι δεν υπήρχε περίπτωση δεδικασμένου προκύπτοντος από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιαστικά δικαιώματα του εφεσείοντα-εναγόμενου. Η απόφαση αναδεικνύει όμως, και έτσι έγινε αντιληπτή στην επόμενη νομολογία, το κριτήριο του "καθοριστικού για τα δικαιώματα των διαδίκων" ως ευρύτερο κριτήριο του εφέσιμου οποιασδήποτε αποφάσεως ή διαταγής.

Στην υπόθεση Χάσικος δεν έγινε αναφορά στην προηγούμενη πιο πάνω παρατεθείσα νομολογία, ούτε και στην πρακτική σύμφωνα με την οποία πολλές εφέσεις εναντίον αποφάσεων επί ενδιάμεσων θεμάτων είχαν πάντοτε ακουσθεί και αποφασισθεί επί της ουσίας τους χωρίς να είχε αμφισβητηθεί το εφέσιμο τους. Ούτε γίνεται αναφορά στα νομολογιακά ή ετυμολογικά δεδομένα που στηρίζουν τον παρεχόμενο περιοριστικό ορισμό του όρου "απόφαση" ως το καταληκτικό μέρος εκείνο της απόφασης που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Ανεξαρτήτως τούτων όμως, το γενικό κριτήριο που η απόφαση αυτή έθεσε ως προς το τι θεωρείται απόφαση που είναι εφέσιμη, το καθοριστικό δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, προσκαλεί το ίδιο την ανάγκη περαιτέρω ερμηνείας των όρων "δικαιώματα" και "υποχρεώσεις". Αν ο όρος πρόκειται να περιορισθεί στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που αφορούν την ουσία της επίδικης στην υπόθεση διαφοράς, θα απέκλειε ως μη εφέσιμη κάθε απόφαση επί ενδιάμεσου θέματος και θα καθιέρωνε ένα αχρείαστα περιοριστικό κριτήριο που δεν θα δικαιολογείτο ούτε από την αυστηρότερη επέκταση της πολιτικής που εκφράσθηκε στην προηγούμενη νομολογία. Αν από την άλλη ο όρος επεκτείνεται ώστε να καλύπτει και άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων που συναρτώνται προς το γενικότερο πλαίσιο της πορείας της υπόθεσης, δεν παρέχεται άμεση καθοδήγηση ως προς την εμβέλεια του κριτηρίου με αναφορά στην ποικιλία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αυτών και τη μορφή του καθορισμού τους από την εξεταζόμενη απόφαση.

Η υπόθεση Χάσικος όμως δεν φαίνεται να αποκλείει τη δεύτερη άποψη του πράγματος. Η αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα ότι υπεδείχθη στο συνήγορο ότι "η έφεση δε στρέφεται εναντίον απόφασης ή διαταγής (υπογράμμιση δική μου) του Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης" αποκαλύπτει ότι εφέσιμες θα εθεωρούντο οι "αποφάσεις" στα πλαίσια του άρθρου 25(1), και οι "διαταγές", σε αντιδιαστολή προς τις "αποφάσεις", που θα περιλάμβαναν και διαταγές που αφορούν ενδιάμεσα θέματα. Αλλά και το ίδιο το αποτέλεσμα της εφεσιβληθείσας απόφασης, δηλαδή η απόρριψη της αίτησης για συνοπτική απόφαση, ήταν τέτοιο που, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να ήταν καθοριστικό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Νοείται όμως ότι το πράγμα θα ήταν διαφορετικό αν επρόκειτο για απόφαση με την οποία εγίνετο δεκτή αίτηση για συνοπτική απόφαση και εξεδίδετο απόφαση επί της απαίτησης, που ασφαλώς θα ήταν εφέσιμη εφ΄όσον τότε θα καθορίζοντο με αυτή τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων.

Το θέμα της συνοπτικής απόφασης εν πάση περιπτώσει συναρτάται, εφ΄όσον η αίτηση γίνεται δεκτή, προς οριστική κρίση επί της ουσιαστικής απαίτησης στην αγωγή. Τα λεχθέντα στη Χάσικος δεν είχαν ως υπόβαθρο ενδιάμεσες αποφάσεις επί αυτοτελών θεμάτων που να μην συναρτώνται ούτε με την ακρόαση αυτή καθ΄αυτή, όπως στην προηγούμενη νομολογία, είτε με τελική, έστω και συνοπτικά, κρίση επί της απαίτησης. Η σημασία της Χάσικος όμως έγκειται στην επισήμανση ότι, ακόμα και προκειμένου περί των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στην αγωγή, δεν μπορεί να είναι εφέσιμη απόφαση με την οποία η επ΄αυτών κρίση ή τοποθέτηση του Δικαστηρίου αφήνει για περαιτέρω διάγνωση, σύμφωνα με τους δικονομικούς θεσμούς, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων.

Ορισμένες αποφάσεις που ακολούθησαν τη Χάσικος και εστηρίχθησαν σε αυτή δεν επεκτείνουν τα πλαίσια της πιο πάνω θεώρησης. Η Apak Agro Industries Ltd v. Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences (Αρ. 1) 1 ΑΑΔ 1166, που αποφάσισε ότι δεν ήταν εφέσιμη απόφαση ως προς τη δεκτότητα μαρτυρίας κατά την ακρόαση, εμπίπτει στα πλαίσια των Korallis και Christofidou. Γίνεται όμως αναφορά στην υπόθεση αυτή και σε αποφάσεις πέραν της τελικής. Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), στη σ. 1167:

"Αντικείμενο έφεσης μπορεί να αποτελέσει μόνο ενδιάμεση ή τελική απόφαση (judgment) ή διαταγή (order) του δικαστηρίου. Απόφαση συνιστά η εξωτερίκευση της κρίσης του δικαστηρίου για την επίλυση, ενδιάμεσα ή τελικά, ανάλογα με την περίπτωση, ενός ή περισσοτέρων των επίδικων θεμάτων, ή παρεπιμπτόντων από αυτά, θεμάτων, ενώ διαταγή εκφράζει τη βούληση του δικαστηρίου για το δέον γένεσθαι."

 

 

Η Πάφος Στόουν Σ. Εστέϊτς Λτδ ν. Βαλαωρίτη (1997) 1 ΑΑΔ 220 έθεσε κάποιο προβληματισμό τον οποίο όμως δεν προώθησε. Η Evand Promotions Ltd v. Frank Rutman (1997) 1 AAΔ 1787 αφορούσε έφεση εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση διαδίκου ως μη υποβληθείσα υπό δικονομικώς δεόντως εξουσιοδοτημένου δικηγόρου. Προφανώς επρόκειτο για απόφαση επί διαδικαστικού δικονομικού ζητήματος που ούτε τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων επηρέαζε αλλά ούτε και αφορούσε αυτοτελές ενδιάμεσο θέμα. Και πάλι όμως επισημαίνεται η αναφορά σε αποφάσεις "ενδιάμεσες ή τελικές καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων" (σ. 1789, υπό Πική, Π., ο οποίος έδωσε την απόφαση) και, στο πνεύμα των Korallis και Christofidou, ότι (σελίδες 1789-1790):

"Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως λόγο την επιτήρηση της πορείας ή της εξέλιξης της δίκης αλλά των αποτελεσμάτων της καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων."

 

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Evand Promotions Ltd v. Rutman (Αρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 92, που αποφάσισε ότι δεν ήταν εφέσιμη απόφαση με την οποία απερρίφθη αίτηση για αποκλεισμό του δικηγόρου του αντιδίκου.

Αλλά και στην Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1997) 1 ΑΑΔ 1290 εκρίθη μη εφέσιμη απόφαση με την οποία επιδικάσθησαν έξοδα αιτηθείσας αναβολής της ακρόασης καθ΄όσον αυτή δεν συνιστούσε "απόφαση ή διαταγή εν τη εννοία του άρθρου 25" (υπό Αρτεμίδη, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση του Δικαστηρίου). Και πάλι, το θέμα άπτετο της όλης πορείας της ακρόασης, και μάλιστα το Δικαστήριο τόνισε ότι εκκρεμούσε και έφεση κατά της τελικής απόφασης στην οποία μπορούσε να περιληφθεί και το παράπονο για την επιδίκαση εξόδων.

Η μόνη υπόθεση στην οποία ηγέρθη ευθέως θέμα εφέσιμου ενδιάμεσης απόφασης επί αυτοτελούς θέματος μη καθοριστικού των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων ήταν η Price v. Gray, Πολιτική έφεση 11054, 26.3.2002, που αφορούσε έφεση εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων. Το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση ήταν εφέσιμη. Δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου, ο Νικολαΐδης, Δ., τη στήριξε στο ακόλουθο σκεπτικό στη σ. 6:

"Δικαίωμα έφεσης έχει στο παρελθόν αναγνωριστεί σε σωρεία ενδιάμεσων διαταγμάτων. Εφέσεις έχουν καταχωρηθεί εναντίον διαταγμάτων για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, για εξασφάλιση εξόδων ή ακόμα και εναντίον συντηρητικών διαταγμάτων διαφόρων μορφών, μεταξύ των οποίων και το λεγόμενο διάταγμα Mareva. Κάποια από τα διατάγματα αυτά συνιστούν ενδιάμεσες αποφάσεις που δεν είναι καθοριστικές αφ΄εαυτών των δικαιωμάτων των διαδίκων, ούτε και επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας.

Είμαστε της γνώμης ότι δυνατότητα έφεσης υπάρχει, εκτός των περιπτώσεων που ρητά αναφέρονται στη νομολογία που εκθέσαμε πιο πάνω και σε μια σειρά διαταγμάτων σε αυτοτελή θέματα, τα οποία μπορεί να μην καθορίζουν τα δικαιώματα των διαδίκων ή επηρεάζουν το αποτέλεσμα, αλλά δεν παύουν να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη διαδικασία. Ένα τέτοιο είναι και το υπό εξέταση διάταγμα.

Η απόφαση εναντίον της οποίας ασκήθηκε η παρούσα έφεση δεν επιλύει οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα, ούτε και επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. παρά ταύτα, ως εκ της φύσης του, υπόκειται σε έφεση."

 

 

Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι η Price συνιστά ουσιαστική παρέκκλιση από τις αρχές της νομολογίας ή ότι η Χάσικος και μεταγενέστερες αποφάσεις που την ακολούθησαν παρέχουν νομολογιακή δέσμευση ως προς την ισχύουσα αρχή. Ανεξάρτητα από την αναφορά που γίνεται στην Price στη νομολογιακή πρακτική που οδήγησε στην εκδίκαση εφέσεων εναντίον ενδιάμεσων αποφάσεων και διαταγμάτων που αφ΄εαυτές δεν επηρέαζαν τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων, η αναδρομή στη νομολογία δείχνει ότι, παρά την ευρύτητα της διατύπωσης του, ο λόγος της Χάσικος έχει περιορισμένη εμβέλεια που καθορίζεται από το ίδιο το πραγματικό υπόβαθρο των εγερθέντων θεμάτων στην ίδια την Χάσικος όσο και στις άλλες υποθέσεις όπου η απόφαση εκρίθη ως μη εφέσιμη. Τέσσερις προτάσεις φρονούμε ότι προκύπτουν από τη νομολογία:

1. Δεν είναι εφέσιμες αποφάσεις επί θεμάτων που αναφύονται κατά την πρόοδο της ακρόασης ή αφορούν αυτή (Korallis, Christofidou, Apak, Παπακόκκινου), ή αποφάσεις επί αμιγώς διαδικαστικών δικονομικών θεμάτων (Evand Promotions, Evand Promotions (No. 1)), και που θα μπορούσαν ενδεχομένως να κριθούν ευχερώς στα πλαίσια έφεσης κατά της τελικής απόφασης. Αυτό θα περιλάμβανε και αποφάσεις επί ενδιαμέσων αιτήσεων για τροποποίηση δικογράφων, για αποκάλυψη εγγράφων και για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες.

2. Δεν είναι εφέσιμες αποφάσεις επί ενδιαμέσων αιτήσεων που, αν και ανάγονται στην κρίση των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, εν τούτοις, ως εκ του αρνητικού αποτελέσματος τους, δεν αποφασίζουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων (Χάσικος).

3. Αφήνεται να νοηθεί ότι αποφάσεις επί ενδιάμεσων αιτήσεων που, ως εκ του θετικού αποτελέσματος τους, αποφασίζουν τα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων, θα ήσαν εφέσιμες (Χάσικος).

4. Είναι εφέσιμες αποφάσεις επί ενδιάμεσων αιτήσεων που αφορούν αυτοτελή θέματα τα οποία, αν και μη καθοριστικά των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, εν τούτοις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία (Price).

Ως προς τα πιο πάνω, η Price συνιστά μερική αλλά συνειδητή απόκλιση από την προηγούμενη νομολογία στην οποία έκανε πλήρη αναφορά και, στο βαθμό εκείνο, το σκεπτικό της μπορεί να περιορίζεται αναλόγως. Η προηγούμενη νομολογία δεν είχε ασχοληθεί με αποφάσεις επί αυτοτελών θεμάτων όπως το θέμα της ασφάλειας εξόδων που αφορούσε η Price και στο βαθμό αυτό η Price δεν συνιστούσε απόκλιση από τη νομολογία αλλά θετική εξέλιξη της. Όπως όμως προκύπτει από το κριτήριο της Χάσικος, όπου η απόφαση, ως εκ του αρνητικού αποτελέσματος της, απορριπτικού του ενδιάμεσου αιτήματος, δεν διαφοροποιεί την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καθοριστική των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων ώστε να καθίσταται εφέσιμη. Αν όμως αυτό ισχύει προκειμένου περί των ουσιαστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, ισχύει a fortiori και προκειμένου περί άλλων παρεμπιπτόντων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Στην Price είχε απορριφθεί με την εφεσιβληθείσα απόφαση το αίτημα για παροχή ασφάλειας εξόδων και έτσι η απόφαση είχε αρνητικό χαρακτήρα και δεν επέβαλλε οποιαδήποτε υποχρέωση που να επηρέαζε την υφιστάμενη θέση των διαδίκων. Η παράμετρος αυτή μάλιστα δεν διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου εν όψει της παρατήρησης του (σ. 6) ότι:

"Δεν συμφωνούμε με το επιχείρημα ότι, αφού αποτέλεσμα της μη παροχής εξασφάλισης θα είναι η απόρριψη της αγωγής, η αίτηση είναι καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνουμε ότι η αίτηση είχε απορριφθεί και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διακινδύνευσης των δικαιωμάτων του ενάγοντα."

 

 

Εδώ επισημαίνεται η ευρύτητα με την οποία διατυπώθηκε ο λόγος της Price, απευθυνόμενος στο ίδιο το θέμα που αφορούσε η ενδιάμεση αίτηση και η επ΄αυτής έφεση, δηλαδή την παροχή ασφάλειας για έξοδα, αντί στις πραγματικές συνέπειες της απόφασης ως προς τον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.

Με αυτό τον περιορισμό, ο υπόλοιπος λόγος της Price παραμένει ισχυρός. Όπου η ενδιάμεση απόφαση επί αυτοτελούς και μη αυστηρώς διαδικαστικού δικονομικού θέματος δημιουργεί θετική υποχρέωση στο διάδικο να πράξει ή να μην πράξει κάτι, όπως το διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων, τότε επηρεάζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων τα οποία, αν και δεν ταυτίζονται με τα επίδικα ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, εν τούτοις είναι αρκούντως αμέσως επηρεαζόμενα και σημαντικά, αλλά και εν πολλοίς ευθέως συναρτώμενα προς την ίδια της τύχη της αγωγής, ώστε να καθιστούν την απόφαση εφέσιμη. Όχι μόνο δημιουργείται υποχρέωση εξεύρεσης και κατάθεσης χρημάτων με το διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων αλλά και παράλειψη συμμόρφωσης με αυτό εξυπακούει το ουσιαστικό τέλος της αγωγής. Το ίδιο δεν ισχύει για την αντίθετη περίπτωση όπου το διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων δεν εκδίδεται.

Ανάλογες παράμετροι ενδεχομένως να διέπουν αποφάσεις που αφορούν απαγορευτικά διατάγματα. Η έκδοση του διατάγματος δημιουργεί θετική υποχρέωση στο διάδικο να συμμορφωθεί και δημιουργεί την προοπτική άμεσης τιμωρίας του σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του. Αυτό δικαιολογεί την περίληψη του στις περιπτώσεις όπου υφίσταται δικαίωμα έφεσης καθ΄όσον επηρεάζονται άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το ίδιο ίσως να μην ισχύει σε περίπτωση που η αίτηση για έκδοση του διατάγματος απορρίπτεται, δεν χρειάζεται όμως να απασχολήσει το θέμα περαιτέρω.

Θα διαμορφώναμε λοιπόν την τέταρτη πρόταση ώστε να διαβάζει:

4. Είναι εφέσιμες αποφάσεις οι οποίες αφορούν αυτοτελή και μη αμιγώς διαδικαστικά δικονομικά θέματα και οι οποίες, ως εκ του αποτελέσματος τους, δημιουργούν θετικές υποχρεώσεις στον επηρεαζόμενο διάδικο που ενδεχομένως να συνεπάγονται και επηρεασμό των ουσιαστικών ή άλλων δικαιωμάτων του.

Να λεχθεί μάλιστα και κάτι άλλο. Η Δ.35 θ.2, 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έχει κατά νου εφέσεις όχι μόνο από αποφάσεις που περιέχουν την τελική κρίση του Δικαστηρίου στην αγωγή αλλά και από ενδιάμεσες αποφάσεις ή διατάγματα. Αν και βεβαίως η εμβέλεια του δικαιώματος έφεσης καθορίζεται θεμελιακά από το άρθρο 25(1) ως ο νόμος, η επισημανθείσα αναφορά στους Θεσμούς συνάδει, φρονούμε, με την προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί πιο πάνω ως προς τη νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 25(1).

Στη βάση της πιο πάνω θεώρησης της νομολογίας, συμφωνούμε ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εφέσιμη για τους λόγους που εξηγήσαμε, καθ΄όσον δηλαδή αφορά αμιγώς διαδικαστικό δικονομικό θέμα που θα μπορούσε μάλιστα να κριθεί ευχερώς (και δεν έχει καταδειχθεί το αντίθετο) στα πλαίσια ενδεχόμενης έφεσης κατά της τελικής απόφασης και θα απορρίπταμε την έφεση για το λόγο αυτό χωρίς να υπεισέλθουμε στην ουσία της.

 

Γ. Νικολάου, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο