ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1320
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(
< FONT FACE="Arial" SIZE=4>Πολιτική Έφεση αρ. 11527)6 Οκτωβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές.]
ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
- ν -
MERIDIAN HOTELS LTD (AENEAS HOTEL),
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Ζ. Νικολάου,
γι΄ αυτόν Μαρία Χριστοφίδου, για τους εφεσείοντες.Αντ. Ανδρέου, για τους εφεσίβλητους.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Με το αιτιολογικό ότι οι αιτητές και οι αιτήτριες προέβησαν σε δυσφημιστικές δηλώσεις για την ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία εργάζονταν - ξενοδοχείο «ΑΕΝΕΑS» - Αγία Νάπα, τις οποίες αρνήθηκαν να αποσύρουν, οι εργοδότες τους απέλυσαν συνοπτικά και χωρίς προειδοποίηση.Οι απολυθέντες προσέφυγαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις για τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησής τους και την άνευ προειδοποιήσεως απόλυσή τους, κατ΄ επίκληση των προνοιών - (΄Αρθρα 3(1) και 9) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67 και τροποποιήσεις) - εφεξής ο Νόμος. Σε απολύσεις εργαζομένων το βάρος απόδειξης του δικαιολογημένου της ενέργειας φέρουν οι εργοδότες. Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Άρθρου 6(1) του Νόμου ως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εναπόκειται στους εργοδότες να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο του αδικαιολόγητου της απόλυσης των εργαζομένων ως προβλέπει το Άρθρο 6(1). άλλως η απόλυση τεκμαίρεται παράνομη.
Τον Απρίλιο του 1999, οι συντεχνίες ΠΕΟ και ΣΕΚ, στις οποίες ανήκε το προσωπικό του ξενοδοχείου «ΑΕΝΕΑS», συμφώνησαν με τους εργοδότες για την αναγκαιότητα του τερματισμού των υπηρεσιών είκοσι-ενός μελών του προσωπικού λόγω πλεονασμού. Στις 12 Ιουλίου 1999, οι εργοδότες απέστειλαν ειδοποιήσεις στο επηρεαζόμενο προσωπικό, γνωστοποιώντας τους τον τερματισμό της απασχόλησης τους από 30 Σεπτεμβρίου 1999. Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν μέσω των συντεχνιών τους αμφισβητούντες το δικαιολογημένο του μέτρου, διατυπώνοντας εκτός από το συγκεκριμένο, και άλλα παράπονα κατά των εργοδοτών τους. Η συνέλευση των μελών του προσωπικού που συγκάλεσαν οι συντεχνίες, στην οποία πήραν μέρος ενενήντα εργαζόμενοι, αποφάσισε όπως θέσει τα παράπονα υπόψη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας, με αίτημα τη διαμεσολάβησή της προς άρση της εκτροπής από τα εργατικά θέσμια. Αποφασίστηκε προς τούτο η υποβολή, στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, των παραπόνων τους μαζί με αίτημα για τη διαμεσολάβησή της προς θεραπεία της υφιστάμενης κατάστασης και παράλληλα της κοινοποίησή τους, (α) στον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, (β) στην Επαγγελματική Οργάνωση των Ξενοδόχων, ΠΑΣΥΞΕ, και (γ) στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Τελικά με απόφαση των συντεχνιών η επιστολή κοινοποιήθηκε μόνο στους πρώτους δύο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι παρόλο που διέρρευσε η επιστολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν αποδείχθηκε, ότι υπεύθυνοι γι΄ αυτό ήταν οι εργαζόμενοι ή οι συντεχνίες τους.
Στην επιστολή των εργαζομένων διατυπώνεται σωρεία παραπόνων εναντίον των εργοδοτών όπως η προσπάθεια εκ μέρους τους να παρακάμψουν τις συντεχνίες και να συνομολογήσουν προσωπικές συμβάσεις με το προσωπικό. απολύσεις προσωπικού με το πρόσχημα του πλεονασμού και αντικατάστασή του με νέο προσωπικό. Η θέση που προβάλλεται στην επιστολή και η οποία ενόχλησε ιδιαίτερα τους εργοδότες. είναι εκείνη που διατυπώνεται στην παράγραφο 8, η οποία έχει ως ακολούθως:
«Διαπιστώνει επίσης ότι με τους μέχρι τώρα χειρισμούς της διεύθυνσης τα επίπεδα των υπηρεσιών του Ξενοδοχείου έχουν πέσει σε βαθμόν ανησυχητικό για ένα Ξενοδοχείο 5* τύπου ΑΕΝΕΑS. Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τις αρμόδιες αρχές ότι η όλη κατάσταση στο Ξενοδοχείο δυσφημίζει το τουριστικό μας προϊόν. Η δυσφήμιση θα είναι μεγαλύτερη εάν αφήσουμε να εφαρμοστούν οι πιο πάνω σκέψεις της εταιρείας.»
Οι εργοδότες αντέδρασαν με οργή στην επιστολή και κάλεσαν τους εργοδοτούμενους να αποκηρύξουν το δυσφημιστικό της περιεχόμενο, προπάντων τον ισχυρισμό ότι λειτουργούν κατά τρόπο που δυσφημίζει το τουριστικό προϊόν. Το αίτημα των εργοδοτών εξέτασε έκτακτη γενική συνέλευση του προσωπικού την οποία συγκάλεσαν οι συντεχνίες όπου μετείχαν εξήντα-ένα μέλη του. Τριάντα-πέντε από αυτούς συμφώνησαν στην αποκήρυξη της επιστολής, όχι όμως οι είκοσι έξη αιτητές και αιτήτριες, τους οποίους οι εργοδότες απέλυσαν άνευ ετέρου.
Το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία εκ μέρους των εργοδοτών, από τον υπεύθυνο του λογιστηρίου και εκ μέρους των εργαζομένων, από τους εκπροσώπους των συντεχνιών τους και δύο μέλη του προσωπικού, τη βοηθό του γενικού διευθυντή και τον αρχικηπουρό. Το Δικαστήριο κάμνει μόνο ακροθιγή αναφορά στη μαρτυρία τους. Η μαρτυρία του διευθυντή του λογιστηρίου δεν εξειδικεύεται ούτε γίνεται οποιαδήποτε διαπίστωση κατά πόσο αυτή τείνει να υποστηρίξει το δικαιολογημένο των απολύσεων. Εξαιρετικά συνοπτική είναι επίσης και η αναφορά στη μαρτυρία που κατατέθηκε εκ μέρους των εργαζομένων. Η μαρτυρία της ιδιαιτέρας του διευθυντή, το μέρος που μνημονεύεται, αξιολογείται περιθωριακά. Μετά την περιορισμένη αυτή αναφορά στη μαρτυρία το Δικαστήριο προέβη στην εξής διαπίστωση:
«Από όλη τη μαρτυρία, σε καμιά περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι, πράγματι, η ποιότητα των υπηρεσιών έχει υποβαθμιστεί ούτε ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων καταπατούνται ούτε ότι καταστρατηγείται η σύμβαση και οι νόμοι περί ξενοδοχείων.»
Η διαπίστωση του Δικαστηρίου έρχεται ευθέως σε αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρου 6(1) του Νόμου που μεταθέτει το βάρος της απόδειξης για το δικαιολογημένο των απολύσεων από τον εργοδότη στους εργαζομένους.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι εργαζόμενοι-εφεσείοντες, δεν απέδειξαν την ορθότητα των δυσφημιστικών τους ισχυρισμών κατά των εργοδοτών. Τίθεται ευθέως και πάλιν θέμα μετάθεσης του βάρους της απόδειξης, εφόσον εναπόκειται στους εργοδότες να αποδείξουν το δικαιολογημένο της απόλυσης και όχι στους εργαζόμενους το αβάσιμο των απολύσεων τους. Κατ΄ ακολουθία το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί των εργοδοτουμένων ήσαν όντως δυσφημιστικοί. Τούτου δοθέντος, εφόσον οι απολυθέντες δεν απέδειξαν το αληθές των ισχυρισμών τους, η απόλυση τους κρίθηκε δικαιολογημένη. Εμφανώς το Δικαστήριο αναφέρεται στην αλήθεια του δημοσιεύματος που αποτελεί υπεράσπιση σε αγωγή λίβελου. (Βλ. Άρθρο 19 του Κεφ. 48 - και τις πρόσφατες αποφάσεις, Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Ανδρέα Αλωνεύτη - Πολιτική Έφεση αρ. 10703 - 29.11.2002. Λουκαϊδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ. - Πολιτικές Εφέσεις αρ. 10934 κ.ά. - 24.1.2003.)
Η απόφαση του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται στην ακόλουθη πρόταση. Εφόσον οι εργαζόμενοι, οι εφεσείοντες, δεν απέδειξαν το αληθές των δυσφημιστικών τους ισχυρισμών, οι εργοδότες, οι εφεσίβλητοι, είχαν δικαίωμα να τους απολύσουν και ορθά τους απέλυσαν. Καθίσταται πρόδηλο ότι ανετράπη το τεκμήριο που στοιχειοθετεί το άρθρο 6(1) του Νόμου. Προκύπτει ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στην κρίση του δυσφημιστικού ή μή του δημοσιεύματος.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το παραδεκτό της εξέτασης του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Η απάντηση είναι αρνητική. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στην επίλυση των εργατικών διαφορών που καθορίζει το άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ΄ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.
8/67 όπως έχει τροποποιηθεί. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί αστικού αδικήματος προς τον σκοπό παροχής θεραπείας. Παρέχεται δικαιοδοσία αντιμετώπισης του ιδίου θέματος έμμεσα ή παρεμπιπτόντως; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από αρνητική.Υπάρχει όμως και μία άλλη οπτική γωνία από την οποία αντικρίζεται το ζήτημα. Εάν οι εφεσίβλητοι ενάγουν τους εφεσείοντες στο Επαρχιακό Δικαστήριο για δυσφήμιση θα θεωρηθεί το θέμα δεδικασμένο; Αρκεί να τεθεί το ερώτημα για να καταστεί πρόδηλη η αρνητική απάντηση. Από την άλλη, απόφαση του δικαστηρίου ότι οι δηλώσεις δεν είναι δυσφημιστικές, θα άφηνε αμετάβλητο το αποτέλεσμα της παρούσας υπόθεσης. Η κατ΄ ισχυρισμό δυσφήμιση δεν αποτελούσε, ούτε θα μπορούσε να
αποτελέσει επίδικο θέμα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Αλλά και το αντίθετο αν γινόταν δεκτό, θα μπορούσε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρηθεί συμπερασματική για την ύπαρξη δυσφήμισης; Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να προστρέξουμε στις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που διέπουν τα της στοιχειοθέτησης του αδικήματος της δυσφήμισης. Το Άρθρο 21 του Κεφ. 148 προβλέπει ότι δημοσίευμα είναι προνομιούχο εφόσον γίνεται καλή τη πίστει και απευθύνεται μεταξύ άλλων σε πρόσωπο που έχει κοινωνικό καθήκον να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Δεν θα επαναλάβουμε το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να αποφανθούμε επί του θέματος. Το αναφέρουμε για να υπογραμμίσουμε πόσο επιφανειακή ήταν η θεώρηση του θέματος της δυσφήμισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κοινοποίηση του υπομνήματος σε άλλους από το Υπουργείο που έχει την ευθύνη για τον τουρισμό και το Σύνδεσμο των Ξενοδόχων, δεν έγινε.Η άλλη διάσταση του θέματος είναι ότι η επιστολή στάληκε από τους εκπροσώπους των συντεχνιών εκ μέρους ενενήντα μελών του προσωπικού και όχι από τους αιτητές. Ούτε σ΄ αυτή την πτυχή του θέματος δεν έστρεψε την προσοχή του το Δικαστήριο.
Τέλος πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η απόλυση δεν έγινε λόγω της δυσφήμισης, αλλά λόγω της άρνησης των εφεσειόντων να αποσύρουν τους ισχυρισμούς τους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο εκδηλωθείσας εργατικής διαφοράς. Ως προς την ευρύτητα του όρου «εργατική διαφορά», χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη αγγλική απόφαση στην
P. v. NASUWT (2003)1 All E.R. 993 (HL).To Άρθρο 40(2) του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965, Ν.71/65, καθιστά τη συνένωση των εργαζομένων για την προώθηση εργατικής διαφοράς μη αγώγιμη, εκ του γεγονότος της σύμπραξης. Δεν απαλλάττει όμως τους εμπλεκόμενους προσωπικής ευθύνης, εάν η πράξη συνιστά αστικό αδίκημα. Συσχετισμός του άρθρου 40(2) με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης απολήγει στη διαπίστωση ότι οι διατάξεις του δεν παρεμβάλλουν εμπόδιο στην έγερση αγωγής λιβέλλου από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων για δυσφήμιση. Η ρύθμιση του άρθρου 41 του ιδίου νόμου σχετίζεται αποκλειστικά με πράξεις που κατατείνουν στη διάρρηξη σύμβασης εργασίας ή επέμβαση στο δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης εργασίας ή κεφαλαίου. Τοιουτοτρόπως κανένα από τα δύο άρθρα δεν υπεισέρχεται στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων της παρούσας διαδικασίας.
Η διαλεκτική περί τα επίδικα θέματα επιβάλλει αναφορά και στις διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου, που αναγνωρίζει δικαίωμα στον εργοδότη να απολύει μέλος του προσωπικού για συμπεριφορά αντινομική προς τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρεται σ΄ αυτή την πρόνοια του νόμου. Ερωτάται κατά πόσο η προβολή ανυπόστατων ισχυρισμών από τους εργοδοτούμενους στο πλαίσιο εργατικής διαφοράς αποτελεί λόγο απόλυσης. Αν η απάντηση ήταν θετική, η διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών θα έχανε τη θέση της στο πλαίσιο των εργατικών σχέσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις των εργοδοτών.
Εάν οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, έστω και στο πλαίσιο εργατικής διαφοράς, πλήττουν τα αστικά δικαιώματα του εργοδότη, η προστασία τους έγκειται, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης, στην έγερση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Καταλήγω ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέσεισαν το βάρος για το δικαιολογημένο της απόλυσης των εφεσειόντων, οπόταν υπόκεινται σε αποζημιώσεις βάση των προνοιών του νόμου για, (α) παράνομη απόλυση, και (β) τερματισμό της εργοδότησής τους άνευ προειδοποιήσεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στον καθορισμό των αποζημιώσεων αυτών ως η ισχύουσα πρακτική, γεγονός που καθιστά αναγκαία την παραπομπή του θέματος στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να το πράξει. Στοιχεία σχετικά με την αποζημίωση των εφεσειόντων δεν παρέχονται στην απόφαση. Αν υπήρχαν, η παραπομπή ίσως να καθίστατο αχρείαστη.
Για τους λόγους που έχω εκθέσει θα επέτρεπα την έφεση και θα διέτασσα την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προς καθορισμό των αποζημιώσεων.
Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου έχει διάφορη άποψη κατατείνουσα στην απόρριψη της έφεσης για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Καλλή, Δ., που σηματοδοτεί και το αποτέλεσμα της έφεσης.
Γ.Μ. Πικής,
Π.
/ΑυΦ.